«Η καλή πλευρά της ζωής…» της Μαρίας Βέρρου ?>

«Η καλή πλευρά της ζωής…» της Μαρίας Βέρρου

 

Υπάρχουν θαυμάσια και αξιοζήλευτα πράγματα να απολαύσει ανενόχλητα κάποιος σ’ αυτό το τεμπέλικο σπίτι με τα μεγάλα ευγενώς ταπετσαρισμένα δωμάτια, τα θηριώδη παράθυρα, με τις σαντούκ βαριές κουρτίνες να κρέμονται ανενόχλητες, σαγηνευτικά αδιάφορες, τα πνιγμένα με χιλιάδες μικροαντικείμενα έπιπλα, εκείνους τους μπλε σαξ βελούδινους καναπέδες μπροστά στο τζάκι, όταν ανάβει απλώνω τις πατούσες μου και τις αφήνω να καούν από τη θέρμη του και τόσα άλλα, προκλητικά και χυμώδη. Όπως το ξύλινο πάτωμα, μαλακό και αρκετά αθόρυβο, – αν και η περιοδικότητα που διακρίνει τους στιγμιαίους τριγμούς του, γίνονται ερεθιστικοί καθώς υποδηλώνουν μικρές και σχεδόν πάντα ευχάριστες εκπλήξεις, η σκέψη τους και μόνο με κάνει να χαμογελώ σεμνά και ύποπτα -, γνωστόν ότι είμαι αθόρυβη, αλλά η περπατησιά μου είναι ιδιαίτερη, λεπτή, ευαίσθητη, κομψή, δεν αντέχει ακρότητες, δολιότητες, όλοι το ξέρουν και ευτυχώς το σέβονται, υπάρχει μια αξιοπρεπής κουζίνα με λιχουδιές και μυρωδιές να γαργαλάνε τα ρουθούνια μου, την ίδια μου την αναπνοή, το μικρό και ευαίσθητο στομάχι μου στις κάθε είδους πολυτέλειες, όπως ένα βάζο με μαύρη, γυαλιστερή σοκολάτα Μερέντα, ανοιχτό και έτοιμο να χύσει ηδονή στη ροζ γλώσσα μου, με τρεις κινήσεις έχω κατακτήσει τον πάγκο της κουζίνας, δίπλα στο βάζο, βουτάω περήφανα το δάχτυλό μου στο ανοιχτό στόμιό του που περιμένει την επίσκεψή μου, γιατί το ξέρει ότι θα το επισκεφτώ, γλείφω το δάχτυλο, η ηδονή επισκέπτεται και το γεμίζει με κακόβουλες σκέψεις, το ξαναβουτάω και το ξαναγλείφω, ευτυχώς τα νύχια μου δεν είναι κόκκινα, θα αλλοίωναν τη γεύση της Μερέντα, εξάλλου ποτέ δεν τα βάφω πριν το φαγητό, δείγμα καλής θέλησης προς τις γεύσεις που θα ακολουθήσουν, οργασμός πριν τον οργασμό, σε μια τρίτη εκτέλεση ο πειρασμός αλλάζει πρόσωπο, είναι η πόρτα του ψυγείου με το κοτόπουλο του μεσημεριού που περίσσεψε όχι όμως για μένα, τίποτα δεν περισσεύει για τη δική μου κοιλιά, και μετά η ανάπαυση, πότε στο μαλακό μαξιλάρι του μπλε σαξ καναπέ, πότε στην αναπαυτική πολυθρόνα της βιβλιοθήκης, έτσι αθόρυβα, ανατριχιαστικά ήσυχα, υπάρχουν βέβαια οι συγκάτοικοι του σπιτιού, πότε θορυβώδεις, πότε απάρεσκα αποστασιοποιημένοι, πότε εκνευριστικά ενοχλητικοί, κυρίως όταν θέλουν να κατακτήσουν την πολυθρόνα μου, οι χειρονομίες τους με αποπροσανατολίζουν ενίοτε, κάποτε όμως είναι ευεργετικές, υπάρχει μία τηλεόραση, μεγάλη με παράξενα σχήματα και χρώματα που με κάνουν ν’ ανατριχιάζω όταν στέκομαι και χαζεύω τις αμαρτίες της, υπάρχει κι ένα σκύλος, ο Τόνυ Πινέλλι, μεγάλος, πνιγμένος στην τρίχα κι αβοήθητος, με αθώα μάτια, με τρελαίνουν τα μάτια του, ανεκτικός ομολογώ μαζί μου, όχι πάντα φιλικός, εραστής της καλής μουσικής μέχρι βλακείας, εξ ου και το όνομα, όταν κοιμάται με προστατεύει, όταν είναι ξύπνιος με παιδεύει, όταν δεν τον παιδεύω εγώ, οφείλω να ομολογήσω. Όλοι αυτοί είναι η οικογένειά μου ή σχεδόν…

Κλαπ… το σφυρί έπεσε, η παγίδα ενεργοποιήθηκε.

Μια καθώς πρέπει γάτα μπορεί να συνυπάρχει με τους γονείς, τα παιδιά και τον σκύλο τους. Ποτέ όμως με έναν ποντικό…

 

 

 

Η Μαρία Βέρρου γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε γαλλική γλώσσα και φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στο δημόσιο. Έχει παρακολουθήσει εργαστήρια μετάφρασης στο Γαλλικό Ινστιτούτο, καθώς και σεμινάρια δημιουργικής γραφής και διόρθωσης – επιμέλειας κειμένων στη «Σχόλη» των Εκδόσεων Πατάκη.

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *