«Η χαμένη βαλίτσα» – Ελένη Μπουκαούρη ?>

«Η χαμένη βαλίτσα» – Ελένη Μπουκαούρη

Η χαμένη βαλίτσα

της Ελένης Μπουκαούρη

Περίμενε δίπλα του να εμφανιστεί η βαλίτσα τους στον κυλιόμενο ιμάντα. Μύρισε το ελαφρύ της άρωμα, το ίδιο εδώ και μια δεκαετία, πρόσεξε με πόση χάρη είχε δέσει το ακριβό της φουλάρι, τη λυγερή κορμοστασιά της. Προσπάθησε να εντοπίσει έστω κι ένα μικρό ψεγάδι επάνω της. Δεν υπήρχε. Ένιωσε θαυμασμό, αλλά και ματαίωση. Τελειότητα που άγγιζε τη σκληρότητα.

Η βαλίτσα τους δεν φαινόταν κι όταν ο ιμάντας συνέχισε να γυρίζει άδειος, χωρίς αποσκευές, τρίζοντας ανατριχιαστικά, συνειδητοποίησαν ότι κάτι δεν πάει καλά. Το βλέμμα της Άννας έπεσε πάνω του επιτιμητικά, λες και έφταιγε αυτός που η βαλίτσα τους δεν ήταν εκεί και λίγο μετά, απομακρύνθηκε εμφανώς ταραγμένη από κοντά του, σταυρώνοντας τα χέρια, σαν να προσπαθούσε να καλύψει τη γύμνια της. Έσπευσε εκνευρισμένος στο γραφείο του αεροδρομίου, περιέγραψε λεπτομερώς την πανάκριβη βαλίτσα τους και μετά από μερικά τηλέφωνα, η υπάλληλος τον διαβεβαίωσε ότι θα ερχόταν με την επόμενη πτήση. Δηλαδή, πότε; Τι ώρα; Ρώτησε με αγωνία, ενώ ένα δυσάρεστο προαίσθημα του έσφιξε την καρδιά. Το βράδυ, απάντησε η κοπέλα, θα την έστελναν στο ξενοδοχείο τους, δεν έπρεπε να ανησυχούν, όλα ήταν υπό έλεγχο, τον καθησύχασε.

Αισθάνθηκε να ιδρώνει. Ακριβώς αυτό δεν ήταν: τίποτε δεν ήταν υπό έλεγχο, σκέφτηκε, προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα τρέμουλο στα χέρια του. Έτσι νόμιζε κι αυτός, ότι έχει τα πάντα υπό έλεγχο, το Διοικητικό Συμβούλιο, τους δικηγόρους, τον διευθυντή της Τράπεζας, τη ζωή του. Όμως τώρα, το σκάφος κλυδωνιζόταν κι ο καπετάνιος του είχε χάσει τον έλεγχο. Βούλιαζαν, το καταλάβαινε. Τα σημάδια ήταν ανεπαίσθητα, πλην ορατά: Η ψυχρότητα του προέδρου όταν είχε πάει να τον βρει για το δάνειο που αργούσε και εν συνεχεία, η διαρκής απουσία του στις τηλεφωνικές του κλήσεις, το ειρωνικό βλέμμα της υπαλλήλου στην Τράπεζα, η αγένεια του δικηγόρου που τον έστηνε στα ραντεβού, προφασιζόμενος φόρτο εργασίας…

Γύρισε στην Άννα, φορώντας ένα ανέμελο χαμόγελο και πήγε να την αγκαλιάσει. Η βαλίτσα τους θα ερχόταν το ίδιο βράδυ. Αυτή τον έσπρωξε και προχώρησε προς την έξοδο. Το άρωμά της έφτασε στα ρουθούνια του ελαφρώς πιο έντονο από ό,τι συνήθως, λίγο πιο ξινό. Ενοχλητικό.

Το ξενοδοχείο τους ήταν ονομαστό για τη διακριτική του πολυτέλεια και πράγματι, ήταν ένας μικρός παράδεισος, με εσωτερικό κήπο, που μοσχοβολούσε από τα οπωροφόρα και τις ολάνθιστες γαρδένιες γύρω από μια τεχνητή λίμνη. Οι υπόλοιποι πελάτες έμοιαζαν αόρατοι, οι υπάλληλοι αθόρυβοι και μόνο τα πουλιά έσπαζαν την απόλυτη ησυχία με το κελάηδισμά τους.

Στο δωμάτιο στάθηκαν αμήχανοι και αμίλητοι, επιθεωρώντας τον χώρο, ώσπου η Άννα είπε βαριά, αν είχαμε πάρει ο καθένας τη δική του βαλίτσα, ίσως να έφτανε τουλάχιστον η μία…

Στο μπάνιο, ανακάλυψαν παχιά μπουρνούζια και έξτρα παντόφλες, τα φόρεσαν και κατέβηκαν στα Σπα. Η βραδιά τους είχε χαλάσει έτσι κι αλλιώς, ήταν υποχρεωμένοι να μείνουν φυλακισμένοι στο ξενοδοχείο περιμένοντας τη βαλίτσα τους. Η Άννα αποφάσισε να κάνει μασάζ κι αυτός κατέφυγε σ’ ένα μικρό ιδιωτικό Σπα. Μια μελαχρινή κοπέλα τον οδήγησε σε ένα σκοτεινό προθάλαμο, ενώ δίπλα, κατεβαίνοντας δυο-τρία σκαλιά, ήταν μια θολωτή δεξαμενή γεμάτη νερό, σαν τεράστια μπανιέρα, με ένα πέτρινο στεφάνι γύρω-γύρω, σαν χτιστό πεζούλι. Στον πυθμένα, τρεις μικροί προβολείς και σε μια κόχη, αναμμένα κεράκια, έκαναν τους χρυσοπράσινους κυματισμούς του νερού ν’ αντανακλούν στον πέτρινο θόλο.

Το κορίτσι στεκόταν και τον κοίταζε ήσυχα, σαν να περίμενε κάτι, αλλά τι; Το βλέμμα της ήταν ελαφρώς πιο επίμονο από το επιτρεπόμενο για υπάλληλο, όριο, χωρίς να διαθέτει το παραμικρό ίχνος ευφυΐας, τα μαλλιά της μαζεμένα, κάπως αυστηρά και άχαρα. Την κοίταξε κι αυτός μάλλον αμήχανος, τελικώς παρήγγειλε ένα διπλό ουίσκι. Η κοπέλα έφυγε αθόρυβα, κι αυτός έβγαλε το μπουρνούζι του, κατέβηκε τα σκαλάκια και βούτηξε στο χλιαρό νερό. Έκλεισε τα μάτια και κούνησε αργά και απαλά τα μέλη του, προσπαθώντας να χαλαρώσει, χωρίς να κάνει φασαρία. Όταν τα άνοιξε πάλι, ο δίσκος με το ουίσκι βρισκόταν πάνω στο πέτρινο πεζούλι. Το κατέβασε μονορούφι κι ένιωσε το λαιμό του να καίει ευχάριστα, τα μάτια του να δακρύζουν, το σώμα του να μαλακώνει. Βούλιαξε νωθρά στο νερό, δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτε. Ανέβηκε στην επιφάνεια και ξαναβούτηξε, ύστερα γύρισε μπρούμυτα, σαν πνιγμένος, με τα χέρια ανοιχτά, το κεφάλι βαρύ, σαν ξεβιδωμένο, αυτονομημένο από το υπόλοιπο σώμα. Αφέθηκε, αλλά το νερό τον γύρισε ανάσκελα. Έμεινε να επιπλέει, ώσπου το κεφάλι του ακούμπησε στο πέτρινο τοιχάκι της δεξαμενής. Άνοιξε τα μάτια κι αντίκρισε τους ιριδισμούς του νερού στον θόλο. Ύστερα, είδε το κορίτσι να στέκεται στο άνοιγμα. Αιφνιδιάστηκε, κάτι τον ενοχλούσε βαθιά και απροσδιόριστα στην παρουσία της νεαρής καμαριέρας. Παρήγγειλε απότομα άλλο ένα διπλό ουίσκι. Βγήκε και κάθισε στα σκαλάκια. Η κοπέλα έφερε τον δίσκο κι έφυγε. Ήπιε κάμποσο, χωρίς να το τελειώσει. Έτσι όπως καθόταν, ανακούρκουδα, χωρίς να βλέπει πίσω του, αφέθηκε να πέσει στο νερό, χωρίς να το σκεφτεί, με την πλάτη. Το στομάχι του βούλιαξε στιγμιαία από μια περίεργη γλυκιά αγωνία, φόβο για το κενό, που μούδιασε τους κροτάφους του και σκοτείνιασε τα μάτια του. Ύστερα, ένιωσε διαβολεμένα χαρούμενος, ήταν νικητής, σχεδόν θριαμβευτής, σε μονομαχία με κάποιον άγνωστο εχθρό. Ανέβηκε πάλι τα σκαλάκια, γύρισε την πλάτη του στο νερό κι έπεσε μονοκόμματος, κάνοντας ένα μεγάλο παφλασμό. Αισθάνθηκε τον ίλιγγο της πτώσης, ένιωσε να τον πλημμυρίζει η ένταση από τον κίνδυνο μιας βουτιάς στο κενό, χωρίς δίχτυ, χωρίς ασφάλεια, χωρίς κάλυψη, χωρίς προστασία. Μόνο το κενό κι ύστερα το νερό, το βούλιαγμα, ο πυθμένας, ο βυθός. Έπεσε πάλι και πάλι, χάνοντας τον εαυτό του, αλλά κερδίζοντας κάποιο παράξενο στοίχημα με την τύχη, τη ζωή του, τον Θεό… Όταν κουράστηκε, στριφογύρισε μέσα στη δεξαμενή, ζαλίστηκε λίγο, έκλεισε τα μάτια και ξαναβούτηξε. Αστραπιαία, χωρίς να το ελέγχει, του πέρασε από το νου ότι δεν είχε κανένα λόγο να ξαναβγεί στην επιφάνεια.

