«Γράμμα στη μητέρα» – Λένα Κορομηλά ?>

«Γράμμα στη μητέρα» – Λένα Κορομηλά

Γράμμα στη μητέρα

της Λένας Κορομηλά

mana

 

Μάνα,

Εμείς εδώ στην Γεπουλία είμαστε καλά. Εσύ εκεί; Περνάνε οι μέρες χωρίς να λαβαίνουμε γράμμα σου. Εδώ στα ξένα που ήρθαμε με τον μπαμπά, εγώ και αυτός μια μέρα, κάθε μέρα βρέχει και εγώ σκέφτομαι ότι δεν περνάει μια μέρα που να μην βρέξει και ότι αυτή είναι αληθινή βροχή και όχι η βροχή στο χωριό μας στην Νέα Πέτρα. Αυτό σκέφτομαι αλλά δεν το λέω στον μπαμπά γιατί αυτός θα μου πει ότι λέω βλακείες και μπορεί και να έχει δίκιο.

Δεν ξέρω. Και λέω ευτυχώς που εδώ δεν έχουν καπνά γιατί, αν είχαν, πώς να προλάβουν να μαζέψουν τις ράμκες που έχουμε απλωμένα τα καπνά στην αυλή μας για να στεγνώσουν; Αυτοί μόνο ομπρέλες ανοίγουν κάθε τρις και λίγο. Εμείς εδώ κατά τα άλλα καλά, μόνο την θεία την πήγαμε νοσοκομείο γιατί είχε κιτρινίσει σαν το φλουρί, μέχρι και τα μάτια της είχαν κιτρινάδι και είναι σαν του πεθαμένου και στο κεφάλι της φοράει ένα τσεμπέρι που δεν το βγάζει ποτέ. Είναι που ζούμε στα ξένα, λέει ο μπαμπάς. Αυτό φταίει, λέει. Δεν ξέρω. Εγώ πηγαίνω σχολείο και όταν γυρίζω σπίτι, η αλήθεια είναι ότι είμαι πολύ χαρούμενη γιατί τα παιδιά στο σχολείο με πειράζουν και με λένε ζβάρτσκοπφ και ντι σβάινε κι εγώ τα φωνάζω ξανθόψειρες αλλά δεν καταλαβαίνουν γιατί δεν ξέρουν ελληνικά, αν ήξεραν θα με είχαν σπάσει στο ξύλο. Ενώ εγώ ξέρω γεπουλικά γιατί έχω έναν φίλο Γεπουλό. Μερικές φορές πηγαίνω στο σπίτι του γιατί μια φορά που γυρίζαμε από το σχολείο μου είπε:

«Τώρα θα έρθεις στο σπίτι μου».
Κι εγώ τον ρώτησα:
«Στο σπίτι σου;»

Μόνο αυτό του είπα και μετά δεν άνοιξα το στόμα μου να του πω τίποτε άλλο γιατί εκείνος μου έλεγε συνέχεια ότι θα πειράξει τον μπαμπά. Στο σπίτι του πολλές φορές πήγα. Στην αρχή που παίξαμε τους παντρεμένους πόνεσα και φοβόμουν αλλά μετά δεν φοβόμουν. Μου φαίνεται ότι συνήθισα.
Εμείς εδώ στα ξένα, κατά τα άλλα καλά.
Όταν γυρίζει ο μπαμπάς εγώ πλένω τα ρούχα του και τον βάζω να φάει και περιμένω να μου μιλήσει αλλά δεν μιλάει γιατί είναι κουρασμένος ή γιατί δεν του αρέσει να μιλάει. Δεν ξέρω. Εδώ στο υπόγειο είναι πολύ σκοτεινά και μια φορά που του το είπα μου είπε: «μη μιλάς καθόλου, πάλι καλά είναι που να μας δεις κι εμάς τους γκασταρμπάιτερ στα ορυχεία, μέσα στο σιδερένιο κλουβί, να κατεβαίνουμε στα 900 μέτρα κάτω από την γη» και μετά σήκωσε την μπλούζα του και μου έδειξε τις χαρακιές στην πλάτη του. «Βλέπεις; που κουβαλάω τον άνθρακα στην φάμπρικα είναι», μου λέει. «Το ακόρντ είναι», μου λέει. Αυτό μου είπε. Κι εγώ δεν ξαναμίλησα. Όμως αυτή η αυλακιά μου θύμισε, τις βαθιές χαράδρες στο βουνό μας το Μπέλες που ήταν γεμάτο κοφτερές πέτρες και πουρνάρια και κάπου κάπου ξεπαραχώνονταν κάτι κόκκαλα απ’ τα παλιά τα μνήματα που ήταν πριν, αλλά εμείς παίζαμε εκεί με την Όλγα κάθε μέρα Έλληνες και Βούλγαροι. Τότε, μια μέρα, παραλίγο να με βρει πίσω από το πολυβολείο που είχα κρυφτεί, κι εγώ, για να μην με βρει, την έσπρωξα από πίσω και έπεσε πάνω σε μια σκουριασμένη νάρκα. Την πήραν τότε τα αίματα και άρχισε να σκούζει και έτρεξε με κλάματα σε σένα γιατί το σπίτι μας ήταν κοντά στο βουνό. Εγώ τότε φοβήθηκα και δεν ήρθα. Όμως μετά από λίγο ήρθα και είδα που την είχες στην αγκαλιά σου και της έβαζες ιώδιο και είπες: «πρέπει να την πάμε να την ράψουν». Αυτό το θυμάμαι που το είπες. Και την είχες στην αγκαλιά σου και την χάιδευες γιατί αυτή δεν είχε μάνα ενώ εγώ είχα.

Εγώ ένα ξέρω μάνα: ήσουν πολύ καλή. Αυτό το ξέρω σίγουρα κι ας λείπω στην Γεπουλία. Όλους τους βοηθούσες. Τον κύρ Χαράλαμπο που ήταν άρρωστος και του έκανες πορτοκαλάδα κάθε μέρα, την Μαρούλα έτρεχες να την καθαρίζεις, την Αντιγόνη να την ράψεις τα μωρουδιακά. Μετά, γύριζες σπίτι κι άκουγες την πλάκα στο πικάπ που σου είχαμε φέρει από την Γεπουλία, Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο…, και έκλαιγες μάνα.

Αυτά θυμάμαι όλο.
Αυτό σκέφτομαι μάνα.

Η κόρη σου
Ελενίτσα

 

Πρώτη δημοσίευση:

http://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/proti-emfanisi/gramma-sti-mitera

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *