«Ανάσταση» της Μαρίας Βέρρου ?>

«Ανάσταση» της Μαρίας Βέρρου

Να σηκωθεί, να μη σηκωθεί, η τηλεόραση έπαιζε, θα έβλεπε τα γεγονότα από την ασφάλεια του κρεβατιού της, ανάμεσα στα ζεστά παπλώματα, είχε σκεπαστεί μέχρι πάνω, το κορμί της ψαχούλευε τα σεντόνια, σε κάθε της κίνηση διαμαρτύρονταν λες και τους χάλαγε την ησυχία, τόλμησε να ρίξει μια ματιά πρώτα στο χέρι της, ο καρπός της κρεμόταν ανήμπορος, το χέρι προσπαθούσε να ισορροπήσει στην αδυναμία του, μια κλεφτή ματιά μέσα από το νυχτικό, στο στήθος της, ανύπαρκτο, δύο τομές χαμογελαστές πάνω στα καλά μετρημένα κόκαλα του στέρνου, τις χάιδεψε, ανατρίχιασε χωρίς πόνο, μόνο ένας μικρός απόηχος ηδονής, γύρισε δίπλα, νόμισε ότι τον ένοιωσε, έσπρωξε το χέρι της, αυτό το καχεκτικό χέρι προς τη μεριά του, κρύωσε, το τράβηξε απότομα, έτσι απότομα όπως είχε φύγει, φοβήθηκε να δει τις χαμογελαστές ουλές, κατέβηκε λίγο πιο κάτω, ανατρίχιασε, το τρίγωνο ανάμεσα στα πόδια της γυμνό, άτριχο, προσπάθησε να πιάσει την κλειτορίδα της, εκείνη σφίχτηκε, διπλώθηκε, μαζεύτηκε πιο βαθιά στις πτυχές του, κατέβασε το νυχτικό της, ντράπηκε, ένα απαλό κόκκινο ένοιωσε να θερμαίνει τα μάγουλά της, πήρε τον καθρέφτη, εκείνο τον σκαλιστό, τον είχε από τη μάνα της, μόλις που μπορούσε να τον σηκώσει, τα μάτια της λίγο κόκκινα, λίγο βαθουλωμένα, το δέρμα της παλιωμένο, οι ρυτίδες είχαν αδειάσει, να και κάτι καλό σκέφτηκε, οι απώλειες ρουφάνε τις ρυτίδες, ο καθρέφτης άλλαξε όψη, το κορίτσι με το καθαρό πρόσωπο και το χαμόγελο, οι ουλές στο στέρνο της είχαν αλλάξει θέση, χάιδευαν το τρυφερό νεανικό στόμα με τη ροζ γλωσσίτσα, εκείνο που είχε φιλήσει, είχε φιληθεί, μετά το χαμόγελο μεταπήδησε στο στέρνο της, διπλασίασε τη δύναμή του, πέταξε μακριά τον καθρέφτη, έσπασε με ένα δυνατό κρακ, ίδια η καρδιά της, να είναι άραγε γρουσουζιά που έσπασε ο καθρέφτης, μετακινήθηκε λίγο, ίσιωσε το νυχτικό της, μεταξωτό, ελαφρύ, όλο τέτοια φορούσε τελευταία, σκεφτόταν ότι του άρεσε η υφή τους, ευαίσθητη, λεία, απαλή, όπως το δέρμα μωρού, αλήθεια γιατί δεν είχαν κάνει παιδί; με δαντελένιο γιακά, τής τον είχε επιβάλει η μάνα της, έλεγε πως δίνει κομψότητα στο ρούχο του ύπνου, μέχρι που πέθανε φορούσε ασορτί νυχτικό και παντόφλες, η ρόμπα της στις αποχρώσεις του νυχτικού, πάντα αυτός ο γιακάς την ενοχλούσε και πάντα προσπαθούσε να τον βγάλει, όσες φορές όμως και να προσπάθησε ξήλωνε άτεχνα τη ραφή, τραυμάτιζε το υπόλοιπο ύφασμα, στο τέλος τον ξανάραβε στη θέση του μέχρι την επόμενη φορά της ασφυξίας γιατί ασφυξία της προξενούσε αυτός ο δαντελένιος γιακάς, θύμιζε λαιμοδέτη, γιατί τι είναι οι λαιμοδέτες, σχοινιά σφιχτά δεμένα στο λαιμό, σε τραβούν, σε χειραγωγούν, σε πονούν, σε πολιορκούν μέχρι θανάτου, κόβουν την ανάσα, λειτουργούν παραλυτικά, χάιδεψε μια ανεπαίσθητη κόκκινη γραμμή στον λαιμό της, ένα τσόκερ από κοραλλί πέτρες, κάθε φορά που έκαναν έρωτα την έβαζε να το φορά, το έσφιγγε, πολύ, μερικές φορές πάρα πολύ, ερεθιζόταν υπερβολικά, γινόταν κτηνώδης μέχρι τον τελικό σπασμό, στην αρχή της άρεσε, η σφοδρότητα όμως της επανάληψης την κλόνισε μέχρι την τελευταία φορά που κατέληξε στο νοσοκομείο ημιθανής, έκτοτε δεν το ξανάκαναν, έκτοτε έφυγε από κοντά της, στην αρχή με προσοχή, αργότερα φανερά, μέχρι που η πόρτα δεν ξανάνοιξε, έκτοτε αναζητούσε αλλού κοραλλένιους, μαργαριταρένιους λαιμοδέτες, οι δικοί της κείτονταν στην κοσμηματοθήκη, μερικές φορές τους έβγαζε να αερίζονται, μετά τους έδωσε, είχαν μείνει ορφανοί, άκουσε την καμπάνα, Ανάσταση, σκέφτηκε, η τηλεόραση αναμετέδιδε την χαρμόσυνη είδηση, ρίγησε λίγο, πάλι αυτό το ρίγος, μήπως είχε κρυώσει; Τώρα τελευταία κρύωνε όλο και πιο πολύ…

Το πρωί μάζεψαν τα σεντόνια, ήταν υποκίτρινα, μύριζαν λεβάντα, μαζί με τη σκόνη του κορμιού της.

 

Η Μαρία Βέρρου γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε γαλλική γλώσσα και φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στο δημόσιο. Έχει παρακολουθήσει εργαστήρια μετάφρασης στο Γαλλικό Ινστιτούτο, καθώς και σεμινάρια δημιουργικής γραφής και διόρθωσης – επιμέλειας κειμένων στη «Σχόλη» των Εκδόσεων Πατάκη.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *