Απόσπασμα από το βιβλίο της Γεωργίας Τάτση «Χορός στα ποτήρια»
Χορός στα ποτήρια
«Η Ιστορία γράφεται από τους νικητές. Τους θρύλους τους πλάθει ο λαός. Οι συγγραφείς επινοούν. Μόνο ο θάνατος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.»
Ντανίλο Κίς
Κάθε πρωί, εκτός Σαββάτου και Κυριακής, ανέβαζε τη ζωή του ψηλά και την κατέβαζε το βράδυ. Καθάριζε τα τζάμια του κτιρίου έχοντας γυρισμένη την πλάτη στον κόσμο και παρατηρούσε το είδωλό του να μετακινείται, ακολουθώντας την πορεία του κλωβού που τον μετέφερε πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά.
Εξέταζε την εικόνα του για να διώχνει το φόβο της πτώσης και να βλέπει το πρόσωπό του με τα μάτια των Σουηδών. Των ξένων. Αν και ο ξένος ήταν αυτός∙ ξένος ανάμεσα σε ξένους.
Τον πρώτο καιρό, όταν έμπαινε στην καμπίνα, φοβόταν μήπως ο αναβατήρας δεν αντέξει το βάρος του, μήπως δεν τον κρατήσουν τα σκοινιά. Δενόταν κι έμενε ακίνητος να μην διαταράξει την ισορροπία.
Μόλις η καμπίνα άρχιζε να ανεβαίνει, αυξάνονταν οι χτύποι της καρδιάς και η αδρεναλίνη κόχλαζε στο αίμα του. Στην παραμικρή μετατόπιση του σχοινιού, όταν ο αέρας γινόταν λιγάκι πιο έντονος, παρέλυε ολόκληρος. Το ελάχιστο άγγιγμα του ποδιού στα αντίβαρα που στήριζαν την καμπίνα, έκανε το σώμα του να τρέμει όμως με τον καιρό συνήθισε τον κίνδυνο.
΄Ήταν αργός στην αρχή. ΄Έπρεπε να συντονίζει την ταχύτητά του με εκείνη των συναδέλφων του, που έδιναν το ρυθμό και αυτό απαιτούσε ιδιαίτερη τεχνική και εμπειρία εκτός από προσπάθεια αλλά μέρα με τη μέρα εύρισκε το μέτρο και σύντομα απέδιδε όσο και οι παλαιότεροι -μετανάστες οι περισσότεροι. Η κίνησή του απαλή, σχεδόν χορευτική, γινόταν αυτόματα, δε χρειαζόταν να σκέφτεται. Ο νους του, ελεύθερος, γύριζε πίσω στην Ελλάδα και βλέποντάς τα όλα από ψηλά, όλα από απόσταση, απέκτησε την ικανότητα να διακρίνει τις σωστές διαστάσεις των πραγμάτων, αν κι όχι πάντα.
Την «έπαρση-υποστολή» της ζωής του, το συνεχές «πάνω-κάτω» με τον κλωβό, το όριζε μέσα του ως Πάνω και Κάτω Κόσμο, όπως άλλοι – με τις ίδιες λέξεις – ορίζουν τη ζωή και το θάνατο, χωρίς ωστόσο να τους προσδίδει παρόμοιο περιεχόμενο.
Είχε λοιπόν διπλή ζωή. Η Πάνω – η ζωή του στην Ελλάδα, η Κάτω – η ζωή του εδώ στη Σουηδία.
Πόλη με χαμηλά κτίσματα και μεγάλα πάρκα το Μάλμε, στα μέτρα του ανθρώπου. Στην άκρη του Σλότσπάρκεν, κοντά στη θάλασσα που ενώνει τη Σουηδία με τη Δανία, βρισκόταν το πολυώροφο «Κρόνπρίνσεν» που δούλευε. Για να φτάσει στη δουλειά του περνούσε μέσα από το πάρκο, μπροστά από το γλυπτό του Καρλ Μίλε «Πήγασος» – άλογο φτερωτό με αναβάτη, τοποθετημένο σε πανύψηλο στύλο.
Στo σχόλασμα, σταματούσε εκεί και το παρατηρούσε. Είχε ανακαλύψει μια αναλογία, μια σχέση μυστική ανάμεσα στον αναβάτη και τον ίδιο, όταν ανέβαινε με τον κλωβό στα ύψη. Κοίταζε το γλυπτό κι έπαιρνε δύναμη από τον αναβάτη που δεν ίππευε αλλά πετούσε στον αέρα με τα χέρια ανοιχτά και μόνο το δεξί του πόδι άγγιζε μόλις το αριστερό φτερό του αλόγου. Το μυθικό ζώο υπήρχε εκεί μόνο για να δίνει με το φτερό του ώθηση στην επουράνια εκτίναξη του ανθρώπου. Έτσι το έβλεπε κι έτσι έχτιζε την επαφή του με τα πράγματα και το χώρο.
Περίπου στο κέντρο, έλαμπε η παλιά πόλη με τις δύο λιθόστρωτες πλατείες. Τη μεγάλη – Στορ Τοργκ – και τη μικρή – Λίλα Τοργκ – όπου γινόταν η λαϊκή αγορά. Δίπλα, στο πάρκο Πίλνταμ, ήταν χτισμένη η καινούργια πόλη.
Τον πρώτο καιρό, στον ελεύθερο χρόνο του, περιπλανιόταν στους δρόμους του παλιού Μάλμε. Χάζευε το λιθόστρωτο, τις βιτρίνες, τα κτίρια, τους ανθρώπους – σαν από λευκόχρυσο οι Σουηδοί. Και οι γυναίκες. Θείες. Με άλλον αέρα. Άλλη αύρα. Δεν τολμούσε να τις κοιτάξει κατ’ ευθείαν στα μάτια.΄Ο,τι έκλεβε με την άκρη του ματιού.΄Ηθελε να αισθάνεται κοντά στον κόσμο. Μέσα. Και ήταν. Σα μύγα μες στο γάλα όμως.
Στην Στορ Τοργκ, μπροστά στη βιτρίνα του Αποτέκ Λέγιονετ, φαρμακείο παλιό του 1730, παρατηρούσε τα πορσελάνινα δοχεία, τους δοκιμαστικούς σωλήνες και τα μπουκαλάκια με τις χειρόγραφες ετικέτες: «Λάδι μουρούνας», «Λάδι φάλαινας», «Ρίζα μανδραγόρα». Σπαταλούσε το χρόνο του εξερευνώντας τα σχήματα και τα χρώματα – από το αχνό ροζ έως το βαθύτερο ιώδες – παρότι δεν είναι βέβαιο αν η εξερεύνηση αυτή ήταν, πράγματι, σπατάλη χρόνου ή κέρδος μέγα αφού τον βοηθούσε να σκέφτεται. Πιανόταν από το τίποτε για να υπάρξει.
Εξοικειώθηκε γρήγορα με τους δρόμους και τα κτίρια. Περισσότερο με τα πάρκα. Επέστρεφε σε αυτά, όταν ήθελε να εναποθέσει το βλέμμα του σε άλλο βλέμμα. Σε ένα πρόσωπο έστω. Στο δρόμο ήταν δύσκολο. Οι άνθρωποι περπατούσαν βιαστικά. Δεν είχαν χρόνο. Ούτε διάθεση.
Είχε διαλέξει ένα παγκάκι στην αρχή του πάρκου, δίπλα στην παιδική χαρά κι εκεί καθόταν. Ακουμπούσε πρώτα ό,τι κρατούσε, εφημερίδα, βιβλίο, τσάντα, οτιδήποτε, έκανε ένα γύρο στο παγκάκι – όπως η γάτα που μαρκάρει το ζωτικό της χώρο κατουρώντας τον – και καθόταν.
Αναζητούσε επίμονα, απελπισμένα, θυμωμένα το βλέμμα των άλλων για να αισθανθεί ζωντανός. Συναντούσε τουλάχιστον εκείνο των παιδιών. Έπαιζαν και τον έβλεπαν με συμπάθεια. Στο κρεσέντο μάλιστα του παιγνιδιού, την ώρα πού ανέβαζαν την τραμπάλα και γελούσαν, έκλεβε κάτι από τη χαρά τους.
Πάνω Κόσμος.
Μερικές φορές, στο τζάμι, δίπλα στο είδωλό του, έβλεπε τη μητέρα, τυραννισμένη από την οδύνη που άδειασε μέσα της ο θάνατος. Και αυτός που προκλήθηκε από ιστορικά γεγονότα ταραγμένων εποχών και ο άλλος, ο φυσικός, αν μπορείς να πεις φυσικό εκείνον που αφανίζει ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι. Και αν το 1946 η μάνα του έσφιξε τα δόντια και άντεξε το χαμό του αδελφού της Νίκου – αντάρτη του ΕΛΑΣ – δεν έγινε το ίδιο, πέντε χρόνια αργότερα, με τον αιφνίδιο θάνατο της κόρης της Βασιλικής. Σάλεψε το μυαλό της τότε.
« Της είχα φορέσει ένα φουστάνι που δεν της άρεσε γι’ αυτό έφυγε» επαναλάμβανε για καιρό. Ό,τι ρούχο της Βασιλικής υπήρχε, το πέρασε στα σύρματα που είχε μετατρέψει με τα χέρια της σε κρεμάστρες και τις στερέωσε στα μαδέρια του δωματίου.
Έβαλε πρώτο το βαφτιστικό, άσπρο με βολάν στον ποδόγυρο, δίπλα ένα καλοκαιρινό – κόκκινο ριγέ – που φορούσε το κορίτσι κοντά στα πέντε, ένα άλλο με πράσινο κάμπο και πεταχτά ανθάκια, ένα μονόχρωμο στο λεμονί που έδενε στους ώμους με κορδελάκια, ακολουθούσαν δυο τρία πολύχρωμα, διαφορετικών ηλικιών και ο κύκλος έκλεινε με εκείνο που φορούσε το κορίτσι τη μέρα που ξεψύχησε. Ένα σταχτί φουστάνι εφαρμοστό που κολάκευε το σώμα, αναδεικνύοντας τη θηλυκότητά του, κάτι που έκανε τη Βασιλική να ντρέπεται, γιατί την έδειχνε περισσότερο γυναίκα παρά παιδί και δεν ήταν ούτε παιδί ούτε γυναίκα ακόμη.
Αυτό το ρούχο η μάνα το έκρυψε πίσω από κάποιο άλλο να μη φαίνεται. Όχι μόνον επειδή δεν άρεσε στο κορίτσι αλλά για να εξαφανίσει ό,τι θύμιζε την αμετάκλητη έξοδο του παιδιού της. Άνοιξε μετά πόρτα και παράθυρο, ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο και έμεινε έτσι. Με το ρεύμα που σχηματίστηκε, φούσκωσαν τα φουστανάκια και ζωντάνεψαν οι Βασιλικούλες μέσα τους. Τόσες, όσα τα φορέματα.
Η Βασιλικούλα μωρό, η Βασιλικούλα πέντε χρονών, έξη, εφτά, δέκα, δώδεκα…δεκαπέντε. Η μια αγκάλιαζε την άλλη και χόρευαν όλες μαζί στο ρυθμό που η παραλοϊσμένη τραγουδούσε, βλέποντας την κόρη της ζωντανή, ακόμη και στο σταχτί φουστάνι του θανάτου.
Σαράντα μέρες κράτησε αυτό.
Η μάνα τον επισκεπτόταν συχνά εδώ αλλά όχι για πολύ. Τον συναντούσε καθώς καθάριζε το τζάμι, εξετάζοντας το είδωλό του. Ερχόταν φευγαλέα. Σαν υπόμνηση. Σαν σήμα. Μετά χανόταν.
Την πρώτη φορά που την είδε, ταράχτηκε. Πίστευε πως – μακριά από τον τόπο το υ- δεν θα τον ακολουθούσαν τα πρόσωπα της οικογενειακής τους μυθολογίας. Τον ακολουθούσαν όμως. Τη δεύτερη φορά την υποδέχτηκε με λιγότερη ταραχή. Την τρίτη την περίμενε.
« Τι έγινε ρε μάνα;»
Αλλά εκείνη ούτε άκουγε ούτε μίλαγε. Χαμογελούσε μόνο κι έφευγε και τώρα την ακολουθούσε αυτός.
Τον οδηγούσαν ήχοι. Βήματα ανθρώπων, φωνές, γέλια, φρεναρίσματα αυτοκινήτων και μηχανών, το ρυθμικό τουκ-τουκ των φαναριών που έδινε σήμα στους αόμματους: «σταμάτησαν τα οχήματα, περάστε.»
Οι τυφλοί διέσχιζαν τους δρόμους με το λευκό ραβδάκι τους. Περπατούσαν στα πεζοδρόμια με τους υπόλοιπους ανθρώπους κι αποτελούσαν τη βακτηρία του άνδρα που τους ακολουθούσε κατά πόδας∙ σήμερα αυτόν, αύριο τον άλλον. Οι τυφλοί του μάθαιναν το Μάλμε ερήμην τους.
Μια παγωμένη Κυριακή οδηγήθηκε στην προκυμαία από κάποιον. Τα φέρυ-μπόουτ που έκαναν τη διαδρομή Μάλμε-Κοπεγχάγη ήταν δεμένα. Ούτε πήγαιναν ούτε έρχονταν.
Στηρίχτηκε με την πλάτη στον κορμό ενός δένδρου και παρατηρούσε μπροστά του την εικόνα∙ ο αόμματος όμως βάδιζε κατευθείαν στη θάλασσα. Ο άνδρας πετάχτηκε έντρομος, φωνάζοντας «μη», αλλά ο τυφλός βημάτιζε ήδη στην επιφάνεια. Αμέσως προχώρησαν και τα παιδιά που βρίσκονταν στην προκυμαία κι έτρεξαν πάνω στη θάλασσα, χωρίς φόβο, χωρίς καν έκπληξη. Μόνο τότε κατάλαβε ο άντρας πως η χαμηλή θερμοκρασία είχε πάγωσε τα νερά του προβλήτα μέχρι μέσα, μετατρέποντας μέρος της θάλασσας σε στεριά.
Επέστρεψε στο δένδρο και στάθηκε θαυμάζοντας το σπάνιο φαινόμενο με τον τρόπο που κάποιος άλλος θα απολάμβανε θαλασσογραφία μεγάλων διαστάσεων.
΄Εσφιζε η πόλη από ζωή. Αυτός στην επιφάνεια, επέπλεε στον αφρό σαν σκουπιδάκι. Παρά τη βοήθεια των παιδιών που επέτρεπαν στο βλέμμα του να ακουμπάει το δικό τους, δεν μπορούσε να κολυμπήσει μέσα της, να καταδυθεί στο βυθό της, αφού δεν ήξερε τον τρόπο.
Αν προστεθεί σε αυτό και η γλώσσα που την ένιωθε περισσότερο σαν ακατάληπτο μουρμουρητό παρά ως ομιλία, εύκολα καταλαβαίνει κανείς τη θέση του.΄Εστρεψε λοιπόν την προσοχή του στην ομιλία των Σουηδών με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα την κατανοούσε. Χρειάστηκε να παρακολουθήσει μαθήματα γλώσσας επί ενάμιση χρόνο για να μάθει σουηδικά. Τρεις φορές την εβδομάδα, αμέσως μετά τη δουλειά, κατ’ ευθείαν στο μάθημα.
Μεγάλη αίθουσα, άνετη, με πράσινα θρανία. Λες και τον περίμεναν. Τούρκοι, Γιουγκοσλάβοι, Πολωνοί, Χιλιανοί. Κάθε καρυδιάς καρύδι. Άμα τους είδε φοβισμένους, μαζεμένους σαν να ντρέπονταν, αισθάνθηκε μαζί τους αλληλέγγυος. Με τον Κώστα, τον ΄Έλληνα, γνωρίστηκαν αμέσως και κάθισαν στο ίδιο θρανίο.
Στην αρχή η αλφάβητος και γραπτές παραστάσεις. Αργότερα διάφορα οπτικοακουστικά συστήματα έδειχναν ένα πράγμα ή ένα σχήμα και μια φωνή επαναλάμβανε τρεις- τέσσερις φορές το όνομα του σχήματος ή του πράγματος.
΄Εβλεπες παραδείγματος χάριν ένα μήλο με τη φράση Det har är ett äpple και άκουγες Ντε χερ ερ ετ έπλε, ντε χερ ερ ετ έπλε, ντε χερ ερ ετ έπλε με μεγάλη παύση ανάμεσα τους – χρόνο αναγκαίο για την αφομοίωση της γραπτής φράσης και της προφοράς. Λέξεις όπως μήλο, πόρτα, δρόμος, μαχαίρι, ευχαριστώ, είχαν γεμίσει το κεφάλι του και για μέρες δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο. Τα παγωμένα πρωινά μάλιστα, ανεβασμένος στον ιστό, τις πρόφερε μεγαλοφώνως, ξανά και ξανά, μέχρι να φτάσει στο σωστό αποτέλεσμα, ξορκίζοντας με τον τρόπο αυτό τα πρόσωπα του δράματος που τον καταδίωκαν.
Τα μήλα, τα μαχαίρια, οι πόρτες, τα ευχαριστώ, κρίκοι στην αλυσίδα που έφτιαχνε για να ενώσει τον κάτω με τον πάνω κόσμο.
