«Barney’s Corner» της Γιούλης Αναστασοπούλου
Barney’s Corner
Στέκομαι πάντα ένα δυο λεπτά έξω από του Μπάρνεϋς. Δεν κάνω απολύτως τίποτα όταν στέκομαι εκεί. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, διαφραγματική αναπνοή που φουσκώνει τα πλευρά μου. Ανοίγουν κοκκινωπά σαν ενός μικρού ψαριού έξω απ’ το νερό. Βγάζω την ανάσα μου μέσα από ένα νοερό καλαμάκι, κίτρινο ριγέ. Τη λεπταίνω και τη στρογγυλεύω, να περάσει στο άνοιγμα. Δεν με ενδιαφέρει πού καταλήγει η αναπνοή μου και πώς χάνεται.
Αυτός ο δρόμος καταλήγει πάντα στην προκυμαία.
Η δική μου αρχή του δρόμου που σταματά στη θάλασσα ξεκινά από του Μπάρνεϋς. Άλλων ανθρώπων μπορεί να ξεκινάει από το πλυντήριο- στεγνωτήριο του Χάλεϊ, ή από το μπαράκι του Σκαλ, αλλά δεν με νοιάζει. Εμένα ξεκινά από εδώ. Ο πιο μεγάλος δρόμος της πόλης αφυπνίζεται, ανάβει και σβήνει έξω από αυτή την επιγραφή: Μπάρνεϋς κόρνερ.
Ο Μπάρνεϋ, ο εστιάτορας, δεν δίνει ποτέ δεκάρα για έναν άνδρα που κοντοστέκεται και δεν μπαίνει μέσα να πάρει έναν διπλό καφέ στο χέρι ή να κάτσει στις ροτόντες για ντόνατ και αυγά με μπέικον. Μπορείς να στέκεσαι δίπλα στο σταντ με τις εφημερίδες και τα φρέσκα νέα της πόλης όση ώρα θες, ακόμα και αν έχεις έναν προβολέα στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου και φωτίζεσαι σαν τον Χριστό. Ο Μπάρνεϋ δεν θα σε προσέξει. Αντίθετα, ο Σκαλ και ο Χάλεϊ θα κολλήσουν τη μύτη τους στο κρύο διπλό τζάμι και, αφήνoντας το χνότο τους να φτιάχνει μηδενικά στο γυαλί, θα σε αναγκάσουν να περάσεις μέσα, έστω για να πεις ένα γεια.
Εγώ όμως το μόνο που θέλω είναι να περπατάω. Nα περπατάω την πόλη, αλλά μερικές φορές δεν γίνεται.
Αυτή η πόλη με αγαπάει. Πάντα με αγαπούσε. Το μόνο σίγουρο. Τα δέντρα μερικές φορές σκύβουν ελαφρώς καθώς περνάω στητός με τα αθλητικά μου παπούτσια και την ολοκαίνουρια φόρμα μου. Όλο αυτό γίνεται με ιδιαίτερη μυστικότητα, γιατί ίσως κάποιος θελήσει να το οικειοποιηθεί, και ποτέ δεν ξέρεις πού θα φτάσουν οι άνθρωποι, τι θα σκαρφιστούν προκειμένου να τους συμβούν πράγματα.
Πριν ένα χρόνο, εδώ ακριβώς που στέκομαι, είχα φέρει τη Νία. Της είχα δείξει το δικό μου μυστικό μέρος ανάπαυλας από το περπάτημα στην πόλη. Τι χαρά που είχε κάνει!
Είχε ακουμπήσει στον καφετί τοίχο του ταχυ-εστιατορίου και είχε ανοίξει διάπλατα τις εφημερίδες ψάχνοντας τις αναγγελίες γάμων και θανάτων. Δεν είχα καταλάβει τι την ενδιέφερε πιο πολύ απ’τα δύο.
Ο καφές του Μπάρνεϋ έβγαινε αχνιστός από τα πλαστικά ποτήρια των πελατών του, πριν ξεπηδήσει από τα ανοιχτά παράθυρα, για να τρυπώσει κατευθείαν στη μύτη μας.
Η κριτσανιστή ζάχαρη των ντόνατ κολλούσε στα χείλη μας, και χρειάστηκε να τη βγάλουμε πασαλείβοντας το στόμα μας με το μελάνι των εφημερίδων, που ‘χε χωθεί στα δάχτυλά μας.
Άφησα το αποτύπωμά μου έξω από του Μπάρνεϋς. Κάτω δεξιά, δίπλα από την πόρτα, χάρισα πέντε δαχτυλικά αποτυπώματα στον καφετί τοίχο του. Η Νία δεν έβγαλε άχνα.
Εκείνη τη στιγμή δεν με ένοιαζε που δεν περπατούσα.
Ο περίπατος της Πόλης είναι καθημερινή ανάγκη, κάτι πιο σημαντικό από το πρωινό πλύσιμο του προσώπου και το καθάρισμα των νυχιών των ποδιών.
Από το βράδυ σημειώνω τις διαδρομές σε ένα πράσινο ευρετήριο, απλώνω τα ρούχα μου στην καρέκλα της κουζίνας και διαλέγω τα παπούτσια που ταιριάζουν με τη φόρμα μου.
Πρώτο πέρασμα πάντα η κρεμαστή γέφυρα του Γκάρισον, που οι αλυσίδες της μοιάζουν με λουκάνικα δεμένα σφιχτά το ένα με το άλλο. Δεύτερο πέρασμα ο ουρανοξύστης της Ράζμπερι ελ-τι-ντι, με τους πολύχρωμους καθρέφτες στην είσοδο, που πολλαπλασιάζουν την κινούμενη φιγούρα μου.
Από εκείνο το σημείο βάζω πάντα τα δυνατά μου να ξεπεράσω στο τρέξιμο τα πολλαπλά χρωματιστά είδωλά μου, που με συναγωνίζονται. Σαν κάποιος να με κουρδίζει εκεί, για να με ξεκουρδίσει κοντά στου Μπάρνεϋς. Προσπάθησα πολλές φορές να μείνω κουρδισμένος μέχρι την προκυμαία, αλλά πάντα λαχανιάζω λίγο πριν το εστιατόριο.
Η Νία συνεχίζει, και φτάνει στη θάλασσα σε είκοσι λεπτά και τριάντα τρία δευτερόλεπτα.
Παλιά μου άρεσε στην προκυμαία. Τα κύματα έσκαγαν σε εκείνα τα πελώρια λέγκο και άφριζαν την είσοδό τους πίσω στο θολό νερό. Έβγαζα τα αθλητικά μου και τα κρέμαγα στην πλάτη δένοντας τα κορδόνια στο ένα δάχτυλο. Αυτό το μπλαβιασμένο δάχτυλο έμενε έτσι πρησμένο μέχρι να γυρίσω στο διαμέρισμά μου. Η Νία του έδινε ένα φιλάκι, καμιά φορά, όταν την άφηνα να το κάνει. Όταν είχα τρέξει καλά, σύμφωνα με το χρονόμετρό μου – αλλιώς τι νόημα είχε να το φιλήσει.
Στις πολύ καλές κούρσες, που σου έδιναν ένα περιθώριο να χαμογελάσεις και να το ρίξεις έξω, παίρναμε μαλλί της γριάς από τον Λέξι. Η Νία πασάλειβε όλο της το πρόσωπο και τα μαλλιά με αυτό το ρημάδι, γιατί συνήθως είχε έναν δαιμονισμένο αέρα στον Φάρο.
Εγώ τάιζα το μαλλί της γριάς στους γλάρους, όταν δεν μου ξέφευγε από μόνο του σαν εκείνο το μικρό λουλούδι, τον κλέφτη, που θρυμματίζεται στον αέρα σε δευτερόλεπτα. Νομίζω πως δεν είναι καν λουλούδι.
Τώρα δεν φτάνω στην προκυμαία, είναι αδύνατον να πάω ως εκεί. Το χρονόμετρό μου σταματάει έξω από του Μπάρνεϋς. Ένα χρόνο τώρα, χαλάει λίγο πριν το μαγαζί του. Η Νία μάλλον συνεχίζει. Δεν την έχω ρωτήσει. Τα αποτυπώματά μου σβήνουν με τον καιρό, δεν είμαι σίγουρος ότι είναι πια πέντε, ίσως είναι τέσσερα ή τρία, μπορεί και κανένα. Και σήμερα για πρώτη φορά μου φάνηκε πως κάτι σάλεψε πίσω από το μεγάλο παράθυρο του Μπάρνεϋ, μου φάνηκε πως ο ίδιος ο Μπάρνεϋ έβγαλε το κεφάλι του και κοίταξε δεξιά κι αριστερά, μέσα από το άνοιγμα της λευκής πόρτας με τη μεγάλη επιγραφή.
Αυτό είναι ένα γεγονός. Μία σημαντική αλλαγή που πρέπει να σημειωθεί. Ποτέ δεν είχα προσέξει το πρόσωπο του Μπάρνεϋ, μόνο το σχήμα του κεφαλιού του, ένα κεφάλι ωοειδές και άτριχο, σαν μπάλα ποδοσφαίρου μονίμως ακουμπισμένη πάνω στον πάγκο του εστιατορίου.
Και οι αλλαγές συνεχίζουν να συμβαίνουν˙ σχεδόν δεν προλαβαίνω να τις σημειώσω.
Σήμερα πρώτη φορά ο Μπάρνεϋ πέρασε το κατώφλι του και με πλησίασε. Άρχισα να τρέμω. Υπήρχε φως γύρω από το ήδη αστραφτερό κεφάλι του. Ήταν το φως της επιγραφής. Συνέχισα να τρέμω αλλά διατήρησα την ψυχραιμία μου και τον κοίταξα κατάματα – ήθελα να πω δυνατά: Μπάρνεϋ, επιτέλους σε γνωρίζω, ή, Μπάρνεϋ, να ‘ξερες τι είσαι για μένα, ή, έστω, Μπάρνεϋ, πολύ ωραίο το μαγαζί σου, εγώ πάντα εδώ κοντοστέκομαι πριν περπατήσω την πόλη.
Έσκυψε κοντά μου, όπως τότε που έσκυβαν τα κλαδιά των δέντρων στη Μέι Στριτ ενώ έτρεχα για τριάντα τρία λεπτά και είκοσι δευτερόλεπτα. Ακούμπησε ένα χάρτινο κύπελλο με αχνιστό καφέ ανάμεσα στα γόνατά μου, παραμερίζοντας την κουβέρτα που μισοκρεμόταν από το αναπηρικό μου καροτσάκι: «Πάρε, πιες. Δεν θέλω ζητιάνους εδώ» μου είπε χαμηλόφωνα και έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω μου.
Η Γιούλη Αναστασοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Σπούδασε Φιλοσοφία-Παιδαγωγική-Ψυχολογία στη Φιλοσοφική Αθηνών, Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού στη Σκωτία και Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και επιστημονικός συνεργάτης της Ακαδημίας Ψυχοθεραπείας και Συμβουλευτικής Αθηνών. Έχει μαθητεύσει σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής με τον συγγραφέα και διευθυντή της Σχόλης Μισέλ Φάις. Από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια κυκλοφόρησε το 2011 η νουβέλα της «Ψυχή στην Κούλουρη».
Το «Barney’s Corner» είναι το διήγημα που πρώτευσε ανάμεσα στα εικοσιτέσσερα που διακρίθηκαν στον 3ο Διεθνή Διαγωνισμό Διηγήματος που διοργάνωσε η ιστοσελίδα www.eyelands.gr
Το διήγημα πρωτοδημοσιεύθηκε στον συλλογικό τόμο «Ιστορίες Ονείρου και Φυγής», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παράξενες μέρες τον Νοέμβριο του 2013.