«Ιπτάμενη Κρεβάτα» της Νατάσσας Μουτσανά ?>

«Ιπτάμενη Κρεβάτα» της Νατάσσας Μουτσανά

Οι πασχαλιές  είχαν  πιάσει γλίτσα, ωστόσο η βαριά μυρωδιά τους πατίκωνε  κι άλλο το χαμηλοτάβανο κελί. Η Διαμάντω ένιωσε δύσπνοια και ξεροκατάπιε, κι αυτό το τεράστιο πράγμα στο στήθος της σαν να ’βγαλε ποδαράκια. Φύσηξε τότε απαλά ένας αέρας κι άνοιξε μια ιδέα το παντζούρι δίπλα στο κρεβάτι, κι η μυρωδιά τώρα κάπως αραίωσε, μα ακόμη σάλευε, και το πράγμα, κι αυτό κροτάλιζε ελαφρά, σταματημένο μπρούμυτα. Μια σαρανταποδαρούσα φάνηκε στη γωνία κι αφού έμεινε αναποφάσιστη για λίγο, άρχισε να τρέχει σαν τρελή στο ξύλινο δοκάρι πίσω απ’ τα πόδια του κρεβατιού. Ένιωσε να παραλύει απ’ τον φόβο και το δεξί της χέρι ξεράθηκε εντελώς. Σκέφτηκε να σκουντήσει τον άντρα δίπλα της, μα τον λυπήθηκε. Της αρκούσε που ήταν εκεί.

«Μ’ αγαπάς  καθόλου;» τον ρώτησε όλο νάζι όταν άνοιξε τα μάτια του,  σουφρώνοντας τα χείλια και τραβώντας  τη φωνή στο «θο» σαν να ’βγαζε κορόνα.

«Κι εσένα και το μωρό αγαπάω».

«Ποιο μωρό; Αυτό το αγέννητο εννοείς;» του είπε  και το οβάλ της πρόσωπο σκοτείνιασε, σαν να αντίκριζε ξαφνικά έναν ξένο που θα της έκανε κάτι κακό αν δεν τον προλάβαινε. Άγγιξε την κοιλιά της και δυο δάκρυα φούσκωσαν στις κόγχες των ματιών της.

Όλοι είχαν αφήσει τις δουλειές τους κι είχαν κρεμαστεί απ’ την κλειδαρότρυπα. Σπρώχνονταν χαχανίζοντας κι έριχναν αγκωνιές και γονατιές με κίνδυνο να  ρίξουν τη μαλακιά δίφυλλη πόρτα. Κανείς δεν πήγαινε να ξαπλώσει στο κελί του. Είδαν στο μισοσκόταδο τη γυναίκα να τραντάζεται ολόκληρη από τον βήχα κι αισθάνθηκαν ντροπή για την αδιακρισία τους. Έπαψαν να σπρώχνονται και ήσυχα, ο καθένας με τη σειρά του,  κόλλαγε το  μάτι του στην τρύπα και το γούρλωνε έπειτα. Δε φαινόταν και τίποτα. Κι από κουβέντες ελάχιστες.  Ωστόσο δεν το αποφάσιζαν να τους αφήσουν στην ησυχία τους. Ήταν τέτοια η αναστάτωση που μόνο ο ύπνος τούς έλειπε.  Από ύπνο ήταν χορτάτοι. Είχε ανοίξει η μέση τους απ’ την ξάπλα.

«Ναι, αυτό το αγέννητο» της είπε κι έκλεισε τα μάτια. Τέντωσε τα πόδια του και τον πήρε πάλι ο ύπνος, κι έτσι όπως τον κοίταζε την έπαιρνε κι αυτή ο ύπνος, κι έτσι όπως τους κοίταζαν εναλλάξ τους έπαιρνε κι αυτούς ο ύπνος.  Στο τέλος, ήθελαν δεν ήθελαν, κοιμήθηκαν όλοι έναν ύπνο κολλητικό μέσα κι έξω απ’ την πόρτα.