Περίπου στη μέση του προγράμματος, η δασκάλα τους πρότεινε να διαβάσουν σουηδικά παραμύθια για την εμπέδωση της γλώσσας και τους έδωσε την «Πίπη τη Φακιδομύτη» της ΄Αστριντ Λίντγκρεν.
Και έγινε ξανά παιδί. Τα μάθαινε όλα πάλι από την αρχή. Διάβασε πολλά παραμύθια και όταν ολοκληρώθηκε ο κύκλος διδασκαλίας των σουηδικών, προχώρησε σε άλλα βιβλία – ιδίως λογοτεχνικά. Πρώτη φορά αισθάνθηκε να τον κατακλύζει γλύκα, μια βαθιά, άγνωστη γλύκα.
Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν όταν η μπάλα έσκασε στα πόδια του. Σταμάτησε να διαβάζει την εφημερίδα και γύρισε το κεφάλι. Είδε τα μάτια μιας γυναίκας τυλιγμένης σε ζακέτα βυσσινί και ένα κοριτσάκι, δικό της μάλλον, να τρέχει προς το μέρος του. Προς στιγμήν αισθάνθηκε πως όλοι τον αντιμετώπιζαν σαν ύποπτο για ανεξιχνίαστα εγκλήματα.
Σήκωσε την μπάλα, την έτεινε προς το παιδί. Να τώρα αυτό θα βάλει τα κλάματα και η γυναίκα θα φωνάξει «βοήθεια». Εκείνο όμως τον πλησίασε, «ευχαριστώ» είπε ευγενικά, πήρε το τόπι και συνέχισε το παιγνίδι του. Η γυναίκα ήρθε και κάθισε δίπλα του με φυσικότητα. Τον αναστάτωσε η μυρωδιά της. Ελληνική. Άρωμα μανταρινιού, χαμένο στους λαβυρίνθους της παιδικής του ηλικίας.
«Ευχαριστώ» είπε κι αυτή και κάτι άλλο που ο άνδρας δεν κατάλαβε. Της έκανε χώρο στο παγκάκι, μετατοπίζοντας λίγο το σώμα του και της χαμογέλασε αμήχανα.
«Εδώ θα είμαι» φώναξε στο κοριτσάκι και έστριψε ύστερα το πρόσωπό της σε εκείνον.
«΄Ερχομαι εδώ τα απογεύματα για να παίζει η Σεσίλια αλλά τη χρειάζομαι κι εγώ αυτή τη βόλτα. Κιμ είναι το όνομά μου».
«Αλεξάντερ», συστήθηκε αυτός. «Και εγώ έρχομαι συχνά. Μου αρέσουν τα πάρκα».
«Από πού είσαι Αλεξάντερ;»
Ο Αλέξανδρος κατάλαβε πως η Κιμ γνώριζε ότι είναι ξένος, πριν ακόμα καθίσει δίπλα του, πριν ακούσει τα σπασμένα σουηδικά του. Και όχι μόνο από το χρώμα και την κοψιά του αλλά από τη στάση του σώματός του στο παγκάκι, από τον τρόπο που είχε ακουμπισμένα τα πόδια στο έδαφος – σε ναρκοπέδιο – από την αιδημοσύνη που απέπνεαν τα χέρια και το βλέμμα του. Άναψε τσιγάρο.
«Από την Ελλάδα».
«Από την Ελλάδα … τη λατρεύω την Ελλάδα. Έχω μείνει στην Κρήτη, μου άρεσε πολύ, τη λατρεύω….την αγαπώ…, τη ωραία χώρα…Μου αρέσει η θάλασσα, ο ήλιος της…» παραληρούσε η Κιμ, αλλά ο Αλέξανδρος την άκουγε μηχανικά γιατί έλιωνε στο μέλι της φωνής της καθώς πρόφερε το όνομά του.΄Ετσι αισθάνθηκε τουλάχιστον. Του φάνηκε πως το είπε με ιδιαίτερη γλυκύτητα. Αλεξάντερ … Τόσο σουηδικό, ιδίως όταν το λέει Σουηδέζα.
«Ναι, είναι ωραία» ψέλλισε αν και δεν είχε δει ποτέ την Κρήτη ούτε τη θάλασσά της. Καμία θάλασσα δηλαδή ως τα δεκάξι του που ο Δημήτρης, ξάδελφος και μέντοράς του, τον έριξε στα νερά του Αμβρακικού να κολυμπήσει. Μόνο τον ήλιο ήξερε καλά. Και τώρα ακόμα αισθάνεται τους ώμους του ξεφλουδισμένους.
«Όχι μόνο ωραία, είναι καταπληκτική. Άφησες αυτή τη χώρα για να έρθεις στον Βορρά;». Κάτι σαν φευγαλέα σκέψη την ανέκοψε και πρόσθεσε «εκτός εάν…» αφήνοντας μετέωρη την πρότασή της.
Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε. Τι να της εξηγήσει τώρα.
«Πες μου».
«Άλλη φορά» είπε εκείνος για να αποφύγει την απάντηση, αλλά και για να δώσει κάποια προοπτική στην τυχαία συνάντησή τους.
« Όπως θέλεις».
Μεσολάβησε αμηχανία. Βασανιστική σιωπή. Ο Αλέξανδρος δεν ήξερε που να κοιτάξει, τι να κάνει τα χέρια του. Κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Έπαιζε με τα σπίρτα, ζητώντας βοήθεια από το τυπωμένο παιδάκι στην επιφάνεια του κουτιού. Μετακινούσε τα πόδια του μπρος – πίσω να τα εξαφανίσει. Δίπλωνε και ξαναδίπλωνε την εφημερίδα, παλεύοντας με την επιθυμία να απαλλαγεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα από την Κιμ, την ίδια στιγμή που αισθανόταν την παρουσία της περισσότερο από αναγκαία.
«Ήρθα εδώ για τουρισμό» είπε μετά από λίγο, αυτοσαρκαστικά, για να ελαφρύνει το κλίμα και όντως γέλασαν με την καρδιά τους. Αν και πικρός ο αστεϊσμός κατάφερε να επαναφέρει τη συνομιλία.
«΄Εχεις πολύ καιρό εδώ, Αλεξάντερ;»
« Πάνω από χρόνο».
«Δουλεύεις κάπου;»
«Ναι. Καθαρίζω τα τζάμια στο « Κρονπρίνσεν».
« Είναι καλά τα λεφτά που παίρνεις;».
« Για μένα που είμαι μόνος μου, καλά είναι».
Όταν η Κιμ έπαψε να ρωτάει, σταμάτησε η συζήτηση. Ο Αλέξανδρος, παρότι φλεγόταν να τη γνωρίσει, δεν ρώτησε απολύτως τίποτε. Εκείνη «πρέπει να φύγω, θα τα ξαναπούμε όμως» είπε με άνεση. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο κοριτσάκι που έπαιζε. Κάτι ψιθύρισε στο παιδί και απομακρύνθηκαν. Λίγο πριν στρίψουν και βγουν από το οπτικό πεδίο του Αλέξανδρου, η Κιμ γύρισε και τον χαιρέτισε σηκώνοντας το χέρι της.
Ανάσανε με ανακούφιση και τσαντίλα μαζί, ενώ μια επιτιμητική φωνή γκάριζε μέσα στο κεφάλι του «είσαι πολύ μαλάκας. Τελικά, είσαι πολύ μαλάκας …». Το επόμενο απόγευμα, στο ίδιο παγκάκι ο Αλέξανδρος. Την ώρα που ήταν έτοιμος να φύγει, είδε να προπορεύεται το κοριτσάκι και πίσω η Κιμ. Φορούσε τη βυσσινιά ζακέτα της∙ ήρθε ξανά και κάθισε κοντά του.
Παρατηρούσε κλεφτά το πρόσωπό της όσο η γυναίκα έψαχνε με το βλέμμα το παιδί ή γύριζε σε αυτόν και του απευθυνόταν. Ασυνήθιστα όμορφο. Μάτια μπλε. Στο κάτω χείλος μια μικρή ατέλεια, μια ελάχιστη παρέκκλιση από τη συμμετρία. Ανεπαίσθητος προγναθισμός έκανε το στόμα της ελκυστικό, σχεδόν λάγνο. Αυτός ο παρατονισμός, σε αντίστιξη με την ευγένεια του προσώπου της, πρόσθετε στην προφορά έναν τόνο συριστικό, κάτι ανάμεσα σε σίγμα και θήτα και έδινε στη φωνή της ιδιαίτερη χροιά. Επάνω αριστερά, ο κυνόδοντας προεξείχε λίγο, υπογραμμίζοντας το σμάλτο των δοντιών της.
Πρόσεξε με την άκρη του ματιού του ότι και κείνη τον παρατηρούσε. Ραβδοσκόποι κι οι δυο, ανίχνευαν ο ένας το πρόσωπο του άλλου να ανακαλύψουν στα ενδότερα την πρόθεση. Σαν να μυρίζονταν όπως τα ζώα. Μιλούσαν ανάμεσα σε ατέρμονες σιωπές για πράγματα αδιάφορα, για τον καιρό, για τον παγωμένο χειμώνα που είχε μετατρέψει τμήμα της θάλασσας σε λεωφόρο.
«Συμβαίνει σπάνια» του είπε.
«Στον τόπο μου οι χειμώνες παγώνουν μόνο τις πορτοκαλιές. Τα πορτοκάλια γίνονται δηλητήριο και τα δένδρα ξεραίνονται σιγά-σιγά» την πληροφόρησε και εκείνη απόρησε, γιατί ήλιος και Ελλάδα ήταν στο μυαλό της ταυτισμένα.
Απότομα «Ξέρω για τη δικτατορία στην πατρίδα σου Αλέξανδρε. Για αυτό έφυγες από τη χώρα σου, έτσι δεν είναι;» του είπε. Παρ’ ότι είχε ακούσει με τα αυτιά του τις συχνές αναφορές της σουηδικής τηλεόρασης στην πολιτική κατάσταση της Ελλάδας, αιφνιδιάστηκε με το συμπέρασμα της γυναίκας.΄Εσκυψε και περιεργάστηκε τις μύτες και τα κορδόνια των παπουτσιών του αμίλητος. Η Κιμ άγγιξε τα μαλλιά του ελαφρά, σαν αεράκι. «Θα τα ξαναπούμε» πρόσθεσε όπως σηκώθηκε και ένευσε στο κοριτσάκι της να φύγουν. Ο Αλέξανδρος έμεινε καθηλωμένος στο παγκάκι, εισπνέοντας το άρωμα του μανταρινιού που άφηνε το σώμα της.
Ανεβασμένος στον ιστό, είχε μαζί του τη μυρωδιά της γυναίκας. Και τα μάτια της. Τα έφερε σε εκείνη τη μέρα της παιδικής του ηλικίας που κύκλωνε την μεταγενέστερη ζωή του.
Σάββατο, 15 Νοεμβρίου 1952. Μαύρος λεκές πού νότιζε τις μέρες του. Όλη η οικογένεια εδώ, ψηλά στο τζάμι του Κρόνπρίνσεν, πλην της δευτερότοκης αδελφής Βασιλικούλας, θανούσης προ έτους. Ο πατέρας, η μάνα – δεν ήξερε αν έπρεπε να την κατατάξει στους ζωντανούς ή στους πεθαμένους – η μεγάλη αδελφή του Ευδοκία, αυτός ο ίδιος πέντε χρονών, πολλοί συγγενείς και φίλοι, το χωριό σχεδόν ολόκληρο.
Τους έπιασε η βροχή όταν σουρούπωνε, μόλις είχαν τελειώσει τις ελιές τους. Μάζεψαν μαύρες για αλάτισμα, φόρτωσαν τα κοφίνια στο άλογό τους. Ο πατέρας πήρε το ζώο και προχώρησε μπροστά. Πιο πίσω η μάνα έπαιζε με τις μανταρινόφλουδες στην τσέπη της ζακέτας.
Και τότε σχίστηκε ο ουρανός στα δυο, από τις βροντές σείστηκε ο τόπος, λάμψεις απλώθηκαν – τους τύφλωσα ν- για μια στιγμή έγινε μέρα. Το άλογο αγρίεψε, κάλπαζε αφηνιασμένο. Λύθηκαν τα κοφίνια, χύθηκαν οι ελιές, έτρεχαν στον κατήφορο κατρακυλώντας.
Γυρίζει ο πατέρας ψάχνει τη γυναίκα του, μες στη βροχή φωνάζει «΄Ολγα, ΄Ολγα» ώσπου στη ρίζα του κυπαρισσιού, βλέπει ένα σκούρο πράμα. Η Όλγα. Πήρε ένα κοφίνι και την έβαλε, το φόρτωσε στην πλάτη και τη μετέφερε στο σπίτι.
Με τόση λάσπη και το φορτίο που βάρυνε από το θάνατο, μια ώρα δρόμο – δυο τον έκανε. Εδώ γλιστράει, εκεί βουλιάζει, πέφτει, σηκώνεται, δέρνει η βροχή το πρόσωπό του. Μούλιασαν πάνω του τα ρούχα, έσταζαν. ΄Ένιωθε το νερό να καίει το σώμα του και πιο πολύ να καίει τα σωθικά του.
Στεκόταν η Ευδοκία στο παράθυρο. Στο πλάι της, ο Αλέξανδρος, μικρός. Το κεφαλάκι του έφτανε σχεδόν στη μέση της. Το κορίτσι είχε την παλάμη του ακουμπισμένη προστατευτικά στον ώμο του παιδιού. Σαν σε φωτογραφία. Το πλαίσιο του παραθύρου γύρω – γύρω και θαμπωμένο το γυαλί μπροστά. Ίδια κοψιά, ίδιο βλέμμα.
Ανάμεσά τους δώδεκα χρόνια διαφορά, δεν έμοιαζαν για αδέλφια. Μάνα με γιο τούς έκανες. Είναι φορές που τα πράγματα έρχονται έτσι, λες και ξέρουν αυτό που θα συμβεί. Παίρνουν τέτοια θέση, τέτοια στάση που σου δείχνουν, σε προειδοποιούν.
Η Ευδοκία δεν το ήξερε αλλά είχε ήδη γίνει η μάνα του αδελφού της.
Εκεί λοιπόν βρισκόταν η Ευδοκία με το παιδί, ρέμβαζε κοιτώντας τη βροχή που σχημάτιζε ρυάκια θολώνοντας ελαφρά το τζάμ,ι αλλά η ρέμβη αυτή χανόταν λίγο-λίγο.
Όσο η βροχή δυνάμωνε και άστραφτε και βροντούσε, μια ανησυχία την καταλάμβανε, μια αναστάτωση, ένα κακό προαίσθημα για την αργοπορία των γονιών τους. Και όπως είδε τον πατέρα με το κοφίνι στην πλάτη, χωρίς το άλογο, χωρίς τη μάνα – πάγωσε. Πετάχτηκε έξω «πατέρα, τι έγινε;» Το αγόρι ήρθε και στάθηκε στην πόρτα, εκείνος «σουτ, παρ’ το παιδί απ’ το σπίτι. Διώξ’ το. Κεραυνός. Πάει η μάνα σου.»
Όρμηξε η Ευδοκία στο κοφίνι. Μόλις αντίκρισε τη μάνα της νεκρή, το ουρλιαχτό του πληγωμένου ζώου αντήχησε: «μανούλα μουουου». Σωριάστηκε στη λάσπη ο πατέρας.
Πέντε χρονών ο Αλέξανδρος δεν ξαναείδε τη μητέρα του. Μετά από κείνο το μπουμπουνητό και το άστραμμα και το κοφίνι στην αυλή, εκεί στη λάσπη – στη μέση της κάμαρης μια σκεπασμένη κάσα αντί για μάνα.
Στο κεφαλάρι ο πατέρας αδάκρυτος και ο κόμπος στο καρύδι, ούτε πάνω ούτε κάτω. Πλάι του η Ευδοκία, γυναίκα από τη μια στιγμή στην άλλη. Στην πόρτα, η νονά του Αλέξανδρου, η Μαρία. Κρατούσε το χέρι το παιδιού και πίσω της το πλήθος. Άνδρες αξύριστοι, με μαύρο περιβραχιόνιο στο μανίκι. Γυναίκες στα μαύρα. Πενθούσαν το δικό τους γιο, τον αδελφό, τον άντρα.
Τρία μόλις χρόνια από την εποχή που ορφάνευαν παιδιά και – συχνότερα – γονείς από τα παιδιά τους. Κόρες γίνονταν μανάδες των μανάδων τους και γιοι – όσοι είχαν επιζήσει – των πατεράδων τους πατέρες. Τόσος πόνος.
Η νονά – Μαρία πλησίασε στο αυτί του Αλέξανδρου «εδώ είναι η μάνα σου, ασπάσου την» και σκύβει το παιδάκι∙ δεν βλέπει μάνα, ασπάζεται μυρτιά και δενδρολίβανο και τόπους-τόπους κόκκινα γεράνια.
Οι μαυροφόρες έμπαιναν μία-μία, αφήνοντας στην κάσα μήλο, ρόδι, κυδώνι, χαιρετίσματα λέει στον δικό τους νεκρό. Πρώτη η Αποστόλαινα στέλνει στον άνδρα της κυδώνι.
«Να το δώσεις ΄Ολγα μ’ χαιρετίσματα στουν Αποστόλη μ’ . Να τ’ πεις καμάρι μ’ να μη στενοχωριέτι για τς κοπέλες τ’ . Είνι καλά να τ’ πεις. ΄Εζησαν κι οι δυο κι έφτασαν στ’ Ρουμανία. Εκεί βρίσκουντι πες του μαζί μι άλλους απου δω. Καλά, μια χαρά να τ’ πεις. Να μη στενοχωριέτι.»
Και η μάνα της νονάς-Μαρίας. Ο ένας γιος σκοτώθηκε στη Μάχη της Αμφιλοχίας, ο άλλος βρέθηκε στα λιβάδια της Πολωνίας να βοσκάει γελάδια. Χίλια κεφάλια, έμαθαν.
Αφήνει το ρόδι για το σκοτωμένο.
«Αυτό το ρόϊδο είνι απ’ τ’ ροϊδιά που φύτεψι με τα χεράκια τ’ , πες στουν Κώστα μ’ ΄Ολγα μουουου. ΄Εχω τ’ ροϊδιά σ’ για να σι θμάμι. Να θμάμι τς καλές σ’, τς κουβέντες λιβέντη μου… Ας ζούσις κι ας ήσαν κι συ στην Πολωνία όπως ου άλλους. Ας ζούσις λιβέντη μου. Να μι περιμένς Κώστα μ’. Να μι περιμέντς παλικάρι μ’, έρχομι κι γω. ΄Ερχομι λιβέντη μουουου…»
Μπαίνει και η αδελφή της νεκρής, η Αντριάνα. Ακούμπησε δυο μανταρίνια στην κάσα και την αγκάλιασε χαμηλά, στο μέρος που βρίσκονταν τα ποδάρια της.
«΄Αϊντε σήκω μαργιό-
μαργιόλα μ’ απ’ τη γη
κι από το μαύρο χώμα
ψυχή, καρδούλα μου»
Το παίρνουν τότε όλες μαζί οι γυναίκες και απαντούν με τη φωνή της αστραποκαμένης, αν και στην πραγματικότητα στη θέση της ΄Ολγας βάζει η κάθε μία το δικό της νεκρό και μοιρολογεί εξ ονόματός του.
«΄Αϊντε με τι πο-
ποδάρια η μαύρη να σκωθώ
και χέρια ν’ ακουμπήσω
ψυχή, καρδούλα μου….»
Χαμηλή η φωνή τους στην αρχή, ύστερα την υψώνουν σπαραχτικά και την απλώνουν και άλλες κρατούν το ίσο, ένα βαθύ βασανιστικό ώχουουου που κεντάει τις ανάσες ανάμεσα στα λόγια και τα ίδια τα λόγια.
Απότομη μικρή σιωπή και ξαναρχίζουν όλες μαζί, με όλο τον πόνο που είχε συσσωρεύσει στην ψυχή τους τόσος θάνατος, με όλη την τρυφεράδα που στοιβάχτηκε εκεί γιατί δεν πρόλαβε να ξοδευτεί στα αγαπημένα πρόσωπα πριν φύγουν.
« Ορέ κάμε τα νύ-
τα νύχια σου τσαπιά
τις απαλάμες φτυάρια μαργιό-
μαργιόλα μου…..»
Αυτό γινόταν για πολλά χρόνια στις κηδείες. Μέχρι που στέγνωσαν οι γυναίκες και πέτρωσαν. Δεν μοιρολογούσαν πια.
Παρά την ανάμνηση της οδυνηρής εκείνης μέρας που προβλήθηκε στο τζάμι σαν ταινία, δεν ένιωθε λυπημένος. Ούτε πόνο ένιωθε. Κανένα συναίσθημα. Σαν άδειος ντενεκές, ντενεκές χωρίς τίποτα που τον έδερνε μέσα έξω ο αέρας, μέσα έξω ο ξερός βοριάς.
Σκαρφαλωμένος στο γυάλινο κτίριο του Μάλμε έβλεπε καθαρά γιατί στη χώρα του, αν και η κουτσουπιά – που την έλεγαν και δέντρο του Ιούδα – και το σπάρτο άπλωναν στα δάση μοβ και κίτρινα σεντόνια, η άνοιξη δεν έφτανε στις ψυχές των ανθρώπων. Ούτε καν στα ενδύματά τους. Οι γερόντισσες – μαύρο ρούχο, άδειο, έφευγαν.
Οι νεώτερες, κατά τη μετάβασή τους από το θάνατο στη ζωή, ξάνοιγαν σιγά-σιγά το πένθος τους.΄Εβαφαν τα φουστάνια τους βαθύ μπλε ή καφέ σκούρο. ΄Ωσπου, δειλά-δειλά, ξεμύτιζε το λευκό ανθάκι στα ρούχα τους. Από εκεί οι γυναίκες πέρασαν στα αυστηρά ριγέ και τα τετράγωνα – τα περίφημα καρό. Κάποιες τόλμησαν τα πουά. Χρόνια μετά, αφού μαλάκωσε το πένθος – αν μαλάκωσε – όρμησαν τα τριαντάφυλλα όλα και κρεμάστηκαν στα φουστάνια τους. Λίγο αργότερα το φουρό, αεράκι στη φούστα τους, ιστιοφόρο που τις ταξίδευε στη θάλασσα των ονείρων τους. Αλλά και πάλι το ταξίδι έμεινε μισό. Τον Απρίλιο του 1967 έπαψε ο ούριος άνεμος.
Ένα χρόνο αργότερα ο Αλέξανδρος έφτασε στο Μάλμε και ύψωσε τη ζωή του στον ιστό, σαν σημαία.
Κατέβηκε από τον ιστό με εντονότερη την ανάγκη της Κιμ. Της μυρωδιάς της δηλαδή και των ματιών της. Πριν αρχίσει πάλι να κατηγορεί τον εαυτό του, που άφησε ανεκμετάλλευτη μια σπάνια ευκαιρία – αν δεν συνέβαλε κιόλας με τη στάση του να χαθεί – έτρεξε γρήγορα στο παγκάκι του πάρκου, πολύ νωρίτερα από ότι συνήθως.
Το απόγευμα ηλιόλουστο και η ατμόσφαιρα γιορτινή. Στον ουρανό πολύχρωμα μπαλόνια και χαρταετοί, αναπαράσταση πραγματικού αετού και πεταλούδας. Την πτήση τους συνόδευε ο απόμακρος ήχος της μουσικής από την καρδιά του πάρκου. Ο Αλέξανδρος αναζητούσε με το βλέμμα του την Κιμ ανάμεσα στον κόσμο που έμπαινε κατά κύματα. Κάθε γυναίκα με ζακέτα βυσσινί είχε το πρόσωπό της.
Ήλπιζε και την περίμενε, παρατηρώντας τους ανθρώπους. Την κίνηση, το βάδισμά, την έκφρασή τους. Χαρούμενοι για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ακολουθούσαν τα δρομάκια ανάμεσα στα παρτέρια, θαυμάζοντας άνθη και φυλλώματα συμμετρικά σαν να τα έβλεπαν πρώτη φορά ή σήκωναν τα κεφάλια τους, απολαμβάνοντας το θέαμα των υψωμένων χαρταετών και ύστερα χάνονταν στα δένδρα και τις αλέες. Τα παιδιά, περιέργως, αδιαφορούσαν για τις τραμπάλες και τα γύρω-γύρω όλοι. Έτρεχαν προς την κέντρο του πάρκου, σε άλλα παιγνίδια, πιο ενδιαφέροντα ίσως.
Μια ομάδα νεαρών με μακριά μαλλιά και κορίτσια με φαρδιές φούστες και χαϊμαλιά, τραγουδούσαν και έπαιζαν κιθάρα. Κάποιοι άλλοι προχωρούσαν, κρατώντας πλακάτ που απεικόνιζαν ένα παιδάκι με ανοιχτό βήμα προς τον ήλιο, ανεμίζοντας χαρταετό. Κάτω χαμηλά έγραφε με κεφαλαία «Φολκφέστεν». Δεξιά-αριστερά το σήμα της πυρηνικής ενέργειας και πιο κάτω με πεζά, «Πίλνταμσπάρκεν 11 & 12 Ιουνίου». «Eνέργεια και Περιβάλλον». Είχε ξαναδεί την ίδια παράσταση στα σπιρτόκουτα αλλά η μεγέθυνσή της στο πλακάτ αναδείκνυε τα χρώματα και την ζωντάνευε. Στη θέα του παιδιού που βάδιζε προς τον ήλιο αθώο, ένοιωσε να τον πλημμυρίζει ένα βαθύ αίσθημα τρυφερότητας που τον πονούσε.
Τη στιγμή που στα ενδότερα του πάρκου σπάραζε μια γυναικεία φωνή «Your daddy’s rich and your mamma’s good looking. So hush little baby. Don’t you cry…», ο Αλέξανδρος έκλεισε τα μάτια. Ένας σφαγμένος κόκορας σπαρταρούσε στα βλέφαρά του. «No, no, no, don’t cray..».Όσο το ακέφαλο πτηνό ράντιζε με αίμα την αυλή τους, το παιδί – ο ίδιος μικρός, στην κούνια της καρυδιάς – χτυπούσε παλαμάκια. Πιο εκεί ο πατέρας επιτηρούσε τις αρμαθιές με το φρυγμένο καπνό και η μητέρα έριχνε καυτό νερό ζεματίζοντας τους κοριούς στα ξύλινα κρεβάτια, κι έπειτα γέμισε με άχυρο τα στρώματα και τα έραψε. Μετά πήρε το παιδί αγκαλιά και χάθηκαν στο μεταξωτό πλαγκτόν που τρέμιζε στην ατμόσφαιρα τις μέρες της μεγάλης ζέστης. « Summertime, and the livin’ is easy. Fish are jumpin’ and the cotton is high…»
Αυτή την ώρα επιθυμούσε περισσότερο παρά ποτέ τα πυρωμένα μεσημέρια που τα δένδρα λιποθυμούσαν, την άρμη του Αμβρακικού, την πίσσα του περιφερειακού ΄Αρτας, όπου δούλευε ολημερίς ο οδοστρωτήρας, τη δυσοσμία ακόμη των σφαγείων στην άκρη της πόλης, τον κόσμο εντέλει που ανήκε.
Ακολουθώντας τη θλιμμένη φωνή που ικέτευε «μωρό μου μην κλαις …θα ανοίξεις τα φτερά σου και θα πετάξεις στον ουρανό…» έφτασε στη λίμνη, στο πλάτωμα του πάρκου που ήταν στημένη η εξέδρα και γύρω της πολύχρωμο πλήθος. Άνθρωποι που λικνίζονταν, παραδομένοι στην τρυφερή παρηγοριά της φωνής «ο μπαμπάς είναι πλούσιος και η μαμά όμορφη, σώπα μωρό μου, μην κλαις…», αναζητούσαν χώμα για τη ρίζα τους.
Η μουσική άλλαξε, έγινε χορευτική. Το πλήθος συντονίστηκε στο ρυθμό, γελούσε, χόρευε, ήλπιζε. ΄Όσα συνέβαιναν μπροστά στα μάτια του είχαν εκτοπίσει την Κιμ από το μυαλό του Αλέξανδρου. Προς το παρόν τουλάχιστον.
Η Γεωργία Τάτση γεννήθηκε το 1952 στο χωριό Κλειστό ‘Aρτας. Από το 1965 ζει στην Αθήνα. Εργάστηκε σε διαφημιστικές εταιρείες, στο κρατικό ραδιόφωνο και στην κρατική τηλεόραση. Σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ και σειρές ντοκιμαντέρ (Η Βουλή στο χακί, Σαν παλιά φωτογραφία, Σήμερα έχεις εφημερία, Με τα μάτια του Αλεσσάνδρο Νάτα κ.ά.). Έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής με τον συγγραφέα και διευθυντή της Σχόλης Μισέλ Φάις.
Το πρώτο της βιβλίο «Χορός στα ποτήρια» κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.