«Η Σύβι και ο Ντάντυ» – Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο της Δήμητρας Διδαγγέλου
Η Σύβι και ο Ντάντυ
Ένα ανεσταλμένο κλάμα με κυριεύει. Πηγαίνω στον καθρέφτη του μπάνιου να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Αντικρίζω ένα μωρό δύο χρονών. Τα μαλλιά του έχουν αρχίσει ν’ ασπρίζουν. Ψάχνω το μπιμπερό του να το γεμίσω με κονιάκ και την πιπίλα του να την καπνίσω.
Θ.: Οι περισσότεροι που με βλέπουν έξω δεν το ξέρουν το πρόβλημά μου. Λίγα άτομα το ξέρουν, εκείνοι που τους είπα εγώ ότι πράγματι πέρασα πολλά προβλήματα. Αλλά οι περισσότεροι δεν το ξέρουν, δε δείχνω ότι νοσηλεύομαι στον ξενώνα, στο διαμέρισμα. Δε δείχνω καθόλου. Πρώτα απ’ όλα μου αρέσει πολύ η ησυχία, δε θέλω φασαρίες, μ’ αρέσει να είμαι και λίγο μόνος. Άμα δε βρεις έναν άνθρωπο να συνεννοηθείς, να είναι σωστός, όχι παράλογος, τους αποφεύγω. Αν όμως η φιλία είναι καλή, είναι όλα ωραία. Στο διαμέρισμα μένω με τον συγκάτοικό μου το Σωτήρη.
Δίπλα μου η Σύβι. Μας χωρίζουν δυο ποτήρια. Ο ίσκιος του ρολογιού στον τοίχο γιγαντώνεται σε κάθε χτύπο. Όλοι μια συντροφιά, γνωστοί από παλιά.
Β.: Παρέες δεν έχω. Όλοι έχουν μάθει τι έχω και μ’ αντιμετωπίζουν εχθρικά, νομίζουν ότι είμαι τρελή. Δεν το λένε, αλλά το δείχνουν με τις πράξεις τους.
Η μαύρη φράντζα των μαλλιών της στεφανώνει ένα λευκό ολοστρόγγυλο πρόσωπο. Νύχια σε χρώμα βυσσινί με ξεφτισμένες άκρες. Δίπλα της ένα τηλέφωνο που δε χτυπά ποτέ. Ανοίγω το συρτάρι και βγάζω το κινητό μου. Πάω να το ανοίξω, αλλά το μετανιώνω. Προτιμώ να φαντάζομαι ότι κάποιος με ψάχνει.
Χ.: Όχι, δεν έχω καμία παρέα. Τίποτα. Δε βγαίνω. Μόνο όποτε μας πάει η νοσοκόμα βόλτα. Έρχομαι στον ξενώνα κάθε απόγευμα και παίρνω τα φάρμακα. Έχω τον αδερφό μου μόνο, ούτε φίλες ούτε τίποτε άλλες παρέες. Τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα.
Το υγρό της βλέμμα αντιπαρατίθεται με το στεγνό απ’ τα φάρμακα στόμα της. Με κοιτάζει βαθιά στα μάτια και μετά τα χαμηλώνει. Στέρεψε από λέξεις. Βρίσκω ένα υπνωτικό στο κομοδίνο και το καταπίνω χωρίς δεύτερη σκέψη. Ανάβω ακόμη ένα τσιγάρο και με υπερπροσπάθεια συνεχίζω να πληκτρολογώ.
Β.: Όταν, βγαίνω έξω βόλτα ο κόσμος με κοιτάει περίεργα και λένε: «Αυτή είναι σχιζοφρενής». Ντρέπομαι, γι’ αυτό προτιμώ να μένω μέσα παρά να βγαίνω έξω. Μ’ αρέσει η μοναξιά. Μ’ αρέσει η ησυχία.
Η ησυχία στο δωμάτιο με ναρκώνει. Τα μάτια μου παραδίδονται. Άδειο απόβραδο κι εγώ περπατώ με το κεφάλι σκυμμένο. Μετρώ τα πλακάκια στο πεζοδρόμιο, όπως έκανα μικρή. Αν βγει ζυγός αριθμός θα τον συναντήσω. Αν βγει περιττός, όχι. Όλοι κοιτούν όλους, κανείς δεν κοιτά κανένα. Μετρώ τα πλακάκια στο πεζοδρόμιο…
*********
«Πόσο μοναδική και παράξενη απόλαυση να περπατάς σ’ έναν άδειο δρόμο μόνος. Το φως που διαχέει το φεγγάρι και τα φώτα του δρόμου γίνονται μέρος του σκηνικού σε μια γυμνή σκηνή που στήθηκε για να τη διαβείς. Έχεις την αίσθηση ότι ακούγεσαι, κι έτσι μιλάς απαλά, για να δεις πως ακούγεται.»
(Σύλβια Πλαθ, The Unabridged Journals of Sylvia Plath [i] )
Βραδινή βόλτα, συντροφιά με τον Μάικ, το γιο του μεταλλωρύχου, τον υπότροφο στο Γέιλ. Τον είχες καλέσει στο χορό του οικοτροφείου. Περνάτε έξω από την κλινική Νορθάμπτον, όπου για πρώτη φορά ακούς έγκλειστους να ουρλιάζουν πίσω απ’ τα κάγκελα. Τον ρωτάς:
«Μάικ, φοβάσαι τους τρελούς;»
«Τους ποιους;»
«Αυτούς που προσπεράσαμε μόλις τώρα και κάναμε ότι δεν τους ακούσαμε. Αν τύχει και βρεθεί ένας απ’ αυτούς μπροστά μας αποφεύγουμε να τον κοιτάξουμε στα μάτια. Τι φοβόμαστε ότι θα δούμε;»
«Πώς το είπες αυτό; Τι εννοείς Σύλβιά μου;»
«Δεν ακούς όλους αυτούς εκεί που αλυχτάνε σαν σκυλιά; Δεν ακούς ότι κάτι θέλουν να μας πουν; Το κεφάλι μου έχει γεμίσει απ’ τις φωνές τους, ουρλιαχτά και ψίθυροι μαζί χορεύουν εκεί μέσα, ξύνουν το μυαλό μου. Κάτι θέλουν να πουν. Δεν μπορώ να τους βγάλω απ’ το μυαλό μου.»
«Άκουσα τις φωνές τους, αν αυτό εννοείς. Ησύχασε, όμως, τώρα. Τους περάσαμε, είναι μακριά. Μακριά από εμάς.»
«Πόσο μακριά; Στο Γέιλ δεν σας τα διδάσκουν αυτά, ε; Νομίζεις η τρέλα είναι κολλητική; Αν φτάσει ο βραχνός στεναγμός τους στ’ αυτιά σου, η δυσώδης ανάσα τους στη μύτη σου, το καρβουνιασμένο βλέμμα τους στα μάτια σου νομίζεις ότι όλα θα διεισδύσουν με βία μέσα στο καλογυμνασμένο σου σώμα, θα βουλώσουν κάθε πόρο σου και θα μολύνουν την αποστειρωμένη ψυχή σου; Ξέρεις, ό,τι είναι αποστειρωμένο προσβάλλεται εύκολα και πολύ γρήγορα. Ακαριαία. Αυτό φοβάσαι. Φοβάσαι μήπως σε κολλήσουν. Εκείνοι δεν έχουν να φοβηθούν κάτι. Ο άρρωστος δε φοβάται την αρρώστια. Ούτε εγώ τους φοβάμαι.»
«Το θέμα είναι απλό. Εκείνοι είναι τρελοί, εμείς λογικοί. Καθένας βρίσκεται εκεί που ανήκει. Δεν καταλαβαίνω τι σχέση μπορεί να έχουν αυτοί μ’ εμάς και γιατί ανοίξαμε τέτοια συζήτηση μια τόσο ωραία βραδιά.»
«Γιατί θέλεις ν’ αλλάξουμε θέμα και κάνεις τον ατάραχο; Δε διαφέρουν και τόσο από εμάς, απλά δεν άντεξαν άλλο να προσποιούνται ότι είναι καλά. Πέταξαν τη μάσκα. Το λάθος τους ήταν ότι τα έβγαλαν όλα στη φόρα χωρίς να σκεφτούν τι θα πουν οι άλλοι. Οι μασκοφόροι. Αυτοί που αποκαλούμε «τρελοί» είναι πραγματικά ελεύθεροι. Κι εμείς φοβόμαστε την ελευθερία και τους κλείνουμε κάπου. Ο τρελός όμως δεν φοβάται μην τρελαθεί.»
«Πραγματικά, δεν καταλαβαίνω τι σ’ έπιασε απόψε. Γιατί τα βλέπεις όλα τόσο πολύπλοκα και ζορίζεις το μυαλουδάκι σου;»
«Εσύ κι εγώ παλεύουμε για καλούς βαθμούς στα πανεπιστήμια κι εκείνοι για τα φάρμακά τους με τους γιατρούς. Παλεύουν με τις φωνές που ακούν στον ύπνο και στον ξύπνιο τους. Σωστά; Εμείς κάνουμε τη βόλτα μας συζητώντας για τους χορούς και τα ταξίδια μας κι εκείνοι κάνουν τις βόλτες τους στην αυλή του ψυχιατρείου και συζητούν για τους εφιάλτες τους. Τη φωτιά στο κεφάλι τους.»
«Έλα Σύλβιά μου, το δικό σου κεφάλι θα πάρει φωτιά στο τέλος. Από το καλοκαίρι που κέρδισα αυτά τα 10.000 δολάρια απ’ το μπέιζμπολ αποφάσισα να μη χαλάσω τη διάθεσή μου για τίποτα και ούτε πρόκειται να το κάνω τώρα. Κάτι ακούσαμε σε μια βόλτα μας. Το συζητήσουμε δεν το συζητήσουμε αυτοί εκεί θα είναι. Άστο να πάει.»
«Γιατί βαδίζεις πιο γρήγορα;»
«Νύσταξα, ήρθε η ώρα να σε αφήσω σπίτι σου. Θα τα πούμε αύριο.»
«Εμένα δε νομίζω να με πάρει ο ύπνος. Για όσους κοιμηθούν απόψε: «όνειρα γλυκά»!»
***********
Ξυπνάω από όνειρο που δε θυμάμαι. Το σιδερένιο χέρι στον αυχένα επιμένει. Κόμπος το στομάχι. Μια αίσθηση ιλίγγου με κυκλώνει. Τρέχω στο μπάνιο και γονατίζω στη λεκάνη. Σηκώνομαι, απολυμαίνω τα χέρια μου με οινόπνευμα. Πιάνω τα μαλλιά μου με την κόκκινη κορδέλα – εκείνη που τόσο του άρεσε.
Δ.: Ποτέ δεν είχα σχέση. Όλες τις γυναίκες τις πλήρωνα, όλο με τέτοιες γυναίκες. Ε, μια Γερμανίδα είχα, αλλά κι αυτή την παράτησα γιατί ήτανε πολύ γριά. Κι άλλος ένας φιλαράκος μου τα ‘χε με μια άλλη ηλικιωμένη. Ε, τις είχαμε αυτές, τις παρατήσαμε. Χωρίσαμε και με το φιλαράκο μου, αυτόν που ήμασταν στην πρώτη πολιτεία που μέναμε και ζούσαμε και δουλεύαμε. Έφυγα στο Μόναχο, τον ξέχασα, με ξέχασε.
Με κοίταξε, τον κοίταξα. Με κέρασε ένα ποτό. Στη βελούδινη επιφάνεια του μπράντι είδα τη συνέχεια αστραπιαία, σαν φιλμ. Θα περνούσαμε το βράδυ μαζί. Θα κάναμε έρωτα. Θα πηγαίναμε διακοπές. Θα κοιμόμασταν μαζί τα βράδια. Θα συνηθίζαμε ο ένας τον άλλο. Θα χωρίζαμε. Και μετά ο πόνος. Όλα τα άφησα μέσα στο ποτήρι που με κέρασε εκείνο το βράδυ. Δεν το δέχτηκα ποτέ. Με κοίταξε με απορία και στράφηκε σε μια άλλη κοπέλα δίπλα του που έπινε τσάι.
Χ.: Όταν βγαίνω έξω αισθάνομαι πολύ άνετα. Μ’ αρέσει ο κόσμος, μ’ αρέσει ο περίπατος, μ’ αρέσει η καφετέρια, αλλά μόνη μου, πού να πάω; Δεν πάω. Πρέπει να με πάει η νοσηλεύτρια. Κι έτσι αναγκαστικά μένω στο διαμέρισμα. Έρχομαι εδώ παίρνω τα φάρμακα, κάνω έναν περίπατο κάθε μέρα και τελειώνω. Αυτά είναι όλη μου η ζωή.
Σταυρώνει τα χέρια και με κοιτάζει στα μάτια. Ανάβω τσιγάρο. Κοιτάζω την ώρα. Βάζω ένα ποτηράκι λευκό κρασί. Ήμουν μαζί σου κι όμως τόσο μόνη. Μου έλειπες ακόμη και όταν κοιμόσουν δίπλα μου.
Σ.: Είχα αρραβωνιαστεί για τρεις, τέσσερις μέρες. Νέος, ναι. Φανταράκι. Κάποτε αγαπούσα μια Κατερίνα και την έπαθα. Μετά με χτύπησε ένας φαντάρος και την έπαθα.
Σκύβει το κεφάλι του. Ακολουθώ το βλέμμα του. Παρατηρεί ένα αναποδογυρισμένο σκαθάρι που προσπαθεί να σηκωθεί όρθιο. Το βοηθά να γυρίσει. Πάντα ξεχώριζα τους ανθρώπους από το αν θα βοηθήσουν ένα αναποδογυρισμένο σκαθάρι να περπατήσει ή αν θα το λιώσουν κάτω απ’ το παπούτσι τους. Ποτέ δεν κατάλαβα σε ποια κατηγορία ανήκες εσύ.
Σ.: Τι θα ‘κανα τώρα αν ήμουν έξω; Το παν. Θα είχα μια γυναίκα πλούσια και θα ‘λεγα, ξέρεις εγώ είμαι ο αυτός που είμαι. Θέλω την αγάπη μου, θέλω την τάδε, θέλω την Κατερίνα, αγαπούσα μια Κατερίνα και την έπαθα. Ήθελα να έχω οικογένεια, ήθελα να ‘μουν παντρεμένος Αν είναι να βρω ένα κορίτσι καλό θα κάνω υπομονή. Τι να πω;
Η σιωπή του πλημμυρίζει το άδειο δωμάτιο. Ο ήχος απ’ το ποτήρι που πέφτει απ’ τα χέρια μου σπάει την απειλητική ησυχία και ξυπνά τη Σύβι. Νιαουρίζει πεινασμένη. Μου θυμίζει ότι πρέπει να φάω κι εγώ κάτι. Ανοίγω το ψυγείο. Σχεδόν άδειο. Βρίσκω στο ντουλάπι κάτι παξιμάδια, τους ρίχνω λίγο λάδι και παίρνω ένα τελευταίο κομματάκι τυρί. Τα συνοδεύω μ’ ακόμη ένα ποτηράκι κρασί. Το τελευταίο. Σου βάζω κι εσένα ένα. Τσουγκρίζω με το ποτήρι σου. Μου λείπεις.
Θ.: Έπρεπε να ‘χω κάνει οικογένεια, αλλά αρρώστησα. Υπήρχαν κοπέλες, πάρα πολύ καλές κοπέλες που έδιναν και τη ζωή τους για μένα. Δεν πείραζα ποτέ τις κοπέλες, ούτε γυναίκα πειράζω ποτέ, τις σέβομαι. Είτε παντρεμένη είναι αυτή, είτε ελεύθερη, πάντοτε με τη θέλησή της, δεν τη ζόρισα ποτέ, ούτε πρόσβαλα ποτέ γυναίκα.
Νιώθω ένα κύμα ζέστης να κατακλύζει το σώμα μου, όπως ο αέρας το μπαλόνι. Πηγαίνω να κάνω ένα μπάνιο. Σταματάω μπροστά στον καθρέφτη του νιπτήρα. Σηκώνω την μπλούζα μου και ψηλαφώ το στήθος μου σα να ψηλαφώ το στήθος μιας ξένης. Άραγε, μαρτυρά την ηλικία μου; Αισθάνομαι ένα αντρικό χέρι με αδρούς κόμπους να με χαϊδεύει. Οι αργές κινήσεις του αφυπνίζουν ένα παλιό ρίγος. Απ’ έξω ακούω τη Σύβι στην πιλοτή να σουλατσάρει με τους γάτους της γειτονιάς. Μόλις γυρίσει θα την κλειδώσω μέσα. Ξαφνικά, νιώθω να με φασκιώνει μια ερημιά, το μπαλόνι ξεφουσκώνει απότομα. Κατεβάζω την μπλούζα και κουμπώνω τα κουμπιά μέχρι πάνω σα θρησκόληπτη.
**********
«Μόνο φθόνο μπορώ να νιώσω για τις δεσμεύσεις και μίσος, μίσος, μίσος για τ’ αγόρια που μπορούν να χορτάσουν τη σεξουαλική τους πείνα ελεύθερα, χωρίς φόβο και να νιώθουν ολοκληρωμένοι, ενώ εγώ σέρνομαι από ραντεβού σε ραντεβού από μια υγρή επιθυμία, πάντα ανεκπλήρωτη. Το όλο πράγμα μ’ αρρωσταίνει.
(…)
Με πληγώνει τόσο πολύ το παιχνίδι του να ψάχνεις για σύντροφο, να εξετάζεις, να δοκιμάζεις. Και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι είχες ξεχάσει πως ήταν μόνο ένα παιχνίδι και ξεσπάς σε κλάματα».
(Σύλβια Πλαθ, The Unabridged Journals of Sylvia Plath [ii])
«Όχι το αίμα, το αίμα δεν το θέλω. Το παιδί του Τεντ θέλω», ψιθυρίζεις καθώς πετάς το χαρτί στον κάδο της τουαλέτας. Το αφήνεις επίτηδες γυρισμένο προς τα πάνω για να το δει. Ξέρεις πόσο τον ερεθίζει το αίμα. Ετοιμάζεσαι να πάτε για πικ νικ στο δάσος. Δένεις την αγαπημένη κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά. Προχωράτε αμίλητοι, ένας σκύλος σας ακολουθεί. Απλώνετε την κουβέρτα κάτω από το δέντρο. Ο σκύλος κάθεται πλάι σου. «Κοίτα τον», σου γνέφει ο Τεντ και φαιδρά λακκάκια σχηματίζονται στα μάγουλά του. «Κοίτα εκεί κάτω. Είναι κατακόκκινος. Σ’ εσένα έρχεται συνέχεια». Γελάς δυνατά. «Σε μύρισε.»
«Όπως με μύρισες κι εσύ το πρώτο βράδυ που σε γνώρισα.»
«Η Αμερικάνα παρθένα ντύθηκε για να αποπλανήσει.»
«Θυμάσαι μετά που σε δάγκωσα; Ένιωθα σα σκύλα. Και τώρα έτσι νιώθω».
Σου αρπάζει τα χέρια και σε γυρίζει στα τέσσερα. Σου σηκώνει τη φούστα. Προσπαθεί να μπει μέσα σου, αλλά γλιστράει από το αίμα. Εσύ γελάς δυνατά. Η κουβέρτα έχει γίνει κατακόκκινη. Σηκώνεσαι ταραγμένη. «Όχι το αίμα. Το αίμα δεν το θέλω». Παίρνεις ένα μαντήλι και προσπαθείς να καθαρίσεις τα πόδια σου. Του δίνεις άλλο ένα και σκουπίζει τη μύτη του που τρέχει σπέρμα.
**********
[i] Plath, S., The Unabridged Journals of Sylvia Plath, edited by Kukil, V., K., Anchor Books, N. York, 2000.
[ii] Plath, S., The Unabridged Journals of Sylvia Plath, edited by Kukil, V., K., Anchor Books, N. York, 2000.
Η Δήμητρα Διδαγγέλου έχει σπουδάσει Ψυχολογία (Α.Π.Θ.) με μεταπτυχιακό στην Ψυχολογία στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Πάντειο Πανεπιστήμιο). Για περισσότερα από δέκα χρόνια εργάζεται ως επιστημονικός δημοσιογράφος με εξειδίκευση σε θέματα ψυχικής υγείας και σε κοινωνικά θέματα. Ως ψυχολόγος, διεξάγει εργαστήρια εκφραστικής γραφής.
Έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής με τον συγγραφέα και διευθυντή της Σχόλης Μισέλ Φάις. Το πρώτο της βιβλίο «Η Σύβι και ο Ντάντυ» κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.