Αποσπάσματα από τη νουβέλα της Γιούλης Αναστασοπούλου «Ψυχή στην Κούλουρη»
Ψυχή στην Κούλουρη
(Αποσπάσματα)
Το βυζί της γιαγιάς του το ’χε πάρει στο στόμα κοντά δυο χρονών. Του΄χε φανεί περίεργη η γεύση, αλλά δεν είχε κλάψει. Η μάνα του είχε πάει με τον πατέρα του στο Πέραμα. Ήθελαν να ανοίξουν μαγαζί εκεί, δεν ήξερε τι μαγαζί ήταν, αλλά τους έβλεπε να πηγαινοφέρνουν σακούλες με πράγματα αλαφιασμένοι. Κάθε νύχτα τους περίμενε να γυρίσουν και κάθε νύχτα που χτυπούσε το τηλέφωνο ήξερε πως θα διανυκτέρευαν εκεί. Η γιαγιά πλησίαζε με το ριγέ μπλουζάκι κατεβασμένο απ΄ τη μια μεριά και τον στρίμωχνε στην κουζίνα. Εκείνος ξεγλιστρούσε κάτω απ΄ τα φουστάνια της και κυλιόταν στο πάτωμα, αλλά η γιαγιά τον άρπαζε σα σακί, τον κάθιζε με το ζόρι στα γόνατα της και του έχωνε το βυζί της στο στόμα.
Ο παππούς του είχε ένα καΐκι και ήξερε όλα τα φώτα της θάλασσας. Τι φανάρια βάζουν στην πρύμνη, τι στο ιστίο και τι στην πλώρη. Ποιο φανάρι θα μπει πάνω πάνω ψηλά για να το βλέπουν και τα άλλα καράβια. Μαζί μάθανε και μπάνιο, στη θάλασσα των Σεληνίων, με μπρατσάκια και χωρίς μπρατσάκια, και ο παππούς όλο να ξεμακραίνει και να τον περιμένει με ανοιχτά τα χέρια. Τ’ αγαπούσε τα χέρια του. Μετά ο παππούς τον στέγνωνε με την πετσέτα, έτριβε καλά το κεφάλι του, τον έβαζε στις πλάτες και έπαιρνε την ανηφόρα για το σπίτι. Αυτή η βόλτα ήταν η καλύτερη της μέρας, ο ήλιος γυάλιζε στο ξεροψημένο δέρμα της πλάτης του, εκείνος ακουμπούσε απαλά την κοιλιά του στο σβέρκο του παππού και με τα δυο του χέρια κρατούσε τις μεγάλες παλάμες του. Ο παππούς έσερνε αργά τις παντόφλες του στην ανηφόρα.
Οι παντόφλες του ήταν λαστιχένιες με πολλές μικρές τρύπες και όσο και να είχαν παλιώσει συνέχιζε να τις φοράει, γιατί ποτέ δεν πέταγε τίποτα, κανένα δικό του πράμα. Όταν αποφάσισε να μην της ξαναφορέσει, τις έβαλε κάτω από το κρεβάτι του και δεν τις κουνούσε. Δυο και τρεις φορές είχε φωνάξει στη γιαγιά που ήθελε να σκουπήσει εκεί.
-Τις συνταξιοδότησες και αυτές εκεί χάμω; Όλη η παλιατσούρα κάτω απ΄ το προσκεφάλι μας, βρε πουλάκι μου;
Ο παππούς είχε πεθάνει μέσα στο καΐκι, το πίσω μέρος του κεφαλιού του ήταν ακουμπισμένο στην πλώρη σαν να κοιμόταν και τα χέρια του κράταγαν σφιχτά το σκοινί. Μέσα σε έξι μήνες έμειναν στο σπίτι δυο γυναίκες και αυτός. Τα σπίτια ανήκουν κανονικά στις γυναίκες, είχε πει σε ένα μάθημα η δασκάλα. Κάτι τέτοιο θα είχε γίνει και με το σπίτι τους. Είχε επιστρέψει στις γυναίκες του.
Η μάνα βρήκε δουλειά σε ένα καφενείο στο Πέραμα. Το καφενείο του Θανάση, ένα παλιό καφενείο με εσωτερική αυλή, φάτσα κάρτα στα καράβια. Έβγαινες και σ’ έπαιρνε η αποφορά απ’ τα φύκια και το καυσαέριο απ’ τα φορτηγά · πίσω στην αυλή έπεφτες πάνω στο τσιμέντο του ακάλυπτου μιας πολυκατοικίας-γίγαντα. Θέα είχε το νησί, τη Σαλαμίνα, στην ευθεία. Τα Αμπελάκια, που το βράδυ λαμπυρίζαν σαν Φαναράκια του Επιταφίου. Δεξιά ξεδιπλωνόταν η Κυνοσούρα, η ουρά του νησιού που έκανε εκείνο το κομμάτι στεριάς να μοιάζει με οπίσθια κοιμισμένου σκύλου. Αριστερά ξεχώριζες αμυδρά τα Παλούκια. Αυτό ήταν και το μόνο νυχτερινό τοπίο που χάζευε ο Άγης απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού. Είχε στρέψει την ξεχαρβαλωμένη καρέκλα στα δεξιά αγνοώντας επιδεικτικά την Κυνοσούρα και τ’ Αμπελάκια και κρεμιόταν απ’ τα κάγκελα κάθε βράδυ με το βλέμμα καρφωμένο στο λιμάνι της Σαλαμίνας.
Ο Θανάσης τούς πρόσφερε ένα δωμάτιο να κοιμούνται πάνω απ’ το καφενείο, είχε δυο κάμαρες ξενοίκιαστες. Καλός τού φάνηκε, μεγάλος ήταν σε ηλικία, δεν έλεγε πολλά, ίσα ίσα, μέτραγε τις κουβέντες του σαν τα κέρματα στην ταμειακή.
Το σχολείο είχε βάλει λουκέτο, μόνο Αγγλικά είχε ακόμα, δυο φορές τη βδομάδα και ήτανε στο πέρα δώθε. Μπες, βγες, Παλούκια- Πέραμα με τα φέρι-μποτ.
To καφενείο ήταν μικρό, σέρβιρε καφέ ελληνικό, φραπέ και κανένα ουίσκι με ηλιόσπορους και στραγάλια. Εκείνος καφέ δεν έπινε, δεν έκανε, έλεγε η μάνα, θ’ ανακάτωνε το στομάχι του, έτρωγε όμως κρεμ καραμελέ που ’ταν η καλύτερη του Περάματος· το κοκορευόταν και ο Θανάσης. Την έφτιαχνε η μάνα του Θανάση που ήταν μια ασπρόμαυρη αντρογυναίκα κρεμασμένη σε χρυσή κορνίζα πάνω απ’ την γκαζιέρα. Κάθε φορά που η μάνα άναβε το γκάζι, φωτιζόταν τ’ αριστερό της μάτι και τους κοίταζε απ’ την κορφή ως τα νύχια σαν να ’ταν ποντίκια που τρύπωσαν στην κουζίνα της.
Έβραζε το νερό στο μπρίκι κι εκείνος φοβόταν τη γυναίκα φάντασμα και χάζευε τις φουσκάλες. Νερό θυμωμένο, γιατί να ’χε θυμώσει;
Μπρίκια (τα), ουσιαστικό= Καράβια κατσαρόλες που βασανίζουν το νερό.
Φέρι-μποτ (το) ουσιαστικό= Μουσκεμένη παντόφλα που δε βουλιάζει.
…..
Παρασκευή σούρουπο της έλεγαν τα χαρτιά και Κυριακή την πέρναγε στην εκκλησία. Σάββατο ξανάχασε λεφτά ο Θανάσης και το βλέμμα του δεν άρεσε καθόλου στη μάνα. Σάββατο μεσάνυχτα τα μάζεψαν και πήραν το καράβι για πίσω, τέλη Σεπτεμβρίου, με το βραδινό αεράκι να τρυπάει τις κλειδώσεις και τη μάνα να έχει πει μόνο τρεις λέξεις: Ντύσου γρήγορα, φεύγουμε.
Όταν φτάσαν σπίτι είχε ημίφως, η μια λάμπα του δρόμου τσιτσίριζε σαν εντομοπαγίδα στέλνοντας γαλάζιες λάμψεις.
Στο σπίτι εκείνη κοντοστάθηκε και κράτησε την καγκελόπορτα, σα να περνούσε το κατώφλι φυλακής, ανασκουμπώθηκε για το εκτελεστικό απόσπασμα, σουλούπωσε τα μαλλιά της και πέρασε με το δεξί. Δεν ξαναμίλησε κανονικά, επέστρεψε στην τηλεγραφική χρήση των λέξεων και ούτε τα λουλούδια της, ούτε ο κήπος ούτε τίποτε δεν την έκαναν να εγκλιματιστεί.
– Έχεις δουλειά στα ουφάδικα σήμερα, μαμά;
-Έχω.
-Θες κάτι να κάνω εδώ; Ε; Καμιά δουλειά;
-Διάβασε. Πλύσου. Κλείδωσε. Κοιμήσου.
-Εντάξει.
Η μάνα στεκόταν πίσω απ’ το ταμείο του λούνα πάρκ, δίπλα από το ρόλερ-σκέιτ κλαμπ, εκεί που την άφησε στεκόταν, η φράντζα της είχε μακρύνει, έμοιαζε να κοιτάζει την πελώρια βράκα τής Μπαλαρίνας ή τα γρανάζια της. Προχθές, ενώ ήταν υπεύθυνη για το Ταψί, μια κοπέλα έχασε το παπούτσι της, τινάχτηκε στη μέση του ταψιού και τηγανιζόταν πριν να πέσει στην εσοχή και να εξαφανιστεί. Έφυγε από κει ξυπόλυτη και τη μάνα την πήγαν στο ταμείο τής Μπαλαρίνας λες και ήταν δικό της λάθος.
Σήμερα είπε δέκα λέξεις όλες κι όλες, δέκα ακριβώς: κακάο, αργείς, κλειδιά, μπουφάν, μακαρόνια, ποπκόρν, κατοστάρικο, ψυχρούλα, γάλα, καληνύχτα.
…..
Το νησί αυτό κινείται κάτω από τον ίδιο χρόνο, αργά, σαν στις άκρες των ρολογιών να κρέμεται μολύβι και αγκομαχούν οι δείκτες να φτάσουν ψηλά και μετά πέφτουν αργά στα δεξιά, λες και η βαρύτητα δεν υπάρχει γύρω από αυτά τα ρολόγια, κι όλοι μαθαίνουν να περιμένουν, τα καράβια να έρθουν, τα αμάξια να πάρουν τη στροφή, να φορτώσουν τα φορτηγά που βαρυγκομάνε στην όπισθεν σαν έγκυες γυναίκες, να κάνουν το ταξίδι απέναντι, να ξεφορτώσουν, να βγουν στο δρόμο για τον Πειραιά, τόσο κοντά του και τόσο μακριά του, Αργοσαρωνικός με τα όλα του.
Και μετά καζάνια, ιχθυόσκαλα, καυσαέριο, μολυβένιες πολυκατοικίες με πράσινες σκονισμένες τέντες, σπιτάκια λέγκο, μακρόστενη χτυπημένη άσφαλτος, λιμανίσια αύρα, μεγάλα βαπόρια με πολλά μικρά παραθυράκια σαν κενά νταμάκια από τσίχλες, φώτα πορτοκαλί νυσταλέα, φανάρια πρόθυμα και γρήγορα, παγκάκια μοναχικά, μεγάλες σκισμένες επιγραφές, ο σταθμός του τρένου, περιστέρια σε σμήνη μπροστά απ’ τις εκκλησίες, καμπάνες που βαρούν τρομακτικά, οι ίδιες Κυριακές απόγευμα στο Πειραιά.
Και Κυριακή σούρουπο επιστροφή, ναυτία, σφίξιμο μην τον σηκώσει η δασκάλα να πει μάθημα, μες στο βαποράκι να λέει από μέσα του τα κυριότερα μέρη του μαθήματος, το νόημα της παραβολής του ασώτου, πρώτη ώρα θρησκευτικά, στο βαποράκι η χοντρή κυρία με τα λουλούδια να κοιμάται με το στόμα ανοιχτό, σάλιο να τρέχει στο μαντίλι της, να φτιάχνει μια διάφανη γέφυρα ως το στόμα της. Δρόμος από σάλιο σαν τα σαλιγκάρια. Τα σαλιγκάρια έχουν το σπίτι τους στην πλάτη τους, δεν το χάνουν και καθαρίζουνε μια για πάντα.
…..
Προχθές βρήκα το πράσινο χαρτάκι στην παλιά φόρμα εργασίας, τριμμένο απ’ τα πλυσίματα, πολυκαιρισμένο, αλλά αμέσως το αναγνώρισα. Ήταν το τελευταίο απόκομμα απ’ το πλοίο, όταν γυρνάγαμε πίσω, όλα τ’ άλλα τα ’χα πετάξει, αυτό το θυμάμαι καλά, θυμάμαι και που το καταχώνιασα στην εσωτερική τσέπη του τζιν. Πέραμα-Παλούκια, Άγιος Θεόδωρος, 13.9.1989, ώρα 23.45, γραμμένο στη μέση, το καράβι ασφυκτικό, εγώ στο σαλόνι να πίνω πορτοκαλάδα μπλε, η μάνα στο δεξί κατάστρωμα, να τη φυσά ο αέρας και να κλαίει, να μουσκεύει το φανελάκι της, ο ναύσταθμος μπροστά μας φωταγωγημένος, γεμάτος αεικίνητους ναύτες, να εργάζεται σιωπηλά στο σκαμμένο βουνό, τα χοντρά σκοινιά να δένουν, το ρεμέτζο, γρύλισμα μηχανής, να προλάβουμε να κατέβουμε πριν το μπούγιο, να τρέξω, να δω το σπίτι στη θέση του, αυτό μόνο. Το ’χω να το λέω, να, δες, ’89, το βλέπεις; Μη σε ξεγελά, οκτώ είναι τούτο, για μέτρα, πόσα είναι; Είκοσι χρόνια, εδώ.
Η Γιούλη Αναστασοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Σπούδασε Φιλοσοφία-Παιδαγωγική-Ψυχολογία στη Φιλοσοφική Αθηνών, Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού στη Σκωτία και Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια και επιστημονικός συνεργάτης της Ακαδημίας Ψυχοθεραπείας και Συμβουλευτικής Αθηνών. Έχει μαθητεύσει σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής με τον συγγραφέα και διευθυντή της Σχόλης Μισέλ Φάις.
Η πρώτη της νουβέλα «Ψυχή στην Κούλουρη» κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.