Το πρωί είχαν μάθει όλοι για  την άφιξη του ζευγαριού. Κι αυτοί το είπαν και σε άλλους και μέσα σε λίγες ώρες μαζεύτηκε πλήθος από άντρες και γυναίκες, που επέστρεφαν απ’ την κυριακάτικη λειτουργία με πεντακάθαρα ρούχα και αντίδωρα, αλλά και κάποιοι φτωχοί αγρότες από πιο μακριά, που δούλευαν στα χωράφια και δε θα ξέμπλεκαν ποτέ απ’ αυτά εκτός κι αν πέθαιναν, έφτασαν κι αυτοί σκυφτοί, με τα πανωφόρια στις μασχάλες και  μπήκαν στην αυλή σκουπίζοντας τα χέρια πάνω στις τρύπιες φανέλες τους. Ένας γλοιώδης κοντοστούπης, που από σύμπτωση βρισκόταν στα μέρη τους εκείνη τη μέρα κι έψαχνε απελπισμένα ένα δωμάτιο χωρίς σκουλήκια και κατσαρίδες να διανυκτερεύσει, είπε πως κάτι είχε ακούσει για ένα ζευγάρι που είχε κλεφτεί. Τους έψαχναν μέρες τώρα. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω του. «Αυτός ήταν και νιόπαντρος» τους είπε,  σμίγοντας τα φρύδια. «Ου» έφριξαν όλες μαζί οι γυναίκες. «Έφερε και  την πουτάνα στους Ταξιάρχες;» «Σταματήστε» είπε μια διάφανη κοπέλα με ένα ροζ κρινάκι στο αυτί. «Για να  αγαπούσε  άλλη και να παντρεύτηκε  άλλη, κάποιος λόγος θα υπήρχε». «Δεν την ήθελε ο πατέρας του» είπε ο κοντοστούπης και τίναξε τα χώματα απ’ τα παπούτσια του. «Και γιατί δεν την ήθελε παρακαλώ;» «Γιατί είχε μύτη στραβή».  «Πόσο στραβή;» απόρησαν οι γυναίκες. «Πολύ στραβή. Σαν τσιγκέλι». «Μεγάλο ή μικρό;» «Από κείνα που κρεμάμε τα μοσχάρια». Δεν τις κράταγες με τίποτα τώρα. «Όση ώρα μιλάμε, αυτή η μύτη συνεχίζει αδιανόητα να  μεγαλώνει» συμπλήρωσε αυτός, επιμηκύνοντας με  τα τρία δάχτυλα τον αέρα γύρω απ’ τη δικιά του μύτη και το πλήθος κοιτάχτηκε όλο νόημα κι όρμησε μέσα. Ένας σοφός γέρος  που φορούσε τριμμένο ράσο πάνω από μια προβιά τούς έφραξε τον δρόμο σηκώνοντας ψηλά τα χέρια. «Σκάστε» φώναξε ψευδά. Τους στοίχισε σε γραμμές  ανάλογα με την ηλικία και το  φύλο τους, δεξιά τους άντρες και αριστερά τις γυναίκες, και τους μοίρασε από ένα χαρτάκι με έναν  αριθμό γραμμένο  πάνω του. «Όλοι θα τους δείτε. Πώς κάνετε έτσι; Δεν έχετε ξαναδεί αντρόγυνο; Μύτες δεν έχετε ξαναδεί;»  Ένα χρυσό δόντι στην πάνω γέφυρα του πρόσθετε ακόμη περισσότερη σοφία. Μια μοναχή όλο κρεατοελιές  απ’ τον Μέζαπο πετάχτηκε  και  ζήτησε να μπει πρώτη  γιατί ήταν η θεία του άντρα από αδερφή,  έτσι είπε, αλλά κανείς δε συμμερίστηκε τον βαθμό συγγένειας. «Ψύλλο στ’ άχυρα ψάχνεις» ήταν σαν να της έλεγαν, όπως την κοίταζαν.  «Στη σειρά σου. Στη σειρά σου, αδερφή».

«Κανείς δεν πρόκειται να μας βρει εδώ» είπε η Διαμάντω και η  τελευταία λέξη της χάθηκε στην οχλοβοή που έσκαγε σαν κύμα απέξω. «Είναι  τόσο στενάχωρα όμως» συνέχισε πιο δυνατά. «Αυτές οι πασχαλιές, Θεέ μου,  αυτές οι πασχαλιές.  Ο θόρυβος που κάνουν στο φύσημα της ανάσας μου με τρελαίνει, με τρελαίνει».

«Θα φτιάξει  ο καιρός κάποια στιγμή. Θα βγούμε έξω» είπε ο άντρας τρυφερά και προσπάθησε να σηκωθεί, μα δεν τα κατάφερε.  Κοίταξε όλο αγωνία στο ταβάνι.  Σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπό του. «Η πλάτη μου είναι καρφωμένη», της είπε σιγανά.

«Ο καιρός θα φτιάξει, αυτό  το ξέρω.  Θ’ απλώνω  ζιπουνάκια  στον ήλιο και θα φυτεύω μαντζουράνες. Μα πρέπει να κρυφτούμε για σαράντα μέρες» είπαν. «Πόσες έχουν περάσει τώρα;»

«Δεν ξέρω. Μπορεί και τριάντα» της είπε ασθμαίνοντας.

«Είσαι με τα καλά σου; Αποκλείεται. Κάνα δυο θα ’ναι».

Τότε άκουσε την καμπάνα.

«Θα πεθάνω, Κυριάκο;»

«Όχι, βέβαια».

«Και γιατί έχω αυτή την τρύπα;»

«Πού;»

«Να, εδώ στο στήθος».

«Τρέχει αίμα;»

«Όχι. Αίμα δεν τρέχει».

«Τότε γιατί να πεθάνεις;»

«Είμαι ήδη πεθαμένη, Κυριάκο;»

Δεν της απάντησε. Τον ξαναρώτησε. Τίποτα. Το πλήθος έξω ούτε ανάσαινε. Σιωπή. Μόνο η Διαμάντω. Σαν να ’χε κολλήσει η βελόνα.

«Μήπως είναι τάφος εδώ, Κυριάκο;»

«Το σκουλήκι εμένα τρώει, Κυριάκο;»

Αν και πολλοί πίστεψαν,  πως δεν ήταν παρά μια οφθαλμαπάτη από την πολλή υπερένταση όλο αυτό, η πλειοψηφία συμφώνησε πως  ήταν μια ιπτάμενη κρεβάτα με δαντελένιες κορδέλες, που σήκωσε ανεμοστρόβιλο ρίχνοντας με πάταγο την πόρτα κι έφερε έπειτα πέντε έξι γυροβολιές πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Η γυναίκα κρατούσε με τα δυο της χέρια ένα μάτσο πασχαλιές και χαμογελούσε με μια μεγαλοπρέπεια ανήκουστη κάτω από μια μύτη το ίδιο ανήκουστη, επισκιάζοντας εντελώς τον άντρα, που αν και ήταν δυο πατώματα ψηλότερος απ’ όλους εκεί μέσα, με τα πόδια του να ανεμίζουν σαν σκοινιά στον αέρα και ρύζια με ροδοπέταλα να χύνονται απ’ τα μπατζάκια του, ωστόσο  είχε ένα μίζερο, κακόμοιρο ύφος, σαν να τον πήγαιναν στην κρεμάλα.

 

Η Νατάσσα Μουτσανά είναι εκπαιδευτικός. Διηγήματά της έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχει παρακολουθήσει κύκλους δημιουργικής γραφής με τον διευθυντή της Σχόλης, συγγραφέα Μισέλ Φάις.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *