Σχόλη http://sxoli.patakis.gr Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής των Εκδόσεων Πατάκη Mon, 26 Jun 2017 11:17:07 +0000 en-US hourly 1 https://wordpress.org/?v=4.5.2 http://sxoli.patakis.gr/wp-content/uploads/2016/07/cropped-image_blog-32x32.png Σχόλη http://sxoli.patakis.gr 32 32 «Η Φτερολουλουδούπολη» της Ευαγγελίτσας Στραφιώτου http://sxoli.patakis.gr/?p=860 http://sxoli.patakis.gr/?p=860#respond Mon, 19 Jun 2017 11:32:56 +0000 http://sxoli.patakis.gr/?p=860 Read More Read More

]]>
Κάθε δέντρο στη χώρα της Φτερολουλουδούπολης ήταν και μια γειτονιά για τους μικρούς φτερωτούς μας φίλους. Πουλιά και λουλούδια όλων των ειδών ζούσαν αρμονικά. Παντού τιτιβίσματα και αρώματα, χρώματα και μελωδίες.

O κύριος Σπύρος Σπουργιτίνος και η κυρία Τίνα Σπουργιτίνα, που είχαν τρία σπουργιτάκια, ζούσαν στο πιο ψηλό κλαδί μιας σκιερής μουριάς. Γλεντζέδες και καλοί τραγουδιστές οικογενειακώς οι Σπουργιτίνοι, ξεσήκωναν τη γειτονιά με τα τραγούδια τους και το κέφι έφτανε στα ύψη!

Ανάμεσα στις πιο γνωστές οικογένειες ήταν και η οικογένεια του κυρίου και της κυρίας Παγόνη. Μπορεί να έμεναν σε ισόγειο, δίπλα σε έναν πυκνό θάμνο, αλλά όλοι ζήλευαν τον κύριο Παγόνη για τη φανταχτερή μπλε και πράσινη φορεσιά και την καμαρωτή κορμοστασιά του. Βέβαια, οι κουτσομπόληδες της γειτονιάς, με πρώτη και καλύτερη την κυρία Τίνα Σπουργιτίνα, δεν παρέλειπαν να κάνουν σχόλια του τύπου:     «Μα γιατί δε κάνουν μαθήματα φωνητικής; Μας έχουν ξεκουφάνει με τις αγριοφωνάρες τους!».

Μια μέρα, κυκλοφόρησε η φήμη ότι κατέβηκε από το βουνό ένας πεινασμένος αγριόγατος. Έγινε μεγάλο σούσουρο, φόβος και τρόμος για τα ανυπεράσπιστα πουλάκια! «Είναι αλήθεια; Τον έχει δει κανείς;» σιγοψιθύριζαν σε κάθε γειτονιά. Μέχρι και τα λουλούδια και τα δέντρα αναστατώθηκαν. Η μουριά κούνησε τα φύλλα της λυπημένη. «Λες να έχουμε φασαρίες;» αναρωτήθηκε και τακτοποίησε προσεκτικά το φύλλωμά της, για να κρύψει καλύτερα τις φωλιές των φτερωτών της φίλων. Όταν ήταν μικρή, είχε ακούσει ότι οι αγριόγατοι ανεβαίνουν στα δέντρα, ενώ δεν έχουν φτερά! «Άλλο πάλι και τούτο» σκέφτηκε! «Βρε, μήπως είναι παραμύθια όλα αυτά; Εδώ ο κύριος Παγόνης, με μια ουρά ένα μέτρο, δεν μπορεί να κουνηθεί από τη γη, και αυτός ο…πώς τον λένε…ο αγριόγατος πώς πετάει;»

Και όμως δεν ήταν παραμύθι. Ένα ηλιόλουστο πρωινό που τα τρία μικρά σπουργιτάκια αμέριμνα τσιμπολογούσαν σποράκια, ο αγριόγατος παραμόνευε κρυμμένος πίσω από έναν θάμνο. «Χε, χε» σκέφτηκε «θα φάω καλά σήμερα!» Και ενώ ετοιμαζόταν να κάνει ένα γρήγορο σάλτο, ένας απροσδόκητος βοηθός των σπουργιτιών εμφανίστηκε ξαφνικά! Δεν υπολόγισε τον κάτοικο της φωλιάς που βρισκόταν δίπλα στον θάμνο, τον κύριο Παγόνη, ο οποίος τον είδε! «Κρα, κρα» όρμησε ο κύριος Παγόνης, τρομάζοντας τον αγριόγατο που έφυγε τρέχοντας και με το τρίχωμα ολόρθο!

Η κυρία Τίνα Σπουργιτίνα που αντιλήφθηκε τη φασαρία, κατέφτασε λαχανιασμένη! Τα σπουργιτάκια πεταρίζοντας και σπουργιτίζοντας, όρμησαν κάτω από τις φτερούγες της λέγοντας με το νι και με το σίγμα από τι γλίτωσαν, χάρη στη…σωτήρια αγριοφωνάρα του κυρίου Παγόνη! Εκείνη τον ευχαρίστησε και ποτέ δεν ξέχασε ότι έσωσε τα μικρά της σπουργιτάκια! Έτσι, η οικογένεια Σπουργιτίνου απέκτησε έναν καινούριο, αγαπημένο φίλο!

[Το κείμενο γράφτηκε στο πλαίσιο του εργαστηρίου «Φτιάχνοντας παραμύθια» (5 & 6 Μαΐου 2017, Βιβλιοπωλείο Πατάκη) που συντόνισαν η Αλεξάνδρα Σέλελη και η Έλενα Φραγκάκη].

 

Η Ευαγγελίτσα Στραφιώτου γεννήθηκε στην Ιστιαία Ευβοίας. Αποφοίτησε από τη Σχολή Αστυφυλάκων και το Τμήμα Πληροφορικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια σχετικά με την πληροφορική, την εκπαίδευση, την ψυχολογία, τη χειροτεχνία. Στη Σχόλη των Εκδόσεων Πατάκη συμμετείχε στο εργαστήριο «Φτιάχνοντας Παραμύθια» που συντόνισαν η Αλεξάνδρα Σέλελη και η Έλενα Φραγκάκη.

 

]]>
http://sxoli.patakis.gr/?feed=rss2&p=860 0
«Μαθηματικά στο πι και φι» της Ευαγγελίας Σημαντήρη http://sxoli.patakis.gr/?p=855 http://sxoli.patakis.gr/?p=855#respond Thu, 15 Jun 2017 11:50:15 +0000 http://sxoli.patakis.gr/?p=855 Read More Read More

]]>
 

Εσάς σας αρέσουν τα μαθηματικά; Εμένα είναι τα αγαπημένα μου. Γιατί μ’ αυτά φτιάχνω τα καλύτερα…γλυκά. «Γλυκά;» θα με ρωτήσετε. Μάλιστα, γλυκά, μαζί με τη γιαγιά.

«Χωρίς τα μαθηματικά δε γίνεται τίποτα» μου έλεγε κάποτε ο μπαμπάς. «Θα υπήρχε γύρω μας το χάος». Εγώ πάντως, όταν ήμουν πιο μικρός κι έβλεπα τον μπαμπά να πονοκεφαλιάζει πάνω απ’ τα χαρτιά του με τους αριθμούς και τα σχήματα, σκεφτόμουν ότι το μόνο σίγουρο ήταν ότι του μπαμπά η αριθμητική κι η γεωμετρία τού είχαν κάνει μαγικά. Γι’ αυτό κι εγώ τ’ απέφευγα όπως τις μύγες και τα κουνούπια. Όταν εκείνα με πλησιάζανε, εγώ τα κυνηγούσα. Δηλαδή, όταν η μαμά μού έφερνε τα τετράδια με τις ασκήσεις και μου τις έδειχνε, εγώ έπαιρνα την μυγοσκοτώστρα και κοπανούσα τις σελίδες, φωνάζοντας «μαμά, μυγάκια κακά!». Και μεγαλύτερος ακόμα, να σκεφτείτε, τόσο πολύ τα μισούσα, που προτιμούσα να γυρίζω τους αριθμούς ανάποδα, να τους εξοντώνω δηλαδή κανονικά. «Γιαννάκη, τα μαθηματικά δεν τα κάνουνε στο πόδι. Κάθισε λίγο. Συγκεντρώσου. Πάρε μολύβι και χαρτί» μου φώναζε κάθε μέρα η μαμά μου, προσπαθώντας να με πιάσει για να με στήσει στην καρέκλα. Αλλά εγώ πού να τολμήσω. Τα φοβόμουν τρομερά. Κι όταν πια αναγκαζόμουν να καθίσω, τα κοιτούσα και βαριόμουν φοβερά.

Πού να δείτε στο σχολείο. Μια μέρα ο δάσκαλος, όταν είδε τι του έγραφα στο χαρτί με τις ασκήσεις που μας είχε δώσει, έτριβε τα μάτια του από τον θαυμασμό: «Παιδί μου, τελειώνεις την Α’ Δημοτικού και δεν ξέρεις ακόμα πώς γράφονται οι αριθμοί και πώς είναι τα σχήματα»; Τρελάθηκε κι άρχισε να τραγουδάει μέσα στην τάξη:
«Αυτό είναι τρομερό.
Το 5 είναι γραμμένο σαν το σίγμα τελικό.
Και το 6 είναι 9.
Μα τι πράγματα είναι αυτά;
Και γράφεις έψιλον για τρία.
Όσο για το παραλληλόγραμμό σου, μοιάζει με τον μπακλαβά γωνία».

«Τι κακό έχει ο μπακλαβάς γωνία, που είναι τόσο νόστιμο γλυκό;» ρώτησα εκείνη την ημέρα τη γιαγιά μου. Και από τότε ξεκίνησε η καταπληκτική αλλαγή. Η σημαντικότερη αλλαγή που θα μπορούσε να μου συμβεί. Ήταν τόσο απρόσμενη, που ξεκόλλησε και τον μπαμπά απ’ τα χαρτιά του για μια ολόκληρη ημέρα. Η γιαγιά μου μόλις της είπα τον λόγο που ρωτούσα, μου γύρισε την πλάτη σκεφτική. Όταν ξαναγύρισε προς το μέρος μου μου έδωσε ένα μπουκαλάκι βανίλια και μου έδειξε την κατσαρόλα. «Όταν τελειώσω τα μαγικά μου λόγια, να τη ρίξεις στο νερό» μου είπε.
«Μια πρέζα από βανίλια.
Βούτυρο για τα σκασμένα χείλια,
σοκολάτα, καραμέλα,
βάλε και μια ριπή κανέλα
κι έτοιμο το μαγικό
που θ’ αλλάξει του εγγονού μου το μυαλό.
Βανίλια, λευκή γλυκιά και φίνα,
κάνε θαύμα στην κουζίνα».