Όταν πήρε ανάσα, είδε μπροστά του την Άννα να τον κοιτάζει. Πλατσούρισε αδέξια, την πλησίασε και την έπιασε από τον αστράγαλο. Έλα, της είπε, γδύσου, βγάλε το μπουρνούζι σου, έλα να παίξουμε… Η Άννα έβγαλε το μπουρνούζι της και βούτηξε απαλά στο νερό. Το γυμνό της σώμα φάνταζε σαν από αλάβαστρο, φωτισμένο απόκοσμα. Έμεινε να την κοιτάζει κι ύστερα βούτηξε και την έπιασε από τα λαγόνια τραβώντας την στο βυθό. Τα μάτια της ήταν κλειστά, τα μαλλιά της απλώθηκαν, κυματίζοντας στο νερό. Τα χέρια του ανέβηκαν τρέμοντας στα στήθη της, έπιασαν τους ώμους της και τους πίεσαν ακόμα πιο κάτω. Τώρα, η πλάτη της σχεδόν άγγιζε τον βυθό, τα χέρια του την άφησαν αλλά συνέχισε να την σπρώχνει με το πόδι του στην κοιλιά της. Τα χέρια της αγκάλιασαν σπασμωδικά τη γάμπα του και τον τράβηξαν απότομα προς τα κάτω. Αδέξια, ήπιε νερό και βρέθηκαν ξαφνικά να παλεύουν, χωρίς να αφήνουν ο ένας τον άλλον να βγει στην επιφάνεια. Όταν τελικώς, αυτή τον χτύπησε, την άφησε και αναδύθηκαν σαν τους πνιγμένους, με τα μάτια τους έξω από τις κόγχες, βήχοντας και φτύνοντας. Η Άννα φόρεσε το μπουρνούζι της κι έφυγε τρέχοντας.

Έμεινε μόνος. Αποτελείωσε αργά το ουίσκι του και βγήκε από το Σπα στον εσωτερικό κήπο. Είχε βραδιάσει και το νυχτολούλουδο άπλωνε στη σιωπή το μεθυστικό άρωμά του. Περιπλανήθηκε στον κήπο, καθώς τα πουλιά άφηναν τις τελευταίες τους τρίλιες, αποχαιρετώντας τη μέρα. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι στα φύλλα κι ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά όξυναν τις αισθήσεις του. Προχώρησε ανάμεσα από τα κλαδιά των δέντρων κι έφτασε στη λιμνούλα. Περισσότερο ένιωσε, παρά είδε τη σκιά, ένα πλάσμα κουβαριασμένο, σκυμμένο πάνω από το νερό. Αναγνώρισε τη νεαρή καμαριέρα και πισωπάτησε ανήσυχος. Το κορίτσι γύρισε και του έδειξε κάτι που κρατούσε στα χέρια της. Πλησίασε διακριτικά. Ήταν ένα ψάρι. Ψόφησε, του είπε και η φωνή της ήταν μουντή και άτονη, σαν την ίδια. Ψόφησε, επανέλαβε κι άρχισε να κουνιέται πέρα-δώθε, νανουρίζοντας στα χέρια της το ψάρι. Μπα, θα πνίγηκε! Του ξέφυγε και τον έπιασαν τρελά γέλια, χωρίς να μπορεί, αλλά ούτε και να θέλει να τα συγκρατήσει. Άρχισε να βήχει, διπλώθηκε στα δύο συνεχίζοντας να γελάει υστερικά… Τέλος, πήρε μερικές βαθιές ανάσες κι απομακρύνθηκε τρέχοντας, προσπαθώντας να ελέγξει τους σπασμούς και τα κύματα γέλιου που ανέβαιναν στο λαιμό του, κινδυνεύοντας να τον πνίξουν.

Στο δωμάτιο, η βαλίτσα τους, αγνώριστη, μισοσκισμένη, έχασκε ορθάνοιχτη και τα ρούχα του σέρνονταν στο πάτωμα. Η Άννα εμφανίστηκε στην πόρτα του μπάνιου, με το μαύρο εξώπλατο φόρεμά της και τον πλησίασε, τείνοντας το κολιέ της για να το κουμπώσει.

«Για την επιστροφή, θα αγοράσω μια καινούργια βαλίτσα για τα πράγματά μου, εσύ, αν θέλεις, μπορείς να κρατήσεις αυτήν για τα δικά σου, καλύτερα να τις δώσουμε χωριστά», είπε κι η φωνή της είχε κάτι από τον ξερό μεταλλικό κρότο, που έκανε το κούμπωμα του κολιέ.

 

Αναδημοσίευση από το διαδικτυακό περιοδικό «Fractal. Η γεωμετρία των ιδεών».

http://fractalart.gr/diigima-i-chameni-valitsa/

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *