«Κανείς δεν λέει “σ’ αγαπώ”» – Γιούλη Αναστασοπούλου
Κανεὶς δὲν λέει «σ’ ἀγαπῶ»
της Γιούλης Αναστασοπούλου
Κανείς στα νότια προάστια δὲν λέει «σ’ ἀγαπῶ».
Παλιότερα κανεὶς δὲν ἔλεγε «σ’ ἀγαπῶ» καὶ στὰ Βόρεια Προάστια, ἀλλὰ τὰ τελευταῖα χρόνια παρατηρεῖται μιὰ ἄνθιση τῆς βιομηχανίας ποὺ ἐπηρεάζει τοὺς κατοίκους τῶν Βορείων Προαστίων μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ λένε «σ’ ἀγαπῶ» ἐλεύθερα.
Στὰ Νότια Προάστια ἀκόμα πληρώνουν ἀντίτιμο γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουν τὴ φράση καὶ εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ τὸ δηλώνουν στὴν ἐφορία. Ὅσο γιὰ τὸ «μὲ γάμησες», αὐτὸ εἶναι μιὰ ἄλλη λυπητερὴ ἱστορία. Κάποτε τὸ χρησιμοποιοῦσαν στὶς Δυτικὲς Συνοικίες ἀλλὰ τώρα ποὺ ἡ Κυβέρνηση ζήτησε τεκμήριο, καλύτερα νὰ ἀγοράσεις ἕνα κρὶς-κρὰφτ παρὰ νὰ ξεστομίσεις τὴ φράση «μὲ γάμησες».
Ἄν σοῦ ξεφύγει ἡ φράση «μὲ γάμησες» σὲ μιὰ Δημόσια Ὑπηρεσία ἢ στὸ δρόμο, ἡ διαδικασία εἶναι ἁπλή: Σὲ πλησιάζει ἕνας νταβραντισμένος μὲ πολιτικὰ καὶ σοῦ ζητάει ἄι-ντί. Μετά σοῦ κόβει μιὰ πράσινη κλήση καὶ σὲ χτυπᾶ φιλικὰ στὸν ὦμο σὰν νὰ σοῦ λέει: Θὰ τὸ ξανασκεφτεῖς πολὺ καλὰ προτοῦ ξαναπεῖς «μὲ γάμησες» φιλαράκο.
Οἱ σαῦρες, ὅπως λέγονται οἱ πράσινες κλήσεις, εἶναι νέα μόδα.
Ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ἡ Χρυσὴ Σχισμή, ἡ ὑπηρεσία δηλαδὴ ποὺ μοιράζει τὶς σαῦρες, ἕνα κάρο ἀμόρφωτοι, πρώην τοξικομανεῖς, καὶ ψυχιατρικοῦ ἱστορικοῦ ἄνεργοι, βρῆκαν δουλειά. Μιὰ καλὴ δουλειὰ μὲ παχυλὸ μισθὸ καὶ γαλόνια καφρίλας. Κάποτε ἡ Ὑπηρεσία λεγόταν Χρυσοὶ Λοστοὶ ἀλλὰ ἦταν πολὺ προφανὲς καὶ καταργήθηκε. Κάποιο τζιμάνι βρῆκε ἄρον ἄρον τὸ Χρυσὴ Σχισμή, γιατί ἡ Ὑπηρεσία ἀναλαμβάνει νὰ ἐρευνᾶ τὰ σκάνδαλα ποὺ ἀφοροῦν στὶς δυὸ σχισμές, κατάλαβες; Στόμα καί… τὸ ἄλλο, κατάλαβες. Καὶ προχώρησε στὸ νέο ὄνομα ἐν μιᾷ νυκτί.
Μερικοὶ μειδιοῦν μὲ τὴν ποινὴ καὶ ἐπαυξάνουν μὲ τὴν πολιτικὴ ἀντιτίμου. Οἱ πολίτες τῶν Νοτίων Προαστίων πρέπει, λένε, νὰ πληρώνουν τὰ κερατιάτικα τῶν σχισμῶν τους, γιατί, ἐφόσον μπορεῖς νὰ λὲς «σ’ἀγαπῶ» καὶ ἐπιπλέον νὰ δηλώνεις καὶ νὰ πράττεις εὐθαρσῶς τὸ «μὲ γάμησες», τότε ἔχεις πλήρη εὐθύνη νὰ τὸ ὑποστηρίξεις καὶ τὴν ἀνάλογη οἰκονομικὴ δυνατότητα νὰ τὸ φέρεις εἰς πέρας. Ἡ Κυβέρνηση δὲν δίνει δεκάρα γιὰ τὸ ἂν εἶσαι ἀνάπηρος, ἂν ἔχεις ἕνα πόδι ἢ τρία μάτια, σημασία ἔχει πὼς διαθέτεις τὴν οἰκονομικὴ ἐπιφάνεια νὰ τὸ ἀναλάβεις.
Ἄς τὸ σκεφτοῦμε λιγάκι.
Ἂν μπορεῖς νὰ πεῖς «σ’ἀγαπῶ» στὴ Μαίρη Λοῦτενς τὴ μανάβισσα, σημαίνει πὼς μπορεῖς νὰ ὑποστηρίξεις: τὰ κυριακάτικα πικνὶκ στὴν ἀκριβὴ περιοχὴ γρασίδι Β —μὲ ὅση μαναβικὴ ἔχει περισσέψει—, τὰ σιδεράκια στὰ δύο φαφούτικα παιδιά της, καὶ τὸν τρελογιατρὸ στὴν θεοπάλαβη μητέρα της ποὺ κυκλοφορεῖ γυμνὴ στὴν λεωφόρο τὸ μεσημέρι. Ἂν λοιπὸν πεῖς «σ’ ἀγαπῶ» στὴν μανάβισσα, θὲς περίπου δυὸ χιλιάδες λίτις τὴν ἑβδομάδα γιὰ νὰ συμμαζέψεις αὐτὸ τὸ κωλοχανεῖο ποὺ λέγεται ζωή της.
Ἂν τώρα ἐκείνη δηλώσει στὸ τέλος τοῦ χρόνου τὸ «μὲ γάμησες», τότε φίλε μου τὴν ἔχεις βάψει, διότι αὐτὸ προσυπογράφει πὼς ἐπέλεξες νὰ περάσεις στὸ στάδιο Β, μὲ εὐθύνη σου. Πρόσεξέ το αὐτό, εἶναι σὰν νὰ ἀφήσεις τὴν Κυβέρνηση νὰ δεῖ τὰ ἀπλυτά σου. Τὸ ἔκανες, θὰ πληρώσεις.
Δὲς καὶ τὴν ἄλλη περίπτωση:
Ἂν πεῖς «σ’ ἀγαπῶ» στὴ Λίλυ Μίτενς, ποὺ μόλις τελείωσε τὸ Λύκειο μετὰ βίας καὶ δὲν σέρνει καμία ἐπιχείρηση μαναβικῆς πίσω της, καὶ τὴν παραλαμβάνεις μὲ μιὰ πουὰ κυλότα καὶ τὸ μικρὸ ἄσχημο σκυλάκι της, σημαίνει πὼς μπορεῖς νὰ ἀναλάβεις τὰ ἑξῆς: Δίδακτρα κολλεγίου, ποτὰ-καφέδες μὲ τὶς φίλες της στὴν Παραλιακὴ Καρμανιόλας ἄβενιου, σερβιέτες πολλαπλῆς χρήσης μὲ σύστημα ἀνακύκλωσης, καὶ τέλος ἀνώδυνο – πραγματικὰ ἀνώδυνο, τοκετὸ στὸ σπίτι (προϋποθέτει τὸ στάδιο Β). Ἂν λοιπόν, σκέφτεται τὸ Κράτος, εἶσαι ἕτοιμος νὰ βάλεις στὴν πλάτη σου τέτοιους μπελάδες, γιατί σὲ πειράζει νὰ δώσεις στὴν Πολιτεία καὶ ἕνα μικρὸ ἀντίτιμο; Μὴν ξεχνᾶς πὼς εἶναι τὸ Κράτος αὐτὸ πού σοῦ ἑτοίμασε πρὸς κατανάλωση τὴν ἐκλεκτή τῆς καρδιᾶς σου Λίλυ Μίτενς, τὸ Κράτος, οἱ πολιτικὲς καὶ οἱ διαδικασίες του μπόλιασαν τὸ ἄβγαλτο λουλούδι ποὺ θὲς νὰ μαδήσεις. Μήπως λοιπὸν ἔχουμε τὴν τάση ὡς πολίτες νὰ ὑπερβάλουμε; Μήπως ἂν τὰ πράγματα δὲν ἦταν ἔτσι, καλῶς τοποθετημένα, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ καταθέσει στὸ δικαστήριο καὶ ἡ Κίτυ Κίτενς;
Ποιὸς θυμᾶται τὴν Κίτυ Κίτενς;
Εἶχε προσφύγει στὴν Δικαιοσύνη πρὶν δυὸ χρόνια γιὰ νὰ εἰσπράξει τὰ «σ’ ἀγαπῶ» της ποὺ δὲν εὐοδώθηκαν καὶ πῆρε μιὰ σεβαστὴ ἀποζημίωση ἀπὸ τοὺς ἀνεύθυνους ἐκείνους πολίτες ποὺ τῆς τὰ εἶχαν πεῖ ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ.
Μήπως λοιπόν, φίλε συμπολίτη, τὸ Κράτος, προστατεύει τὴν Κίτυ, τὴ Μαίρη, τὴ Λίλη ἀπὸ ἐσένα ποὺ δὲν θὲς νὰ ἀναλάβεις τὴν εὐθύνη τῶν σχισμῶν σου; Ὑπάρχει βέβαια καὶ ὁ ἀντίλογος. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ Κράτος ποὺ σὲ σπρώχνει σὲ τέτοιες ἄνομες πρακτικὲς ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐφόσον πεῖς τὸ «σ’ ἀγαπῶ» καὶ δηλώσεις τὸ «μὲ γάμησες», ξεκινᾶ γιὰ σένα ἕνας γολγοθὰς εὐθυνῶν. Ὁπότε δὲν λὲς πιὰ «σ’ ἀγαπῶ» ἀκόμα καὶ ἂν τὸ θέλεις. Καὶ ἐδῶ δὲν ἔχω κανέναν ἀντίλογο.
Ἀνώνυμος
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «Ιστορίες Μπονζάι. Η αισθητική του μικρού» του περιοδικού «Πλανόδιον».