HOTEL/EΝΟΙΚΟΙ ΓΡΑΦΗΣ 2007: «Είμαστε όλοι μετανάστες» – Γιάννης Τσίρμπας ?>

HOTEL/EΝΟΙΚΟΙ ΓΡΑΦΗΣ 2007: «Είμαστε όλοι μετανάστες» – Γιάννης Τσίρμπας

 

ΡΟΥ ΠΟΥ

του Γιάννη Τσίρμπα

Shoe-Drawing-2008-2

Πατρίδαμ αραεύοσε αμόν καταραμένος*,

σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδα ξένος

 

Γου και α, γα^ του και α, τα^ γά-τα. Μετά, το γάμα ξαναπήρε τη θέση του γου, το σίγμα του σου, το έψιλον τη θέση του ε και αργότερα, όχι πολύ αργότερα, ενηλικιωθήκαμε. Κι ύστερα πήγαμε φαντάροι.

Όμως αυτή είναι μόνο η μισή αλήθεια. Γιατί και στην ενήλικη ζωή μας επιβίωσαν τέτοια παιδιάστικα γλωσσικά κατάλοιπα, συχνά μάλιστα για πολύ σοβαρές υποθέσεις, άλλες φορές για ευκολία, κάποτε χάριν αστεϊσμού ή ειρωνείας, ακόμα ακόμα και για λόγους διάκρισης:

«Θου βου», «κου λου που», «κου κου ε», «νου δου», «μου λου κου κου ε», «κου κου ε μου λου», «βου που», «σου κου», «που σου κου», «που σου κου δου», «που χου», «που Χου», «μου Χου», «δου σου».

Το τελευταίο που έμαθα ήταν το «ρου που». Τα υπόλοιπα τα ήξερα ήδη και συχνά τα χρησιμοποιούσα μάλιστα, γιατί στρατό πήγα μεγάλος, κοντά τριάντα χρονών.

 

Χτες μπήκαν στο σπίτι των Κολτσώφ. Άντρες με όπλα και δερμάτινα μπουφάν. Έσπασαν την πόρτα. Ο κυρ Θεοφύλακτος φώναζε να μην πει­ράξουν τα παιδιά. Τους τα πήρανε όλα, τηλεόραση, βίντεο, τα χαλιά, τις καρέκλες. Το ηλεκτρικό σίδερο το αφήσανε, άχρηστο, καμένο, ποτισμένο με ανθρώπινη σάρκα. Μόλις σιγουρεύτηκαν ότι δεν είχε τίποτ’ άλλο να τους δώσει, τον γυμνώσανε, έβαλαν το σίδερο στην πρίζα και τον σιδερώσανε. Κανονικά. Μπροστά στη γυναίκα και στα παιδιά του.

Ο αρχηγός τους, ο Μιχαήλ, ο παλιός συμμαθητής μου, τον πέρασε πολλές φορές με το σίδερο από το πρόσωπο μέχρι τα πόδια. Το μέ­ταλλο στην αρχή έκαιγε το Θεοφύλακτο Κολτσίδη, τον πολιτικό μηχανικό, και μετά τον έλιωνε. Έτσι είπαν. Του έλιωνε τις σάρκες. Αυ­τός πρώτα βογκούσε. Και ύστερα, σιωπηλός, λιπόθυμος.

 

– Έλα, Τάνια, με ακούς;

Έλα, κόβεται η γραμμή. Περίμενε. Κλείνω και ξαναπαίρνω.

Έλα, η Ίσκρα είμαι. Ναι, η Ίσκρα, η φίλη σου!

Τι κάνεις, καρδιά μου; Καλά, καλά είμαι.

Από τον Ερυθρό Σταυρό το βρήκα το τηλέφωνό σου.

Ναι, είμαι στην Ελλάδα. Πάνε πέντε χρόνια, Τάνια μου. Από το ’93.

Πόσο χαίρομαι που σε ακούω!

 

Ήταν το 1998, σε ένα Κέντρο Νεοσυλλέκτων κάπου στη βόρεια Ελλάδα, που άκουσα το «ρου που» για πρώτη φορά. Ήμουν δεύτερη μέρα στο στρατό, στο Κα Ψι Μι ή Κου Ψου Μου που δύο τρεις φορές την εβδομάδα έψηνε χοιρινά καλαμάκια σκέτα, έναντι πενήντα δραχμών έκα­στο. Στημένος στην ουρά, περίμενα υπομονετικά να έρθει η σειρά μου για να ψωνίσω ψευδαίσθηση πολιτικής τροφής για μένα και το φρέσκο τότε φιλαράκι μου, τον Ευκλείδη.

Ο εικοσιπεντάχρονος Ευκλείδης ήταν φαινομενικά πράος, με μια ραθυμία η οποία αργότερα έγινε παροιμιώδης στη σειρά κατάταξής μας, αλλά ταυτόχρονα ήταν φανερά δυνατός σωματικά, στιβαρός, στέρεος, με χαμηλό κέντρο βάρους και μαυριδερός. Ήταν από τη Νί­καια, με σοβαρή εφηβική και μετεφηβική προϋπηρεσία έκνομης συμπεριφοράς. Είχε σίγουρα πήξει το νιονιό του από τότε, αλλά δεν είχε χαθεί ο τσαμπουκάς του. Αυτός ήταν ο Ευκλείδης, που μου παρήγγειλε πέντε καλαμάκια με ψωμί κι εγώ περίμενα να τα αγοράσω μαζί με αρκετούς άλλους νεοσύλλεκτους που, όταν δεν έκαναν κάτι άλλο, παρατηρούσαν τον εαυτό τους από το χιτώνιο μέχρι τις αρβύλες, προσπαθώντας να συνηθίσουν τη νέα, φαιοπράσινη εμφάνισή τους.

 

Σήμερα γύρισα στις εννιά από τη δουλειά. Στις έξι έφυγα, στις εννιά γύρισα. «Γιατί έτσι νωρίς, ψη μ’ ρώτησε η μάνα μου. Η ψυχή της και η ψυχή μου ξέρει πόσο στενοχωρήθηκε όταν της είπα. Ήρθαν στο εργοστάσιο κάποιοι άγνωστοι άντρες. Ήταν ντυμένοι όπως ο Μιχαήλ και οι σύντροφοί του. Μας μαζέψανε σε μια γωνία, εμένα, άλλους οκτώ Πόντιους, τρεις Αρμένιους και επτά Τούρκους. Για να συνεχίσετε να δουλεύετε πρέπει να πληρώσετε δύο χιλιάδες δολάρια το κεφάλι. Τώρα φύγετε.

Σκέφτηκα για μια στιγμή να πάω στο Μιχαήλ να ζητήσω τα λεφτά. Τόσα πρωινά στο σχολείο, τόσα απογεύματα στο πάρκο. Παλιά. Ποδόσφαιρο. Τον Γκρέκο τον θέλω στην ομάδα μου, έλεγε. Πάσα ο Μιχαήλ, γκολ εγώ. Αλλά και βόλτες μέχρι αργά και ξύλο, μέχρι κάποιος να λιποθυμήσει. Πολλές κλοτσιές. Ήμουν δυνατός και με σέβονταν. Όλοι.

Και επισκέψεις στις πουτάνες τις κρυφές.

 

Εκεί, στην ουρά στο Κέντρο Ψυχαγωγίας Μο­νάδος, επηρεασμένος από το πολύ πρόσφατο ευδαιμονικό και ελαφρά πολιτικοποιημένο παρελθόν μου, σκεφτόμουν ότι ο στρατός αφορά τη στέρηση. Είναι μια άσκηση, μια εκπαιδευτική διαδικασία ανθρώπινης στέρησης, μόνο υπο­χρεωτικής. Κάπως σαν να πηγαίνεις γυμναστήριο κάθε μέρα ή να κόβεις το τσιγάρο. Ζούσες σε μια ζωή δέκα στρέμματα, ζήσε τώρα, με ημερομηνία λήξης όμως, σε δέκα εκατοστά. Οριακά χαμογέλασα και σκέφτηκα, βλέποντας τα ζορισμένα από την, αβίωτη ακόμη, κακουχία πρόσωπα, ότι μάλλον υπάρχουν και περισσότερο δυσάρεστες καταστάσεις που με περιμένουν σε κάποια επόμενη, ανυποψίαστη στροφή της ζωής μου. Με κίνδυνο γιουχαΐσματος από τους φοιτητικούς συντρόφους μου αν άρθρωνα το περιεχόμενο των σκέψεών μου, έλεγα στον εαυτό μου ότι η στρατιωτική θητεία δεν είναι καν στέρηση ελευθερίας. Είναι απλά ένα ακόμα πλαίσιο ρύθμισης της ελευθερίας, όχι περισσότερο και όχι λιγότερο καταπιεστικό από το να οδηγεί κανείς μοτοσικλέτα με κράνος. Ή να νοικιάζει δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Ή να καταπιέζεται στη «μισθωτή σκλαβιά», στην «κρεατομηχανή της επιβίωσης» που γράφαμε στους τοίχους και στα θρανία.

 

Τα γενέθλιά μου. Είκοσι έξι χρονών. Είναι πια Μάρ­­τιος του ’93. Περιμένουμε την Ελβίρα, με το γαμπρό μου και το ανίψι μου. Έχω να τη δω τρεις εβδομάδες^ μένει στα τριάντα χιλιόμετρα. Θα με δει και θα μου πει «Τι κάνεις, αδερφάκι μου, σκληρό αντράκι του Σοχούμι, Βασίλι Ανθογάλοφ», με τα μεγάλα, εβένινα μά­τια της.

Η μάνα είπε να μην της πούμε τίποτα και στενοχωρηθεί κι άλλο. Είναι έγκυος στο δεύτερο. Τον Αντρέι τον έκανε με το σοβιετικό σύ­στημα. Και ένα χρόνο άδεια πριν και ένα χρόνο άδεια μετά και επίδομα. Τώρα, με την κοιλιά στο στόμα και δουλεύει. Οκτώ μηνών. Τουλάχι­στον αυτή δουλεύει. Πρώτα μεταρρύθμιση και δια­φάνεια και τώρα ο Σεβαρτνάτζε και ο Μπόρις ο μέθυσος και δημοκρατία και καπιταλισμός. Μό­­νο που ανοίξανε οι εκκλησιές και αυτό αγαλλίασε τη μάνα. Και οι πουτάνες έγιναν φανερές.

Θα έρθει και η Ίσκρα. Με τους γονείς της. Ο κυρς* με ρωτάει πότε θα γίνουν οι αρραβώνες. Νιώθω μισός άντρας. Δεν έχω δουλειά, έχω να πάω μήνες με γυναίκα, έχω αιώνες να ηρεμήσω. Δεν έχουμε σχεδόν τίποτα να τρατάρουμε τους καλεσμένους, αλλά η μάνα χαμογελάει. Έχει πάρει το θέμα όσο σοβαρά θα το έπαιρνε και τα καλά τα χρόνια.

Ένιωθα όλη μέρα ένα μυρμήγκιασμα. Μια φαγούρα ανεπαίσθητη στις πατούσες.

 

Όταν ήρθε επιτέλους η πεινασμένη σειρά μου, ο συνάδελφος κληρωτός οπλίτης, που εκτελούσε χρέη αρχάριου καψιμιτζή, μου είπε, με δήθεν συγκατάβαση, δηλαδή αγχωμένος ως το λαιμό: «Φίλε μου, σουβλάκια τέλος». «Και αυτά τι είναι;» τον ρώτησα δείχνοντάς του τη σχάρα πίσω του που ήταν γεμάτη με αχνιστά, μισοκακοψημένα ξυλάκια χοιρινού. «Αυτά είναι για τους ρου-που», μου απάντησε. «Ήρθε ένας και κράτησε τα τελευταία εκατόν πενήντα», είπε και μου έδειξε με ένα νεύμα το υπόστεγο, καμιά εικοσαριά μέτρα πιο δίπλα, που χρησίμευε για να περνάμε τον ελεύθερό μας χρόνο, γεμάτο πλαστικές καρέκλες και πλαστικά τραπέζια και από κάτω ένα παχύ στρώμα με ισοπεδωμένα κουτάκια αναψυκτικών, τσακισμένα πλαστικά ποτήρια καφέ και γόπες, που, βέβαια, μέχρι να σημάνει το σιωπητήριο θα είχαν εξαφανιστεί από την αντίστοιχη ομάδα αγγαρείας.

Στο κέντρο, γύρω από τέσσερα πέντε ενωμένα τραπέζια κάθονταν περίπου τριάντα άτομα. Έπιναν, έτρωγαν, φώναζαν, γελούσαν, κά­πνιζαν. Είχαν ένα κασετόφωνο που έπαιζε δυνα­τά το νούμερο ένα χιτ εκείνου του καλοκαιριού: «Together again», από Janet Jackson, σε club remix. Και περίμεναν τα εκατόν πενήντα τελευταία σουβλάκια. Έμοιαζε με γιορτή, με παρα­δοσιακό γλέντι, με μάζωξη στην πλατεία του χωριού. Αυτοί ήταν οι ρου-που. Ζήλεψα. Γύρω τους, μια ζώνη ασφαλείας από μερικά άδεια τραπέζια και μετά, προς τις άκρες και τις γωνίες του υπόστεγου, Έλληνες φαντάροι. Συνήθως κατά μόνας ή κατά ζεύγη. Όπως και στο υπόλοιπο στρατόπεδο, στα παγκάκια, στα πεζούλια, στα πρεβάζια των παραθύρων των ισό­γειων θαλάμων ή καθισμένοι κάτω με την πλάτη στον τοίχο, οι νεοσύλλεκτοι ιθαγενείς στρα­τιώτες προ­σπαθούσαν, ούτε σαράντα οκτώ ώρες από τη στιγμή που πέρασαν για πρώτη φορά την πύλη του στρατοπέδου, να συμβιβαστούν με τη νέα τάξη πραγμάτων στη ζωή τους, μόνοι με τον εαυτό τους ή, το πολύ, με ένα βιαστικά επιλεγμένο άλτερ έγκο. Όπως εγώ με τον Ευκλείδη.

 

Δεύτερη μέρα χωρίς δουλειά. Χαζεύω το πτυχίο μου. Θυμάμαι τον καθηγητή μου στο πανεπιστήμιο. Γκεόργκι Χαλικιασβίλι, μηχανολόγος μηχανικός. Βιομηχανικός σχεδιαστής: «Αυτή την κατεύθυνση θα πάρεις. Η Σοβιετική Ένωση αναπτύσσεται. Το κράτος έχει ανάγκη από καλά μυαλά στη βιομηχανία. Θα έχεις πάντα δουλειά. Θα είσαι χρήσιμος». Αναρωτιέμαι ποιος θα σχεδιάζει τώρα τα ρουλεμάν για τις ερπύστριες των τεθωρακισμένων.

Ο κυρς είπε θα ψάξει για τα λεφτά. Πού θα τα βρει; Αυτός έχει μήνες να δουλέψει. Χτίστης, από τους καλύτερους.

Ο πόλεμος κρατάει ένα χρόνο. Οι Αμπχάζιοι θέλουν την ανεξαρτησία τους και Δημοκρατία ξέχωρα από τη Δημοκρατία της Γεωργίας. Παλιά, δε μίλαγε κανείς γι’ αυτά. Δεν τα ξέραμε. Όλοι ξέραμε ότι ήμασταν παιδιά της μά­νας ΕΣΣΔ. Τώρα, Γεωργιανοί, Αμπχάζιοι, Τσε­τσένοι, Ρώσοι, Γερμανοί του Βόλγα, Καρατσάι, Σβάνοι, Τσερκέζιοι, Τούρκοι, Αρμένιοι, Πόντιοι. Τόσοι λαοί σε μια στάλα γης γύρω από το μεγάλο βουνό, το σύνορο: τον Καύκασο. Και μα­φιόζοι, παρακρατικοί και παραστρατιωτικοί, λη­στές. Εμείς δεν πήραμε θέση. Μείναμε ουδέτεροι. Γι’ αυτό, επιβιώνουμε. Αλλά τώρα οι άν­θρωποι λύσσαξαν. Αργά αργά, ύπουλα.

Τις προάλλες ο κυρς πήγε στο εξοχικό. Γύ­ρισε χαράματα με το αμάξι φορτωμένο. Από το παράθυρο είδα τα δύο παιδικά ποδήλατά μας στη σχάρα κι ένα σακβουαγιάζ ξέχειλο με παλιά ασημικά της καλομάνας* μου. Πήγε να τα που­λήσει. Δεν είπα τίποτα.

 

– Πώς είναι τώρα τα πράγματα; Έχουν ηρεμήσει, μαθαίνουμε.

Οι γονείς σου είναι καλά;

Συλλυπητήρια. Ζωή σε σας.

Κι εσύ μου έλειψες, Τάνια μου. Και το Σοχούμι.

Αλήθεια, παντρεύτηκες; Ποιον, εκείνο τον κοντούλη; Πώς τον έλεγαν;

Ναι, εκείνος.

Τι, αυτός με τους αντάρτες; Δεν του φαινότανε. Σκοτώθηκε; Κρίμα.

Και ο άντρας σου τι δουλειά κάνει; Δε μου είπες.

 

Οι Ρου-που όμως, οι «Ρωσοπόντιοι», «Ελληνοπόντιοι», «Τουρκοπόντιοι», σκέτοι Πόντιοι ή Πόντιοι από την πρώην Σοβιετική Ένωση, ήταν άλλη ιστορία. Ομάδα, κοινότητα, γροθιά, γιάφκα, αίρεση. Από μια ματιά στο φαγοπότι τους το καταλάβαινες. Στις κινήσεις τους, στα αγγίγματα μεταξύ τους, στο βλέμμα τους, στη στάση των κορμιών τους. Δεν είχαν συρρικνωθεί, δεν είχαν μαζευτεί υπό το βάρος της κατάστασης. Φαίνονταν χωρίς περιττούς προβληματισμούς και ανώφελες αναπολήσεις. Η ομάδα τους, η «οικογένεια» ήταν εκεί. Τα χέρια τους συνέχιζαν να κινούνται μακριά από το σώμα τους, όπως και τα δικά μας μέχρι πριν δυο μέρες, τα μάτια τους συνέχιζαν να κοιτάνε ευθεία μπρο­στά και δεν πήραν την κατιούσα σαν τα δικά μας. Δεν είχαν φόβο, αλλά προκαλούσαν φόβο, και δεν έκαναν την ακούσια έκπτωση προσωπικότητας που κάναμε οι υπόλοιποι.

Η κοινότητα των ρου-που στο κέντρο νεοσυλλέκτων και σε όλα τα στρατόπεδα της θητείας μου ήταν ένας αχινός στα αβαθή μιας πολυσύχναστης παραλίας. Κείτονταν βλοσυρός και περίκλειστος, ζούσε έντονα με το κύμα και απειλούσε διαρκώς τα τρυφερά πόδια των λουόμενων που πέρναγαν και πάταγαν, γύρω, δίπλα, σχεδόν ξυστά, και που μόνο κάποιος έμπειρος και επιδέξιος μπορούσε να καταφέρει να τον ανοίξει και να απολαύσει το γευστικό εσωτερικό του. Ή κάποιος πολύ τυχερός.

 

Διαβάζω ένα γράμμα στην εφημερίδα της περασμένης εβδομάδας. Μια μητέρα ζητά επιείκεια για την κόρη της, που μπήκε φυλακή γιατί έκλεψε δύο ψωμιά, τέσσερα γιαούρτια και δώδεκα πιροσκί.

Δεν καταλάβαμε τίποτα, όλα έγιναν πολύ γρήγορα, αυτή είναι η αλήθεια.

Και τώρα περιμένουμε, κάθε μέρα στο λιμάνι, διακόσιες οικογένειες, το πλοίο από την Ελλάδα. Η εφημερίδα γράφει ότι έχει ξεκινήσει ήδη. Η ελληνική κυβέρνηση θα μεριμνήσει, λέει, για να απεγκλωβίσει τους Έλληνες από την κόλαση του πολέμου. Εμείς κι εμείς, και κάποιοι άλλοι «εμείς» κάπου αλλού, κάπου «εδώ» που έχω ακούσει τόσα από τόσους και δεν έχω πάει ποτέ.

 

«Σουβλάκια τέλος», ανακοίνωσα στον Ευκλείδη, καθώς έφτασα στο παγκάκι μας, κραδαίνοντας δύο κρύα συσκευασμένα σάντουιτς με πλαστικό τυρί και ζαμπόν από πολτό υπολειμμάτων χοιρινού, το έλεγε και στα περιεχόμενα. «Τα πήρανε όλα οι Ρωσοπόντιοι».

«Κακή φάρα. Γαμημένοι. Μου έχει πει ο αδερφός μου για δαύτους στο στρατό. Κλέφτες και μαχαιροβγάλτες. Έχουμε μπόλικους και στη γειτονιά. Νηστικομάρα απόψε. Το μαγειρείο έχει μπριάμ, έμαθα».

Ακριβώς πίσω από το παγκάκι, πίσω από την πλάτη μας, στο μίζερο παρτέρι, μια φωνή. «Μάγκα, έχεις πρόβλημα με τους Ρώσους;»

 

Σήμερα το πρωί τα πράγματα ήταν ήρεμα. Πυ­ροβολισμοί δεν ακούγονταν ούτε από μακριά. Είχε ήλιο και το ραδιόφωνο έπαιζε. Είχαμε και ρεύμα. Η μάνα σιγομουρμούριζε στο ρυθμό και έκανε τη λάτρα. Ο κυρς με τον κήπο του. Το βιος τους το φροντίζουνε. Τους κάματούς τους.

Βγήκα βόλτα. Χτύπησα την πόρτα του Ευ­δόκιμου, χαιρέτησα και φίλησα τους δικούς του και πήγαμε έναν περίπατο στην πόλη. Περάσαμε δίπλα στο δάσος, προς το πανεπιστήμιο, μιλώντας για τα παλιά. Μια ωραία μέρα στο Σοχούμι. Είδαμε καπνούς.

Καθώς το σπίτι το καθαρό, το φροντισμένο, καιγόταν, ο Μιχαήλ βγήκε στη μέση του κεντρικού δρόμου, με το καλάσνικοφ στο χέρι και φώναξε: «Γκρέκοι, Τούρκοι, Αρμένιοι, Ρώ­σοι, Γεωργιανοί, ακούστε καλά. Κουμάντο στο Σοχούμι από εδώ κι εμπρός κάνει ο Μιχαήλ. Βάλτε το καλά στο κεφάλι σας. Ζήτω η Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Αμπχαζίας!» Κι έριξε τρεις ριπές στον αέρα. Γυρίσαμε τοίχο τοίχο χωρίς να μας δουν.

Μόλις πέρασα την αυλόπορτα, πέταξα τα παπούτσια μου. Περπάτησα ξυπόλυτος στα χα­λίκια. Ανακουφίστηκα προς στιγμήν από τη φαγούρα.

Ο φόβος με εξοργίζει. Ο φόβος μου.

 

Καθισμένος ανακούρκουδα, χιτώνιο ξεκούμπωτο μέχρι κάτω, στην τσέπη στο στήθος στραπατσαρισμένο πακέτο μάρλμπορο μαλακό, λευκή φανέλα από μέσα, σαγιονάρες αντί για αρβύλες, δίπλα του στο γρασίδι κουτάκι Pepsi-Cola, από αυτά που αργότερα κι εμείς θα χύναμε το μισό περιεχόμενό τους για να τα συμπληρώσουμε με ουίσκι, χρυσός σταυρός στο λαιμό και αλυσίδα στον καρπό. Ρου-που. Μπελάς. Ο Ευ­κλείδης άφησε το σάντουιτς στο πα­γκάκι, σηκώθηκε και έκανε μια περιστροφή ενενήντα μοι­ρών. Στάθηκε από πάνω του, λίγο τεταμένος, με τη σιγουριά του άντρα που έχει μπλέξει σε δεκάδες καβγάδες και ξέρει καλά από διαχείριση βίαιων κρίσεων. Άνοιξε ελαφρά τα πόδια του, έσφιξε στο πλάι τις γροθιές του και τον κοίταξε ίσια στα μάτια. Το στόμα του σχημάτιζε ένα αδρό χαμόγελο. Ο ρου-που τεντώθηκε προς τα πίσω και στηρίχθηκε στα χέρια του, παίρνοντας τη λιγότερο αμυντική στάση που ήταν δυνατή. Ήταν εντελώς εκτεθειμένος σε πιθανό χτύπημα, το ήξερε και διαφήμιζε ανοιχτά ότι δεν τον ένοιαζε. Η μάχη των εντυπώσεων, το πιο σημαντικό κομμάτι ενός καβγά, είχε αρχίσει. Κοίταξε κι αυτός τον Ευκλείδη ευθεία στα μάτια. Στιγμιαία, σήκωσε το ένα του χέρι κι έξυσε τον καβάλο του. Αμέσως το απίθωσε και πάλι πίσω και πλάι, πάνω στο χορ­τάρι, τεντώνοντας τα δάχτυλά του που έχασκαν μέσα από τις λαστιχένιες μπλε σαγιονάρες με τα ραμμένα αρχικά του Ελληνικού Στρατού. Δε γινόταν απεχθής, παρ’ όλα αυτά. Δεν ήταν βρόμικος. Ούτε παραιτημένος. Απλά απεί­θαρχος. Χειρότερα.

 

Του Ευαγγελισμού. Ο κυρς είπε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ότι δεν πρέπει να βγάλουμε τη σημαία στο παράθυρο. Ο σύλλογος, για πρώ­τη φορά δεν έκανε γιορτή και δε θα κάναμε παρέλαση όπως κάθε χρόνο. Ακριβώς αυτά που μας κάνανε σεβαστούς τόσα χρόνια. Είχανε να το λένε οι άλλοι ότι εμείς δε σκύψαμε το κεφάλι ούτε στον Στάλιν ούτε σε κανέναν. Δε θέλαμε να γίνουμε Ρώσοι. Και το ’50 μας έστειλαν στα σινορωσικά σύνορα. Και ήμασταν εδώ μόλις από το ’22. Αλλά γυρίσαμε πίσω. Αποσταλινοποίηση. Έλληνες ακόμα. Μόνο εγώ είμαι Ρώσος. Με έκανε Ρώσο ο κυρς μου για να σπου­δάσω και να γίνω κάτι. Κι έγινα.

Φάγαμε ό,τι είχαμε και φωνάξαμε «Ζήτω η Ελλάς» στο σαλόνι. Μακριά ακούγονταν οι όλμοι των επιτιθέμενων και, νομίζω, οι κραυγές θανάτου των αμυνόμενων.

Διπλοκλείδωσα την πόρτα και θα κοιμηθώ νωρίς. Δεν κάνω τίποτα όλη την ημέρα, μόνο φοβάμαι, και οι μύες μου είναι τεντωμένοι, αλλά αισθάνομαι μια απίστευτη εξάντληση. Δεν είναι καθόλου εύκολο να ξύνω συνέχεια τις πατούσες μου. Αλλά πρέπει.

 

– Ναι! Κι εγώ παντρεύτηκα. Εδώ στην Ελλάδα. Το Βασίλι. Τον θυμάσαι;

Έχουμε κι ένα αγοράκι, δεκαοκτώ μηνών.

Είμαι πάλι έγκυος τώρα. Κοριτσάκι είναι, Τάνια, νομίζω.

Εσείς, παιδιά; Να σας ζήσει!

 

Μάλλον γράφω ημερολόγιο γιατί νομίζω ότι δε θα βγω ζωντανός από εδώ. Και για να κρατήσω για λίγο τα νύχια μου μακριά από τα πέλματά μου. Στομώνουν γρήγορα και μετά δεν κάνουν τίποτα.

Η μάνα γύρισε από το λιμάνι με το ίδιο μελαγχολικό βλέμμα. Το καράβι από την Ελλάδα δε φάνηκε ούτε σήμερα. Ο Πόντος μάς υπενθυμίζει καθημερινά το παλιό του, το αληθινό όνομα. Άξενος.

Έχουμε μαζέψει τα πράγματα σε μπόγους, ό,τι μπορούμε να κουβαλήσουμε. Είμαστε σε ετοιμότητα πέντε λεπτών, όπως λέγαμε στο Σοβιετικό Ναυτικό. Μόλις σφυρίξει το πλοίο, σε πέντε λεπτά θα είμαστε στην προβλήτα, έξω από την μπουκαπόρτα με όσο ελάχιστο βιος μπορούμε να πάρουμε μαζί. Με όσο μας απέμεινε.

Σκέφτομαι ότι η κατάστασή μου τώρα δε διαφέρει πολύ από τα δύο χρόνια που πέρασα πάνω στο «Νοβοροσίσκ», πλοίο υποστηρίξεως. Δύο χρόνια θητείας χωράνε τώρα σε μερικούς μήνες, σε μερικές ώρες απομόνωσης και απειλής. Ρίχνω κλεφτές ματιές από το παράθυρο. Καπνοί στον ορίζοντα. Φυλάω σκοπιά. Σε πραγματικές συνθήκες. Θυμάμαι όταν είχα αποκοιμηθεί μετά από οκτώ συνεχόμενες ώρες στο κατάστρωμα. Σε εκπαιδευτικές συνθήκες. Ξη­μέρωνε. Η ίδια θάλασσα ήταν τότε γαλήνια, ευτυχισμένη, κοιμόταν, δεν ακουγόταν το παραμικρό. Πουθενά δεν υπήρχαν σημάδια, όπως κάθε χάραμα άλλωστε, του επικείμενου χάους του καταστρώματος. Δεν άντεξα. Έκλεισαν τα μάτια μου. Τιμωρήθηκα. Πέρασα δύο μέρες στο πειθαρχείο. Ούτε ένα φινιστρίνι, μια ηλεκτρική λάμπα συνέχεια αναμμένη, στους τοίχους κολλημένα σπασμένα τζάμια, επίτηδες. Κοφτερές λεπίδες. Στο πάτωμα δε χώραγε άνθρωπος να ξαπλώσει – ούτε κοντός ούτε κι εγώ ο ψηλός. Όρθιος ή οκλαδόν, δύο μέρες, μάτωσα μερικές φορές, και δύο νύχτες, στα μπράτσα και στους ώμους, καθώς με πήρε η κούραση και έγειρα και κόπηκα.

Έτσι και τώρα.

 

«Είσαι Ρώσος;» «Ό,τι γουστάρω είμαι. Εσύ τι είσαι που θα σου δώσω λογαριασμό;» Έδωσε ένα σάλτο και σηκώθηκε μεμιάς όρθιος. Ήταν ψηλότερος από τον Ευκλείδη. Πρέπει να είχε πατήσει τα τριάντα. Συνομήλικός μου. Τώρα ήταν ο Ευκλείδης που κοίταζε προς τα πάνω και ο ρου-που προς τα κάτω. Εκείνες τις στιγμές εγώ συνέχιζα να κάθομαι στο παγκάκι, πιέ­ζοντας στη χούφτα μου το κρύο σάντου­ιτς, σιωπηλός παρατηρητής. Βλέποντας το πρό­­βλη­μα σε εξέλιξη, όντας προφανώς ο περισσότερο συνετός από τους τρεις και ο μοναδικός που θεωρητικά αποδεχόταν τη βία μόνο ως μέσο συλλογικής δράσης, σηκώθηκα και μπήκα ανά­μεσά τους, στο μισό μέτρο που τους χώριζε. Έπιασα από τους ώμους το φίλο μου και προσπάθησα να τον τραβήξω μαλακά. Είχα την πλάτη γυρισμένη στο Ρωσοπόντιο. Ο Ευκλείδης με αγνόησε, δε σταμάτησε να κοιτάει ίσια στα μάτια τον άλλο και έριξε το βάρος του επά­νω μου, με αποτέλεσμα να παραπατήσω και το δικό μου βάρος να πέσει πάνω στον ρου-που. Η σημειολογία του καβγά ήταν πλέον φανερή. Με­ρικοί περαστικοί φαντάροι άρχισαν ήδη να μαζεύονται γύρω μας. Όπως κι ένας ανθυπολοχαγός. Δε θα ήταν πάνω από είκοσι τρία.

 

Γέννησε η αδερφή μου. Αγόρι πάλι. Η μάνα δεν μπορεί να πάει. Είναι δυστυχισμένοι. Αλλά αγέ­ρωχοι. «Οι Ανθογαλίδηδες δεν κλαίνε», σιγομουρμούριζε ο κυρς, «οι Ανθογαλίδηδες αντέχουν», και κοιτούσε ψηλά στη γωνία το εικόνισμα με το καντήλι που ποτέ δεν έχω δει σβηστό. Που φω­τίζει τον προστάτη μας, τον άγιο Θωμά, τον άπιστο.

Φαντάστηκα την Ίσκρα με ανοιχτά τα πόδια να ξερνάει ένα ματωμένο βρέφος.

Οι πατούσες μου με φαγουρίζουν τόσο, που ούτε τα μάτια μου δεν μπορώ να κλείσω πια.

 

«Ανθογαλίδη, πάλι μαλακίες κάνεις; Τι εμφάνιση είναι αυτή; Πώς είσαι έτσι, ρε; Έλα μαζί μου». Στρέφεται σε μένα και στον Ευκλείδη. «Τι έγινε εδώ;» «Τίποτα, κύριε ανθυπολοχαγέ», του απάντησα.

«Τι τίποτα, ρε ψάρακα; Αναφέρσου, ρε! Κά­τσε προσοχή, ρε! Μου κάνεις και τον έξυπνο. Έλα κι εσύ μαζί μου! Κι εσύ», λέει στον Ευκλείδη. «Θα αναφερθείτε μια και καλή στον κύριο διοικητή. Διαλυθείτε οι υπόλοιποι, πηγαίνετε στους λόχους σας, σε τρία λεπτά έχει ανα­φορά. Τσακιστείτε!»

Προσέχει το τενεκεδάκι της Pepsi. Το σηκώνει, το μυρίζει. «Θα πάρουμε κι αυτό μαζί στον κύριο διοικητή. Κάποιοι πρέπει επιτέλους να γίνουνε στρατιώτες. Καλοπερασάκηδες! Πάρ­τι τον περάσατε το στρατό!»

 

Δεν απέφερε πολλά η σημερινή εξόρμηση. Δύο κιλά νεράντζια και μερικά φραγκοστάφυλα. Ο κυρς πούλησε χτες τον καλό, χρυσό δίσκο για ένα κοτόπουλο. Φάγαμε καλά μετά από μέρες. Δε μένουν και πολλά να πουλήσουμε. Η μάνα συνεχίζει μια φορά την εβδομάδα να πλένει τα παντζούρια και να προσεύχεται μπροστά από τα εικονίσματα τα βράδια που γυρίζει από το λιμάνι και δε φαίνεται το ελληνικό πλοίο.

Δεν μπορώ να βρω την Ίσκρα. Θλίβομαι στη σκέψη ότι μπορεί να έχει πεθάνει κι εγώ δεν την άγγιξα ποτέ. Δεν έχω αγγίξει ποτέ κανονική γυναίκα. Μόνο έχω πληρώσει, πολλά Σάβ­βατα βράδυ.

Αν έχει πεθάνει, θα ήταν δεκαεπτά χρονών.

 

– Εντάξει, καλά είναι. Όχι όπως στη Γε­ωρ­γία. Αλλά είναι ήσυχα.

Λαγκαδίκια λέγεται το μέρος, κοντά στη Θεσσαλονίκη είναι, αν έχεις ακούσει.

Κι έχεις ελευθερία πραγματική.

Πας όπου θέλεις. Αγοράζεις ό,τι θέλεις.

Αν έχεις λεφτά όμως.

Εντάξει, μας φρόντισαν οι άνθρωποι. Οι άλλοι οι δικοί μας γκρινιάζουν, ότι μας παράτησαν και τέτοια, αλλά εγώ παράπονο δεν έχω. Με θυμάσαι εμένα, Τάνια μου.

Μόνο τα καλά βλέπω εγώ.

Απλά οι άντρες εδώ σε βλέπουνε στο δρόμο και σου μιλάνε. Πρόστυχα καμιά φορά. Μη σε μέλλει, από το ένα αυτί μου μπαίνει και από το άλλο μου βγαίνει.

 

Ορκίζομαι στα πόδια μου να μην τους φορέσω ποτέ ξανά παπούτσια.

Μας μήνυσε η Ελβίρα ότι θα φύγει. Ο γαμπρός μου δωροδόκησε κάποιους στρατιωτικούς. Για Μόσχα, με τα παιδιά. Ευτυχώς. Και μετά Ελλάδα. Δεν μπορούν να μας πάρουν μαζί. Το Σοχούμι είναι αποκλεισμένο, άρρωστο, πεινασμένο. Δεν ακούμε πια τους πυροβολισμούς και τους όλμους, δε βλέπουμε τους καπνούς. Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε παράλογο το ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί.

Ο ποντιακός σύλλογος μαζεύει τρόφιμα όπως μπορεί και μας τα μοιράζει τα βράδια. Συχνά οι μαφιόζοι και οι αντάρτες τα παίρνουν όλα. Εδώ και μήνες καμία οικογένεια δική μας, κα­μία, δεν έχει εισόδημα. Όλες έχουν νεκρούς ή απόντες. Ο κυρς γύρισε σήμερα με ένα παλιό ντουφέκι. Το βρήκε σε κάτι χαλάσματα. Μένει να βρούμε και σφαίρες, είπε. Και αν τολμάνε, ας έρθουν στο σπιτικό του.

Με τα χέρια του το έχτισε. Καινούριο. Όλη η περιουσία. Αυτό και το εξοχικό. Που πλέον το έχουμε ξεχάσει. Στην εξοχή μάζεψαν δεκαοκτώ Έλληνες και τους έκαψαν ζωντανούς μέσα σε μια οικοδομή. Και μετά εγκαταστάθηκαν στα σπίτια τους. Από το σύλλογο το είπαν. Δε θα το ξαναδούμε ποτέ το καλοκαιρινό μας. Αλλά αυτό είναι το τελευταίο που μας απασχολεί. Το σπίτι μας εδώ, το τελευταίο μας καταφύγιο, οι επάλξεις μας, τα δύο πατώματα, κήπος και φράχτης ψηλά στο λόφο. Το ότι είμαστε μακριά από το κέντρο μάς έχει σώσει, προς το παρόν. Κάποτε πόσο σίγουροι ήμασταν. Η μάνα δεν πλένει τα παντζούρια. Τα έχουμε πια συνέχεια κλειστά. Υποχρεωτικά.

Ήρθα σε επαφή με ανθρώπους του συλλόγου. Για να βοηθήσω.

Και να βρω την Ίσκρα με κάποιον τρόπο. Την Ίσκρα με κάθε τρόπο.

 

Το διοικητήριο βρισκόταν σε ένα παλιό, πλινθόκτιστο κτίριο, στην άκρη του στρατοπέδου. Διέφερε από τα υπόλοιπα κτίρια. Τα κτίρια που φιλοξενούσαν τους θαλάμους των στρατιωτών ήταν τσιμεντένιες, σύγχρονες, πρόχειρες, μεγάλες και άχαρες κατασκευές. Στο κτίσμα-έδρα της Αρχής του στρατοπέδου, που στην πολιτική ζωή, σε πολιτική έκταση, θα αποτελούσε αξιοθέατο, την έδρα πιθανόν ενός μουσείου, το αρχοντικό μιας ένδοξης οικογένειας, το περιεχόμενο μιας καρτ ποστάλ, μόνο και μόνο αν δεν περιβαλλόταν από ένα φράχτη, μερικές σκοπιές, εκατοντάδες στρατιωτικούς και την απαγόρευση λήψης φωτογραφιών σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, οδηγούσε ένα λιθόστρωτο μονοπάτι, με άψογα παρατεταγμένα παρτέρια στις δύο πλευρές του. Όσο πλησιάζαμε την επιβλητική είσοδο τόσο πιο φροντισμένα γίνονταν τα φυτά, τόσο πιο καθαρό το έδαφος, καταλήγοντας απο­κρουστικά άψογο στα τελευταία μέτρα. Ο Ευ­κλείδης ζήτησε τσιγάρο από τον ρου-που, τον Ανθογαλίδη, με μια θαυμαστή επικοινωνιακή ευελιξία που μάλλον συνηθίζεται στον αντρικό συνωμοτικό κώδικα ενός καβγά, ο ρου-που τού έτεινε πρόθυμα το τσαλακωμένο πακέτο του και φωτιά, ενώ ο ανθυπολοχαγός προχωρούσε μπροστά με γρήγορο βήμα. Εγώ, μόνος και σιωπηλός, ο τελευταίος της πομπής. Με ξύπνησε από τις σκέψεις μου ο βροντερός ήχος της αρβύλας του σκοπού της κεντρικής εισόδου. Είχαμε διανύσει το δρομάκι απελπιστικά γρήγορα και φτά­ναμε προ των ευθυνών μας.

 

Είναι πλέον πολύ επικίνδυνο να κυκλοφορεί κα­νείς έξω. Οι σφαίρες σφυρίζουν και οι μύγες γυρίζουν γύρω από αζήτητα πτώματα. Καθόμαστε κρυμμένοι. Δεν έχουμε κουράγιο να εξοργιστούμε, να πάμε στο λιμάνι.

Έχω ξεχάσει από πότε έχω να αυνανιστώ. Δεν έχω καμία εικόνα στο μυαλό μου πια, γι’ αυτό. Βρήκα στο υπόγειο ένα ξεχασμένο μπουκάλι βότκα. Μέσα σε μια κάσα με εργαλεία. Ο κυρς μου το ευχαριστήθηκε γουλιά γουλιά. Με­θύσαμε. Η φαγούρα εξαφανίστηκε για λίγο από το στρώμα ξεραμένου αίματος που κάλυπτε τις πατούσες μου. Τόσο ώστε να κοιμηθώ.

 

– Μας έδωσαν ένα σπίτι. Σιδερένιο, ξέρεις, τεχνητό. Είκοσι εννιά τετραγωνικά.

Για έξι άτομα. Ναι, είναι και η πεθερά μου και οι γονείς μου.

Λίγο πιο δίπλα, σε άλλο σπίτι, είναι και η αδερφή του Βασίλι, η Ελβίρα, με τον άντρα και τα παιδιά της.

Τον πρώτο χρόνο μάς έδωσαν και χρήματα. Κάπου εκατόν είκοσι χιλιάδες δραχμές. Όσο ένας μισθός, να λέμε. Και λίγο παραπάνω.

 

Μπήκε ο Ιούλιος. Κανονικά αυτή την εποχή θα περνούσα τα απογεύματα στην παραλία. Συλ­λογίζομαι πόσο αγαπώ τον τόπο μου. Με το δάσος, τους λόφους που αγκαλιάζουνε τη θάλασσα. Το θέατρο, το μεταλλικό νερό, ο βοτανικός κήπος. Ο παλιότερος στη Σοβιετική Ένω­ση, λέγανε. Λέγανε, ένα εκατομμύριο κόσμος πως ερχότανε για διακοπές. Τους έκανε καλό το ημιτροπικό κλίμα, το ιδανικό. Αναρωτιέμαι τι θα μείνει μετά τις φωτιές που καίνε για μήνες. Πάντως, σίγουρα όχι οι άνθρωποι.

Σκέφτομαι πόσο μισώ. Γενικά. Τελικά.

 

Στο εσωτερικό του διοικητηρίου δέσποζε μια μεγάλη, λουστραρισμένη ξύλινη σκάλα, που οδη­γούσε σε διάφορα γραφεία. Το μεγαλύτερο ήταν του διοικητή. Με δίφυλλη ξύλινη πόρτα. Το σκηνικό ήταν σιωπηλό και έβγαζε μια αίσθηση παλιομοδίτικης πολυτέλειας και πρόχειρης επιβλητικότητας που γινόταν πιο έντονη από το εκτυφλωτικό καθρέφτισμα της φιγούρας μου στο γυαλισμένο πάτωμα. Τα δευτερόλεπτα της αναμονής ένιωσα να με κυριεύει το σασπένς. Στεκόμουν στα αριστερά του ρου-που, ο Ευκλείδης στα δεξιά του, είχα ταχυπαλμία, ιδρωμένες παλάμες και τις περισσότερες από τις βασικές λειτουργίες μου σε καταστολή. «Λοιπόν, ψαράδες, θα μπείτε και θα παρουσιαστείτε δυνατά, όπως σας έχουμε μάθει». Ήμασταν μόλις μερικά δευτερόλεπτα από την αντιμετώπιση του τέρατος, του διοικητή, που βέβαια η φήμη του, όπως σε όλα τα πράγματα μέσα στο στρατό, αλλά και σε πολλά έξω, τον είχε προλάβει. Θρήσκος, ημίτρελος, εργασιομανής, που τον παράτησε η γυναίκα του με τα παιδιά και ξημεροβραδιαζόταν στο στρατόπεδο. Μύριζε λι­βάνι εκεί έξω.

 

– Μεταξύ μας τα ρώσικα μιλάμε. Και τα ποντιακά, με τους μεγάλους κυρίως.

Αλλά, άμα δε μιλάς τα ελληνικά εδώ, σε κοιτάνε λίγο περίεργα.

Γι’ αυτό τα έχουμε μάθει.

Ξέρεις, για έξω, να βρεις δουλειά και τέτοια.

Δεν έχει πολλή δουλειά. Ποιο πτυχίο;

Ο Βασίλι δουλεύει οικοδομή, αλλά όχι συνέχεια. Κι εγώ καθαρίζω κάνα σπίτι.

Δεν είναι εύκολα, Τάνια μου, αλλά δεν παραπονιέμαι, με ξέρεις εμένα.

Έχουμε και το παιδί τώρα. Έρχεται και το άλλο.

Όχι, ντόπιους φίλους δεν έχουμε. Μεταξύ μας είμαστε.

Εγώ κουβεντιάζω με καμιά γυναίκα στην αγορά, αλλά μέχρι εκεί.

 

Δε μιλάμε πια μεταξύ μας. Τα πρωινά τα περνάμε στο σκοτάδι. Η μάνα έχει ένα αόριστο βλέμμα. Προσπαθεί να κάνει ότι όλα είναι εντάξει. Μας φροντίζει όπως μπορεί, αλλά δε μιλάει. Τα βράδια βγαίνουμε με τον κύρη να φέρουμε ό,τι μπορούμε. Σε διαφορετικές κατευθύνσεις όμως. Ποτέ μαζί. Τουλάχιστον κάποιος να γυρίσει.

 

Μα είμαστε δύο χρόνια πριν αλλάξει η χιλιετηρίδα, σκέφτηκα έξω από το γραφείο του διοικητή, εξετάζοντας πιθανούς τρόπους άμυνας αν τα πράγματα έπαιρναν άσχημη τροπή. Με είχαν συμβουλέψει ότι δύο πράγματα φοβάται όσο τίποτ’ άλλο ο Έψιλον Σίγμα, την Ελληνίδα μάνα και τη δημοσιότητα. Αισθάνθηκα στιγμιαία ανακούφιση γι’ αυτά τα καταφύγια. Αν είχα την ψυχραιμία μου, μέχρι που θα μακάριζα τη σύγχρονη αστική δημοκρατία, που τα βέλη μου εναντίον της είχαν ανάψει την κουβέντα σε αναρίθμητες φοιτητικές κρασοποσίες. Νομίζω ότι εκείνες τις στιγμές είχα μέσα μου και ένα αίσθημα αποστροφής γι’ αυτόν, τον Αν­θογαλίδη τον ρου-που, τον ανθογαμίδη που η προκλητική από μέρους του απουσία συμμόρφωσης προς στοιχειώδεις στρατιωτικούς κανόνες μάς είχε οδηγήσει και τους τρεις σε αυτή την ενοχλητική κατάσταση. Τέτοια συναισθήματα μου δημιουργούσε το ντερέκι στα δεξιά μου.

 

Πολλές φορές γυρίζω στο σπίτι, πάντα ξυπόλυτος, με το σφύριγμα των σφαιρών μαζί μου. Χθες γύρισε μαζί μου μια σφαίρα, τηλεκατευθυνόμενη. Έσκυβα στους τοίχους, αυτή από πίσω. Έτρεχα και αυτή επιτάχυνε. Έστριβα πολλές φορές στις γωνίες, αλλά αυτή δε με έχασε ούτε μία φορά. Πιστή στη μυρωδιά του αίματός μου. Στο περίγραμμα του σώματός μου. Έξω από την πόρτα μου, απελπισμένος, χωρίς ανάσα από το τρέξιμο, αυτή δεν μπήκε, μόνο συνέχισε ευθεία. Μάλλον ήθελε να δει πού μένω. Θα ξανάρθει.

 

Ο ανθυπολοχαγός χτύπησε νευρικά την πόρτα και παρουσιάστηκε με την αρμόζουσα επισημό­τητα. Μας έκανε ένα νεύμα, προχωρήσαμε τρία βήματα μέσα στο γραφείο του διοικητή και πα­ρουσιαστήκαμε στρατιωτικά. Στη δεκαβάθμια κλίμακα απόδοσης σημασίας στη στιγμή, δηλαδή ψαρώματος κατά τη φανταρίστικη αρ­γκό, όπου το δέκα σημαίνει απόδοση απόλυτης σημασίας και το ένα απόδοση καμίας σημασίας, ο ρου-που βρισκόταν στο μηδέν. Εγώ ήμουν ξεκάθαρα στο δέκα και ο Ευκλείδης στο πέντε.

Ο πρόσφατα αποφοιτήσας από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων νεαρός αξιωματικός τα είπε όλα, χαρτί και καλαμάρι. Για τον καβγά, τις χαιρετούρες που δεν κάναμε και το λοιπό πρωτόκολλο που δεν τηρήσαμε, το ουίσκι στο τενεκεδάκι του Ανθογαλίδη και, βέβαια, την εμφάνισή του. Γι’ αυτή την τελευταία δε χρειάστηκε να μιλήσει, έκανε απλώς μια κίνηση με τα χέρια του, δείχνοντάς τον τελετουργικά, από τις σαγιονάρες μέχρι την κορυφή.

 

Οι αντάρτες αφήσανε το ταχυδρομείο να περάσει μετά από τρεις μήνες. «Σημάδι συνεννόησης στα υψηλά επίπεδα», είπε ο κυρς. Το πλοίο έρχεται, δεν μπορεί. Έξι μαζεμένα γράμματα της αδερφής μου. Είναι καλά στην Ελλάδα, ειρηνικά. Μας περιμένουν. Η μάνα ήταν όλη την ημέρα δακρυσμένη.

Τους δίνουν σπίτι και χρήματα. Δουλειά δεν υπάρχει ακόμη. Αλλά κοιμούνται ήσυχοι. Και η γλώσσα. Εύκολη, μοιάζει με τα ποντιακά. Μας δίνουν και την υπηκοότητα, με χαρτιά, επίσημα. Μόνο που πρέπει να πάω στο στρατό. Πάλι. Αλλά μετά από πέντε χρόνια.

Χαραμάδα. Ήταν σαν να φάγαμε το καλύτερό μας γεύμα.

 

Ο διοικητής, πενηντάρης συνταγματάρχης πε­ζικού, μας περιεργάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα. Έπειτα σηκώθηκε χωρίς βιασύνη, έκα­νε αργά τον κύκλο του σκούρου ξύλινου γραφείου του, αντίθετα από τη φορά του ρολογιού, προσπέρασε ένα παλιομοδίτικο γυάλινο τραπεζάκι και στάθηκε μπροστά μου. Έλεγξε μία προς μία τις τσέπες του χιτωνίου μου, όλες κομβιωμένες κατά τα προβλεπόμενα, επανέλαβε το επίθετό μου και ρώτησε από πού είναι ο πα­τέρας μου. Τριπολιτσιώτης και αυτός. Κοντοχωριανοί. Απέκτησα δικαίωμα εντοπιότητας και ένα συναίσθημα αγαλλίασης σε εμβρυακή κατάσταση. Με ρώτησε για τις σπουδές και την ηλικία μου. Όταν του τα είπα και αυτά, με ρώτησε: «Γιατί κάνεις μαλακίες, ρε, ολόκληρος επιστήμονας, λεβέντης από το Περδικονέρι;» «Δε θα επαναληφθεί, κύριε διοικητά», του απάντησα, φωνάζοντας βέβαια όπως είχαμε δα­σκαλευτεί.

Προχώρησε παράλληλα στο ζυγό τριών αντρών που σχηματίζαμε, προσπέρασε τον ρου-που χωρίς να του ρίξει ούτε μια ματιά, και έ­φτα­σε στο δεξί άκρο, μπροστά από τον Ευκλείδη. Ο ανθυπολοχαγός παρακολουθούσε, κάθετα σε μας, σε στάση ημιανάπαυσης, όλη αυτή την ώρα. Χωρίς να τον ρωτήσει τίποτα, ο διοικητής επέπληξε αυστηρά τον Ευκλείδη και αυτός κατέβασε βαριεστημένα τα μάτια. «Ψηλά το κεφάλι, ρε!» του φώναξε.

 

– Ο Βασίλι είναι στο στρατό τώρα.

Ναι, είναι υποχρεωτικό. Επειδή έγινε Έλληνας.

Βέβαια, είχε πάει και παλιά. Επάνω. Στο ναυτικό.

Δε θα κάτσει πολύ. Σε λίγο θα βγει. Δεν του αρέσει.

Είναι και λίγο νευρικός, ξέρεις.

Μετά από όλα αυτά, θέλει να είναι μαζί μας.

 

Πολλές φορές γυρίζω στο σπίτι με τη μυρωδιά των πτωμάτων. Όταν βλέπεις παράθυρα να χάσκουν, σημαίνει ότι οι άνθρωποι πέθαναν, βιά­στηκαν. Συνήθως γύρω στα κουφώματα έχουν ένα μαύρο στεφάνι από τον καπνό. Κάποιες φορές καπνίζουν ακόμα.

Σκέφτομαι ότι αν κάποιος με αγγίξει, θα ουρ­λιάξω από τον πόνο. Της οργής μου.

 

Ύστερα ο διοικητής ανέλαβε το μεσαίο και βα­ρύτερο παραπτωματία της τριάδας. «Θέλουμε και ουισκάκι; Διψάμε; Θα σε ξεδιψάσω εγώ για τα καλά!» Γύρισε στον ανθυπολοχαγό με αυστηρότητα, χωρίς να περιμένει απάντηση: «Αυ­τός δεν είναι που αρνείται να βάλει άρβυλα;» Σε κάθε του φράση η φωνή του ανέβαινε μερικά ντεσιμπέλ. Μέχρι που στο τέλος έγινε εκκωφαντική, για εμένα ομολογουμένως σχεδόν τρομοκρατική. «Πώς είσαι έτσι, ρε; Δίποδο! Ζώο! Ντροπή του εθνόσημου! Σε μαζέψαμε, σε ταΐσαμε και δε σέβεσαι τίποτα! Τι είμαστε εμείς; Μαλάκες; Μαλάκες είμαστε; Εγώ μαλάκας είμαι; Σου φαίνομαι μαλάκας, ρε; Λέ­γε! Κι έρχονται και οι δικοί σας, “Να τα προσέξετε τα παιδιά, μην τα πειράζετε τα παιδιά. Αύριο θα ψηφίζουν τα παιδιά”. Λέγε, ρε! Σου φαίνομαι μαλάκας; Καραγκιόζης; Θα δούμε, ρε, ποιος είναι ο καραγκιόζης!» Ούρλιαζε. Τα λόγια του αντηχούσαν στο ψηλοτάβανο δωμάτιο, χτυπούσαν στους πέτρινους τοίχους, στα γύψινα του ταβανιού, στο ξύλινο πάτωμα, στη λουστραρισμένη πόρτα και γύριζαν επάνω μας με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Τώρα καταλαβαίνω την ασημαντότητα των λόγων, τη γραφικότητα του ατόμου. Τότε, δύο μόλις μέρες στον κόσμο της υποχρεωτικής θητείας, ένιωθα το διοικητή σαν ένα μικρό θεό, με πλημμύριζε η εσωτερική ανάγκη κατευνασμού του και από­σπασης της εύνοιάς του. Τον ψηλό ξένο φαντάρο δίπλα μου τον έπνιγε μια ένταση που μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι. Την ένιωθα, δίπλα μου, στη μια πιθαμή που μας χώριζε. Η τελευταία κίνηση του διοικητή, που δεν προβλέπεται από κανένα κανονισμό, ήταν να τον τραβήξει απότομα από το ξεκούμπωτο πέτο του χιτωνίου του. Μετά, ο ρου-που έβγαλε μια κραυ­γή που όμοιά της δεν είχα ξανακούσει, αλλά έχω την εντύπωση ότι ο ίδιος είχε ξαναεκστομίσει. Ήταν μια κραυγή με την οποία είχε οικειότητα. Γνωρίζονταν καλά.

Ο επόμενος ήχος που θυμάμαι ήταν από την προσγείωση του πατριώτη μου του συνταγματάρχη με την πλάτη πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι του, που διαλύθηκε σε δεκάδες κομμάτια, γεμάτα θολό αίμα.

 

Δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Κοίταξα από μια χαραμάδα στο παντζούρι. Περίπου δέκα αντάρ­τες, με στρατιωτικά ρούχα, μαζί με τρεις τέσσερις με δερμάτινα, είχαν μπει στην αυλή μας. «Γκρέκοι, ανοίξτε», φωνάζανε και κλότσαγαν την πόρτα.

Στο σύλλογο το είχανε προβλέψει. Όποιοι νικήσουν θα τα βάλουν πρώτα με τους εχθρούς και μετά με τους ξένους. Στα ίσα. Για την ιδιοκτησία. Αυτοί μάλλον νικάνε. Κι εμείς ήμαστε ξένοι τελικά. Πάντα ήμασταν ξένοι.

Ο κυρς άρπαξε το ντουφέκι χωρίς σφαίρες. Η μάνα σκυθρωπή. Δε φοβόταν, η μόνη. Τους είπα να περιμένουν μέσα και ότι θα μιλήσω εγώ. Άνοιξα την πόρτα. Ο επικεφαλής μού ανακοίνωσε ήρεμα ότι είχαμε δύο ώρες να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας. Αυτό δε γινόταν. Με έπιασε με το ένα χέρι από το πέτο και το άλλο από το λαιμό. Έχασα τον εαυτό μου. Ούρλιαξα και τον έσπρωξα. Έπεσε κάτω. Με πέταξαν κάτω. Τα κλείστρα των καλάσνικοφ ακούστηκαν καθαρά να οπλίζουν στην πρωινή ησυχία. Τα άκουσα πριν καν ακουμπήσω με δύναμη, με το πρόσωπο, το έδαφος. Ο κυρς βγήκε από την πόρτα πίσω μου γραπωμένος από το άδειο ντουφέκι του.

Μια ριπή κι ένας γδούπος και η φωνή της μάνας μου. Έσκυψα πάνω από το άψυχο πατρικό σώμα. Δεν ήμουν άνθρωπος. Το αίμα του κυλούσε στα σκαλιά και έβρεχε και ανακούφιζε τις πληγές στις πατούσες μου που είχαν ανοί­ξει πάλι.

Μπήκε από την πόρτα της αυλής ο Μιχαήλ, ο συμμαθητής μου. Μου έτεινε το χέρι. «Γκρέκο, φίλε μου, δεν έπρεπε να γίνει έτσι, δεν πρόλαβα». Διέταξε με χαμηλή φωνή τους άντρες με τα δερμάτινα και τους άντρες με τα στρατιωτικά και έφυγαν. Το βλέμμα της μάνας μου κόλλησε στις πλάτες τους άγριο, αιμοβόρικο σαν βδέλλα.

 

– Τον περιμένω πώς και πώς.

Λέμε, μόλις έρθει, να μετακομίσουμε σε κανονικό σπίτι. Να ξεκινήσουμε κι εμείς επιτέλους.

Έχει μιλήσει με έναν παλιό Πόντιο εδώ που έχει μαγαζιά και είπε θα τον πάρει στη δουλειά μόνιμα.

Εννοείται, στεναχωριέμαι και μου λείπει, βρε Τάνια.

 

Δε θυμάμαι πολλά από εκείνες τις στιγμές. Οι πρώτες βοήθειες στο διοικητή, το ξεχείλισμα της οργής μας για το Ρωσοπόντιο. «Τι κάνεις, ρε μαλάκα;» κραυγάσαμε με μια φωνή, με τον Ευκλείδη και τον ανθυπολοχαγό. Αυτός έσυρε τις παντόφλες του και κάθισε καρτερικά στον καναπέ. Δεν έβγαλε άχνα μετά το ουρλιαχτό του. Πρώτα ήρθε το ασθενοφόρο της μονάδας και παρέλαβε το διοικητή που σφάδαζε, μέσα στα αίματα. Είχε κοπεί άσχημα.

Καθισμένοι στον καναπέ οι τρεις μας, κοιτάζαμε το κενό. Από πάνω μας ο σκοπός, κοίταζε σαν χάννος. Με το όπλο του προτεταμένο και το γεμιστήρα κουμπωμένο στη θέση του, κατόπιν διαταγής του ανθυπολοχαγού που πή­γαινε πάνω κάτω ακατάπαυστα. Σκεφτόταν αν είχε κάνει όλα τα προβλεπόμενα. Σε λίγο θα ερχόταν από τα σπίτια τους οι άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί της μονάδας και θα έφευγε το βάρος από πάνω του. Τελικά, τους πρόλαβε όλους η στρατονομία.

Ξεπροβάλαμε με χειροπέδες, πισθάγκωνα, στο πλατύσκαλο του διοικητηρίου. Είχε σκοτεινιάσει τελείως πια. Στο βάθος, η βραδινή αναφορά είχε τελειώσει, αλλά διακρίνονταν οι σκιές των φαντάρων που ήταν ακόμα έξω και κοίταζαν από μακριά προς το διοικητήριο. Πόσο ήθελα να ήμουν κι εγώ σε κάποιο από τα πηγαδάκια εκείνα και να συζητώ για το ασθενοφόρο, για τη στρατονομία, για το ποιοι είναι μπλεγμένοι στην ιστορία και ποια είναι η ιστορία. Φέρνω στο μυαλό μου τους φάρους από τα τζιπάκια που ήρθαν να μας πάρουν, λίγο πριν κατέβουμε τα σκαλιά, να περιστρέφονται δαιμονισμένα και να χαράζουν το σκοτεινό στρατόπεδο με δέσμες μπλε ιλεκτρίκ φωτός. Πίσω μου ο ήχος από τις σερνάμενες σαγιονάρες του ρου-που στο γυαλισμένο μάρμαρο. Τον χτύπησαν πολύ γιατί δεν τους άφηνε να τον ακουμπήσουν.

 

– Ναι, Τάνια μου, θέλουμε κι εμείς πολύ να ξανάρθουμε.

Κι εσύ να έρθεις να μας δεις. Μόλις φτιάξουν λίγο τα πράγματα, θα σας καλέσουμε.

Σε κάνα δυο χρόνια, μέχρι το 2000 θα είμαστε καλύτερα. Σίγουρα.

Να έρθετε να το γιορτάσουμε μαζί.

Με τον άντρα σου και το παιδί σου.

 

Η διαδρομή μέχρι την Ξάνθη κράτησε δυόμισι ώρες. Μείναμε στο ίδιο κελί μέχρι το ξημέρωμα. Περάσαμε το βράδυ να προσπαθούμε να ανακουφίσουμε το Βασίλι, που για υποδοχή τον χτύπησαν πάλι. Να σταματήσουμε την αιμορραγία. Έφτυνε αίμα και βλαστήμαγε στα ρώσικα. Τα κοινωνικά μου ρεφλέξ είχαν ξυπνήσει και είχα προσχωρήσει πια κι εγώ στη συνωμοτικότητα του καβγά. Ένιωθα θυμό για την κατάσταση στην οποία είχαν φέρει τον ξυπόλυτο, πληγωμένο, ξαπλωμένο γίγαντα μπροστά μου, πάνω στο τσιμέντο του κελιού. Ήταν τόσο στενάχωρα, που μόλις και μετά βίας χώραγε να απλώσει το κορμί του. Κάποια στιγμή με κοίταξε ίσια στα μάτια. Δεν άντεξα το βλέμμα του και έστρεψα αλλού το κεφάλι μου, δήθεν ότι κάτι έψαχνα με άγχος για να τον βοηθήσω κι άλλο. Εκεί, μέχρι να χαράξει, μας τα είπε όλα, για την πατρίδα του, για τη γυναίκα του, για το παιδί του και για το άλλο που ήταν στα σκαριά. Πάντα θεωρούσα τις ενοχές ευτελές συναίσθημα, αλλά εκείνες τις στιγμές το ευτελές αυτό συναίσθημα με είχε κυριεύσει και έδωσα μια σιωπηλή υπόσχεση στον εαυτό μου που τελικά την κράτησα.

 

Θάψαμε τον κύρη μου στην πίσω αυλή. Με κίνδυνο της ζωής του ήρθε ο παπάς από το σύλλογο και δυο τρεις άλλοι.

Δεν έχω κλάψει. Κι η μάνα δεν έχει μιλήσει. Δεν ξύνομαι πια.

Θέλω να βγάλω επιτέλους τις σκέψεις από το μυαλό μου, με έναν πυροβολισμό στο κεφάλι. Αν είχα σφαίρες.

 

Λίγο πριν αρχίσει το αυτόφωρο, μας έβαλαν και τους τρεις σε ένα άλλο δωμάτιο, μας έδωσαν καινούρια ρούχα και παπούτσια, στολές εξόδου, μας εξήγησαν τη διαδικασία, μας γνώρισαν τους διορισμένους δικηγόρους μας και μας ενημέρωσαν για το περιβόητο δικαίωμά μας να τηλεφωνήσουμε στους δικούς μας. Ο λοχαγός της στρατονομίας, που ήταν υπεύθυνος για όλα αυ­τά, μας ενημέρωσε ότι ο διοικητής έχασε το αριστερό του μάτι από ένα γυαλί, αλλά μπόρεσε και έδωσε κατάθεση από το νοσοκομείο. Γύ­ρισε σε μένα και τον Ευκλείδη και έκανε ένα νεύμα που σήμαινε: «Εσείς μην ανησυχείτε, είστε καθαροί». Μετά έδειξε τον Ανθογαλίδη και έσφιξε τα λεπτά χείλια του κουνώντας πάνω κάτω το φαλακρό του κρανίο, ως προμήνυμα του τι περίμενε το ρου-που μας.

Το μαύρο τηλέφωνο ήταν πάνω στο μεταλλικό γραφείο με την ξεφτισμένη δερμάτινη επένδυση. Ο λοχαγός έπιασε το ακουστικό, ετοίμασε το δάχτυλό του πάνω από το καντράν και γύρισε σε μένα. «Ακούω νούμερο και πρόσωπο». Πήρα τη μάνα μου. Όπως και ο Ευκλείδης. Τελευταίος ο Ανθογαλίδης ζήτησε να του καλέσει τη γυναίκα του, σε κινητό τηλέφωνο. Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουσα να μιλάει ήρεμα μετά το περασμένο απόγευμα, δεκαπέντε ώρες πριν. «Μου ’μαθες και τα κινητά, ψωμόλυσσα. Θα μας χρεώσεις και την υπη­ρεσία τώρα». Ο Πόντιος τον κοίταξε ίσια στα μάτια και επανέλαβε αργά, με σταθερή φωνή, το νούμερο.

 

– Σε αφήνω τώρα. Χτυπάει το τηλέφωνο!

Το άλλο, το κινητό. Έχουν έρθει εκεί τα κινητά; Μεγάλη ευκολία!

Το έχεις πάντα μαζί σου. Στη δουλειά, στα ψώνια.

Σε φιλώ, Τάνια μου. Πρέπει να είναι ο Βασίλι. Έχουμε από χτες να μιλήσουμε.

Θα έχει νέα. Μπορεί να πήρε άδεια που ήθελε για να κάνει κάνα μεροκάματο.

Τα λεφτά τελειώνουν πάλι.

 

«Σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 2287 του 1995, άρθρο 59, παράγραφος 1, ο στρατιώτης πεζικού Ανθογαλίδης Βασίλειος του Ια­κώβου κρίνεται ένοχος για βιαιοπραγία κατά ανώτερου αξιωματικού και καταδικάζεται σε οκτώ χρόνια κάθειρξη. Θα εκτίσει την ποινή του στις Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνα», η ετυμηγορία του Αυτόφωρου Στρατοδικείου, μόλις το μεσημέρι. Εγώ και ο Ευκλείδης αθώοι, κα­τόπιν της απαλλακτικής κατάθεσης ανθυπολοχαγού και διοικητή. Την ώρα που τον έπαιρναν, γύρισε πάλι και με κοίταξε. Αυτή τη φορά κρατήθηκα στην υπόσχεσή μου και δεν απέστρεψα το βλέμμα μου.

 

15 Αυγούστου. Της Παναγίας. Ξύπνησα, δεν κοιμόμουν, από τη μυρωδιά του λιβανιού. Κατά το μεσημέρι, τότε που παλιά θα τρώγαμε και θα χορεύαμε και θα σηκώναμε τις σημαίες, πάλι δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Δεν ένιωσα φόβο, ούτε οργή, για πρώτη φορά. Άνοιξα. Ένα παιδί, δέκα χρονών. Δικό μας φαινόταν, δεν το ήξερα όμως.

Ήρθε το καράβι, ήρθε το καράβι. Έφυγε τρέχοντας, όπως ήρθε. Η μάνα μου, στα μαύρα, με κοίταξε δακρυσμένη και μου είπε: Ομούτ*, Βασίλι. Ομούτ.

 

Έχει μποτιλιάρισμα στην εθνική οδό και δίπλα μου ο Ευκλείδης, πιο μαυριδερός και ευτραφής από ποτέ, ακολουθεί το ρυθμό από το ραδιόφωνο χτυπώντας τα δάχτυλά του στο ταμπλό. Από τον καθρέφτη, βλέπω την Ίσκρα στο πίσω κάθισμα με το βλέμμα να ταξιδεύει.

Ανησυχώ για την κόρη μου. Της έχω μιλήσει για τον πατέρα της. Πώς θα τον δεχτεί; Καινούρια παρουσία. Αναστάτωση. Το μεγάλο δεν τον φοβάμαι. Είναι δυνατός. Τον ξέρει, τον χρειάζεται.

Η κόρη της παίζει με τις ξανθές μπούκλες μιας ταλαιπωρημένης κούκλας, με οκτάχρονη σοβαρότητα. Κι ο δεκάχρονος Ιάκωβος έχει κολλημένη τη μύτη του στο παράθυρο και πα­ρακολουθεί με αδιασάλευτη προσοχή τα αυτοκίνητα που κινούνται σημειωτόν γύρω μας. Πιάνω δεξιά μόλις βλέπω την ταμπέλα για τον προορισμό μας.

Ο ήλιος με τυφλώνει, αλλά τρέμω. Ακόμα έχω στα αυτιά μου τον ήχο από τη σιδερένια πόρτα που έκλεισε πίσω μου. Τους περιμένω. Να ξεκινήσουμε. Πού είσαι, φίλε μου; Έχετε αργήσει.

Η μικρή, που θα δει σήμερα για πρώτη φορά τον μπαμπά της, και θα τον δει μόνο ελεύθερο, έτσι ήθελε εκείνος, πιάνει το ρυθμό και αρχίζει τα παλαμάκια. Τη βλέπω και ανεβάζω την έντα­ση, γυρίζοντας ίσια μπροστά και επικεντρώνοντας στις λευκές διαγραμμίσεις του δρόμου για να διώξω έναν κόμπο στο λαιμό μου.

Να τος! Ο όμορφός μου. Ο δυνατός μου. Ήρθα να σε πάρω, άντρα μου. Για πάντα.

Φτάνουμε έξω από την πύλη και τον βλέπουμε. Ψηλός, περίοπτος, λίγο κουρασμένος, σχεδόν σαράντα πια, με ένα σακβουαγιάζ στο ένα χέρι, τσιγάρο στο άλλο και γαλάζιες σαγιονάρες. Κάτω από τη μασχάλη του ένα χοντρό τετράδιο. Ελπίζω να μου το δώσει, όπως το άλλο.

Ήρθαν οι δικοί μου. Θέλω να περάσω απέναντι, να πάω στο αμάξι, αλλά δεν μπορώ να κάνω βήμα. Έχω μαρμαρώσει.

Η Ίσκρα ανοίγει την πόρτα, «Πηγαίνετε στον κύρη σας». Ο Ιάκωβος παίρνει από το χέρι τη μικρή και προχωρούν διστακτικά. Είναι Δε­καπενταύγουστος του 2006 και η ζέστη είναι αφόρητη στον Αυλώνα.

* Πατρίδα μου, σε γυρεύω σαν καταραμένος – ποντιακό δημοτικό.

Ειχες κατεβασει τα ρολά κι είχες ανάψει τη λάμπα για να διορθώσεις διαγωνίσματα, παρασυρόσουν όμως από μικροπράγματα, ίσως έφταιγε κι εκείνο το βάρος στο στομάχι σου, τον τελευταίο καιρό βασανιζόσουνα με τα έντερα, τα συμπτώματα δυστυχώς χειροτέρευαν από το βρόχο της καθημερινότητας, το μόνιμο βάλτωμα στη δουλειά. Όλα πλέον σου έφταιγαν, τα κωλόπαιδα που για ψύλλου πήδημα σε αμφισβητούσανε, οι συνάδελφοι που σε ανταγωνίζονταν, οι γνώσεις και οι εμπειρίες σου που παρέμεναν στάσιμες, κερασάκι στην τούρτα του ανικανοποίητου ο πενιχρός σου μισθός.

Φούσκωνες και ξεφούσκωνες όταν η Άννα μπήκε στο δωμάτιο, στο δεξί χέρι η βαλίτσα και στο μπράτσο το φθαρμένο της παλτό, δε θυμάσαι τι ακριβώς σου έλεγε –κάτι ότι την κούρασες, κάτι ότι δεν την κατάλαβες, κάτι ότι την είχες αγνοήσει–, τούτη τη φορά δεν αντιμίλησες ούτε και την εμπόδισες, άκουσες μόνο την πόρτα που βρόντηξε, το χαρακτηριστικό ρέψιμο του ασανσέρ που την έπαιρνε, φαντάστηκες το κουβούκλιο ν’ ανοίγει το στόμα του και να την καταπίνει.

Με την πάροδο των ημερών άρχισες να διαπιστώνεις την έλλειψη, πράγματα σημαντικά και πλέον ασήμαντα (ίσως και το αντίθετο), το ξώπλατο γυναικείο φόρεμα που κάποτε σε σκανδάλιζε, τα ψηλοτάκουνα σανδάλια της που δεν υπήρχαν πια στην ντουλάπα, κανένα σημείωμα στο τραπεζάκι του καθιστικού, καμιά υπενθύμιση στην πόρτα του ψυγείου, στα συρτάρια ένα παλιό δικό της κουμπί ή κάποιο αχρησιμοποίητο εισιτήριο λεωφορείου, και τα βράδια να μεταμορφώνεσαι σε μηρυκαστικό, αναμασώντας ξανά και ξανά το curiculum της ζωής σου.

Αντώνιος Καζαμίας. Γόνος δευτεροκλασάτων ομογενών από την Αίγυπτο, ένα μαγαζί με υφάσματα και τέσσερα κρουαζιερόπλοια που «όργωναν» το Νείλο. Πρόγονοι πρόσφυγες – από τη Σμύρνη του ’22 στην Ιμπραϊμία της Αλεξάνδρειας, σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα που μάλ­λον το πήρε το κύμα.

Αναγκαστικός συνεταιρισμός του μπαμπά με Αιγύπτιο, η πτώχευση του μπαμπά, η αποδημία της οικογένειας, από το Σπετσεροπούλειο του Καΐρου μαθητής σε γυμνάσιο στα Πατήσια.

Στην Αθήνα ο μπαμπάς ανοίγει ψιλικατζίδικο δίπλα σε αστυνομικό παράρτημα, μαζί με τσατσάρες και τσιχλόφουσκες πουλάει χαρτόσημα και συμπληρώνει αιτήσεις αναλφάβητων, οι συγγενείς από το σόι της μαμάς λένε πως έχει επαξίως αποδεχτεί το ρόλο του φτωχορουφιάνου. Στο σχολείο δεν είσαι πια ο Αντουάν, είσαι ο Αντώνης ο μουγγαμάρας. Αυτός που έχει έρθει από κει που οι άνθρωποι περιφέρονται τσί­τσιδοι, ουρλιάζουν αντί να μιλούν, κι όταν δεν παίζουν ταμ ταμ, τρώνε άλλους ανθρώπους. Κι εσύ που τους μισείς, δεν κάνεις άλλη δουλειά από το να τους επιβεβαιώνεις. Ζωγραφίζεις ζώα με χέρια ανθρώπινα, ανθρώπους με πόδια ύαινας, γερακιού, αγελάδας. Βάζεις τίτλους τρομακτικούς: ο άνθρωπος που γάβγιζε, η σκύλα που μιλούσε, κι από κάτω, φαρδιά πλατιά τα ονόματά τους.

Κάποτε όμως τελειώνεις με τα εικαστικά σου πονήματα, τα πάντα γύρω σου εξαφανίζονται, γράφεις και διαβάζεις ακαταπαύστως. Αν και συνεχίζεις το ίδιο μονόχνοτος, γίνεσαι πλέον ο άριστος των αρίστων.

 

Ίσως και τίποτα να μην άλλαζε αν εκείνη δε σ’ εγκατέλειπε, αν εσύ δεν ανακάλυπτες το φά­κελο με τις πυραμίδες στο γραμματόσημο, κάτω από διαφημιστικά φυλλάδια και ληξιπρόθεσμους λογαριασμούς κοινοχρήστων. «…Αγαπητέ κύ­ριε Καζαμία, ο φιλόλογός μας απεβίωσε, και αν ακόμα ενδιαφέρεστε, μπορείτε να έρθετε σε αντι­κατάστασή του…»

Όρθιος μπροστά στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας, με το βλέμμα στα τρία υπερμεγέθη πορτρέτα της μητέρας σου –η μαμά μαθήτρια, η μαμά δεσποινίς, η μαμά μαμά–, μέχρις εδώ ήτανε, σκέφτεσαι, κι από την ακινησία της πα­ραίτησης ρίχνεσαι στην υπερδραστηριότητα της προετοιμασίας. Ξεθάβεις πτυχία και συγκεντρώ­νεις μόρια, υπολογίζεις κλιμάκια και χρόνια εργασίας, μπουκάρεις σε γραφεία ποντικομούρηδων υπαλλήλων και πολιτικάντηδων, στοχεύοντας φυσικά και στο παχυλό επιμίσθιο, καταφεύγεις σε φίλους και γνωστούς, επιστρατεύεις λυτούς και δεμένους.

«Είμαι Αιγυπτιώτης γέννημα θρέμμα», ωρύ­εσαι, «και οφείλετε αυτό να το σεβαστείτε».

Στον εαυτό σου είπες πως έφευγες χωρίς ν’ αφήνεις πίσω σου εκκρεμότητες, είπες και τ’ άλλο, πως τάχα μου οι άνθρωποι δεν ήταν για να τους εμπιστεύεσαι, τη μια σε ανακηρύσσουν βασιλιά, την άλλη σε οδηγούνε στην γκιλοτίνα.

Μια μέρα πριν την οριστική σου αναχώρηση, την έστησες έξω από το πατρικό της Άννας. Την είδες και, αντί να την πλησιάσεις, κο­κάλωσες, το σώμα σου λες και σ’ το είχαν μπα­ζώσει με τσιμέντο. Προσπέρασε αυτή με ύφος αδιάφορο, συνέχισες εσύ να την κοιτάς σαν χα­μένος. Γύρισες στο σπίτι κι έπεσες στο κρεβάτι με τα ρούχα σου, ούρλιαξες κι ύστερα έκλαψες μέχρι ν’ ασπρίσουν τα μάτια σου, κοιμήθηκες με το πρόσωπο πρησμένο, τα χείλη υγρά.

Την επομένη βρισκόσουν κιόλας έξω από την αίθουσα αφίξεων του αεροδρομίου στο Κάιρο, δίπλα σε άντρες μελαψούς, γυναίκες παχιές και μπαμπουλωμένες. Ζεστός αέρας σε τύλιγε, τα μάτια σου χάνονταν σε ορίζοντες κίτρινους, το σύμπαν μια κατσαρόλα που σιγόβραζε κι ο ουρανός από πάνω σου ένα γκρίζο σελοφάν.

Προχώρησες με τα μάτια μισόκλειστα, την κούραση να σκάβει λαγούμι μες στο στομάχι σου, σαν τη βροχή σε χώμα που μουλιάζει. Οι δύο τιγκαρισμένες βαλίτσες έτριζαν πάνω στα καρούλια τους, η καθεμιά τους θα πρέπει να ζύγιζε πάνω από πενήντα κιλά. Στη δεξιά είχες τα βιβλία σου, στην αριστερή τα ρούχα και τέσσερα μπουκάλια με ποτό^ έτρεμες μη σπάσει το γυαλί και μείνεις απαρηγόρητος, μέχρι το επόμενο ταξίδι σου μ’ αυτά έπρεπε να τη βγάλεις.

Όταν έφτασες στο τρίγωνο που σχημάτιζε το ελληνικό κτιριακό σύμπλεγμα, το ταξί σταμάτησε, ο οδηγός σε σκούντηξε και σου ζήτησε τα διπλά. Διαμαρτυρήθηκες, σε άρπαξε αυτός από το γιακά. «Μη με ζορίζεις, είμαι και άρρωστος», ούρλιαξε, το μάτι εξόφθαλμο, ένα τεράστιο εξόγκωμα στο λαιμό.

Τα λόγια του δε σε πτόησαν, πλήρωσες αυτά που από την αρχή συμφωνήσατε ότι θα πλήρωνες, άρπαξες τις βαλίτσες σου κι άρχισες να απομακρύνεσαι βιαστικά. Τη στιγμή που διέσχιζες το διάζωμα, ένα χέρι σε τράβηξε με δύ­ναμη, είδες το ταξί δύο σπιθαμές πριν από τα πόδια σου, τον ταξιτζή έτοιμο να σε κάνει κομματάκια. Έντα μαγκνούν;* φώναζαν κάποιοι γύρω σου, δεν κατάλαβες, το φανάρι είχε ανάψει πράσινο για τους πεζούς, ο ταξιτζής ήταν αυτός που έπρεπε να σταματήσει. Είδες τότε έναν ρακένδυτο να δείχνει με το δάχτυλο τα μπα­γκάζια σου, μις μαγκνούν, χάουα χαουάγκα** τσίριξε, τράβηξε ο άλλος που πήγε να σε γλιτώσει το χέρι του από πάνω σου, άνοιξε το στό­μα κι έριξε τη ροχάλα καταγής.

Χαουάγκα; Εσύ ήσουν ο χαουάγκα; Από τις μπαμπούσκες της μνήμης σου βγήκαν το ένα μετά το άλλο τα παλιά σχήματα, οι αλλοτινές μορφές. Είδες ξανά το πατρικό σου στο Κάιρο, τα μαρμάρινα τζάκια και τα ταβάνια με τους χρωματιστούς πολυέλαιους, τη μαμά να πλέκει στην πολυθρόνα της, τον μπαμπά να φτιάχνει στον τοίχο σκυλάκια-σκιές με τα δάχτυλα, για να σε διασκεδάζει.

Σύρθηκες κατά μήκος του φθαρμένου μαντρότοιχου με τις ροδέλες από τις βαλίτσες σου να χαράζουν μαγκουρίτσες και ημικύκλια πάνω στο κράσπεδο, ίχνη από αναπάντητα ερωτηματικά. Μπροστά στην παλιά καγκελόπορτα επιγραφή καμιά. Δεν μπορεί, συλλογίστηκες, σέρα Σαλάχ ελ ντιν* είχες διαβάσει πάνω στο μαντρότοιχο, έβλεπες κιόλας το αέτωμα της Μελαχροίνειου, τον τρούλο του Αγίου Νικολάου, το παλιό οικοτροφείο στα δεξιά. Δεν πρόλαβες να παραμερίσεις το ξεχαρβαλωμένο κάγκελο, σαν από το πουθενά μια αγέλη σκύλων όρμησε καταπάνω σου, κάνα δύο γρύλισαν και το στόμα τους άφρισε, όχι, αυτά δεν ήταν σκιές στον τοίχο της μνήμης σου, ήταν αληθινά. Ταλαντεύεσαι, πισωπατάς. Η τρίχα κάγκελο, οι βα­λίτσες παρατημένες καταγής. Για καλή σου τύχη, από το βάθος της αυλής ένας αράπης άρχισε να φωνάζει ονόματα, οι μούργοι έτρεξαν προς το μέρος του, είδες εκείνους που σου γάβγιζαν να τρίβονται πάνω του, έναν καφετί με σγουρό τρίχωμα να ξαπλώνει ανάσκελα, σε θέση υποταγής.

Πάνω από το τετράγωνο κτίριο οι τρεις τα­μπέλες σού έγνεψαν τέλος παρηγορητικά. Η πρώτη, αρχαιοπρεπής και σε σκαλισμένη πέτρα, έγραφε «Σπετσεροπούλειο Οικοτροφείο» ή μάλλον «Οι οτροφείο», με το κ μετέωρο, ακα­λαίσθητες και με μπλε μπογιά οι μεταγενέστερες: Αχιλλοπούλειος και Αμπέτειος Σχολή Καΐ­ρου.

Ύψωσες το βλέμμα στο Σπετσεροπούλειο, ένα ένα άρχισες να μετράς τα παράθυρα, όταν έφτα­σες στα εβδομήντα δύο, σταμάτησες^ το ερώτημα ήρθε και σκάλωσε πάνω στα χείλη: Ποιοι και γιατί καθάριζαν τριάντα οκτώ αίθουσες για μια χούφτα μιγάδες; Αέρας και σκόνη σηκώθηκαν, ένας χυλός από άμμο σού μπήκε στα μάτια.

Με τη σημαία της χώρας σου μισοκρυμμένη πίσω από τις φυλλωσιές, την ντόπια να κυ­ματίζει πάνω στη στέγη, το νοτισμένο ωχροκίτρινο των ντουβαριών ένα με το χρώμα της άμμου, όλα πλέον παρέπεμπαν σε στρατιωτικό καμουφλάζ.

Στον πάλαι ποτέ επιβλητικό προθάλαμο τα πορτρέτα του ζεύγους Σπετσερόπουλου είναι τα μόνα που αναγνωρίζεις. Ο κύριος με το παπιγιόν, η κυρία με το μεταξωτό φουστάνι και το ματογυάλι^ με εξαίρεση τα μεγάλα σκασίματα πάνω στον καμβά, απαράλλακτη, όπως τη θυ­μόσουν παιδιόθεν.

Γύρω από το τραπέζι του παλιού διευθυντηρίου οι συνάδελφοι, πέντε όλοι κι όλοι στον αριθμό, με το που εμφανίζεσαι, σε περιεργάζονται διερευνητικά. Στην κεφαλή του τραπεζιού κάθεται ο Εφραίμ, παπάς και λυκειάρχης. Με μαύρο ράσο και ασκεπής, πρόσωπο αρυτίδωτο, χαρακτηριστικά λεπτά σαν γυναίκας. Μεσήλικας αλλά καλοδιατηρημένος.

Στα δεξιά του οι καθηγήτριες των οικοκυρικών και της μουσικής, δίδυμες ντυμένες πανομοιότυπα, φουστάνια με λουλούδια σταμπωτά, μαλλιά σε κότσο, στο λαιμό σταυροί με ρου­μπίνια. Γεροντοκόρες με σακουλιασμένα βλέφαρα, σταφιδιασμένα προγούλια. Μόνο στα χέ­ρια το δέρμα τρυφερό, τα νύχια σε άψογα μισοφέγγαρα, καλογυαλισμένα.

Το γυναικείο καρέ συμπληρώνουν η μαθηματικός κι η βιολόγος. Αυτές με στενά κολάν και ξώπλατα μπλουζάκια, ηλίου φαεινότερον πως έχουν έρθει από την Ελλάδα. Η πρώτη μάλλον υπέρβαρη, έχει τα σκέλια ανοιχτά και χαλαρά^ τα ξίγκια σε μέση και κοιλιά σχηματίζουν αλλεπάλληλα βουναλάκια. Σε κοιτά με έκδηλη περιέργεια και σου χαμογελάει. Η δεύτερη λιπόσαρκη, σχεδόν καχεκτική, με τη μού­ρη χωμένη στην οθόνη ενός υπολογιστή χτυπά ακατάπαυστα τα πλήκτρα. Χαιρετιέστε ε­γκάρδια, αλλά πίσω από τα πλατιά χαμόγελα αναφύονται ακούσια μουδιάσματα, μικρά, ανακλαστικά τραβήγματα στα χείλη και στους μυς του προσώπου.

Οι δίδυμες στρέφονται προς το μέρος σου με σφιγμένα τα γόνατα, τα ποδαράκια σταυρωμένα στους αστραγάλους. Λεπίδες τα βλέμματά τους σε σημαδεύουν. Μισοφαγωμένα πορτοκάλια, μπουκάλια αναψυκτικών, τσαλακωμένες εφημερίδες πάνω στο τραπέζι των συνεδριάσεων, κι εσύ, μαζεμένος πάνω στην καρέκλα σου, ρω­τάς αν μπορείς να καπνίσεις. «Και βέ­βαια μπο­ρείς», σου απαντά ο Εφραίμ, «εδώ όλοι καπνίζουν». Βγάζεις το πακέτο από την τσέπη του παντελονιού, στη δεύτερη ρουφηξιά βλέπεις τη μαθηματικό με το μάτι κολλημένο στην άκρη του τσιγάρου σου, πράγμα όχι και τόσο περίεργο αφού το έχεις ανάψει από τη με­ριά του φίλτρου.

Στο κολλάρο της πόρτας κάνει αίφνης την εμφάνισή του ο αράπης που λίγο πριν συνάντησες στο προαύλιο. «Σαμάρα, τι δουλειά έχεις εδώ;» του φωνάζει ο παπάς, κι εκείνος, έτσι όπως στέκεται μπροστά στο αφεντικό –πόδια άνευρα, χέρια κολλημένα στο κορμί– θυμίζει αρχαίο ειδώλιο.

Η μια από τις δίδυμες τεντώνει αίφνης το λαιμό, με ύφος μεμψίμοιρο απλώνει το χέρι να πιάσει το φλιτζάνι με τον καφέ της. Άθελά της η άλλη τη σκουντά, τα ποτήρια τους, κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο, αναποδογυρίζουν. «Τι έκανα η χαδή;» φωνάζει και τραβάει τα μάγουλα, ψευδή που προσπαθεί να τσιρίξει. Πολύ αργά, την εγκύκλιο που αναφέρεται στην απόσπασή σου στο Κάιρο έχει καλύψει πηχτός, μαύρος λεκές, το μισό από το κατακάθι του καφέ τους. Ανέκφραστος ρίχνεις το βλέμμα στο πάτωμα, φτιάχνεις το δικό σου σύνορο με αφορμή τα σπασμένα πλακάκια.

Στο σκοτεινό διάδρομο κάποιοι τώρα μεταφέρουν παπλώματα, κουβέρτες, κρεβάτια. «Το οικοτροφείο θα κλείσει φέτος, απόφαση της κοι­νότητας», σε πληροφορεί ο παπάς με ύφος μάλ­λον ειρωνικό κι αναλαμβάνει να σε ξεναγήσει στους ορόφους. Τίποτα από το μεγαλείο του Αιγυπτιώτη πάροικου, σοβάδες, μούχλα, σκόνη και λίγδα. Παροπλισμένα θρανία, πάγκοι ριγ­μένοι ο ένας πάνω στον άλλο σε σχήμα νεκρικής πυραμίδας. Στο θέατρο της Σπετσεροπουλείου Σχολής, μπροστά στα σπασμένα βιτρό και στα ξεκοιλιασμένα καθίσματα της πάλαι ποτέ αστραφτερής αίθουσας δεν άντεξες άλλο, έκλεισες τα μάτια. Θυμήθηκες εκείνη τη μέρα στο Κάιρο, λίγα χρόνια πριν την αποδημία σου στην Αθήνα.

Οι φίλοι σου πάνω στη σκηνή κι εσύ στο βάθος της αίθουσας τιμωρημένος. Εκτεθειμένος στο γενικό χλευασμό, με το ένα πόδι ψηλά και το στόμα κολλημένο στον τοίχο. Έχεις το μάτι μπλάβο, το δεξί αντίχειρα σπασμένο. Πα­ράσημα από το θείο σου, τον τότε διευθυντή του οικοτροφείου.

Κάποια καλόπαιδα σε πλησιάζουν αθόρυβα και σου τσιμπάνε με δύναμη τα μπούτια. Πονάς αλλά δεν το ομολογείς, σφίγγεις τα δόντια και δε βγάζεις άχνα. Σουβλιές τρυπούν το πόδι που πατάει στο έδαφος, φωτιές καίνε το άλλο που στέκει μετέωρο και με τη γάμπα λυγισμένη, κι η μυρωδιά στον τοίχο από την πρόσφατα φρεσκαρισμένη μπογιά να σου έχει γεμίσει καντήλες το πιγούνι.

Οι επίσημοι στις πρώτες σειρές, ντροπιασμένος εσύ και με το πρόσωπο κολλημένο στον τοίχο. Η αναγούλα ξεκινάει από το στόμα, κα­τεβαίνει στο στομάχι, φτάνει μέχρι την κύστη. Σφίγγεις δόντια και μηρούς, την ίδια στιγμή που το κάτουρο βρέχει τις γάμπες σου, ένα ξε­ρατό όλο χολή βάφει πράσινα τα πλακάκια.

Ήταν τότε που είχατε πετάξει τις σπανακόπιτες στον καμπινέ και βούλωσαν οι αποχετεύσεις; Τότε που είχατε μπουκάρει στην κουζίνα του οικοτροφείου βραδιάτικα τσακίζοντας τους λουκουμάδες; Τότε που σας είχαν πιάσει να φουμάρετε στη ζούλα; Τότε; Στο πρώτο σέρ­τικο τσιγάρο της ζωής σου; Δε θυμάσαι πια τη ρίζα του πόνου και του κολασμού σου.

 

ΙΙ

 

Δωμάτιο στοιχειωδώς επιπλωμένο. Ένα καθιστικό, μια λεκάνη για τις ανάγκες σου^ το μπάνιο κοινό στο διάδρομο, αλλά ευτυχώς είσαι μόνος εδώ, οι Ελλαδίτισσες έχουν νοικιάσει σπίτι στη Σούμπρα. Έπιπλα γυμνά, ούτε κάδρα ούτε τα συνήθη μικροαντικείμενα στα τραπέζια. Η βαλίτσα με τα παντελόνια ακόμα χύμα πάνω στο τραπέζι. Το βράδυ να σου πονάνε πάλι τα έντερα και να σε ποτίζουν κόκα κόλα για να σε γιατρέψουν. Από την τουαλέτα στο κουζινάκι για να πίνεις νερά, να καπνίζεις τσιγάρα απανωτά, να ονειρεύεσαι εδέσματα και να τη βγάζεις με λαπάδες.

Μέσα Σεπτέμβρη και βρίσκεσαι κλεισμένος εδώ, στο μικρό διαμέρισμα που σου έχει παραχωρηθεί στον τελευταίο όροφο του Σπετσεροπουλείου, με τα παράθυρα αμπαρωμένα εξαιτίας του καύσωνα και τον αέρα να μυρίζει κλεισούρα. Ξαπλωμένος πάνω στο στρώμα σου, κοι­τάς τους κύκλους του ανεμιστήρα που κρέμεται από το ταβάνι. Τα φτερά του σε διαρκή κίνηση, τα υπόλοιπα σε πλήρη ακινησία. Ανασηκώνεις το κορμί, με την πλάτη στο κεφαλάρι του κρεβατιού, τα παλιά άλμπουμ πάνω στα λυγισμένα σου γόνατα.

Κάιρο του 1958, κι η αφεντιά σου μωρό επτα­μηνίτικο, μια μύξα πάνω στο κρεβάτι των γονιών σου. Μπαμπάς, μαμά, μετά τη θερμοκοιτίδα, σε τοποθετούν σε ειδική για βρέφη ζυγαριά, παρακολουθούν την πορεία σου δύο φορές τη μέρα. Ο καλός μπαμπάς σχεδόν λιποθυμά όταν η ζυγαριά δείχνει τον κανακάρη του να έχει χάσει από το βάρος του έστω και λίγα γραμμάρια – λεπτομέρειες που τις μαθαίνεις αργότερα, από τις αλλεπάλληλες, παθιασμένες διηγήσεις των δικών σου.

Η αραπίνα τροφός –μαύρη κελεμπία και φακιόλι παρδαλό– σου δίνει γάλα από τον κόρφο της, η Ρουμανοεβραία νταντά καμαρωτή στην άσπρη της στολή σε βγάζει περίπατο στους κήπους και στα πάρκα, κάποιος μυστακοφόρος που δε θυμάσαι πια σε κρατάει αγκαλιά μειδιώντας ελαφρά, ενώ εσύ με το ένα μάτι κλει­στό στραβομουτσουνιάζεις.

Μαθητής ντυμένος βοσκός, λίγο πριν πέσει η αυλαία. Στα πρώτα καθίσματα, ο Αρχιεπίσκοπος του Σινά, ο πρόεδρος και τα μέλη της κοινότητας, οι επίσημοι της ελληνικής παροικίας χωμένοι στις κόκκινες βελούδινες πολυθρόνες τους χειροκροτούνε. Καθώς υποκλίνεσαι, αναρωτιέσαι πώς γίνεται να σε χειροκροτούν και ταυτόχρονα να χασμουριούνται.

Η πατρογονική σας έπαυλη στην Αλεξάνδρεια σύρριζα στην αμμουδιά, Αύγουστος κι εσύ παιδί πεσμένο στα γόνατα, με πλεκτό, χειροποίητο μαγιό, το υγρό μαλλί να κολλάει πάνω στο δέρμα σου, οι κόκκοι της άμμου να τρίβουν τη βάλανο στο εκκολαπτόμενο πουλί, μείγμα ηδονής και φαγούρας.

Κι ύστερα πάλι στο Κάιρο, στο μοναστήρι του Αϊ-Γιώργη. Λίγους μήνες πριν την οριστική αποδημία της οικογένειας, στο προαύλιο του νεκροταφείου της παροικίας. Γονείς, παππούδες και λοιποί συγγενείς όλοι στη σειρά, ντυμένοι στα μαύρα. Έχετε έρθει οικογενειακώς για την κηδεία της θείας σου, κάνει κρύο πολύ, είσαι δεν είσαι οκτώ χρονών και η ορθοστασία σ’ έχει κουράσει. Στην εκκλησία στηρίζεις το κορμί τη μια στο αριστερό, την άλλη στο δεξί μηρό και κοιτάς προς τα πάνω. Από το θόλο της εκκλησιάς ένας σεβάσμιος γέροντας σε επι­τηρεί με βλέμμα βλοσυρό, κουρασμένο. Λιβάνι μπουκώνει τη μύτη σου – να βήξεις ή να φτερνιστείς; Βαριέσαι κι αποφασίζεις να το σκάσεις.

Βγαίνεις στο δρόμο μονάχος σου, περιπλανιέσαι σε πνιγηρά σοκάκια, χώνεσαι σε μοναστήρι καλογραιών, σε εκκλησιά χριστιανική αλ­λά με χαλιά και χωρίς εικόνες στους τοίχους*. Ξυπόλυτοι οι μουσουλμάνοι πιστοί σε δείχνουν με το δάχτυλο, απαιτούν να βγάλεις τα παπούτσια σου, τους κοιτάς εσύ αποσβολωμένος. Αγριε­μένοι αυτοί στρέφονται εναντίον σου, σε παίρνουν στο κατόπι.

Από το μοναστήρι των καθολικών δραπετεύεις τρέχοντας σαν παλαβός, μέσ’ από μάντρες πέτρινες, μισοκατεστραμμένες κολόνες. Οι άλ­λοι έχουν πια πάψει να σε κυνηγούν κι εσύ στα­ματάς μπροστά σε πόρτα επιβλητική, σε ταμπέλα που γράφει: cimetie‘re d’anciens grecs catholiques*. Ώρα πολλή χάνεσαι στα χορταρια­σμένα μονοπάτια, χαζεύεις αγάλματα, μαρμάρινα σπιτάκια που δεν έχουν παράθυρα, μόνο κά­τι ξύλινα ημιυπόγεια πορτάκια. Πάνω στον τάφο νεαρής καλλονής η αγωνία σου κορυφώνεται, σφίγγεις τους γλουτούς και για πρώτη φορά εκσπερματώνεις. Με το κολλώδες υγρό πάνω στο εσώρουχο, γέρνεις το κορμί και κοιμάσαι.

Αφήνεις το άλμπουμ με τις φωτογραφίες στο κομοδίνο, πλησιάζεις το παράθυρο, πίσω από το τζάμι η αντανάκλαση του προσώπου σου^ στην αυλή σκουπίδια και χόρτα που καίγονται κι ο Σαμάρα όρθιος δίπλα στη φωτιά, ξυπόλυτος με τα μπατζάκια ανασηκωμένα, έχει πάρει τη μάνικα και καταβρέχει. Με τα λίγα αραβικά που σου έμαθαν θυμάσαι πως σαμάρα πάει να πει σκούρος, κι ο Σαμάρα είναι αυτό ακριβώς: σκούρος σαν σοκολάτα.

Σε απόσταση αναπνοής από τη φωτιά ένας από τους μαθητές σου στέκεται τρώγοντας πα­γωτό, οι υπόλοιποι τέσσερις δροσίζουν τα πισινά τους στο μάρμαρο της εισόδου.

Τσιγάρα τέλος. Πρέπει να ντυθείς, να βγεις έξω και ν’ αρχίσεις να ψάχνεις στην τύχη για περίπτερο, ενώ ταυτόχρονα θα σημαδεύεις κτίρια, για να μπορέσεις να επιστρέψεις. Αν ήσουν στη χώρα σου, θα τράβαγες για την Έβγα του κυρ Γιάννη, η φλυαρία του τότε σε τσάκιζε, τώρα τη νοσταλγούσες.

Σουφρώνεις τα χείλη, με τα δόντια τραβάς τα σκασμένα πετσάκια. Σε πείσμα της στέρησης για καπνό, και με τον ιδρώτα να στάζει από το κεφάλι μέχρι τις πατούσες, ανοίγεις ένα ένα τα συρτάρια της ντουλάπας. Σαν τον τρελό που προσπαθεί να ξεφύγει από ανύπαρκτα ζωύφια, αρχίζεις να πετάς το ένα μετά το άλλο τα υπολείμματα του προηγούμενου ενοίκου^ ένα σύμπλεγμα από τσαλακωμένα χαρτιά, πορτοκαλόφλουδες, κουκούτσια ελιάς, πιάτα τσίγκινα και μισοσπασμένες ταμπακέρες αρχίζει να σχη­ματίζεται πάνω στο φθαρμένο ταπέτο. Στη σκέ­ψη πως μικρά τριχάκια και μόρια ξένων εκκρίσεων έχουν τρυπώσει στις κόχες των δικών σου νυχιών, ακόμα και σε αδιόρατες πτυχές των δαχτύλων, ανατριχιάζεις. Ανατριχιάζεις διπλά στην υποψία πως ο προηγούμενος κάτοχος μπο­ρεί να μην ήταν άλλος από εκείνον που ήδη τα έχει τινάξει.

Γυρνάς στο κρεβάτι κι ανακάθεσαι πάνω στο στρώμα. Προσπαθείς να μείνεις ακίνητος, η κοιλιά σου γουργουρίζει, τα πόδια σου έχουν πετρώσει. Από τα ιδρωμένα σανδάλια η μπογιά έχει περάσει στο δέρμα, έχει ανεξίτηλα βάψει τα νύχια. Νύχια βαμμένα μπλε κι από μέσα το αίμα πηγμένο.

Στο απέναντι κτίριο βλέπεις τώρα τον Εφραίμ με τις πιτζάμες του ν’ ατενίζει το κενό, πλησιάζεις στο δικό σου παράθυρο, σηκώνεις το χέρι ψηλά, κουνάς λίγο την παλάμη, περιμένεις. Τί­ποτα. Ο παπάς συνεχίζει να κοιτά προς το άγνω­στο, ακίνητος πάντα. Με τη μύτη κολλημένη στη διάφανη επιφάνεια του τζαμιού συνεχίζεις να τον κοιτάς, αυτή τη φορά δε θα του κάνεις νόημα, είσαι σίγουρος πως δεν μπορεί να σε διακρίνει. Είτε γιατί ο ήλιος τον χτυπά κατά πρόσωπο είτε για το ακριβώς αντίθετο, επειδή οι ακτίνες έχουν μετατρέψει το τζάμι σου σε αδιαπέραστο καθρέφτη.

Θυμάσαι αίφνης το ραντεβού σου με τους καθηγητές στην καθιερωμένη συνεδρίαση του μήνα. Ντύνεσαι βιαστικά κι αρχίζεις να κατεβαίνεις τους ορόφους.

Στο γραφείο των καθηγητών βρίσκεις τις δίδυμες σε αναμονή, ν’ ανεβοκατεβάζουν νευρικά τους ώμους τους σάμπως αόρατα ζωύφια να τους φαγουρίζουν τις μασχάλες. Με το που εμφανίζεσαι, σε κόβουν λοξά με το βλέμμα τους, σε παρατηρούν επίμονα μέχρι να σκάσει μύτη ο Εφραίμ, κομψός σαν δανδής, λευκό κουστούμι και γραβάτα γαλαζωπή, το σγουρό, ελικοειδές κοτσάκι στο πίσω μέρος του κεφαλιού κρυμμένο μες σε πλατύγυρο καπέλο. Κατά πόδας αλλά και στον αντίποδα της δικής του κομψότητας βλέπεις να τον ακολουθεί ο Σαμάρα.

Στη θέα του κληρικού, η μια από τις αδερφές σηκώνεται όρθια, με το περίσσιο δέρμα να τρεμουλιάζει στα μάγουλα και κάτω από το πιγούνι. «Φωτιά να μαθ κάπθει, να μαθ κάπθει», φωνάζει στον παπά, «πού ακούθτηκε να θε βλέπει το ποίμνιο να περιφέρεθαι έτθι, χωρίθ το ράθο;». Από τις στραβές μασέλες ριπές σάλιου εκτοξεύονται σε φλιτζάνια, σουβέρ και πιατάκια.

Ατάραχος ο Εφραίμ βάζει την παλάμη στα χείλη να προστατευτεί, «Μόλις επέστρεψα από το μοναστήρι του Αϊ-Γιώργη», ανακοινώνει αδιά­­φορα και αφήνεται στις φροντίδες του Σαμάρα. Ο τελευταίος σε πλήρη υποταγή βγάζει από το βαλιτσάκι το ράσο του αφεντικού, στρώνει με την παλάμη το ύφασμα, ισιώνει το ελαφρώς στραπατσαρισμένο καμηλαύκι. «Σαμάρα, τέλειωνε πια», τον προστάζει ο παπάς^ κι αυτός τεντώνει το δεξί αυτί, δεν μπορεί να ακούσει αλλιώς, όταν ήταν μικρός στο χωριό, ένα ποντίκι τού είχε φάει το αριστερό του.

«Σαμάρα, τέλειωνε», επαναλαμβάνει ο Ε­φραίμ με απλωμένα τα χέρια στα πλάγια του, κι ο άλλος, αντί να επιταχύνει τις κινήσεις του, κοκαλώνει. Κόκαλο μένεις κι εσύ που δεν μπορείς να καταλάβεις: Πώς γίνεται δύο μέρες τώρα να βλέπεις τον παπά με τις πιτζάμες του στο απέναντι κτίριο κι αυτός να δηλώνει πως βρισκόταν στο Μοναστήρι του Αϊ-Γιώργη;

Επιστρέφεις στο κονάκι σου μεσημέρι. Θερμοκήπιο η κρεβατοκάμαρα, κοκαλωμένα ακόμα και τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα μπλουζάκια που έχεις πετάξει πάνω στο κρεβάτι. Από την αυλή τίποτα δεν ακούγεται, μόνο τα σκυλιά στο υπόγειο όλα μαζί σιωπούν, όλα μαζί γαβγίζουν. Με το νοτιά μπορείς ακόμα και να μυρίσεις τη βρόμα τους, που κάποτε γίνεται ένα με το φτηνό ρακί που κατεβάζει στη ζούλα ο Σαμάρα.

Ο Σαμάρα που τούτη την ώρα, ελεύθερος πια, θα πρέπει να λουφάρει στην αποθηκούλα δίπλα στα σύνεργα της κηπουρικής, με τις χρυσόμυγες να φέρνουν ζεϊμπεκιές γύρω από το κεφάλι του, τα μυρμήγκια να παίζουν κρυφτό ανάμεσα στα γυμνά του ποδάρια. Μπορείς ακόμα και να τον φανταστείς, ιδρωμένο πάνω στο βρόμικο αχυρόστρωμα, με τα σγουρά του μαλλιά όλο χόρτα, τη γύρη να κολλάει στο γυμνό στομάχι του, στάμπες κίτρινες πάνω στο σκούρο δέρμα.

Με βάση τα λεγόμενα του Εφραίμ, ο αράπης κάτι χρόνια πριν είχε έρθει από τη χώρα των Νουβίων στο Κάιρο, αυξάνοντας τα εκατομμύρια των εσωτερικών μεταναστών κατά έναν. Τη μέρα μάζευε τα πατημένα μούρα στο προαύλιο, και τα βράδια μ’ ένα ποδήλατο –στη σχάρα πίτες και παραγινωμένα φρούτα– έφευγε ντουγρού για την παραγκούπολη, στους πρό­ποδες του Μακάταμ. Είχε τότε γυναίκα που τον κουμάνταρε, συχνά πυκνά τον ξυλοφόρτωνε κιόλας. Ερχόταν αυτός την επομένη με καρούμπαλα κι εγκαύματα από τα εκσφεντονισμένα τσουκάλια.

Μπέρδεψε μια μέρα τα ωράρια, τη βρήκε πεσμένη στα τέσσερα, τα βυζιά να γλείφουν το πατικωμένο χώμα. Αυτός που τη βάτευε, ένας αράπακλας από το Σουδάν, τη χαστούκιζε και τη χτύπαγε στα πισινά της.

Δεν ξαναγύρισε στην παράγκα. Τα βράδια την έβγαζε στο υπόγειο με τα σκυλιά, παρέα με τη μυρωδιά από τα χνότα τους και τη ρακή του.

Κλείνεις τα παντζούρια, πέφτεις στο κρε­βάτι.

Σαν από μόνη της μια πόρτα ανοίγει. Ένας ασημένιος δίσκος κι ο Σαμάρα, φορώντας τα άσπρα γάντια του παλιού υπηρέτη σας, κάνει την εμφάνισή του. Μέσ’ από τα σφαλισμένα βλέ­­φαρα αποκαλύπτονται σκρίνια, σκαλιστές πολυθρόνες, ένας καθρέφτης σχήματος οβάλ, πο­λυέλαιοι με χρωματιστά κρυσταλλάκια. Τα ανα­γνωρίζεις. Είναι τα αντικείμενα του πατρικού σου στο Κάιρο, αυτά που λίγα χρόνια μετά θα μεταφερθούν με το πλοίο στην Αθήνα. Στην καρέκλα κάθεται ο πατέρας σου, πρόσωπο βου­βό, σώμα σφιγμένο. Φοράει γυαλιά και στα χέρια κρατάει το Φως, εφημερίδα της παροικίας. Μια μύγα πάνω στο μάγουλο τον αναγκάζει να μετακινήσει νευρικά τη μασέλα του, να ανοιγοκλείσει το στόμα. Ξεκοκαλίζει τα γράμματα, καταβροχθίζει τις ειδήσεις. Αόρατο βάρος έχει κυρτώσει την πλάτη του, προσθέτοντας στην πραγματική ηλικία του κάμποσα χρονάκια. Το δεκάχρονο αγόρι που στέκεται δίπλα του είσαι εσύ, φοράς παντελονάκι καφέ κι έχεις τους κα­λαμένιους αστράγαλους κρυμμένους μέσα σε κοντά, άσπρα καλτσάκια.

Όπως συνήθως συμβαίνει στα όνειρα, μπροστά στα μάτια σου πέφτει ομίχλη. Σαν μια φυ­σούνα να ρουφάει τ’ αντικείμενα, το δωμάτιο αδειάζει. Βλέπεις μόνο τα γάντια του υπηρέτη σας να χορεύουν παρέα με τα καλτσάκια σου σχηματίζοντας αλλόκοτα σχήματα πάνω στους τοίχους.

Ξυπνάς μούσκεμα στον ιδρώτα. Νιώθεις να έχεις επιστρέψει σ’ εκείνο που κάποτε ήσουνα, ένα λυμφατικό βρέφος στον κόρφο της τροφού, με τη μητέρα στο διπλανό δωμάτιο λεχώνα πά­νω στο κρεβάτι. Ύστερα θυμάσαι την Άννα. Λίγο πριν τη γέννα της, με κόκκινα χείλη και μάγουλα, σοφά τονισμένο με αϊλάινερ το περίγραμμα των ματιών της. Τα χέρια απλωμένα στη φουσκωμένη της κοιλιά, όμορφη αλλά και παράξενα θλιμμένη. Σαν να προοιωνίζεται πως ο τοκετός της θα απέβαινε απίστευτα δύσκολος, σαν ήδη να το ψυχανεμίζεται πως το μωρό σας θα πέθαινε, κι από τη μεγάλη τομή στην κοιλιά θα έμενε μόνο εκείνη η λεπτή, οριζόντια ουλή κάτω από τον αφαλό της.

Βγάζεις την παλιά φωτογραφία από το πορτοφόλι σου – όχι αυτήν με τη γυναίκα σου ετοιμόγεννη, την άλλη. Εκείνη που σου είχε χαρίσει στον αρραβώνα σας, και περιμένεις. Περιμένεις να δεις την Άννα να σαλεύει μέσ’ από το ταλαιπωρημένο χαρτί.

Ήδη οσφραίνεσαι το άρωμα από την επιθυμία της, εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά που απλώνεται μέσα στο δωμάτιο και πάνω στο δέρμα σου, ακούς το λικνιστικό πέρα δώθε της, το μαυλιστικό φουρ φουρ της δαντελένιας ρόμπας που σέρνεται στο πάτωμα, το αλλοτινό, ηδονικά αγχωμένο μουρμουρητό της.

Ναι, της έχεις πει για κείνον τον επίμονο κοιλόπονο κι εκείνη περιφέρεται μες στο υπνοδωμάτιο έτσι όπως την κάλεσες, με το μικροσκοπικό μαύρο εσώρουχο να διαγράφεται κάτω από τη διάφανη ρόμπα. Θέλεις να σηκωθείς όρθιος και να ουρλιάξεις από χαρά, αλλά σε πλή­ρη διάσταση με την επιθυμία σου μένεις ακίνητος στο κρεβάτι.

Ήξερες πόσο ήταν πλέον αργά, μάντευες πως, μόλις άνοιγες τα μάτια, θα βρισκόσουν πάλι αντιμέτωπος με τον ψυχαναγκαστικό σου κοιλόπονο, τη στέρηση τσιμπούρι στ’ αχαμνά σου.

Μόνος, στην αγκαλιά του κανένα. Σε δωμάτιο με τους τοίχους να μεταμορφώνονται σε ακορντεόν, το ταβάνι να κατεβαίνει στο δάπεδο, το δάπεδο να πλακώνει το ταβάνι.

 

ΙΙΙ

 

Απρίλης, κι από το πρωί το χαμσίνι σαρώνει το Κάιρο, η άμμος της ερήμου σκεπάζει πεζούλια, πλατείες και πάρκα. Κοκκινόχωμα τρυ­πώνει σε ρουθούνια κι αυτιά, απλώνεται πάνω σε σκαλοπάτια, ταμπέλες κι αγάλματα, με την ίδια ζέση και αδιακρίτως. Χαρτοσακούλες μεταμορφώνονται σε χερουβείμ, πλαστικά μπουκάλια σε σβούρες, τενεκεδάκια σε μπαλαρίνες. Άδεια χαρτόκουτα σέρνονται πάνω στα κράσπεδα, μπερδεύονται στα πόδια όσων βαδίζουν με μάτια μισόκλειστα, τα χέρια χωμένα στις τσέπες ή κολλημένα στους γοφούς. Πόρτες αμπαρωμένες και παράθυρα ερμητικά κλειστά, στα πεζοδρόμια οι πεζοί ελάχιστοι, στους δρόμους τα αυτοκίνητα ακινητοποιημένα. Εγκλωβισμένοι οδηγοί χτυπούν κόρνες κι αναβοσβήνουν τα φώτα τους^ καπετάνιοι σε πλοία φαντάσματα, φύλακες φάρων στο μέσο του πουθενά.

Ξεκινάς με σκοπό να επισκεφτείς το προξενείο για την ανανέωση του υπηρεσιακού διαβατηρίου σου, ύστερα βλέπεις. Μπορεί να πας στο ραντεβού που σου έδωσε η μαθηματικός στο σπίτι της, μπορεί όμως να της τηλεφωνήσεις τελικά και να το ακυρώσεις. Ο στρόβιλος σε βρίσκει καθ’ οδόν, το λεωφορείο σάπιο και στομωμένο κόσμο. Δεν άκουσες τον Σαμάρα όταν σε συμβούλευε να μην πας πουθενά μ’ αυτό το καιρό, τώρα πια είναι αργά, παστωμένος μέσα στο σαραβαλιασμένο όχημα, ούτε τα χέρια σου δεν μπορείς να κουνήσεις. Κρατιέσαι με κόπο από τη χειρολαβή, σε κάθε απότομο φρενάρισμα αυτοί που βρίσκονται πίσω σου πέφτουν πάνω σου, ο κλειστός αέρας βρομοκοπάει απλυσιά, σκόρδο και φτηνό ταμπάκο.

Αίφνης, τέσσερις θέσεις μπροστά από το ση­μείο που βρίσκεσαι, τον βλέπεις. Ο Εφραίμ κά­θεται με γυρισμένη την πλάτη στους συνεπιβάτες, το βλέμμα στραμμένο προς τα έξω. Τον αναγνωρίζεις από το άσπρο, λινό σακάκι, τους καλοσχηματισμένους ώμους, το ψάθινο καπέλο με την μπορντούρα. Σκέφτεσαι να τον πλησιάσεις και να τον χαιρετήσεις. Αλλά ανάμεσα σ’ εσένα κι εκείνον μεσολαβεί το αδιαχώρητο, ένα διαδρομάκι τόσο δα στενό και στουμπωμένο κόσμο. Ευτυχώς, γιατί με τούτο το εμπόδιο έχεις καιρό να το σκεφτείς παραπάνω. Ν’ αναλογιστείς πως αν τελικά τον χαιρετήσεις, θα τον υποχρεώσεις να σου ανταποδώσει το χαιρετισμό κι ύστερα να σε ρωτήσει πού πηγαίνεις. Θα του αναφέρεις φυσικά πως σκοπεύεις να επισκεφτείς το προξενείο.

Κι αν κι αυτός έχει την ίδια πρόθεση; Τον ίδιο προορισμό; Πώς θα τον αποφύγεις μετά αν σου ζητήσει να γυρίσετε πίσω παρέα; Ποια θα είναι η δικαιολογία σου; Πώς θα καταφέρεις να πας στο σπίτι της μαθηματικού, χωρίς να χρειαστεί να του δώσεις ραπόρτο;

Μήπως λοιπόν κι εσύ να παραστήσεις τον αφηρημένο σε περίπτωση που εκείνος γυρίσει αιφνίδια το βλέμμα πίσω; Να προσποιηθείς ότι κοιτάζεις προς την αντίθετη κατεύθυνση όταν αυτός, εγκαταλείποντας τη θέση του για να πλησιάσει στην έξοδο, ξαφνικά σε εντοπίσει; Αυτό να επιχειρήσεις. Πώς όμως; Αφού η περιέργεια δε σ’ αφήνει να το παίξεις ανήξερος; Αφού συνεχίζεις να έχεις το βλέμμα κολλημένο πάνω στο ψάθινο καπέλο του με την κολλαριστή μπορντούρα;

Αλλά γιατί ψάχνεσαι; Είσαι σίγουρος πως εκείνος όταν σε δει θα χαρεί; Πως αυτό το τυ­χαίο συναπάντημά σας εδώ θα αποτελούσε γι’ αυτόν ευχάριστη έκπληξη κι όχι ενόχληση που θα προτιμούσε να αποφύγει; Αποκλείεις εκείνος να σε είδε πρώτος; Να σε είδε και να σε αγνόησε ή να προσποιήθηκε ότι δε σε είδε;

Στο ύψος της πλατείας Ραμσή, έξω απ’ το σταθμό των τρένων, το λεωφορείο αδειάζει. Ο παπάς κατεβαίνει. Ο δρόμος εδώ έχει ολωσδιόλου φρακάρει. Από το παράθυρο του ακινητοποιημένου οχήματος τον βλέπεις. Βαδίζει αρ­γά με κατεύθυνση το σταθμό, πού και πού κο­ντοστέκεται, γυρίζει το σβέρκο και ρίχνει το βλέμμα προς τα πίσω. Σαν κάτι να θυμάται ξαφνικά, κάτι που τον αγχώνει, αλλάζει κατεύθυνση κι επιταχύνει. Για κάμποσα δευτερόλεπτα η φιγούρα του μπερδεύεται μες στην ανθρώπινη μυρμηγκιά, μια εμφανίζεται, μια εξαφανίζεται από το οπτικό σου πεδίο. Πού και πού σκάει μύτη η άκρη από το καπέλο του, τον χάνεις, τον βρίσκεις. Προλαβαίνεις τέλος να τον δεις ολόκληρο καθώς κατεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά στα δημόσια ουρητήρια της πλατείας.

Βρίσκεσαι στο χειρότερο σημείο της λεωφόρου Ελευθερίας. Το μποτιλιάρισμα μπορεί να κρατήσει ώρες. Γιατί δεν τ’ αποφάσισες να κα­τεβείς μαζί με τον παπά; Πώς τώρα να κρατηθείς με τη φούσκα σου τίγκα; Σφίγγεις τα πόδια σου, φαντάζεσαι κιόλας το λεωφορείο ου­ρητήριο, τα καθίσματα καμπινέδες. Τον εαυτό σου στη θέση του Εφραίμ όρθιο μπροστά στις λερωμένες λεκάνες. Με τους γλουτούς να γέρνουν μπροστά, τα παντελόνια να κρέμονται, τις τιράντες να κολυμπούν στα κατουρλιά του δαπέδου. Τα φίνα σκαρπίνια σου δίπλα σε ξεχειλωμένα τσόκαρα και τρύπιες παντόφλες. Ανάμεσα σε πεταχτούς, κοκαλιάρικους αστράγαλους, γάμπες τριχωτές κάτω από ανασηκωμένες κελεμπίες. Αυλακωμένα πέλματα και δά­χτυλα παραμορφωμένα στις αρθρώσεις.

Ή πάλι μόνος, τριάντα χρόνια πριν, την πρώ­τη φορά που χρειάστηκε να μπεις στα ουρητήρια της Ομόνοιας. Ν’ αφοδεύεις σε καμπίνα βρόμικη, με τις αλογόμυγες να σου τσιμπάν τα πόδια σου και στο διάδρομο κάτι ανώμαλα πουρά να στήνουν καρτέρι πότε θα βγεις, για να σου την πέσουν.

Μετά το προξενείο δεν είχες πια όρεξη για επισκέψεις. Γύρισες κατευθείαν στο Σπετσεροπούλειο και, για να χαλαρώσεις, προσπάθησες να σκεφτείς κάτι θετικό^ δεν τα κατάφερες, στο νου σου ήρθε μόνο η μορφή του Σαμάρα. Θυμήθηκες πως ο αράπης πρωί πρωί θα έμπαινε στο κονάκι σου με τα άσπρα γάντια που του αγόρασες, κρατώντας τον ασημένιο δίσκο με τον καφέ σου. Κι εσύ, που εκείνη την ώρα θα ξυριζόσουνα, θα έβαζες το δάχτυλο πάνω στα χείλη σκουπίζοντας τον αφρό και θα τον πρόσταζες να τον αφήσει στο τραπεζάκι.

Με τη σκέψη αυτή κάπως σαν να ηρέμησες, αλλά καλού κακού, πριν πέσεις στο κρεβάτι, πήρες και δύο υπνοστεντόν, αν και συνήθως ένα ήταν αρκετό για να σε κοιμίσει. Κατά τα μεσάνυχτα, μέσ’ απ’ το λήθαργο, άκουσες κάτι παράξενα ουρλιαχτά και τινάχτηκες πάνω. Υπνοβατώντας σχεδόν, πλησίασες το παράθυρο, από απέναντι είδες την κρεβατοκάμαρα του Εφραίμ φωτισμένη, τον παπά να στέκεται μπρο­στά στο δικό του παράθυρο, με τις παλάμες ανοιχτές πάνω στο τζάμι. Πίσω του κάτι σκιές σαν να σάλευαν, αλλά εσύ, αντί να παραξενευτείς, «παραίσθηση, άλλη μια βλακώδης παραίσθηση», σκέφτηκες, και με το μυαλό ακόμα θολό γύρισες στο κρεβάτι.

Το άλλο πρωί ξύπνησες από τις σειρήνες του νοσοκομειακού στον προαύλιο χώρο της Μελαχροινείου. Στην αίθουσα των συνεδριάσεων βρήκες τις δίδυμες σε κατάσταση πανικού, «Αυ­τοκτόνηθε ο παπάθ, αν είναι δυνατόν, έπεθε χθεθ απ’ το παράθυρο ο ανιθόρροποθ», κλαψούριζε η ψευδή, με το στραβό της λαγόχειλο να φτάνει στο πιγούνι. «Όχι», υπεραμύνονταν δίπλα της κάτι καλόγεροι που άρον άρον είχανε καταφθάσει από το μετόχι του Σινά, «τον Εφραίμ κάποιος τον έσπρωξε, δεν εξηγείται αλλιώς», ο εκλιπών ήταν –λέει– άνθρωπος θεοσεβούμενος, κι η αυτοχειρία υπήρχε μόνο στα σχέδια του διαβόλου.

«Σύμφωνοι, τον παπά κάποιοι τον φάγανε», θα έσπευδαν να συμφωνήσουν αργότερα και οι κοινοτικοί, «αλλά κι αυτός, τι τα ’θελε τα σούρτα φέρτα με τα ντόπια τεκνά, τα παζαρέματα με τα πλαστά διαβατήρια και τις βίζες;»

Την επομένη είδες τους αστυφύλακες με το ένταλμα να παίρνουν τον Σαμάρα. «Χαράμι», φώναζαν οι ντόπιοι ξοπίσω του, «χαζός και άκα­κος είναι ο δύσμοιρος, όχι φονιάς» και να τον αφήσουν.

Τον σάπισαν στο ξύλο οι ασφαλίτες κι ύστερα τον άφησαν, γύρισε αυτός και χώθηκε στο υπόγειο, πρησμένο το στόμα και οι πατούσες του, βδομάδες που ούτε να φάει μπορούσε ούτε να περπατήσει.

 

ΙV

 

Τέλη Ιουνίου και μετά το θάνατο του παπά εί­χατε μείνει εσύ, οι δίδυμες κι η μαθηματικός που, με την οικοσκευή της να βρίσκεται ήδη στο πλοίο για τον Πειραιά, σε είχε καλέσει το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι της, για το τελευταίο αντίο.

«Στη Σούμπρα», σου είχε υπενθυμίσει με νόημα, «απέναντι από τα γραφεία της Ολυμπιακής», δε χρειαζόσουν περισσότερα, το σπίτι δεν απείχε και πολύ από το παλιό διώροφο των γο­νιών σου.

Άδεια από πράγματα τα δωμάτια, ούτε τραπέζια ούτε κρεβάτια, ένα σεντόνι στο πάτωμα, η ζέστη αφόρητη, όλο το βράδυ εκείνη να ιδρώνει και να βογκά, τα μπούτια της να πλακώνουν το στήθος σου, το κατεβασμένο της κομπινεζόν να σε πνίγει.

Αναφιλητά και μέσ’ από αυτά «Φτωχέ μου, μόνος είσαι κι εσύ», κι ύστερα, μέσ’ από το μπάνιο να σε ρωτάει «Πώς τη λένε τελικά τη γυναίκα σου; Δε μου είπες».

«Άννα», είχες απαντήσει εσύ, «Πιο δυνατά», σου είχε φωνάξει αυτή, δε σ’ άκουγε, τα νερά πνίγανε τη φωνή σου.

 

Τέλη Ιουνίου και μέρα Παρασκευή, μέρα αργίας για τους μουσουλμάνους. Στο Σπετσεροπούλειο δεν υπάρχει κανένας. Κάθεσαι πίσω από το γραφείο σου, δίπλα σου έχεις ένα τασάκι με αποτσίγαρα και το μισοτελειωμένο, χθεσινό κα­φέ σου. Σιχαίνεσαι να τον πίνεις μπαγιάτικο, αλλά δε γίνεται αλλιώς, ακόμα περισσότερο σι­χαίνεσαι τη διαδικασία: να σηκωθείς, ν’ ανάψεις το γκαζάκι, να περιμένεις μέχρι να βράσει το νερό στο μπρίκι. Όχι, δεν έχεις επιλογή, πίνεις αυτόν που βρίσκεται από τα χθες εδώ, κρύο και μέχρι το κατακάθι.

Μπροστά σου έχεις το βιβλίο που σου είχε δανείσει ο Εφραίμ, Ο Αιγυπτιώτης πάροικος, αυτός ήταν ο τίτλος. Ο Εφραίμ σε μια από τις πρώτες σελίδες είχε υπογραμμίσει:

«Αυτοί που επιστρέφουν “η γη των προγόνων μου” λένε και πέφτουν στα γόνατα, στα τέσσερα σέρνονται, φιλούν το χώμα. Κάποτε όμως βασανίζονται από αισθήματα μονώσεως, σε στιγμές άσχετες μπορείς να τους δεις να ξαπλώνουν στο δάπεδο, να χύνουν ποτάμι τα δάκρυα, να διπλώνουν τα πόδια κουβάρι πάνω στο στήθος. Με τον καιρό αναγκάζονται να αλ­λάξουν πετσί, μαθαίνουν να αφουγκράζονται πί­σω από πόρτες αμπαρωμένες^ δεν έχουν πια ανάγκη από διαμεσολάβηση, ούτε ενοχές, ολημε­ρίς στήνουν κουβεντολόι με τους πεθαμένους…»

Ήσασταν τελικά εσείς όλοι αυτοί; Ίσως δεν ήσασταν αυτοί, αλλά κι αυτοί ίσως να ήταν άλλοι.

Δίπλα στο βιβλίο του Εφραίμ έχεις στοιβάξει τα απολυτήρια των μαθητών σου: Γιοσέφ Σερίφ, μαμά Eλληνίδα, μπαμπάς Aιγύπτιος^ Κώστας Κουλούρης, μπαμπάς Έλληνας, μαμά Kόπτισσα^ Αΐντ Σερίφ και Ισκάνταρ Σαΐντ, παιδιά μεταναστών γεννημένα στην Ελλάδα. Οικογένειες στα όρια της εξαθλίωσης, παιδιά που αργά ή γρήγορα θ’ αναγκαστούν να φύγουν ξανά για την Ελλάδα. Και, τέλος, ο Βασίλης Καλημέρης. Η μόνη εξαίρεση, με μπαμπά Έλ­ληνα προξενικό – όχι, αυτός δεν έχει λόγο ν’ αγωνιά, η επιστροφή στη χώρα του θα είναι πανηγύρι.

Βουτάς την παλιά σφραγίδα της Αμπετείου Σχολής στο κουτάκι με τη μελάνη, την πατάς με δύναμη πάνω στα πέντε γυαλιστερά χαρτιά με την μπλε μπορντούρα. Επαναλαμβάνεις τη διαδικασία με τη δική σου σφραγίδα. Σε λιγότερο από τρία λεπτά έχεις κιόλας τελειώσει.

Καθώς βγαίνεις από το διευθυντήριο, θυμάσαι να ρίξεις μια φευγαλέα ματιά στο πίσω μέρος της πόρτας. Βεβαιώνεσαι πως ο Σαμάρα, πριν φύγει για την παραγκούπολη, φρόντισε να γυαλίσει καλά –όπως ακριβώς τον πρόσταξες– την καινούρια ταμπέλα: «Αντώνης Καζαμίας, Λυκειάρχης».

Προχωρείς στο διάδρομο, ανεβαίνεις τις σκά­λες μέχρι τη σκεβρωμένη πόρτα της ταράτσας. Στο άνοιγμά της το φως του ήλιου χείμαρρος μπουκάρει και σε πλημμυρίζει. Η Ηλιούπολη πιάτο στη χούφτα σου κι ο δρόμος του Σαλάχ ελ Ντιν μια σκούρα γραμμή που εδώ και κει μοιάζει να λάμπει. Αναπνέεις όσο πιο βαθιά μπο­ρείς, ύστερα γυρίζεις στο δωμάτιό σου.

Από το δικό σου παράθυρο βλέπεις εκείνα της Μελαχροινείου επαύλεως κλειστά, μόνο του πα­πά ανοιχτό, ορθάνοιχτο, για να φύγουνε –είπαν– τα δαιμόνια^ δεν τα πιστεύεις εσύ αυτά, αλλά κατά διαβολική σύμπτωση, κάθε φορά που κοι­τάς προς τα κει, χτυπάει το τηλέφωνό σου. Σηκώνεις το ακουστικό, απαντάς «Ναι; Ποιος καλεί; Άννα, εσύ;», μια φωνή γλυκερή, άφυλη, λέει κάτι στα αραβικά, που όμως δεν καταλάβαινες. Ξαναρωτάς «Ποιος καλεί;», ένα στιγμιαίο κροτάλισμα ακούγεται μέσ’ από τη συσκευή, κι ύστερα, έξω όπως και μέσα σου, πέ­φτει βουβαμάρα.

 

 

*Είσαι τρελός.

**Δεν είναι τρελός, αλλά ξένος.

*Ο δρόμος του Σαλάχ ελ Ντιν.

*Ο δρόμος του Σαλάχ ελ Ντιν.

*Πρόκειται για εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη στο παλιό Κάιρο, ατύπως παραχωρημένο από καθολικές κα­λό­γριες στη λατρεία των μουσουλμάνων.

*Νεκροταφείο των αρχαίων καθολικών Ελλήνων. Αναφέρεται στους Έλληνες της Αιγύπτου που έδωσαν πίστη στον πάπα, διαμαρτυρόμενοι για την τουρκόφιλη στάση του Ορθόδοξου Πατριαρχείου. Η γενιά τους υπάρ­χει ακόμα στο Κάιρο και συνεχίζει να θάβει τους νεκρούς της στο παλιό, καθολικό νεκροταφείο.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *