«Placebo» της Φιλιέττας Μιχαλακάκου ?>

«Placebo» της Φιλιέττας Μιχαλακάκου

Σούρουπο -μωβ-

Περπατούσε στην άκρη της λεωφόρου ακολουθώντας ένα υποτυπώδες πεζοδρόμιο. Τα διερχόμενα οχήματα έσκιζαν τον αέρα και του πετούσαν ροπές ταχύτητας, κάνοντας τα μάγουλά του να τραντάζονται.

«Να σπάσεις το φράγμα του ήχου» είπε ο πατέρας ένα βράδυ, φορώντας στο μικρό του κεφάλι το τεράστιο κράνος της Harley. Στην τηλεόραση, ένας ναύτης στ’ άστρα κάρφωνε μια σημαία βαθιά στο φεγγάρι. Καράβια κι ατμόπλοια μεταπηδούσαν από τον ένα πλανήτη στον άλλο σαν το φωτιστικό στο παιδικό του δωμάτιο.

Παραπάτησε. Στηρίχθηκε ενστικτωδώς στον γεμάτο γκράφιτι τοίχο. «Γιούλα σε αγαπώ! Σάκης» έγραφε εκεί που ακούμπησε το χέρι. Ρίχνοντας όλο του το βάρος στην ίδια πλευρά, σήκωσε το πόδι και κοίταξε τη σόλα του. Δεν του προξένησε καμιά έκπληξη η σφηνωμένη πινέζα. Τράβηξε με τα νύχια του το ύπουλο ξένο σώμα και το πέταξε κάτω.

Ένα ταξί φρέναρε δίπλα του σκορπώντας βαριά μυρωδιά πετρελαίου. Πετάχτηκε έξω ένας άντρας βρίζοντας στα ρώσικα. Τον ακολούθησε κι ο ταξιτζής κουνώντας πάνω κάτω τα χέρια του. Άνοιξε το πορτμπαγκάζ και πέταξε με δύναμη στη μέση του δρόμου τρεις βαλίτσες. Κλότσησε τη μία, μούτζωσε τον Ρώσο κι έφυγε σπινιάροντας.

Εκείνος συνέχισε, όπως πήγαινε ο δρόμος. Τον προσπερνούσαν ξυστά μηχανάκια, αυτοκίνητα, τρίκυκλα, ποδήλατα. Οι μεσόφρυδες ρυτίδες του ενώνονταν όλο και περισσότερο από κορναρίσματα, λαϊκά καψουροτράγουδα κι ήχους από μεταλλικές πόρτες που ανοιγόκλειναν κάθε φορά που πλησίαζε σε μια στάση.

Άνθρωποι στοιβαγμένοι αγωνιούσαν να μπουν. Κι αυτοί που ήταν μέσα αγχώνονταν να κατέβουν. Πήγε μαζί τους. Μια έγκυος τον εκτόπισε για να καθίσει πρώτη, ρίχνοντάς του ένα άγριο βλέμμα, και δυο γριές κάνοντας νεύματα προς τη μεριά του έδειχναν να τον σχολιάζουν. Έσφιξε με δύναμη τη χειρολαβή και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ένα παιδί έτρεχε σε μια αλάνα κρατώντας πολύχρωμα μπαλόνια κι από πίσω του ακολουθούσαν κι άλλα πιτσιρίκια.

Βράδυ -μαύρο-

«Δεν πάει άλλο» κραύγασε με την μπάσα φωνή του, χτυπώντας ταυτόχρονα με δύναμη τα χέρια του στον πάγκο της κουζίνας. Εκείνη για μια στιγμή κοκάλωσε κι ύστερα άρχισε να γελάει εκνευριστικά δυνατά. Τα καφετιά της μάτια έγιναν ακόμη μικρότερα.

Μια φλέβα πετάχτηκε στον κρόταφό του και τα δόντια του σφίχτηκαν, προχώρησε στο τραπέζι του σαλονιού και άρπαξε το αγαπημένο της βάζο.

«Θα το διαλύσω» είπε με τρεμάμενη φωνή.

«Αύριο έχω συμβούλιο με τον Υπουργό» ξεκίνησε να λέει εκείνη, σε ψυχρό επαγγελματικό τόνο, μα πριν προλάβει να ολοκληρώσει, τα σπασμένα κομμάτια του βάζου εκτινάχθηκαν στα πόδια της κάνοντάς την να αναπηδήσει ελαφρά. Το στόμα της παρέμεινε ορθάνοιχτο για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι που καλύφθηκε από την παλάμη της.

Εκείνος έκανε να βουτήξει και τη λάμπα, αλλά τον πρόλαβε και την πήρε αγκαλιά ουρλιάζοντας:

«Όχι, τη limoges!» Από τα δωμάτια των κοριτσιών ακούστηκαν κλάματα. Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε απότομα παγώνοντας και τους δύο. Η μικρή πήδηξε πάνω του τυλίγοντας τα χέρια της σφιχτά γύρω από το λαιμό του και η μεγάλη κατέρρευσε στα πόδια του.

«Θα παραγγείλουμε, τέλος πάντων;» ρώτησε εκείνη παγερά.

«Έχω μαγειρέψει από το πρωί» απάντησε και προχώρησε προς τα υπνοδωμάτια με τη μία αγκαλιά και κρατώντας την άλλη από το χέρι. Άφησε απαλά τη μικρή στο κρεβάτι, τη σκέπασε με το πάπλωμα και της έχωσε στην αγκαλιά τον αγαπημένο της αρκούδο. Προχώρησε στο δωμάτιο της μεγάλης. Σκούπισε με τα χέρια του τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά της και της είπε να ξανακάνει επανάληψη για το τεστ.

Έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε στο γραφείο του. Έβγαλε από τον χαρτοφύλακα τα διαγωνίσματα των μαθητών του και μπήκε στο μπάνιο. Στήριξε τα χέρια του πάνω στον νιπτήρα. Έμεινε έτσι για λίγα λεπτά παίρνοντας βαθιές αναπνοές. Ύστερα άνοιξε τη βρύση κι άφησε το νερό να τρέχει. Το παρακολουθούσε να χάνεται μέσα στο σιφόνι δημιουργώντας μικρές δίνες. Ξαφνικά έστρεψε το βλέμμα στον καθρέφτη. Ένας μεσήλικας αξύριστος άντρας τον κοίταζε βαθιά μέσα στα κυκλωμένα σκοτάδι μάτια του.

«Αργείς;» του φώναξε απ’ έξω εκείνη χτυπώντας την πόρτα.

«Θα βγάλω εγώ τα σκουπίδια, όπως πάντα» απάντησε.

Περίμενε να την ακούσει να πέφτει στο κρεβάτι, για να ξεκλειδώσει και να βγει. Μπήκε στην κουζίνα, έσκισε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε λίγο ρολό χαρτί και προχώρησε στο σαλόνι. Στην οθόνη της κλειστής τηλεόρασης χάζεψε το περίγραμμα της μορφής του. Άρχισε να γράφει πάνω στο χαρτί. Όταν τελείωσε, το στρίμωξε στην τσάντα της μεγάλης, στη θήκη που πάντα της έβαζε το κολατσιό.

Πρωί -γκρίζο-

Καθώς έτρωγαν οι μικρές τις παρατηρούσε να τσακώνονται σπρώχνοντας η μία τον αγκώνα της άλλης στο τραπέζι. Γύρισε αργά στο πλάι κι εστίασε έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Η καθαρή ατμόσφαιρα επέτρεπε να φαίνεται το λιμάνι και τα καράβια που πηγαινοέρχονταν σε αργή κίνηση. Και το αεροπλάνο που πετούσε από πάνω τους, νωθρό του φαινόταν. Πού και πού ρουφούσε μηχανικά γουλιές από τον κρύο πια καφέ.

Άφησε τη μικρή στο νηπιαγωγείο, τη μεγάλη στο γυμνάσιο και συνέχισε για το λύκειο.

Μπήκε στην άχρωμη, χωρίς παράθυρα, τάξη. Μοίρασε τα διορθωμένα διαγωνίσματα. Ένας μπουνταλάς που είχε μείνει χρόνια στην ίδια τάξη έδωσε το σύνθημα κι άρχισαν όλοι να τα τσαλακώνουν και να τα πετούν πάνω του. Κάποιος άλλος έβγαλε τις πινέζες από το ταμπλό και τις σκόρπισε σαν να ’ταν χαρτοπόλεμος μέσα στην αίθουσα.

Δε μίλησε. Ούτε πήγε στον λυκειάρχη. Έσκυψε το κεφάλι και βγήκε έξω από την τάξη. Διέσχισε τον μακρύ διάδρομο και κατέβηκε τις σκάλες. Κάθε πάτημα σε σκαλί προκαλούσε αλυσίδες ήχων που αντιλαλούσαν σε ολόκληρο το κτίριο. Ο επιστάτης τον κοίταξε έκπληκτος, αλλά ταυτόχρονα ξεκλείδωσε και άνοιξε τη βαριά σιδερένια πόρτα. «Περπατάτε με μεγάλη σιγουριά σήμερα, κύριε» του είπε. Εκείνος χαμογέλασε χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο.

Βρέθηκε στον δρόμο. Έβρεχε. Μια σταγόνα τον χτύπησε στο μέτωπο κι ύστερα απλώθηκε πάνω του κλείνοντάς τον μέσα της. Περπάτησε για λίγο παρέα με αυτή τη φούσκα. Σε μια γωνία κάτι την τρύπησε κι έτσι συνέχισε μόνος.

Νύχτα -μπλε-

Ένα ένα τα φώτα του δρόμου άναψαν διαδοχικά. Ένιωσε την κύστη του βαριά. Σταμάτησε παράμερα σε μια μάντρα, στήριξε το κεφάλι του πάνω της, άνοιξε τα πόδια και θαύμασε τη δύναμη των υγρών του, καθώς έσκαβαν το χώμα προκαλώντας ρήγματα.

Άκουσε βογκητά. Στηριγμένος στις μύτες ύψωσε δειλά το κεφάλι. «Συνουσία λέγεται» θυμήθηκε τη φωνή του πατέρα. «Πήδα με! Τώρα!»του είχε πει εκείνη μια μέρα μέσα σε σουβλατζίδικο.

Δεν του ξανασηκώθηκε ποτέ.

Χάραμα -κίτρινο-

Μπήκε στο πρώτο 24ωρο fast food, απέναντι από ένα πατσατζίδικο. Χάζεψε για ώρα πάνω από τα ταμεία τις εικόνες των φαγητών κι ύστερα κατέβασε το βλέμμα στις ομοιόμορφες στολές των υπαλλήλων.

«Άκου εκεί, να καταργήσουν τις ποδιές» του είχε πει η μητέρα πριν χρόνια. «Να το θυμάσαι, γιε μου, ο φόβος φυλάει τα έρημα. Ο Φόβος». Του το είχε ιδιαιτέρως τονίσει, κουνώντας μπροστά από το πρόσωπό του τον δείκτη της, κάνοντάς τον να παραλύσει.

Η μυρωδιά αλκοόλ ανάκατη με φθηνό πατσουλί εξαφάνιζε κάθε ανθρώπινη οσμή. Στις τσέπες του βρήκε κέρματα, έφταναν μόνο για καφέ. Βούτηξε και με τις δυο του χούφτες το πλαστικό ποτήρι που του έδωσαν φυσώντας μέσα του, αναγκάζοντας τον ατμό να τον ζεστάνει και βγήκε έξω.

Η πόλη διχαζόταν. Απέναντί του μια πόρνη μασώντας τυρόπιτα καλημέριζε τον φούρναρη, ενώ παρέες φοιτητών κατευθύνονταν προς το μετρό αγοράζοντας σαλέπι.

Σήκωσε το βλέμμα στο άνοιγμα των πολυκατοικιών που επέτρεπαν στον ουρανό να φαίνεται. Πέταξε κάτω τον καφέ, υψώνοντας προς τα πάνω τα χέρια, σφιγμένα σε γροθιές. Ένα οικείο γαργαλητό έγινε αισθητό στο στομάχι του, σαν αυτό που πάθαινε κάθε φορά που οδηγώντας, περνούσε με μεγάλη ταχύτητα πάνω από σαμαράκι.

Κοίταξε από ψηλά την πόλη. Η πρώτη αχτίδα του ήλιου ήταν δική του. Τη γράπωσε κι άρχισε να πηδά από ταράτσα σε ταράτσα κι από εκεί πάνω στις τέντες των σπιτιών.

Μια νταλίκα φρέναρε μπροστά του.

Ο μουστακαλής οδηγός, βγάζοντας τον μισό του αγκώνα έξω απ’το παράθυρο, του είπε:

«Φίλε, μάλλον θες βοήθεια».

Βγήκαν στην εθνική.

Τέλος-κόκκινο-

 

Η Φιλιέττα Μιχαλακάκου είναι εκπαιδευτικός. Παρακολουθεί μαθήματα δημιουργικής γραφής με τον διευθυντή της «Σχόλης», συγγραφέα Μισέλ Φάις.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *