«Ιπτάμενη Κρεβάτα» της Νατάσσας Μουτσανά
Οι πασχαλιές είχαν πιάσει γλίτσα, ωστόσο η βαριά μυρωδιά τους πατίκωνε κι άλλο το χαμηλοτάβανο κελί. Η Διαμάντω ένιωσε δύσπνοια και ξεροκατάπιε, κι αυτό το τεράστιο πράγμα στο στήθος της σαν να ’βγαλε ποδαράκια. Φύσηξε τότε απαλά ένας αέρας κι άνοιξε μια ιδέα το παντζούρι δίπλα στο κρεβάτι, κι η μυρωδιά τώρα κάπως αραίωσε, μα ακόμη σάλευε, και το πράγμα, κι αυτό κροτάλιζε ελαφρά, σταματημένο μπρούμυτα. Μια σαρανταποδαρούσα φάνηκε στη γωνία κι αφού έμεινε αναποφάσιστη για λίγο, άρχισε να τρέχει σαν τρελή στο ξύλινο δοκάρι πίσω απ’ τα…