Δεν είχα παρά να υπακούσω τη γιαγιά, γιατί ξέχασα να σας πω ότι ήταν η καλή μάγισσα της μαγειρικής κι εμένα μου άρεσε πάντα να τη βοηθάω να φτιάχνει τις συνταγές της. Ο μπαμπάς πάντα διέκοπτε τη βουτιά του στα μαθηματικά όταν ήταν να γευτεί τα γλυκά της. Επομένως, μόνο η γιαγιά μπορούσε να τον ξεκολλήσει από τα μαθηματικά. Γιʹ αυτό κι εγώ έριξα τη μαγική βανίλια στο βραστό νερό και τα υπόλοιπα υλικά κι αμέσως τότε μια υπέροχη μυρωδιά μού γαργάλησε τα ρουθούνια.
Μια μόνο κουταλιά απ’ το γλυκό ήταν αρκετή. Βρέθηκα να περπατώ σ’ έναν κόσμο θαυμαστό.
3 ποτάμια σοκολάτα,
5 σπιτάκια μαντολάτα.
Να και 2 ψηλοί πύργοι από μπισκότο
που ομορφαίνουνε τον τόπο.
Δέντρα σοκολατένια, γεωμετρικά στερεά
με κορμούς κυλίνδρους από σοκοφρέτα,
για φρούτα έχουν αμυγδαλωτά
και πολύχρωμα κουφέτα.
Βουνά από φράουλα ζελέ
και σύννεφα φρουί γλασέ.
Προχωρούσα και πετούσα και κρατούσα από σοκολατένιο κώνο
κι από ράβδο καραμέλα,
μια υπέροχη ομπρέλα.
Και να ήταν αυτό μόνο;
Nα σου κι ένας τσιζκέικ ποντικός,
νόστιμος, λαχταριστός.
Με πλησιάζει,
με ρωτάει όλο νάζι:
«Μην τυχόν κι είδες να γυρίζουν εδώ γύρω γλειφιτζούρια είκοσι δύο;
Πες μου, αν θες, να σε χαρώ;
Έχω παιδιά είκοσι ένα
Ένα γλειφιτζούρι για καθένα κι ένα μένει και για μένα.
Αν όμως μου πεις που θα τα βρω, θα τα δώσω όλα σε σένα».

«Παιδί μου, για να δούμε, έπιασε το μαγικό;» μου φώναξε η γιαγιά μου και μου έδωσε το τετράδιο με τα μαθηματικά. Από τότε και στο εξής, ειδικά όταν έχω παρέα ένα από τα απίθανα γλυκά που φτιάχνουμε μαζί, τα μαθηματικά μου τα λύνω στο πι και φι.

[Το κείμενο γράφτηκε στο πλαίσιο του εργαστηρίου «Φτιάχνοντας παραμύθια» (5 & 6 Μαΐου 2017, Βιβλιοπωλείο Πατάκη) που συντόνισαν η Αλεξάνδρα Σέλελη και η Έλενα Φραγκάκη].

Η Ευαγγελία Σημαντήρη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε δημόσια διοίκηση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Από το 2014 παρακολουθεί σειρά σεμιναρίων γύρω από τη ζωγραφική, την εικονογράφηση και τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων, κυρίως για παιδιά (ΙΑΝΟS, Σχολή Ορνεράκη, Εκδόσεις Πατάκη κ.α.). Στη Σχόλη των Εκδόσεων Πατάκη έχει παρακολουθήσει κύκλους σεμιναρίων σχετικά με την παιδική λογοτεχνία με εισηγητή τον Βαγγέλη Ηλιόπουλο, καθώς και το εργαστήριο «Φτιάχνοντας παραμύθια» που συντόνισαν η Αλεξάνδρα Σέλελη και η Έλενα Φραγκάκη.
Ασχολείται με την αρχιτεκτονική ως συνεργάτις-μηχανικός και ελεύθερη επαγγελματίας.
Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου.

]]>
http://sxoli.patakis.gr/?feed=rss2&p=855 0
«Ανάσταση» της Μαρίας Βέρρου http://sxoli.patakis.gr/?p=844 http://sxoli.patakis.gr/?p=844#respond Tue, 09 May 2017 08:46:33 +0000 http://sxoli.patakis.gr/?p=844 Read More Read More

]]>
Να σηκωθεί, να μη σηκωθεί, η τηλεόραση έπαιζε, θα έβλεπε τα γεγονότα από την ασφάλεια του κρεβατιού της, ανάμεσα στα ζεστά παπλώματα, είχε σκεπαστεί μέχρι πάνω, το κορμί της ψαχούλευε τα σεντόνια, σε κάθε της κίνηση διαμαρτύρονταν λες και τους χάλαγε την ησυχία, τόλμησε να ρίξει μια ματιά πρώτα στο χέρι της, ο καρπός της κρεμόταν ανήμπορος, το χέρι προσπαθούσε να ισορροπήσει στην αδυναμία του, μια κλεφτή ματιά μέσα από το νυχτικό, στο στήθος της, ανύπαρκτο, δύο τομές χαμογελαστές πάνω στα καλά μετρημένα κόκαλα του στέρνου, τις χάιδεψε, ανατρίχιασε χωρίς πόνο, μόνο ένας μικρός απόηχος ηδονής, γύρισε δίπλα, νόμισε ότι τον ένοιωσε, έσπρωξε το χέρι της, αυτό το καχεκτικό χέρι προς τη μεριά του, κρύωσε, το τράβηξε απότομα, έτσι απότομα όπως είχε φύγει, φοβήθηκε να δει τις χαμογελαστές ουλές, κατέβηκε λίγο πιο κάτω, ανατρίχιασε, το τρίγωνο ανάμεσα στα πόδια της γυμνό, άτριχο, προσπάθησε να πιάσει την κλειτορίδα της, εκείνη σφίχτηκε, διπλώθηκε, μαζεύτηκε πιο βαθιά στις πτυχές του, κατέβασε το νυχτικό της, ντράπηκε, ένα απαλό κόκκινο ένοιωσε να θερμαίνει τα μάγουλά της, πήρε τον καθρέφτη, εκείνο τον σκαλιστό, τον είχε από τη μάνα της, μόλις που μπορούσε να τον σηκώσει, τα μάτια της λίγο κόκκινα, λίγο βαθουλωμένα, το δέρμα της παλιωμένο, οι ρυτίδες είχαν αδειάσει, να και κάτι καλό σκέφτηκε, οι απώλειες ρουφάνε τις ρυτίδες, ο καθρέφτης άλλαξε όψη, το κορίτσι με το καθαρό πρόσωπο και το χαμόγελο, οι ουλές στο στέρνο της είχαν αλλάξει θέση, χάιδευαν το τρυφερό νεανικό στόμα με τη ροζ γλωσσίτσα, εκείνο που είχε φιλήσει, είχε φιληθεί, μετά το χαμόγελο μεταπήδησε στο στέρνο της, διπλασίασε τη δύναμή του, πέταξε μακριά τον καθρέφτη, έσπασε με ένα δυνατό κρακ, ίδια η καρδιά της, να είναι άραγε γρουσουζιά που έσπασε ο καθρέφτης, μετακινήθηκε λίγο, ίσιωσε το νυχτικό της, μεταξωτό, ελαφρύ, όλο τέτοια φορούσε τελευταία, σκεφτόταν ότι του άρεσε η υφή τους, ευαίσθητη, λεία, απαλή, όπως το δέρμα μωρού, αλήθεια γιατί δεν είχαν κάνει παιδί; με δαντελένιο γιακά, τής τον είχε επιβάλει η μάνα της, έλεγε πως δίνει κομψότητα στο ρούχο του ύπνου, μέχρι που πέθανε φορούσε ασορτί νυχτικό και παντόφλες, η ρόμπα της στις αποχρώσεις του νυχτικού, πάντα αυτός ο γιακάς την ενοχλούσε και πάντα προσπαθούσε να τον βγάλει, όσες φορές όμως και να προσπάθησε ξήλωνε άτεχνα τη ραφή, τραυμάτιζε το υπόλοιπο ύφασμα, στο τέλος τον ξανάραβε στη θέση του μέχρι την επόμενη φορά της ασφυξίας γιατί ασφυξία της προξενούσε αυτός ο δαντελένιος γιακάς, θύμιζε λαιμοδέτη, γιατί τι είναι οι λαιμοδέτες, σχοινιά σφιχτά δεμένα στο λαιμό, σε τραβούν, σε χειραγωγούν, σε πονούν, σε πολιορκούν μέχρι θανάτου, κόβουν την ανάσα, λειτουργούν παραλυτικά, χάιδεψε μια ανεπαίσθητη κόκκινη γραμμή στον λαιμό της, ένα τσόκερ από κοραλλί πέτρες, κάθε φορά που έκαναν έρωτα την έβαζε να το φορά, το έσφιγγε, πολύ, μερικές φορές πάρα πολύ, ερεθιζόταν υπερβολικά, γινόταν κτηνώδης μέχρι τον τελικό σπασμό, στην αρχή της άρεσε, η σφοδρότητα όμως της επανάληψης την κλόνισε μέχρι την τελευταία φορά που κατέληξε στο νοσοκομείο ημιθανής, έκτοτε δεν το ξανάκαναν, έκτοτε έφυγε από κοντά της, στην αρχή με προσοχή, αργότερα φανερά, μέχρι που η πόρτα δεν ξανάνοιξε, έκτοτε αναζητούσε αλλού κοραλλένιους, μαργαριταρένιους λαιμοδέτες, οι δικοί της κείτονταν στην κοσμηματοθήκη, μερικές φορές τους έβγαζε να αερίζονται, μετά τους έδωσε, είχαν μείνει ορφανοί, άκουσε την καμπάνα, Ανάσταση, σκέφτηκε, η τηλεόραση αναμετέδιδε την χαρμόσυνη είδηση, ρίγησε λίγο, πάλι αυτό το ρίγος, μήπως είχε κρυώσει; Τώρα τελευταία κρύωνε όλο και πιο πολύ…

Το πρωί μάζεψαν τα σεντόνια, ήταν υποκίτρινα, μύριζαν λεβάντα, μαζί με τη σκόνη του κορμιού της.

 

Η Μαρία Βέρρου γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε γαλλική γλώσσα και φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στο δημόσιο. Έχει παρακολουθήσει εργαστήρια μετάφρασης στο Γαλλικό Ινστιτούτο, καθώς και σεμινάρια δημιουργικής γραφής και διόρθωσης – επιμέλειας κειμένων στη «Σχόλη» των Εκδόσεων Πατάκη.

]]>
http://sxoli.patakis.gr/?feed=rss2&p=844 0
«Η καλή πλευρά της ζωής…» της Μαρίας Βέρρου http://sxoli.patakis.gr/?p=839 http://sxoli.patakis.gr/?p=839#respond Tue, 18 Apr 2017 11:10:51 +0000 http://sxoli.patakis.gr/?p=839 Read More Read More

]]>
 

Υπάρχουν θαυμάσια και αξιοζήλευτα πράγματα να απολαύσει ανενόχλητα κάποιος σ’ αυτό το τεμπέλικο σπίτι με τα μεγάλα ευγενώς ταπετσαρισμένα δωμάτια, τα θηριώδη παράθυρα, με τις σαντούκ βαριές κουρτίνες να κρέμονται ανενόχλητες, σαγηνευτικά αδιάφορες, τα πνιγμένα με χιλιάδες μικροαντικείμενα έπιπλα, εκείνους τους μπλε σαξ βελούδινους καναπέδες μπροστά στο τζάκι, όταν ανάβει απλώνω τις πατούσες μου και τις αφήνω να καούν από τη θέρμη του και τόσα άλλα, προκλητικά και χυμώδη. Όπως το ξύλινο πάτωμα, μαλακό και αρκετά αθόρυβο, – αν και η περιοδικότητα που διακρίνει τους στιγμιαίους τριγμούς του, γίνονται ερεθιστικοί καθώς υποδηλώνουν μικρές και σχεδόν πάντα ευχάριστες εκπλήξεις, η σκέψη τους και μόνο με κάνει να χαμογελώ σεμνά και ύποπτα -, γνωστόν ότι είμαι αθόρυβη, αλλά η περπατησιά μου είναι ιδιαίτερη, λεπτή, ευαίσθητη, κομψή, δεν αντέχει ακρότητες, δολιότητες, όλοι το ξέρουν και ευτυχώς το σέβονται, υπάρχει μια αξιοπρεπής κουζίνα με λιχουδιές και μυρωδιές να γαργαλάνε τα ρουθούνια μου, την ίδια μου την αναπνοή, το μικρό και ευαίσθητο στομάχι μου στις κάθε είδους πολυτέλειες, όπως ένα βάζο με μαύρη, γυαλιστερή σοκολάτα Μερέντα, ανοιχτό και έτοιμο να χύσει ηδονή στη ροζ γλώσσα μου, με τρεις κινήσεις έχω κατακτήσει τον πάγκο της κουζίνας, δίπλα στο βάζο, βουτάω περήφανα το δάχτυλό μου στο ανοιχτό στόμιό του που περιμένει την επίσκεψή μου, γιατί το ξέρει ότι θα το επισκεφτώ, γλείφω το δάχτυλο, η ηδονή επισκέπτεται και το γεμίζει με κακόβουλες σκέψεις, το ξαναβουτάω και το ξαναγλείφω, ευτυχώς τα νύχια μου δεν είναι κόκκινα, θα αλλοίωναν τη γεύση της Μερέντα, εξάλλου ποτέ δεν τα βάφω πριν το φαγητό, δείγμα καλής θέλησης προς τις γεύσεις που θα ακολουθήσουν, οργασμός πριν τον οργασμό, σε μια τρίτη εκτέλεση ο πειρασμός αλλάζει πρόσωπο, είναι η πόρτα του ψυγείου με το κοτόπουλο του μεσημεριού που περίσσεψε όχι όμως για μένα, τίποτα δεν περισσεύει για τη δική μου κοιλιά, και μετά η ανάπαυση, πότε στο μαλακό μαξιλάρι του μπλε σαξ καναπέ, πότε στην αναπαυτική πολυθρόνα της βιβλιοθήκης, έτσι αθόρυβα, ανατριχιαστικά ήσυχα, υπάρχουν βέβαια οι συγκάτοικοι του σπιτιού, πότε θορυβώδεις, πότε απάρεσκα αποστασιοποιημένοι, πότε εκνευριστικά ενοχλητικοί, κυρίως όταν θέλουν να κατακτήσουν την πολυθρόνα μου, οι χειρονομίες τους με αποπροσανατολίζουν ενίοτε, κάποτε όμως είναι ευεργετικές, υπάρχει μία τηλεόραση, μεγάλη με παράξενα σχήματα και χρώματα που με κάνουν ν’ ανατριχιάζω όταν στέκομαι και χαζεύω τις αμαρτίες της, υπάρχει κι ένα σκύλος, ο Τόνυ Πινέλλι, μεγάλος, πνιγμένος στην τρίχα κι αβοήθητος, με αθώα μάτια, με τρελαίνουν τα μάτια του, ανεκτικός ομολογώ μαζί μου, όχι πάντα φιλικός, εραστής της καλής μουσικής μέχρι βλακείας, εξ ου και το όνομα, όταν κοιμάται με προστατεύει, όταν είναι ξύπνιος με παιδεύει, όταν δεν τον παιδεύω εγώ, οφείλω να ομολογήσω. Όλοι αυτοί είναι η οικογένειά μου ή σχεδόν…

Κλαπ… το σφυρί έπεσε, η παγίδα ενεργοποιήθηκε.

Μια καθώς πρέπει γάτα μπορεί να συνυπάρχει με τους γονείς, τα παιδιά και τον σκύλο τους. Ποτέ όμως με έναν ποντικό…

 

 

 

Η Μαρία Βέρρου γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε γαλλική γλώσσα και φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στο δημόσιο. Έχει παρακολουθήσει εργαστήρια μετάφρασης στο Γαλλικό Ινστιτούτο, καθώς και σεμινάρια δημιουργικής γραφής και διόρθωσης – επιμέλειας κειμένων στη «Σχόλη» των Εκδόσεων Πατάκη.

 

 

]]>
http://sxoli.patakis.gr/?feed=rss2&p=839 0
«Placebo» της Φιλιέττας Μιχαλακάκου http://sxoli.patakis.gr/?p=834 http://sxoli.patakis.gr/?p=834#respond Tue, 18 Apr 2017 10:40:32 +0000 http://sxoli.patakis.gr/?p=834 Read More Read More

]]>
Σούρουπο -μωβ-

Περπατούσε στην άκρη της λεωφόρου ακολουθώντας ένα υποτυπώδες πεζοδρόμιο. Τα διερχόμενα οχήματα έσκιζαν τον αέρα και του πετούσαν ροπές ταχύτητας, κάνοντας τα μάγουλά του να τραντάζονται.

«Να σπάσεις το φράγμα του ήχου» είπε ο πατέρας ένα βράδυ, φορώντας στο μικρό του κεφάλι το τεράστιο κράνος της Harley. Στην τηλεόραση, ένας ναύτης στ’ άστρα κάρφωνε μια σημαία βαθιά στο φεγγάρι. Καράβια κι ατμόπλοια μεταπηδούσαν από τον ένα πλανήτη στον άλλο σαν το φωτιστικό στο παιδικό του δωμάτιο.

Παραπάτησε. Στηρίχθηκε ενστικτωδώς στον γεμάτο γκράφιτι τοίχο. «Γιούλα σε αγαπώ! Σάκης» έγραφε εκεί που ακούμπησε το χέρι. Ρίχνοντας όλο του το βάρος στην ίδια πλευρά, σήκωσε το πόδι και κοίταξε τη σόλα του. Δεν του προξένησε καμιά έκπληξη η σφηνωμένη πινέζα. Τράβηξε με τα νύχια του το ύπουλο ξένο σώμα και το πέταξε κάτω.

Ένα ταξί φρέναρε δίπλα του σκορπώντας βαριά μυρωδιά πετρελαίου. Πετάχτηκε έξω ένας άντρας βρίζοντας στα ρώσικα. Τον ακολούθησε κι ο ταξιτζής κουνώντας πάνω κάτω τα χέρια του. Άνοιξε το πορτμπαγκάζ και πέταξε με δύναμη στη μέση του δρόμου τρεις βαλίτσες. Κλότσησε τη μία, μούτζωσε τον Ρώσο κι έφυγε σπινιάροντας.

Εκείνος συνέχισε, όπως πήγαινε ο δρόμος. Τον προσπερνούσαν ξυστά μηχανάκια, αυτοκίνητα, τρίκυκλα, ποδήλατα. Οι μεσόφρυδες ρυτίδες του ενώνονταν όλο και περισσότερο από κορναρίσματα, λαϊκά καψουροτράγουδα κι ήχους από μεταλλικές πόρτες που ανοιγόκλειναν κάθε φορά που πλησίαζε σε μια στάση.

Άνθρωποι στοιβαγμένοι αγωνιούσαν να μπουν. Κι αυτοί που ήταν μέσα αγχώνονταν να κατέβουν. Πήγε μαζί τους. Μια έγκυος τον εκτόπισε για να καθίσει πρώτη, ρίχνοντάς του ένα άγριο βλέμμα, και δυο γριές κάνοντας νεύματα προς τη μεριά του έδειχναν να τον σχολιάζουν. Έσφιξε με δύναμη τη χειρολαβή και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ένα παιδί έτρεχε σε μια αλάνα κρατώντας πολύχρωμα μπαλόνια κι από πίσω του ακολουθούσαν κι άλλα πιτσιρίκια.

Βράδυ -μαύρο-

«Δεν πάει άλλο» κραύγασε με την μπάσα φωνή του, χτυπώντας ταυτόχρονα με δύναμη τα χέρια του στον πάγκο της κουζίνας. Εκείνη για μια στιγμή κοκάλωσε κι ύστερα άρχισε να γελάει εκνευριστικά δυνατά. Τα καφετιά της μάτια έγιναν ακόμη μικρότερα.

Μια φλέβα πετάχτηκε στον κρόταφό του και τα δόντια του σφίχτηκαν, προχώρησε στο τραπέζι του σαλονιού και άρπαξε το αγαπημένο της βάζο.

«Θα το διαλύσω» είπε με τρεμάμενη φωνή.

«Αύριο έχω συμβούλιο με τον Υπουργό» ξεκίνησε να λέει εκείνη, σε ψυχρό επαγγελματικό τόνο, μα πριν προλάβει να ολοκληρώσει, τα σπασμένα κομμάτια του βάζου εκτινάχθηκαν στα πόδια της κάνοντάς την να αναπηδήσει ελαφρά. Το στόμα της παρέμεινε ορθάνοιχτο για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι που καλύφθηκε από την παλάμη της.

Εκείνος έκανε να βουτήξει και τη λάμπα, αλλά τον πρόλαβε και την πήρε αγκαλιά ουρλιάζοντας:

«Όχι, τη limoges!» Από τα δωμάτια των κοριτσιών ακούστηκαν κλάματα. Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε απότομα παγώνοντας και τους δύο. Η μικρή πήδηξε πάνω του τυλίγοντας τα χέρια της σφιχτά γύρω από το λαιμό του και η μεγάλη κατέρρευσε στα πόδια του.

«Θα παραγγείλουμε, τέλος πάντων;» ρώτησε εκείνη παγερά.

«Έχω μαγειρέψει από το πρωί» απάντησε και προχώρησε προς τα υπνοδωμάτια με τη μία αγκαλιά και κρατώντας την άλλη από το χέρι. Άφησε απαλά τη μικρή στο κρεβάτι, τη σκέπασε με το πάπλωμα και της έχωσε στην αγκαλιά τον αγαπημένο της αρκούδο. Προχώρησε στο δωμάτιο της μεγάλης. Σκούπισε με τα χέρια του τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά της και της είπε να ξανακάνει επανάληψη για το τεστ.

Έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε στο γραφείο του. Έβγαλε από τον χαρτοφύλακα τα διαγωνίσματα των μαθητών του και μπήκε στο μπάνιο. Στήριξε τα χέρια του πάνω στον νιπτήρα. Έμεινε έτσι για λίγα λεπτά παίρνοντας βαθιές αναπνοές. Ύστερα άνοιξε τη βρύση κι άφησε το νερό να τρέχει. Το παρακολουθούσε να χάνεται μέσα στο σιφόνι δημιουργώντας μικρές δίνες. Ξαφνικά έστρεψε το βλέμμα στον καθρέφτη. Ένας μεσήλικας αξύριστος άντρας τον κοίταζε βαθιά μέσα στα κυκλωμένα σκοτάδι μάτια του.

«Αργείς;» του φώναξε απ’ έξω εκείνη χτυπώντας την πόρτα.

«Θα βγάλω εγώ τα σκουπίδια, όπως πάντα» απάντησε.

Περίμενε να την ακούσει να πέφτει στο κρεβάτι, για να ξεκλειδώσει και να βγει. Μπήκε στην κουζίνα, έσκισε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε λίγο ρολό χαρτί και προχώρησε στο σαλόνι. Στην οθόνη της κλειστής τηλεόρασης χάζεψε το περίγραμμα της μορφής του. Άρχισε να γράφει πάνω στο χαρτί. Όταν τελείωσε, το στρίμωξε στην τσάντα της μεγάλης, στη θήκη που πάντα της έβαζε το κολατσιό.

Πρωί -γκρίζο-

Καθώς έτρωγαν οι μικρές τις παρατηρούσε να τσακώνονται σπρώχνοντας η μία τον αγκώνα της άλλης στο τραπέζι. Γύρισε αργά στο πλάι κι εστίασε έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Η καθαρή ατμόσφαιρα επέτρεπε να φαίνεται το λιμάνι και τα καράβια που πηγαινοέρχονταν σε αργή κίνηση. Και το αεροπλάνο που πετούσε από πάνω τους, νωθρό του φαινόταν. Πού και πού ρουφούσε μηχανικά γουλιές από τον κρύο πια καφέ.

Άφησε τη μικρή στο νηπιαγωγείο, τη μεγάλη στο γυμνάσιο και συνέχισε για το λύκειο.

Μπήκε στην άχρωμη, χωρίς παράθυρα, τάξη. Μοίρασε τα διορθωμένα διαγωνίσματα. Ένας μπουνταλάς που είχε μείνει χρόνια στην ίδια τάξη έδωσε το σύνθημα κι άρχισαν όλοι να τα τσαλακώνουν και να τα πετούν πάνω του. Κάποιος άλλος έβγαλε τις πινέζες από το ταμπλό και τις σκόρπισε σαν να ’ταν χαρτοπόλεμος μέσα στην αίθουσα.

Δε μίλησε. Ούτε πήγε στον λυκειάρχη. Έσκυψε το κεφάλι και βγήκε έξω από την τάξη. Διέσχισε τον μακρύ διάδρομο και κατέβηκε τις σκάλες. Κάθε πάτημα σε σκαλί προκαλούσε αλυσίδες ήχων που αντιλαλούσαν σε ολόκληρο το κτίριο. Ο επιστάτης τον κοίταξε έκπληκτος, αλλά ταυτόχρονα ξεκλείδωσε και άνοιξε τη βαριά σιδερένια πόρτα. «Περπατάτε με μεγάλη σιγουριά σήμερα, κύριε» του είπε. Εκείνος χαμογέλασε χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο.

Βρέθηκε στον δρόμο. Έβρεχε. Μια σταγόνα τον χτύπησε στο μέτωπο κι ύστερα απλώθηκε πάνω του κλείνοντάς τον μέσα της. Περπάτησε για λίγο παρέα με αυτή τη φούσκα. Σε μια γωνία κάτι την τρύπησε κι έτσι συνέχισε μόνος.

Νύχτα -μπλε-

Ένα ένα τα φώτα του δρόμου άναψαν διαδοχικά. Ένιωσε την κύστη του βαριά. Σταμάτησε παράμερα σε μια μάντρα, στήριξε το κεφάλι του πάνω της, άνοιξε τα πόδια και θαύμασε τη δύναμη των υγρών του, καθώς έσκαβαν το χώμα προκαλώντας ρήγματα.

Άκουσε βογκητά. Στηριγμένος στις μύτες ύψωσε δειλά το κεφάλι. «Συνουσία λέγεται» θυμήθηκε τη φωνή του πατέρα. «Πήδα με! Τώρα!»του είχε πει εκείνη μια μέρα μέσα σε σουβλατζίδικο.

Δεν του ξανασηκώθηκε ποτέ.

Χάραμα -κίτρινο-

Μπήκε στο πρώτο 24ωρο fast food, απέναντι από ένα πατσατζίδικο. Χάζεψε για ώρα πάνω από τα ταμεία τις εικόνες των φαγητών κι ύστερα κατέβασε το βλέμμα στις ομοιόμορφες στολές των υπαλλήλων.

«Άκου εκεί, να καταργήσουν τις ποδιές» του είχε πει η μητέρα πριν χρόνια. «Να το θυμάσαι, γιε μου, ο φόβος φυλάει τα έρημα. Ο Φόβος». Του το είχε ιδιαιτέρως τονίσει, κουνώντας μπροστά από το πρόσωπό του τον δείκτη της, κάνοντάς τον να παραλύσει.

Η μυρωδιά αλκοόλ ανάκατη με φθηνό πατσουλί εξαφάνιζε κάθε ανθρώπινη οσμή. Στις τσέπες του βρήκε κέρματα, έφταναν μόνο για καφέ. Βούτηξε και με τις δυο του χούφτες το πλαστικό ποτήρι που του έδωσαν φυσώντας μέσα του, αναγκάζοντας τον ατμό να τον ζεστάνει και βγήκε έξω.

Η πόλη διχαζόταν. Απέναντί του μια πόρνη μασώντας τυρόπιτα καλημέριζε τον φούρναρη, ενώ παρέες φοιτητών κατευθύνονταν προς το μετρό αγοράζοντας σαλέπι.

Σήκωσε το βλέμμα στο άνοιγμα των πολυκατοικιών που επέτρεπαν στον ουρανό να φαίνεται. Πέταξε κάτω τον καφέ, υψώνοντας προς τα πάνω τα χέρια, σφιγμένα σε γροθιές. Ένα οικείο γαργαλητό έγινε αισθητό στο στομάχι του, σαν αυτό που πάθαινε κάθε φορά που οδηγώντας, περνούσε με μεγάλη ταχύτητα πάνω από σαμαράκι.

Κοίταξε από ψηλά την πόλη. Η πρώτη αχτίδα του ήλιου ήταν δική του. Τη γράπωσε κι άρχισε να πηδά από ταράτσα σε ταράτσα κι από εκεί πάνω στις τέντες των σπιτιών.

Μια νταλίκα φρέναρε μπροστά του.

Ο μουστακαλής οδηγός, βγάζοντας τον μισό του αγκώνα έξω απ’το παράθυρο, του είπε:

«Φίλε, μάλλον θες βοήθεια».

Βγήκαν στην εθνική.

Τέλος-κόκκινο-

 

Η Φιλιέττα Μιχαλακάκου είναι εκπαιδευτικός. Παρακολουθεί μαθήματα δημιουργικής γραφής με τον διευθυντή της «Σχόλης», συγγραφέα Μισέλ Φάις.

]]>
http://sxoli.patakis.gr/?feed=rss2&p=834 0
«Ιπτάμενη Κρεβάτα» της Νατάσσας Μουτσανά http://sxoli.patakis.gr/?p=828 http://sxoli.patakis.gr/?p=828#respond Thu, 24 Nov 2016 12:14:20 +0000 http://sxoli.patakis.gr/?p=828 Read More Read More

]]>
Οι πασχαλιές  είχαν  πιάσει γλίτσα, ωστόσο η βαριά μυρωδιά τους πατίκωνε  κι άλλο το χαμηλοτάβανο κελί. Η Διαμάντω ένιωσε δύσπνοια και ξεροκατάπιε, κι αυτό το τεράστιο πράγμα στο στήθος της σαν να ’βγαλε ποδαράκια. Φύσηξε τότε απαλά ένας αέρας κι άνοιξε μια ιδέα το παντζούρι δίπλα στο κρεβάτι, κι η μυρωδιά τώρα κάπως αραίωσε, μα ακόμη σάλευε, και το πράγμα, κι αυτό κροτάλιζε ελαφρά, σταματημένο μπρούμυτα. Μια σαρανταποδαρούσα φάνηκε στη γωνία κι αφού έμεινε αναποφάσιστη για λίγο, άρχισε να τρέχει σαν τρελή στο ξύλινο δοκάρι πίσω απ’ τα πόδια του κρεβατιού. Ένιωσε να παραλύει απ’ τον φόβο και το δεξί της χέρι ξεράθηκε εντελώς. Σκέφτηκε να σκουντήσει τον άντρα δίπλα της, μα τον λυπήθηκε. Της αρκούσε που ήταν εκεί.

«Μ’ αγαπάς  καθόλου;» τον ρώτησε όλο νάζι όταν άνοιξε τα μάτια του,  σουφρώνοντας τα χείλια και τραβώντας  τη φωνή στο «θο» σαν να ’βγαζε κορόνα.

«Κι εσένα και το μωρό αγαπάω».

«Ποιο μωρό; Αυτό το αγέννητο εννοείς;» του είπε  και το οβάλ της πρόσωπο σκοτείνιασε, σαν να αντίκριζε ξαφνικά έναν ξένο που θα της έκανε κάτι κακό αν δεν τον προλάβαινε. Άγγιξε την κοιλιά της και δυο δάκρυα φούσκωσαν στις κόγχες των ματιών της.

Όλοι είχαν αφήσει τις δουλειές τους κι είχαν κρεμαστεί απ’ την κλειδαρότρυπα. Σπρώχνονταν χαχανίζοντας κι έριχναν αγκωνιές και γονατιές με κίνδυνο να  ρίξουν τη μαλακιά δίφυλλη πόρτα. Κανείς δεν πήγαινε να ξαπλώσει στο κελί του. Είδαν στο μισοσκόταδο τη γυναίκα να τραντάζεται ολόκληρη από τον βήχα κι αισθάνθηκαν ντροπή για την αδιακρισία τους. Έπαψαν να σπρώχνονται και ήσυχα, ο καθένας με τη σειρά του,  κόλλαγε το  μάτι του στην τρύπα και το γούρλωνε έπειτα. Δε φαινόταν και τίποτα. Κι από κουβέντες ελάχιστες.  Ωστόσο δεν το αποφάσιζαν να τους αφήσουν στην ησυχία τους. Ήταν τέτοια η αναστάτωση που μόνο ο ύπνος τούς έλειπε.  Από ύπνο ήταν χορτάτοι. Είχε ανοίξει η μέση τους απ’ την ξάπλα.

«Ναι, αυτό το αγέννητο» της είπε κι έκλεισε τα μάτια. Τέντωσε τα πόδια του και τον πήρε πάλι ο ύπνος, κι έτσι όπως τον κοίταζε την έπαιρνε κι αυτή ο ύπνος, κι έτσι όπως τους κοίταζαν εναλλάξ τους έπαιρνε κι αυτούς ο ύπνος.  Στο τέλος, ήθελαν δεν ήθελαν, κοιμήθηκαν όλοι έναν ύπνο κολλητικό μέσα κι έξω απ’ την πόρτα.

Το πρωί είχαν μάθει όλοι για  την άφιξη του ζευγαριού. Κι αυτοί το είπαν και σε άλλους και μέσα σε λίγες ώρες μαζεύτηκε πλήθος από άντρες και γυναίκες, που επέστρεφαν απ’ την κυριακάτικη λειτουργία με πεντακάθαρα ρούχα και αντίδωρα, αλλά και κάποιοι φτωχοί αγρότες από πιο μακριά, που δούλευαν στα χωράφια και δε θα ξέμπλεκαν ποτέ απ’ αυτά εκτός κι αν πέθαιναν, έφτασαν κι αυτοί σκυφτοί, με τα πανωφόρια στις μασχάλες και  μπήκαν στην αυλή σκουπίζοντας τα χέρια πάνω στις τρύπιες φανέλες τους. Ένας γλοιώδης κοντοστούπης, που από σύμπτωση βρισκόταν στα μέρη τους εκείνη τη μέρα κι έψαχνε απελπισμένα ένα δωμάτιο χωρίς σκουλήκια και κατσαρίδες να διανυκτερεύσει, είπε πως κάτι είχε ακούσει για ένα ζευγάρι που είχε κλεφτεί. Τους έψαχναν μέρες τώρα. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω του. «Αυτός ήταν και νιόπαντρος» τους είπε,  σμίγοντας τα φρύδια. «Ου» έφριξαν όλες μαζί οι γυναίκες. «Έφερε και  την πουτάνα στους Ταξιάρχες;» «Σταματήστε» είπε μια διάφανη κοπέλα με ένα ροζ κρινάκι στο αυτί. «Για να  αγαπούσε  άλλη και να παντρεύτηκε  άλλη, κάποιος λόγος θα υπήρχε». «Δεν την ήθελε ο πατέρας του» είπε ο κοντοστούπης και τίναξε τα χώματα απ’ τα παπούτσια του. «Και γιατί δεν την ήθελε παρακαλώ;» «Γιατί είχε μύτη στραβή».  «Πόσο στραβή;» απόρησαν οι γυναίκες. «Πολύ στραβή. Σαν τσιγκέλι». «Μεγάλο ή μικρό;» «Από κείνα που κρεμάμε τα μοσχάρια». Δεν τις κράταγες με τίποτα τώρα. «Όση ώρα μιλάμε, αυτή η μύτη συνεχίζει αδιανόητα να  μεγαλώνει» συμπλήρωσε αυτός, επιμηκύνοντας με  τα τρία δάχτυλα τον αέρα γύρω απ’ τη δικιά του μύτη και το πλήθος κοιτάχτηκε όλο νόημα κι όρμησε μέσα. Ένας σοφός γέρος  που φορούσε τριμμένο ράσο πάνω από μια προβιά τούς έφραξε τον δρόμο σηκώνοντας ψηλά τα χέρια. «Σκάστε» φώναξε ψευδά. Τους στοίχισε σε γραμμές  ανάλογα με την ηλικία και το  φύλο τους, δεξιά τους άντρες και αριστερά τις γυναίκες, και τους μοίρασε από ένα χαρτάκι με έναν  αριθμό γραμμένο  πάνω του. «Όλοι θα τους δείτε. Πώς κάνετε έτσι; Δεν έχετε ξαναδεί αντρόγυνο; Μύτες δεν έχετε ξαναδεί;»  Ένα χρυσό δόντι στην πάνω γέφυρα του πρόσθετε ακόμη περισσότερη σοφία. Μια μοναχή όλο κρεατοελιές  απ’ τον Μέζαπο πετάχτηκε  και  ζήτησε να μπει πρώτη  γιατί ήταν η θεία του άντρα από αδερφή,  έτσι είπε, αλλά κανείς δε συμμερίστηκε τον βαθμό συγγένειας. «Ψύλλο στ’ άχυρα ψάχνεις» ήταν σαν να της έλεγαν, όπως την κοίταζαν.  «Στη σειρά σου. Στη σειρά σου, αδερφή».

«Κανείς δεν πρόκειται να μας βρει εδώ» είπε η Διαμάντω και η  τελευταία λέξη της χάθηκε στην οχλοβοή που έσκαγε σαν κύμα απέξω. «Είναι  τόσο στενάχωρα όμως» συνέχισε πιο δυνατά. «Αυτές οι πασχαλιές, Θεέ μου,  αυτές οι πασχαλιές.  Ο θόρυβος που κάνουν στο φύσημα της ανάσας μου με τρελαίνει, με τρελαίνει».

«Θα φτιάξει  ο καιρός κάποια στιγμή. Θα βγούμε έξω» είπε ο άντρας τρυφερά και προσπάθησε να σηκωθεί, μα δεν τα κατάφερε.  Κοίταξε όλο αγωνία στο ταβάνι.  Σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπό του. «Η πλάτη μου είναι καρφωμένη», της είπε σιγανά.

«Ο καιρός θα φτιάξει, αυτό  το ξέρω.  Θ’ απλώνω  ζιπουνάκια  στον ήλιο και θα φυτεύω μαντζουράνες. Μα πρέπει να κρυφτούμε για σαράντα μέρες» είπαν. «Πόσες έχουν περάσει τώρα;»

«Δεν ξέρω. Μπορεί και τριάντα» της είπε ασθμαίνοντας.

«Είσαι με τα καλά σου; Αποκλείεται. Κάνα δυο θα ’ναι».

Τότε άκουσε την καμπάνα.

«Θα πεθάνω, Κυριάκο;»

«Όχι, βέβαια».

«Και γιατί έχω αυτή την τρύπα;»

«Πού;»

«Να, εδώ στο στήθος».

«Τρέχει αίμα;»

«Όχι. Αίμα δεν τρέχει».

«Τότε γιατί να πεθάνεις;»

«Είμαι ήδη πεθαμένη, Κυριάκο;»

Δεν της απάντησε. Τον ξαναρώτησε. Τίποτα. Το πλήθος έξω ούτε ανάσαινε. Σιωπή. Μόνο η Διαμάντω. Σαν να ’χε κολλήσει η βελόνα.

«Μήπως είναι τάφος εδώ, Κυριάκο;»

«Το σκουλήκι εμένα τρώει, Κυριάκο;»

Αν και πολλοί πίστεψαν,  πως δεν ήταν παρά μια οφθαλμαπάτη από την πολλή υπερένταση όλο αυτό, η πλειοψηφία συμφώνησε πως  ήταν μια ιπτάμενη κρεβάτα με δαντελένιες κορδέλες, που σήκωσε ανεμοστρόβιλο ρίχνοντας με πάταγο την πόρτα κι έφερε έπειτα πέντε έξι γυροβολιές πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Η γυναίκα κρατούσε με τα δυο της χέρια ένα μάτσο πασχαλιές και χαμογελούσε με μια μεγαλοπρέπεια ανήκουστη κάτω από μια μύτη το ίδιο ανήκουστη, επισκιάζοντας εντελώς τον άντρα, που αν και ήταν δυο πατώματα ψηλότερος απ’ όλους εκεί μέσα, με τα πόδια του να ανεμίζουν σαν σκοινιά στον αέρα και ρύζια με ροδοπέταλα να χύνονται απ’ τα μπατζάκια του, ωστόσο  είχε ένα μίζερο, κακόμοιρο ύφος, σαν να τον πήγαιναν στην κρεμάλα.

 

Η Νατάσσα Μουτσανά είναι εκπαιδευτικός. Διηγήματά της έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχει παρακολουθήσει κύκλους δημιουργικής γραφής με τον διευθυντή της Σχόλης, συγγραφέα Μισέλ Φάις.

]]>
http://sxoli.patakis.gr/?feed=rss2&p=828 0
«Ο Ρώσος παππούς» της Εβίτας Παπανικολάου http://sxoli.patakis.gr/?p=825 http://sxoli.patakis.gr/?p=825#respond Mon, 31 Oct 2016 11:19:18 +0000 http://sxoli.patakis.gr/?p=825 Read More Read More

]]>
Αγία Πετρούπολη, Οκτώβριος 1917.

 Αντίν, ντβα, τρι, τσιτίρι, πιατ, σεστ, σεμ, βο… Ένας εκκωφαντικός  κρότος,  που έκανε τα παράθυρα των αυτοκρατορικών μπαλέτων Μαριίνσκι να τρίξουν, σταμάτησε ακαριαία  το μέτρημα της δασκάλας, η οποία έδινε τον ρυθμό, και σήκωσε απότομα σε θέση παύσης τα δάκτυλα της πιανίστας που πλημμύριζαν με τις μελωδίες του Τσαϊκόφσκι την αίθουσα διδασκαλίας με τους τεράστιους καθρέπτες  και το δρύινο πάτωμα. Σαράντα κυκνάκια έτρεξαν τρομαγμένα προς τις δασκάλες τους. Ήταν νύχτα και δεν μπορούσαν να καταλάβουν από πού προερχόταν αυτός ο τόσο ισχυρός θόρυβος. Kι αν ήταν βροντή, πώς δεν είδαν μέσα από τα τεράστια παράθυρα της αίθουσας τη λάμψη που θα έκανε τη νύχτα μέρα; Άρχισαν να βγάζουν βιαστικά τις τουτού, τα στεφάνια από φτερά που κοσμούσαν τους σφιχτοδεμένους κότσους τους, και να φορούν τα ζεστά ρούχα τους. Μόλις βγήκαν στον δρόμο, το πλήθος του  κόσμου που έτρεχε, η οχλοβοή τρόμαξε  τις δασκάλες  που αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω και να κλείσουν καλά τις βαριές πόρτες του θεάτρου. Ποιος θα πείραζε μερικές μαθήτριες και τις δασκάλες τους που έκαναν εντατικές πρόβες για να τους μαγέψουν για άλλη μια φορά με το πιο αγαπημένο μπαλέτο όλων των εποχών, τη «Λίμνη των κύκνων» του Τσαϊκόφσκι;

Μήνες περίμεναν οι επαναστάτες το σύνθημα, που ήταν τα κανόνια του Aurora, του λαβωμένου  καταδρομικού των ρωσοϊαπωνικών ναυμαχιών. Ίσως αυτή τη φορά οι μπολσεβίκοι να τα κατάφερναν, δέκα χρόνια μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1905 η Ρωσία κατέρρεε και είχε οικονομικά καταστραφεί, αφού κανείς δεν ήθελε να δουλεύει στα εργοστάσια για τους πλούσιους ούτε να καλλιεργεί τη γη τους πεθαίνοντας  από την πείνα ούτε ήθελε τα παιδιά του να πολεμούν για τον Τσάρο στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Οι  Γερμανοί, αφού  κατάφεραν να γίνουν η μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη της Ευρώπης, μετέτρεψαν εν συνεχεία τη βιομηχανία τους  σε πολεμική μηχανή που εξόντωνε τα παιδιά τoυς. Οι δρόμοι της πρωτεύουσας γέμισαν από ανθρώπους που κατευθύνονταν προς τα χειμερινά ανάκτορα. Η Λιούμπα, που μέχρι πριν λίγη ώρα χόρευε κι ονειρευόταν τη μέρα της πρεμιέρας, τη στιγμή της υπόκλισης και του αναμενόμενου αποθεωτικού χειροκροτήματος, ένιωσε πως θα λιποθυμήσει από τον φόβο της. Στα χειμερινά ανάκτορα αντιστέκονταν ακόμη ο Λευκός Στρατός  και οι  Κοζάκοι. Ο Μπόρις της,  αξιωματικός του Λευκού Ιππικού, πού να βρισκόταν τώρα; Είχε μέρες να επικοινωνήσει   μαζί του.  Κατάφερε να ξεφύγει από την προσοχή των ανθρώπων που είχαν βρει προσωρινό  καταφύγιο στα υπόγεια του θεάτρου, ανάμεσα σε στολές, ψεύτικα δέντρα και ψεύτικους πύργους και, χάρη στη μεγάλη της ευλυγισία, βρέθηκε στον δρόμο μαζί με το πλήθος να κατευθύνεται κι  αυτή προς το μέρος που πολύ πιθανόν να βρισκόταν ο αγαπημένος της. Πυροβολισμοί  και συμπλοκές  την ανάγκασαν να αλλάξει πορεία. Θα πήγαινε να τον περιμένει στη γέφυρα των Λεόντων, το σημείο όπου συναντιόντουσαν, εκεί όπου φιλήθηκαν για πρώτη φορά χαϊδεύοντας την πλάτη των λιονταριών και κάνοντας ταυτόχρονα μια ευχή, όπως όλοι οι ερωτευμένοι νέοι της Αγίας Πετρούπολης. Στη γέφυρα των Λεόντων πέρασε η  Λιούμπα ατέλειωτες ώρες αγωνίας. Δε γύρισε σπίτι της, το ξημέρωμα την βρήκε εκεί να κοιτάζει τα παλάτια που καθρεπτίζονταν στον Νέβα με την ανατολή του ηλίου.  Μερικά από αυτά ήταν  δώρα βασιλικά σε εραστές κι ερωμένες. Το ανάκτορο του Ορλόφ, δώρο της  πολύ γενναιόδωρης  Μεγάλης Αικατερίνης, είχε  εξακόσια δωμάτια. Κάθε ανάκτορο έφερε το όνομα της οικογένειας που ανήκε, ήταν ένα αριστούργημα της αρχιτεκτονικής κι όπως δέσποζε πάνω από το ποτάμι, του χάριζε το χρώμα του, διαφορετικό κάθε ώρα, κάθε εποχή, χαρούμενο την άνοιξη και το καλοκαίρι, πιο σκοτεινό και παγερό τον χειμώνα.  Όταν τις καλοκαιρινές νύχτες τα στόλιζαν και τα φωταγωγούσαν με την ευκαιρία κάποιας γιορτής, μαγεμένοι καθόντουσαν να τα θαυμάσουν. Στον Μπόρις, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Μόσχα, σε ένα παλάτι στις όχθες του Βόλγα, κι είχε αφήσει το σπίτι του για να έρθει να σπουδάσει στην πρωτεύουσα, τα παλάτια στις  όχθες του Νέβα τού θύμιζαν την πατρίδα του. O αγαπημένος του περίπατος ήταν στις όχθες του ποταμού, να κρατάει το χέρι της Λιούμπας του και μαζί να ονειρεύονται το κοινό τους μέλλον.

 Μια αγκαλιά σφιχτή μαλάκωσε την αγωνία της Λιούμπα. Ο αγαπημένος της ήταν ζωντανός, ήταν καλά. Οι δύο νέοι κοιταζόντουσαν ξανά και ξανά μην μπορώντας να το πιστέψουν πως ξαναβρέθηκαν. Ήταν τέτοια η κινητοποίηση του κόσμου και τόσο δύσκολο να ξεφύγει, που ο Μπόρις φοβήθηκε πως δε θα την ξανάβλεπε ποτέ. Ευτυχώς που τελικά ήταν τόσο λίγοι αυτοί που απέμειναν να φυλάνε τα χειμερινά ανάκτορα, που οι επαναστάτες δεν έδωσαν μάχη μαζί τους, για να μη τους ηρωποιήσουν. Έτσι, σαν από θαύμα, γλύτωσε τη ζωή του. Της είπε πως αποφάσισε να εγκαταλείψει τελικά την πατρίδα του. Αυτή τη φορά δε θα νικούσαν οι λευκοί, όπως το 1905. Οι  επαναστάτες είχαν πολύ καλά οργανωθεί και οι  συγκυρίες τούς ευνοούσαν. Έξυπνος άνθρωπος όπως ήταν και διορατικός, κατάλαβε πως δεν υπήρχε πια καμία ελπίδα γι’ αυτόν και κανένα μέλλον στη Ρωσία και, αν ήθελε να σωθεί, θα έπρεπε να τρέξει το συντομότερο δυνατόν στο θωρακισμένο τρένο που περίμενε όσους ευγενείς ήθελαν να γλυτώσουν, για να τους μεταφέρει σε άλλη χώρα. Ανέβασε τη Λιούμπα στο άλογό του και άρχισαν να καλπάζουν προς τα περίχωρα της πόλης όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Το θωρακισμένο τρένο,  που  ήταν έτοιμο να ξεχυθεί στις στέπες της ρώσικης γης, έβγαζε ήδη καπνούς από  τη μηχανή του. Η επιβίβαση επιτρεπόταν μόνο σε όποιον, ως ευγενής, είχε το δικαίωμα και τα απαραίτητα χαρτιά. Την ώρα που αγκαλιασμένοι οι δύο νέοι έτρεξαν σαν κυνηγημένοι να προλάβουν να επιβιβαστούν, κάποιος τράβηξε μέσα τον νέο, ο οποίος είχε  τα απαραίτητα ντοκουμέντα, αλλά έσπρωξε έξω το κορίτσι που δεν ανήκε στην αριστοκρατία. Η Λιούμπα έχασε από τα μάτια της τον Μπόρις. Σε λίγο θα έφευγε το τρένο και δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ. Ο τρόμος που της προκάλεσε αυτή η σκέψη ενεργοποίησε αστραπιαία τη θέλησή της. Αν έχανε τον αγαπημένο της, θα τρελαινόταν. Πρόσεξε πως μερικοί υπηρέτες ακολουθούσαν τους κυρίους τους στα βαγόνια. Βρήκε έναν φουκαριάρη, του έδωσε ό,τι είχε κι ό,τι  φόραγε και σε λίγο ένα χαμίνι με την τραγιάσκα κατεβασμένη μέχρι το σαγόνι στριμώχτηκε δίπλα στον Μπόρις γραπώνοντας το χέρι του. Ξαφνιάστηκε αυτός που σκυθρωπός κι απελπισμένος βρέθηκε μόνος, χωρίς την αγαπημένη  του, να κάθεται σε μιαν άκρη.  Το τρένο ξεκίνησε αμέσως. Όποιος πρόλαβε να επιβιβαστεί ήταν πολύ τυχερός. Οι επιβάτες άφησαν έναν στεναγμό ανακούφισης. Τον περασμένο  Φεβρουάριο τον Τσάρο τον κατέδωσαν και τον παρέδωσαν  στους διώκτες του μέσα από το τρένο του οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι.

Το ταξίδι κράτησε αρκετές ημέρες. Στριμωγμένοι, γρήγορα σταμάτησαν τα «ισβινίτε» και «παζάλουστα» κάθε φορά που ακουμπούσε ο ένας τον άλλον. Έγιναν  σύντομα όλοι μια οικογένεια, όπου ο καθένας πρόσφερε τις δυνάμεις και τις  ικανότητές του για να καταφέρουν να γλιτώσουν.

Το τρένο τούς άφησε στη Χερσόνησο της Καλλίπολης. Προσεκτικά κατέβηκαν ένας ένας, τόσες μέρες στριμωγμένοι χρειάσθηκαν αρκετές προσπάθειες για να  ξεμουδιάσουν και να μπορέσουν να ξαναπερπατήσουν. Τα πλούσια ρούχα τους ήταν τώρα βρόμικα και τσαλακωμένα, οι άσπρες δαντέλες  που κοσμούσαν τα ρούχα των κυριών μαρτυρούσαν την πολυήμερη ταλαιπωρία τους. Αλλά ήταν ζωντανοί και σαν καλοί χριστιανοί το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν μια ευχαριστήρια δοξολογία. Ο Μπόρις κοιτούσε τη θάλασσα κι έπαιρνε βαθιές εισπνοές. Κοιτούσε το χώμα όπου χάθηκαν χιλιάδες νέοι σε μια από τις φονικότερες μάχες  του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Οχτώ μήνες κράτησε η γιγάντια επιχείρηση των Αγγλογάλλων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη και να εξασφαλίσουν τη θαλάσσια δίοδο της Ρωσίας προς τη Μεσόγειο. Δεκάδες χιλιάδες παλικάρια από  κάθε πλευρά χάθηκαν, χαρίζοντας μια σημαντική νίκη για  την Τουρκία, άλλον έναν θρίαμβο για τον Κεμάλ.

Δύο χρόνια περίμενε ο Μπόρις με τη Λιούμπα να έρθει κι η δική τους σειρά να σαλπάρουν για κάποιο λιμάνι της Μεσογείου. Τα πλοία  έπαιρναν τους πρόσφυγες  λίγους λίγους και τους άφηναν στα διάφορα λιμάνια της Μεσογείου, όπου έδεναν για να ξεφορτώσουν εμπορεύματα .Η τύχη τούς έβγαλε στον Πειραιά. Είχε διαβάσει πολλά για την Ελλάδα ο Μπόρις, είχε κάνει αρχαία ελληνικά στο σχολείο αλλά και στο πανεπιστήμιο, θαύμαζε τους αρχαίους Έλληνες για όσα είχαν προσφέρει στις επιστήμες και τον πολιτισμό της Ευρώπης. Σε όλη του τη ζωή την Ελλάδα την έλεγε πάντα Αγία Ελλάδα.

 Τους υπέδειξαν ένα μέρος στη Δραπετσώνα όπου θα μπορούσαν να μείνουν, έναν πρόχειρο καταυλισμό δίπλα σε ένα εργοστάσιο λιπασμάτων, που τελευταία επεκτεινόταν και σε εργοστάσιο υαλουργίας. Πολλή λάσπη και κρύο τον χειμώνα, κουνούπια κι ελονοσία τούς θέριζαν το καλοκαίρι. Οι άθλιες συνθήκες ζωής τους  εξασθενούσαν το σώμα και την ψυχή τους. Υπήρχαν φορές, ιδιαίτερα  τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα, που έχαναν το κουράγιο τους, εξανεμίζονταν οι ελπίδες τους για μια νέα αρχή στον τόπο όπου βρέθηκαν κυνηγημένοι. Ένιωθαν πως έκαναν όλο αυτό   το ταξίδι για να πεθάνουν τελικά σε ξένη γη.

Μια νύχτα μεγάλη αναστάτωση και φασαρία ακούστηκε από το εργοστάσιο. Έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει, μήπως σκοτώθηκε κανένας εργάτης, πράγμα πολύ συνηθισμένο εκείνη την εποχή, αλλά οι τεχνικοί τρομαγμένοι εξήγησαν στον Μπόρις πως το σύστημα τήξεως στις δεξαμενές των κλιβάνων είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο κι έπρεπε να απομακρυνθούν γιατί το εργοστάσιο κινδύνευε να  ανατιναχτεί. «Εγώ αυτό μπορώ να το φτιάξω» είπε ο Μπόρις κι έτρεξε μαζί με τους τεχνικούς να βοηθήσει. Όρμησε ο Ρώσος στο εργοστάσιο, πυκνοί καπνοί και αναθυμιάσεις τον έπνιξαν, του  κόπηκε η ανάσα. Μια δυνατή παρόρμηση όμως τον έκανε να προχωρήσει, αψηφώντας τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε. Φόρεσε ένα βρεγμένο σεντόνι κι έτρεξε στον πίνακα με τις ασφάλειες. Ό,τι άγγιζε με τα χέρια του τον έκαιγε, τα δάκτυλά του γέμισαν εγκαύματα. Έλα, Μπόρις, μονολόγησε, βάλε τα δυνατά σου, μόνο εσύ μπορείς να σώσεις το εργοστάσιο και τους εκατοντάδες εργάτες που δουλεύουν σε αυτό και θα μείνουν χωρίς δουλειά, αν αποτύχεις. Οι εικόνες της αποφοίτησής του από το Πολυτεχνείο της Αγίας Πετρούπολης, το βραβείο που του έδωσε ο ίδιος ο Τσάρος, επειδή αρίστευσε, τον όπλισαν με κουράγιο και δύναμη να παλέψει  με τις μηχανές που ανεξέλεγκτα υπερθερμαίνονταν.

Όταν γύρισε ο Γερμανός αρχιμηχανικός στο εργοστάσιο και είδε τι είχε καταφέρει ο Ρώσος, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ, ώστε πήγε αυτοπροσώπως να τον συγχαρεί και να τον ευχαριστήσει που έσωσε το εργοστάσιο υαλουργίας της Δραπετσώνας, ένα από τα πολλά εργοστάσια της κοινοπραξίας των Κανελλόπουλων. Περπατώντας σε λασπόνερα και πατώντας κάθε είδους βρομιές, ανάμεσα σε  παράγκες και πρόχειρα παραπήγματα, βρήκε ο Γερμανός το «σπίτι» του ηρωικού Ρώσου. «Αυτός ο άνθρωπος είναι πολύ σπουδαίος» φώναξε, «δεν πρέπει να τον αφήσουμε να χαθεί». Έτσι ο Μπόρις βρήκε δουλειά στα εργοστάσια των Κανελλόπουλων και σε λίγα χρόνια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελευσίνα, αναλαμβάνοντας ως μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος τη διεύθυνση του εργοστασίου τσιμέντων ΤΙΤΑΝ.

Η Εβίτα Παπανικολάου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος διδακτορικού τίτλου σπουδών. Το διάστημα 1987-1989 εργάστηκε στη Γναθοχειρουργική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κολωνίας. Γνωρίζει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και ρωσικά.

]]>
http://sxoli.patakis.gr/?feed=rss2&p=825 0
«Μαύρο κοράκι» της Μαρίας Βέρρου http://sxoli.patakis.gr/?p=817 http://sxoli.patakis.gr/?p=817#respond Wed, 05 Oct 2016 12:00:54 +0000 http://sxoli.patakis.gr/?p=817 Read More Read More

]]>
Ο Ιάσων ήταν ξαπλωμένος στο ήσυχο ακόμα κρεβάτι του και περνούσε την ώρα του χαζεύοντας τις τρίχες του κορμιού του, μαύρες, σκληρές και κατσαρές –όχι όλες, μόνο αυτές που τύλιγαν τα χέρια του. Αυτό βέβαια δεν τον έκανε λιγότερο δασύτριχο. Ήξερε επίσης ότι οι τρίχες του ήταν επιπόλαιες κι έτσι έψαχνε να τις βρει πάνω στο στρώμα και, όσες από αυτές ξέφευγαν, κάτω στο πάτωμα. Δυσκολευόταν να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο τόσες πολλές τρίχες φύτρωναν στο σώμα του, ίσως όμως να ήσαν η αιτία που ένιωθε τόσο βαρύς και δυσκίνητος. Ευτυχώς πάντως που ήταν αδύνατος και, επειδή τα πόδια του προεξείχαν  από το κρεβάτι, πίστευε ότι ήταν ψηλός. Έτσι, καμάρωνε για την καταγωγή του. Όλοι στο σόι του ήσαν ψηλοί αλλά όχι διάφανοι. Αυτός όμως είχε το προνόμιο να βλέπει τις φλεβίτσες που διέτρεχαν  το σώμα του, κάτι δέσμες που έμοιαζαν με τους μυς του, ακόμα και τα κόκαλά του, ισχνά και λερωμένα. Είχε έναν έντονο προβληματισμό σχετικά με το χρώμα των κοκάλων του, αυτό το κίτρινο φαιό ξεθωριασμένο χρώμα, αφού παραδοσιακά τα κόκαλα είναι άσπρα. Στη διχάλα των ποδιών του υπήρχε έντονη αναταραχή. Δεν μπορούσε να σκύψει αλλά με την άκρη του ματιού του είδε ότι ήταν το μόριό του σε πλήρη στύση –δεν είχε φτάσει σε οργασμό και δεν ήξερε με ποιο τρόπο να αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη κατάσταση. Ένιωθε την πλάτη του μουδιασμένη, υγρή, συνεχώς σε ύπτια θέση, το μόριό του τεντωμένο να σκίζει τον αέρα, προσπάθησε να μετακινηθεί αλλά δεν τα κατάφερε. Τα μάτια του στην κίνησή τους φανέρωσαν δίπλα του κάτι καινούριο. Ήταν η ωραία Ερατοσθένη που μοιραζόταν το κρεβάτι του, το οποίο μέχρι πριν από λίγο νόμιζε ότι ήταν μόνο δικό του και ήσυχο. Σα να νόμισε ότι το μόριό του κουνήθηκε σε μια έκρηξη επιθυμίας να ξεφύγει από την άβολη κατάσταση που είχε περιέλθει, να ολοκληρώσει το ανολοκλήρωτο και προσπάθησε να μετακινήσει το χέρι του, ν’ ακουμπήσει το όμορφο στήθος, της αλλά αυτό δεν υπάκουσε και κείτονταν ξερό κάτω. Η ωραία Ερατοσθένη έδειχνε να κοιμάται γαλήνια και τότε αυτός ζήλεψε γιατί δεν μπορούσε να κοιμηθεί εξαιτίας της υπερδιέγερσης του μορίου του. Μια ακόμα προσπάθεια να αγγίξει τις τριχούλες του αιδοίου της, κάτι που θα διευκόλυνε την κατάσταση του,  στέφηκε από αποτυχία. Με την άκρη του ματιού του κατάφερε να μπει στους κατάλευκους σαν γάλα βολβούς της ωραίας Ερατοσθένης, που τον οδήγησαν στις μαλακές πτυχές του εγκεφάλου της. Ίσως εκεί να έβρισκε τη λύση. Όλα ήσαν τόσο διάφανα! Τόσο γλυκά, τόσο ζεστά! Όπου διαπίστωσε ότι μπαινόβγαιναν κάτι χαρτάκια μικρά, με διάφορα γράμματα πάνω τους αποτυπωμένα, κάποια ήταν δικά του, κάποια άλλα τα είχε διαβάσει κάπου αλλά δε θυμόταν με ακρίβεια πού. Κάποια χαρτάκια πηγαινοέρχονταν σα σαΐτες, ένα όμως είχε πάνω του καθαρά γράμματα που πρόλαβε να τα διαβάσει:

«Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι.

Έπειτα θα ’θελα να κυλιστώ στην αμμουδιά μαζί σου».

Τότε κατάλαβε ότι είχαν μείνει εκεί έναν χρόνο καλοκαιρινό. Η κουρτίνα ανέμιζε στο απαλό αεράκι που δεν έφτανε μέχρι το πρόσωπό του, όταν ένιωσε μια έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά να κατακλύζει το δωμάτιο, είδε την Ερατοσθένη ν’ ανοίγει το στόμα της και να βγαίνει από μέσα ένα μεγάλο μαύρο κοράκι. Τότε κατάλαβε ότι ήταν πια πολύ αργά και παραιτήθηκε για πάντα.

Η Μαρία Βέρρου γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε γαλλική γλώσσα και φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στο δημόσιο. Έχει παρακολουθήσει εργαστήρια μετάφρασης στο Γαλλικό Ινστιτούτο, με ομαδικές δουλειές να έχουν ήδη κυκλοφορήσει σε βιβλία, καθώς και σεμινάρια δημιουργικής γραφής και διόρθωσης – επιμέλειας κειμένων.

]]>
http://sxoli.patakis.gr/?feed=rss2&p=817 0
«Γαλάζια σαύρα» της Βάνιας Ζαφειροπούλου http://sxoli.patakis.gr/?p=815 http://sxoli.patakis.gr/?p=815#respond Wed, 05 Oct 2016 11:58:08 +0000 http://sxoli.patakis.gr/?p=815 Read More Read More

]]>
Καθώς έσπρωξε τα σκεβρωμένα παντζούρια, ο κάμπος του Αώου τής έκοψε την ανάσα. Πυκνή ομίχλη σκέπαζε μεγάλο μέρος του και το σχήμα του θύμιζε γαλάζια σαύρα. Τα βουνά γύρω είχαν πάρει τα σκούρα χρώματα του σούρουπου και κάποιοι απομακρυσμένοι οικισμοί φαίνονταν χωμένοι στις πλαγιές, μοναχικοί, στερεωμένοι εκεί για πάντα. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε στο μπαλκονάκι –ίσα που την χωρούσε στο πλάτος–  κι άπλωσε τα πόδια στα παλιά κι επίφοβα κάγκελα. Ήταν ταραγμένη. Είχε πέσει πάνω του στον δρόμο –διόλου απίθανο, κάποτε θα γινόταν κι αυτό–  αφού κι αυτός καταγόταν απ’ την ίδια πόλη.

Κάποτε είχαν συναντηθεί στο ίδιο τρένο για την πρωτεύουσα, η κόρη της –παιδάκι τότε–  ταξίδευε μαζί της, αυτός μόνος. Γνωρίζονταν μόνο εξ όψεως και το πολύωρο ταξίδι τούς έφερε κοντά. Έτρωγαν, μιλούσαν, βρέθηκαν στο κουπέ της κάποια στιγμή σιγοπίνοντας κρασί με το παιδί ακουμπισμένο στο πλάι της. Παρότι πρόσεχε με τα ποτά, σίγουρα κάποια επίδραση την είχε πάνω της το κρασί, μιας και σιγόπινε καθ΄όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Αρκετή ώστε ν΄αρχίσουν να τρίβουν απαλά ο ένας τα χέρια του άλλου και λίγο έπειτα να φιλιούνται. Κι όλα αυτά αναγκαστικά πλάι στο σώμα του κοιμισμένου παιδιού. Συνήλθε προς στιγμήν, τακτοποίησε ό,τι ρούχο είχε αναστατωθεί και ξεγλίστρησαν από το κουπέ, αφού ασφάλισαν προσεκτικά την κουκέτα που ακούμπησαν το παιδί. Προχώρησαν στο δικό του κουπέ. Στο ακατάστατο κουπέ του συνέχισαν από εκεί όπου είχαν μείνει. Δεν υπήρχε χώρος να ξαπλώσουν κανονικά δυο άνθρωποι, κατάφεραν όμως να κυλιστούν ο ένας πάνω στον άλλο. Στην αρχή με πνιχτά γέλια χωρίς σταματημό και μετά δαγκώνοντας ο ένας τον άλλο για να συγκρατήσουν κάποιον άγριο ήχο.

Όταν γύρισε αμέσως μετά στο κουπέ της, έπιασε τις κουρτίνες για να τις ανοίξει διάπλατα και είδε πως η κόρη της δεν ήταν εκεί. Τρελάθηκε, στάθηκε στον διάδρομο προσπαθώντας να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει για να σταματήσει το τρένο, ενώ δεν μπορούσε να σαλέψει. Ολόκληρο το σώμα της, το μυαλό της άδειασαν. Μεταξύ των βαγονιών υπήρχε ο μικρός διάδρομος όπου στην πραγματικότητα βαδίζεις πάνω από το σημείο που συνδέονται τα βαγόνια. Εκεί μπορείς ξαφνικά κι ανησυχητικά να νιώσεις την κίνηση του τρένου. Μια βαριά πόρτα πίσω της κι άλλη μια μπροστά της, και δεξιά κι αριστερά στον διάδρομο η κλαγγή των μεταλλικών ελασμάτων. Η πόρτα στην άκρη ήταν βαριά ή την είχε εξαντλήσει ο φόβος, έσπρωξε με τον ώμο δυνατά, κι εκεί, ανάμεσα στα βαγόνια, εκεί τη βρήκε καθισμένη. Με μάτια ορθάνοιχτα, έκπληκτη και μόνη. Όταν την είδε τινάχτηκε. «Πήγα να σε ψάξω» είπε. Την σκέπασε με την κουβέρτα στην κουκέτα τους και τότε ήταν που άρχισε να τρέμει η ίδια σαν να είχε πυρετό. Ήταν φριχτές οι σκέψεις της για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Έβλεπε στο μυαλό της την εικόνα της, να κάθεται εκεί, μονάχη, στα μεταλλικά ελάσματα μεταξύ των βαγονιών. Είχε στρέψει αλλού την προσοχή της. Επίμονη, πεινασμένη προσοχή σε κάτι άλλο από το παιδί. Στον σταθμό μετά είχαν χαιρετιστεί αμήχανα και βιαστικά.

Τώρα η ομίχλη πάνω από το ποτάμι τής φάνηκε πως ανηφόριζε και σκέπαζε όλες τις κοιλότητες, σαν κακό πνεύμα που ψάχνει την ανάπαυση και δεν την βρίσκει. Για χρόνια μετά φανταζόταν να πέφτει πάνω του στον δρόμο. Τελικά έγινε. Πρώτα ένα σοκ, έπειτα ένα ανακάτεμα στα σωθικά της, μια πελώρια καθίζηση. Την ώρα που διέσχιζαν έναν πολυσύχναστο δρόμο της πόλης, όπου δεν μπορούσες σχεδόν να επιβραδύνεις το βήμα. Πήγαιναν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Κι έμειναν να κοιτάζουν, την ίδια στιγμή, με ολοφάνερο σοκ στα φθαρμένα από τον χρόνο πρόσωπά τους. «Πώς είσαι;» φώναξε. «Καλά» απάντησε. Κι έπειτα πρόσθεσε καλού κακού: «Ευτυχισμένη». Γύρισε και της φώναξε άλλη μια φορά: «Μπράβο σου!»

Ακόμα φαινόταν πως, έτσι και μπορούσαν να ξεφύγουν από το πλήθος, την επόμενη στιγμή θα ήταν μαζί. Εξίσου σίγουρο όμως ήταν πως θα συνέχιζαν τον δρόμο που είχαν τραβήξει. Κι αυτό έκαναν. Τώρα στο μπαλκονάκι της ένιωθε ζαλισμένη και γεμάτη αμφιβολία.

 

 

Η Βάνια Ζαφειροπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα το 1957. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως αρχιτέκτονας στα Υπουργεία Εσωτερικών και Περιβάλλοντος. Παρακολουθεί μαθήματα δημιουργικής γραφής στη Σχόλη των Εκδόσεων Πατάκη.

]]>
http://sxoli.patakis.gr/?feed=rss2&p=815 0
«Το χοντρό σχοινί» της Άννας Κωνσταντινίδου http://sxoli.patakis.gr/?p=813 http://sxoli.patakis.gr/?p=813#respond Wed, 05 Oct 2016 11:49:17 +0000 http://sxoli.patakis.gr/?p=813 Read More Read More

]]>
Πέρασαν πολλοί χειμώνες για νʾ ανοίξω τα μάτια. Τα είχα μονίμως κλειστά ή, καλύτερα, τις πιο πολλές φορές κλειστά, σπάνια ανοιχτά.

Το βλέμμα πέφτει πάνω στον λευκό μανδύα που καλύπτει τα πάντα. Τα λιβάδια, τους κήπους ,τα μπαλκόνια, τα γείσα των παραθύρων, το καπέλο. Το μαύρο καπέλο με τη γούνινη φάσα. Μαύρο καπέλο σε κεφάλι με άσπρα μαλλιά ριγμένα στους ώμους. Τα μαλλιά της , λίγες τρίχες, ελάχιστες. Στους ώμους. Όπως κάποτε. Πάντα. Το κεφάλι. Το μυαλό της. Το γκριζόλευκο μυαλό της με τους έλικες μπλεγμένους. Νʾ ανοίγονται στη σκοτεινή σπηλιά, να πηγαίνουν πιο πάνω, εκεί που ξεθωριάζει το σκοτάδι. Και πιο πάνω, εκεί που παίζουν με το φως. Εκείνη, ένα μικρό ανύπαρκτο ζωύφιο. Είναι και δεν είναι. Τα ποδαράκια της, γαντζωμένα στη γκριζόλευκη μαλακή ουσία, την πηγαινοφέρνουν στις διαδρομές από τη σπηλιά στο ημίφως κι από το ημίφως στο φως. Και πάλι πίσω. Σʾ ένα ατέρμονο ταξίδι. Ταξίδι από το λευκό στο μαύρο. Ταξίδι από τη χαρά στον πόνο, από το γέλιο στο δάκρυ, από το άσχημο στο όμορφο, από το ευχάριστο στο δυσάρεστο. Προχωράει στο χιόνι το λευκό. Λευκό, ένα με το χρώμα του δέρματός της. Το δέρμα της λευκό και κάτι από γκρίζο και κίτρινο. Χλωμό , χαρακωμένο από μπλαβές φλεβίτσες. Τα μάτια κόκκινα να στάζουν αίμα. Πρησμένα σε μαύρους κύκλους. Σκυφτή, λεπτή η σιλουέτα της. Καμπούρα στην πλάτη, πεταχτή η κοιλιά. Σέρνει τα ξυλοπάπουτσα.

Περπατούσα μαζί του ώρες στο χιόνι. Εκείνος, ακούραστος, με στήριζε. Το αποτύπωμά του διπλάσιο από το δικό μου. Εύκολα αφηνόμουνα πάνω του. Τον κοίταζα, του χαμογελούσα. Σπάνιο το χαμόγελο στα χείλη του. Το πρόσωπο βαρύ, οι ρυτίδες το κατέβαζαν προς τα κάτω. Βαριά κι η ματιά του. Βαριά κι η σκιά του. Με κατάπινε. Αφηνόμουνα να εξαφανισθώ μέσα της, ώσπου να ξεγλιστρήσω έξω της και πάλι μέσα.

Ώρες βαδίζει στο χιόνι. Παρακολουθεί την τρικυμία της. Τη συντροφιά της. Της έρχονται στον νου τα τέσσερα πατήματα. Πατήματα συγχρονισμένα. Τα διώχνει , φεύγουν και ξανάρχονται επίμονα. Περιμένει να τα σκεπάσουν οι χοντρές νιφάδες. Να τα σκεπάσουν ολοκληρωτικά. Κι όταν επιστρέφει στο σπίτι, το ροζάριο που είχαν αγοράσει στην Ινδία, το κομπολόι από το Νεπάλ ,το τιρκουάζ σαλβάρι από την Αίγυπτο, τα φαντάσματά της.

Τον είδα στον σταθμό. Μου φάνταξε μες στο άσπρο του κουστούμι. Η καφέ βαλίτσα στο ένα χέρι ,το πράσινο σακ βουαγιάζ στο άλλο. Το τρένο για την Ντάκα αργούσε να ’ρθει. Ήμουνα η μοναδική ξένη ανάμεσα στους ντόπιους. Με πλησίασε με αχνό το χαμόγελο, βαριά κουρασμένη τη ματιά. Κάθισε πλάι μου. Βρεθήκαμε στο ίδιο βαγόνι, στην ίδια κουκέτα. Το σκοτάδι αλάφρυνε τα βαρίδια , λευτέρωσε τους κόμπους. Είχε το μέτωπο σκαμμένο. Μέτωπο που κάποιες φορές αυλακωνόταν πιο βαθιά. Είχε νόημα, σπουδαίο νόημα τότε. Τα σκούρα καστανά μάτια του μισοσκεπασμένα από τα πεσμένα βλέφαρα. Μάτια που κινούνταν ανάμεσα σε μάτια και στο κενό, το πηχτό κενό. Λες και μετρούσαν το κενό. Ήμουν δεν ήμουν, το ίδιο. Έγερνε πάνω μου. Τότε ήταν εκεί; Χωρίς λέξη. Μόνο χέρια. Χέρια πλατιά, ροζιασμένα. Χέρια αντί για στόμα. Χέρια που μπλέκονταν και ξεμπλέκονταν, ανοίγονταν στο κενό. Κορμιά που ξεχείλιζαν, κορμιά που στέγνωναν . Ξερά, αφυδατωμένα. Το μέρος πάλευε με το όλον. Δοκιμάσθηκα και στο χωριό, στο σπίτι, στο δωμάτιο. Ανοίχθηκα στο όλον ,υπερίσχυσε το μέρος. Έπεφτα και πάλι όρθια. Κάθε φορά νέα ελπίδα. Ελπίδα για μια καλύτερη αποτυχία. Επιστροφή χωρίς έξοδο. Αποκαμωμένη. Δίχως νόημα. Ανυπαρξία. Εκείνος άδειασε, έφυγε.

Σ’ αυτό το δωμάτιο όλα τρίζουν. Τρίζουν οι πόρτες , τα πατώματα. Πόρτες, πατώματα φαγωμένα απ’ τους τερμίτες . Στο απόλυτο της ησυχίας το τρεχαλητό τους , ο μοναδικός ήχος. Τα έπιπλα λιγοστά. Το γραφείο του με το γυάλινο βαζάκι του μελανιού, η καφέ πένα του με το φτερό, το ημικυκλικό στυπόχαρτο , τρία βιβλία κιτρινισμένα. Η Ιλιάδα , η Οδύσσεια ,ο Δον Κιχώτης. Τέσσερις καρέκλες βιεννέζικες με την ψάθα μισογουβιασμένη. Στη μια απ’ αυτές το μαξιλάρι του. Το μαξιλάρι με την καρέκλα σηκώνει το βάρος του στοχασμού της. Μαξιλάρι γουβιασμένο από τις πετρωμένες μνήμες της. Απέναντι, με θέα στο χιόνι, το κρεβάτι. Κρεβάτι διπλό με ξεχαρβαλωμένο το σουμιέ. Οι συρμάτινες συνδέσεις κρεμασμένες στο πάτωμα. Το στρώμα ξεκοιλιασμένο. Κρεβάτι διπλό που τρίζει. Την ξυπνά τις νύχτες όταν γυρίζει. Στα σίδερα του κρεβατιού, πάνω από το κεφάλι, κρέμεται ο σταυρός. Τον σταυρό που κοίταξαν για τελευταία φορά τα μάτια του πατέρα. Μέσα στην ντουλάπα στέκουν ανέγγιχτα τα κουστούμια του. Οι ρόμπες της μάνας φευγάτες. Μοιράσθηκαν στις γειτόνισσες. Τα κουστούμια όχι. Δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα. Το σκοινί χοντρό και πιο γερό. Να τυλίγει ακόμη σφιχτά σώμα και νου. Το ξεχαρβαλωμένο στρώμα δέχεται το κοκαλιασμένο σώμα κάθε βράδυ. Στέκεται ακίνητο στο σκοτάδι. Οι μνήμες, βαριές αλυσίδες, χοντραίνουν το σχοινί. Αϋπνία. Αϋπνία συνεχής. Ασταμάτητη. Μετρά τους χτύπους του ρολογιού, του χρόνου, του άχρονου.

Η Άννα Κωνσταντινίδου σπούδασε νομικά. Έχει εργαστεί ως δικηγόρος, ως υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών και ως καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης διδάσκοντας Δίκαιο. Μετά τη συνταξιοδότησή της σπούδασε εναλλακτικές θεραπείες (ρεφλεξολογία, βελονισμό, σουηδικό μασάζ, κ.ά.). Παρακολουθεί μαθήματα δημιουργικής γραφής με τον συγγραφέα και διευθυντή της Σχόλης Μισέλ Φάις.

]]>
http://sxoli.patakis.gr/?feed=rss2&p=813 0