«Γυρίζω μετά» – Αδαμαντινή Καβαλιεράτου
Γυρίζω μετά
της Αδαμαντινής Καβαλιεράτου
Ξυπνάω δεκαεννιά χρόνια μετά. Περνάω από το μαύρο στο λευκό. «Πού είμαι;». «Νερό». Να μιλήσω, να φωνάξω, να σηκωθώ: αδύνατον. Τραβάω τα σωληνάκια, άνθρωποι με άσπρες μπλούζες μαζεύονται γύρω μου. Με κοιτάζουν ανήσυχα, με απορία. Άλλος τα πόδια, άλλος τα χέρια, άλλος τα μηχανήματα πλάι στο κεφάλι μου· μια γυναίκα μου βάζει ξανά τα σωληνάκια στη μύτη και το στόμα. Ένα τρυφερό χτύπημα στην παλάμη. Κάνω το κεφάλι στο πλάι· μεταλλικά κρεβάτια στη σειρά· πάνω τους κοιμισμένοι. Γυρίζω από την άλλη: το ίδιο. Ένας άντρας σκύβει, μου μιλάει: «Καλώς ήρθες, θυμάσαι το όνομά σου;» Το όνομά μου το θυμάμαι, όπως και όλα τα άλλα. Θυμάμαι τι έκανα και πού ήμουν την προηγούμενη μέρα.
Απ’ ό,τι φαίνεται δεν μπορώ να περπατήσω. Τα χέρια μου τα κουνάω κανονικά· έχουν ατονήσει, δεν πιάνουν καλά. Βγάζω κραυγές, ήχους· σκέφτομαι τις λέξεις μα δεν μπορώ να τις πω. Κάνω λογοθεραπεία· και φυσιοθεραπεία κάνω. Έχουν περάσει λίγες μέρες. Κάθομαι στο αναπηρικό καρότσι στο σαλόνι της πτέρυγας αποκατάστασης. Μπροστά μου ένα τραπέζι χαμηλό γεμάτο χρώματα, χαρτιά, πλαστελίνες, κάποια παιχνίδια ειδικά για να γυμνάζω τα χέρια. Θέλω να φύγω, θέλω να ρωτήσω πού βρίσκεται εκείνη κι εκείνη, το σπίτι μου· θέλω να σηκωθώ και να κοιτάξω έξω από το παράθυρο – δεν μπορώ. Όλα θα γίνουν αργά. Με παρακολουθεί ψυχολόγος. Εκείνος μου εξήγησε πως επέστρεψα δεκαεννιά χρόνια μετά. Τώρα εκείνη θα είναι εικοσιεπτά. Θέλω να τη δω, μόνο αυτό σκέφτομαι. Δεν μπορώ να το ζητήσω. Μου το λέει εκείνος. Μου λέει: «Θα τα μάθεις όλα σιγά σιγά». «Και η γυναίκα μου; Πού είναι εκείνη;»
Φτιάχνω ένα παζλ. Τα κομμάτια τα βρίσκω εύκολα, τα χέρια μου όμως δυσκολεύονται να τα ενώσουν. Εκνευρίζομαι. Ένα κουμπί αντικαθιστά τη φωνή μου. «Νοσοκόμα» – έρχεται. Δεν είναι μόνη. Μέσα στο λευκό φωτίζουν τα ξανθά της μαλλιά. Μεγάλη πια. Ίδια, δεκαεννιά χρόνια μετά. Στέκεται στο ένα μέτρο μπροστά. Να σηκωθώ, να μιλήσω, να φωνάξω – δεν μπορώ. Γυρίζω την καρέκλα προς το μέρος της αργά. «Μπαμπά». Δεν με πλησιάζει. Δεν της μιλάω. Κοιταζόμαστε, τρέχουμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τα πίσω δεκαεννιά χρόνια κι ύστερα γέρνουμε ταυτοχρόνως το κεφάλι χαμηλά. Κάνει ένα βήμα μπροστά.
Την πρώτη μέρα που ξαναβγαίνω στο κόσμο νιώθω αγωνία. Ακόμα στην αναπηρική καρέκλα. Πριν ξεκινήσω κοιτάζομαι στον καθρέφτη του μπάνιου. Την τελευταία φορά που είχα κοιταχτεί ξανά ήμουν ένας άλλος. Τρομάζω με την εικόνα· σκέφτομαι πόσο τρομάζουν κι οι άλλοι. Η κόρη μου με παραλαμβάνει στη ρεσεψιόν, φαίνεται κλαμένη, προσπαθεί να χαμογελάσει. Μέσα στο αυτοκίνητο και οι δύο σιωπηλοί. Κοιτάζω την πόλη – δεν την αναγνωρίζω. Εκείνη μου λέει: «η μαμά…», κουνάω με κατανόηση το κεφάλι και της σφίγγω το χέρι. Ξέρω. Μου έχουν ήδη εξηγήσει. «Η μαμά», συνέχισε, «θα έρθει σίγουρα να σε δει, θέλει λίγο χρόνο» μου λέει εκείνη ύστερα.
Μόλις μπαίνουμε στο διαμέρισμα, παραταγμένοι στη σειρά άνθρωποι που δεν γνωρίζω μου χαμογελούν αμήχανα. Ο σύζυγός της, οι γονείς του, ο μικρός της γιος. Μου σφίγγουν το χέρι, και μου μιλούν φιλικά. Ανταποδίδω ευγενικά χαμόγελα – δεν νιώθω τίποτα. Το μωρό είναι το μόνο που αισθάνομαι ότι καταλαβαίνει – δεν νιώθει κι εκείνο τίποτα. Το χαιρετώ από απόσταση συνωμοτικά. Την νύχτα δεν με παίρνει ο ύπνος. Αφουγκράζομαι τους ήχους της νέας πόλης. Της νέας ζωής. Όλα για μένα είναι πρωτόγνωρα· κατά κάποιο τρόπο σαν μόλις να γεννήθηκα. Από δίπλα ακούω την κόρη μου να κλαίει· νομίζω ότι δεν ξέρει τι να κάνει με μένα.
Τις επόμενες μέρες τις περνάω στο διαμέρισμα. Παρακολουθώ τη νέα τηλεόραση, διαβάζω εφημερίδες και περιοδικά για να καλύψω τα κενά. Η οικογένεια που με φιλοξενεί λείπει όλη μέρα. Ο καθένας περνάει για λίγο, με ρωτάει αν είναι όλα καλά, αλλάζει, τρώει κάτι και φεύγει ξανά μετά από λίγα λεπτά για κάποια άλλη δραστηριότητα. Μαζεύονται αργά το βράδυ, μιλούν ελάχιστα, πάνε για ύπνο χωριστά. Λέω της κόρης μου πως θέλω να γυρίσω στο ίδρυμα. Ίσως εκεί να είμαι καλύτερα. Εκείνη κλαίει ξανά. Μου ανακοινώνει πως σε λίγες μέρες θα δω τη γυναίκα μου.
Οι επόμενες μέρες κυλούν βασανιστικά. Όταν έρχεται εκείνη είμαι μόνος μου. Τα χρόνια πέρασαν από πάνω της χωρίς να αφήσουν σημάδια. Μόνο μια γλύκα, μια γήινη ζεστασιά. Με κοιτάζει κατάματα χωρίς ενοχή, χωρίς αμηχανία. Άλλωστε οι δυο μας γνωριζόμαστε καλά. Δεν με πλησιάζει, δεν με αγγίζει. Βγαίνουμε στη βεράντα. Εγώ στην αναπηρική μου καρέκλα κι εκείνη πλάι μου σε μια πολυθρόνα. Κοιτάζουμε μπροστά, την ακινησία της πόλης καθώς σουρουπώνει· είναι κάτι που κάναμε συχνά παλιότερα. «Δεν είναι ότι δεν περίμενα», μου λέει τελικά. Και ύστερα από λίγο: «Έχω ένα γιο που είναι έντεκα». Βραδιάζει και εμείς ακίνητοι ακόμα, χωρίς να μιλάμε, κοιτάμε ευθεία μπροστά. Εκείνη απροειδοποίητα γέρνει το κεφάλι της πάνω μου και μένουμε έτσι για λίγο ακόμα. Όταν με αποχαιρετά το ξέρω ότι τη βλέπω για τελευταία φορά.
Στη διαδρομή για το ίδρυμα η κόρη μου προσπαθεί να μου εξηγήσει μέσα από λυγμούς και κλάματα. Της λέω ότι είναι δική μου επιθυμία. «Θα έρχεσαι όμως», μου λέει, «θα έρχεσαι συχνά».
Εδώ είμαι καλά. Εδώ μέσα οι μέρες κυλούν ήρεμα. Χωρίς τον καινούργιο κόσμο που δεν γνωρίζω και δεν μπορώ τώρα πια να φτάσω. Χωρίς τη νέα οικογένεια που έχασα, ακόμα κι αν δεν χάθηκα για πάντα. Ζω με κάποιες αναμνήσεις, κυρίως από τα παιδικά μου χρόνια. Και μόνο πολύ σπάνια ο νους μου τρέχει σε εκείνες, στο τώρα. Και να μπροστά μου μια εικόνα: Εκείνη ξυπνάει Κυριακή πρωί. Μαζεύει τα μαλλιά της ψηλά όπως ταιριάζει στο πρόσωπο μα και στην ηλικία της. Τρέχει στην κουζίνα να ετοιμάσει στα γρήγορα πρωινό κι έπειτα αμέσως να ξεκινήσει ετοιμασίες για το μεσημεριανό τραπέζι. Το παιδί ξυπνάει και τρέχει στην αγκαλιά της. Ύστερα έρχεται κι εκείνος· τη χαϊδεύει στο μάγουλο τρυφερά. Εκείνη στρώνει με φροντίδα το τραπέζι, περιμένει το ψητό να μυρίσει· χαμογελά. Κι ύστερα ακούει φωνές απ’ την αυλή. Και από το παράθυρο της κουζίνας βλέπει τους υπόλοιπους· τρέχει προς την εξώπορτα. Κι ύστερα την ώρα του φαγητού μοιράζει τα πιο μαλακά κομμάτια από το κρέας στα παιδιά. Και μόνο την ώρα που τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, η μάνα και η κόρη κάτι σκέφτονται κι ανταλλάσουν μια ματιά. Όχι όμως, όχι τώρα, μην σκέφτεστε· μην σκέφτεστε τίποτα. Ούτε τύψεις, ούτε τα παλιά, ούτε αν θα μπορούσε να χωρέσει κάποτε η αναπηρική μου καρέκλα στο κυριακάτικο τραπέζι σας. Γιατί όχι, δεν θα μπορούσε· ακόμα κι εγώ που κάθομαι και σας μιλάω μέσα από το δωμάτιο ενός νοσοκομείου, σκέφτομαι πως δεκαεννιά χρόνια, ναι, είναι πολλά.
Πρώτη δημοσίευση:
http://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/proti-emfanisi/gyrizo-meta