«Ο Ρώσος παππούς» της Εβίτας Παπανικολάου
Αγία Πετρούπολη, Οκτώβριος 1917.
Αντίν, ντβα, τρι, τσιτίρι, πιατ, σεστ, σεμ, βο… Ένας εκκωφαντικός κρότος, που έκανε τα παράθυρα των αυτοκρατορικών μπαλέτων Μαριίνσκι να τρίξουν, σταμάτησε ακαριαία το μέτρημα της δασκάλας, η οποία έδινε τον ρυθμό, και σήκωσε απότομα σε θέση παύσης τα δάκτυλα της πιανίστας που πλημμύριζαν με τις μελωδίες του Τσαϊκόφσκι την αίθουσα διδασκαλίας με τους τεράστιους καθρέπτες και το δρύινο πάτωμα. Σαράντα κυκνάκια έτρεξαν τρομαγμένα προς τις δασκάλες τους. Ήταν νύχτα και δεν μπορούσαν να καταλάβουν από πού προερχόταν αυτός ο τόσο ισχυρός θόρυβος. Kι αν ήταν βροντή, πώς δεν είδαν μέσα από τα τεράστια παράθυρα της αίθουσας τη λάμψη που θα έκανε τη νύχτα μέρα; Άρχισαν να βγάζουν βιαστικά τις τουτού, τα στεφάνια από φτερά που κοσμούσαν τους σφιχτοδεμένους κότσους τους, και να φορούν τα ζεστά ρούχα τους. Μόλις βγήκαν στον δρόμο, το πλήθος του κόσμου που έτρεχε, η οχλοβοή τρόμαξε τις δασκάλες που αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω και να κλείσουν καλά τις βαριές πόρτες του θεάτρου. Ποιος θα πείραζε μερικές μαθήτριες και τις δασκάλες τους που έκαναν εντατικές πρόβες για να τους μαγέψουν για άλλη μια φορά με το πιο αγαπημένο μπαλέτο όλων των εποχών, τη «Λίμνη των κύκνων» του Τσαϊκόφσκι;
Μήνες περίμεναν οι επαναστάτες το σύνθημα, που ήταν τα κανόνια του Aurora, του λαβωμένου καταδρομικού των ρωσοϊαπωνικών ναυμαχιών. Ίσως αυτή τη φορά οι μπολσεβίκοι να τα κατάφερναν, δέκα χρόνια μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1905 η Ρωσία κατέρρεε και είχε οικονομικά καταστραφεί, αφού κανείς δεν ήθελε να δουλεύει στα εργοστάσια για τους πλούσιους ούτε να καλλιεργεί τη γη τους πεθαίνοντας από την πείνα ούτε ήθελε τα παιδιά του να πολεμούν για τον Τσάρο στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Οι Γερμανοί, αφού κατάφεραν να γίνουν η μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη της Ευρώπης, μετέτρεψαν εν συνεχεία τη βιομηχανία τους σε πολεμική μηχανή που εξόντωνε τα παιδιά τoυς. Οι δρόμοι της πρωτεύουσας γέμισαν από ανθρώπους που κατευθύνονταν προς τα χειμερινά ανάκτορα. Η Λιούμπα, που μέχρι πριν λίγη ώρα χόρευε κι ονειρευόταν τη μέρα της πρεμιέρας, τη στιγμή της υπόκλισης και του αναμενόμενου αποθεωτικού χειροκροτήματος, ένιωσε πως θα λιποθυμήσει από τον φόβο της. Στα χειμερινά ανάκτορα αντιστέκονταν ακόμη ο Λευκός Στρατός και οι Κοζάκοι. Ο Μπόρις της, αξιωματικός του Λευκού Ιππικού, πού να βρισκόταν τώρα; Είχε μέρες να επικοινωνήσει μαζί του. Κατάφερε να ξεφύγει από την προσοχή των ανθρώπων που είχαν βρει προσωρινό καταφύγιο στα υπόγεια του θεάτρου, ανάμεσα σε στολές, ψεύτικα δέντρα και ψεύτικους πύργους και, χάρη στη μεγάλη της ευλυγισία, βρέθηκε στον δρόμο μαζί με το πλήθος να κατευθύνεται κι αυτή προς το μέρος που πολύ πιθανόν να βρισκόταν ο αγαπημένος της. Πυροβολισμοί και συμπλοκές την ανάγκασαν να αλλάξει πορεία. Θα πήγαινε να τον περιμένει στη γέφυρα των Λεόντων, το σημείο όπου συναντιόντουσαν, εκεί όπου φιλήθηκαν για πρώτη φορά χαϊδεύοντας την πλάτη των λιονταριών και κάνοντας ταυτόχρονα μια ευχή, όπως όλοι οι ερωτευμένοι νέοι της Αγίας Πετρούπολης. Στη γέφυρα των Λεόντων πέρασε η Λιούμπα ατέλειωτες ώρες αγωνίας. Δε γύρισε σπίτι της, το ξημέρωμα την βρήκε εκεί να κοιτάζει τα παλάτια που καθρεπτίζονταν στον Νέβα με την ανατολή του ηλίου. Μερικά από αυτά ήταν δώρα βασιλικά σε εραστές κι ερωμένες. Το ανάκτορο του Ορλόφ, δώρο της πολύ γενναιόδωρης Μεγάλης Αικατερίνης, είχε εξακόσια δωμάτια. Κάθε ανάκτορο έφερε το όνομα της οικογένειας που ανήκε, ήταν ένα αριστούργημα της αρχιτεκτονικής κι όπως δέσποζε πάνω από το ποτάμι, του χάριζε το χρώμα του, διαφορετικό κάθε ώρα, κάθε εποχή, χαρούμενο την άνοιξη και το καλοκαίρι, πιο σκοτεινό και παγερό τον χειμώνα. Όταν τις καλοκαιρινές νύχτες τα στόλιζαν και τα φωταγωγούσαν με την ευκαιρία κάποιας γιορτής, μαγεμένοι καθόντουσαν να τα θαυμάσουν. Στον Μπόρις, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Μόσχα, σε ένα παλάτι στις όχθες του Βόλγα, κι είχε αφήσει το σπίτι του για να έρθει να σπουδάσει στην πρωτεύουσα, τα παλάτια στις όχθες του Νέβα τού θύμιζαν την πατρίδα του. O αγαπημένος του περίπατος ήταν στις όχθες του ποταμού, να κρατάει το χέρι της Λιούμπας του και μαζί να ονειρεύονται το κοινό τους μέλλον.
Μια αγκαλιά σφιχτή μαλάκωσε την αγωνία της Λιούμπα. Ο αγαπημένος της ήταν ζωντανός, ήταν καλά. Οι δύο νέοι κοιταζόντουσαν ξανά και ξανά μην μπορώντας να το πιστέψουν πως ξαναβρέθηκαν. Ήταν τέτοια η κινητοποίηση του κόσμου και τόσο δύσκολο να ξεφύγει, που ο Μπόρις φοβήθηκε πως δε θα την ξανάβλεπε ποτέ. Ευτυχώς που τελικά ήταν τόσο λίγοι αυτοί που απέμειναν να φυλάνε τα χειμερινά ανάκτορα, που οι επαναστάτες δεν έδωσαν μάχη μαζί τους, για να μη τους ηρωποιήσουν. Έτσι, σαν από θαύμα, γλύτωσε τη ζωή του. Της είπε πως αποφάσισε να εγκαταλείψει τελικά την πατρίδα του. Αυτή τη φορά δε θα νικούσαν οι λευκοί, όπως το 1905. Οι επαναστάτες είχαν πολύ καλά οργανωθεί και οι συγκυρίες τούς ευνοούσαν. Έξυπνος άνθρωπος όπως ήταν και διορατικός, κατάλαβε πως δεν υπήρχε πια καμία ελπίδα γι’ αυτόν και κανένα μέλλον στη Ρωσία και, αν ήθελε να σωθεί, θα έπρεπε να τρέξει το συντομότερο δυνατόν στο θωρακισμένο τρένο που περίμενε όσους ευγενείς ήθελαν να γλυτώσουν, για να τους μεταφέρει σε άλλη χώρα. Ανέβασε τη Λιούμπα στο άλογό του και άρχισαν να καλπάζουν προς τα περίχωρα της πόλης όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Το θωρακισμένο τρένο, που ήταν έτοιμο να ξεχυθεί στις στέπες της ρώσικης γης, έβγαζε ήδη καπνούς από τη μηχανή του. Η επιβίβαση επιτρεπόταν μόνο σε όποιον, ως ευγενής, είχε το δικαίωμα και τα απαραίτητα χαρτιά. Την ώρα που αγκαλιασμένοι οι δύο νέοι έτρεξαν σαν κυνηγημένοι να προλάβουν να επιβιβαστούν, κάποιος τράβηξε μέσα τον νέο, ο οποίος είχε τα απαραίτητα ντοκουμέντα, αλλά έσπρωξε έξω το κορίτσι που δεν ανήκε στην αριστοκρατία. Η Λιούμπα έχασε από τα μάτια της τον Μπόρις. Σε λίγο θα έφευγε το τρένο και δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ. Ο τρόμος που της προκάλεσε αυτή η σκέψη ενεργοποίησε αστραπιαία τη θέλησή της. Αν έχανε τον αγαπημένο της, θα τρελαινόταν. Πρόσεξε πως μερικοί υπηρέτες ακολουθούσαν τους κυρίους τους στα βαγόνια. Βρήκε έναν φουκαριάρη, του έδωσε ό,τι είχε κι ό,τι φόραγε και σε λίγο ένα χαμίνι με την τραγιάσκα κατεβασμένη μέχρι το σαγόνι στριμώχτηκε δίπλα στον Μπόρις γραπώνοντας το χέρι του. Ξαφνιάστηκε αυτός που σκυθρωπός κι απελπισμένος βρέθηκε μόνος, χωρίς την αγαπημένη του, να κάθεται σε μιαν άκρη. Το τρένο ξεκίνησε αμέσως. Όποιος πρόλαβε να επιβιβαστεί ήταν πολύ τυχερός. Οι επιβάτες άφησαν έναν στεναγμό ανακούφισης. Τον περασμένο Φεβρουάριο τον Τσάρο τον κατέδωσαν και τον παρέδωσαν στους διώκτες του μέσα από το τρένο του οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι.
Το ταξίδι κράτησε αρκετές ημέρες. Στριμωγμένοι, γρήγορα σταμάτησαν τα «ισβινίτε» και «παζάλουστα» κάθε φορά που ακουμπούσε ο ένας τον άλλον. Έγιναν σύντομα όλοι μια οικογένεια, όπου ο καθένας πρόσφερε τις δυνάμεις και τις ικανότητές του για να καταφέρουν να γλιτώσουν.
Το τρένο τούς άφησε στη Χερσόνησο της Καλλίπολης. Προσεκτικά κατέβηκαν ένας ένας, τόσες μέρες στριμωγμένοι χρειάσθηκαν αρκετές προσπάθειες για να ξεμουδιάσουν και να μπορέσουν να ξαναπερπατήσουν. Τα πλούσια ρούχα τους ήταν τώρα βρόμικα και τσαλακωμένα, οι άσπρες δαντέλες που κοσμούσαν τα ρούχα των κυριών μαρτυρούσαν την πολυήμερη ταλαιπωρία τους. Αλλά ήταν ζωντανοί και σαν καλοί χριστιανοί το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν μια ευχαριστήρια δοξολογία. Ο Μπόρις κοιτούσε τη θάλασσα κι έπαιρνε βαθιές εισπνοές. Κοιτούσε το χώμα όπου χάθηκαν χιλιάδες νέοι σε μια από τις φονικότερες μάχες του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Οχτώ μήνες κράτησε η γιγάντια επιχείρηση των Αγγλογάλλων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη και να εξασφαλίσουν τη θαλάσσια δίοδο της Ρωσίας προς τη Μεσόγειο. Δεκάδες χιλιάδες παλικάρια από κάθε πλευρά χάθηκαν, χαρίζοντας μια σημαντική νίκη για την Τουρκία, άλλον έναν θρίαμβο για τον Κεμάλ.
Δύο χρόνια περίμενε ο Μπόρις με τη Λιούμπα να έρθει κι η δική τους σειρά να σαλπάρουν για κάποιο λιμάνι της Μεσογείου. Τα πλοία έπαιρναν τους πρόσφυγες λίγους λίγους και τους άφηναν στα διάφορα λιμάνια της Μεσογείου, όπου έδεναν για να ξεφορτώσουν εμπορεύματα .Η τύχη τούς έβγαλε στον Πειραιά. Είχε διαβάσει πολλά για την Ελλάδα ο Μπόρις, είχε κάνει αρχαία ελληνικά στο σχολείο αλλά και στο πανεπιστήμιο, θαύμαζε τους αρχαίους Έλληνες για όσα είχαν προσφέρει στις επιστήμες και τον πολιτισμό της Ευρώπης. Σε όλη του τη ζωή την Ελλάδα την έλεγε πάντα Αγία Ελλάδα.
Τους υπέδειξαν ένα μέρος στη Δραπετσώνα όπου θα μπορούσαν να μείνουν, έναν πρόχειρο καταυλισμό δίπλα σε ένα εργοστάσιο λιπασμάτων, που τελευταία επεκτεινόταν και σε εργοστάσιο υαλουργίας. Πολλή λάσπη και κρύο τον χειμώνα, κουνούπια κι ελονοσία τούς θέριζαν το καλοκαίρι. Οι άθλιες συνθήκες ζωής τους εξασθενούσαν το σώμα και την ψυχή τους. Υπήρχαν φορές, ιδιαίτερα τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα, που έχαναν το κουράγιο τους, εξανεμίζονταν οι ελπίδες τους για μια νέα αρχή στον τόπο όπου βρέθηκαν κυνηγημένοι. Ένιωθαν πως έκαναν όλο αυτό το ταξίδι για να πεθάνουν τελικά σε ξένη γη.
Μια νύχτα μεγάλη αναστάτωση και φασαρία ακούστηκε από το εργοστάσιο. Έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει, μήπως σκοτώθηκε κανένας εργάτης, πράγμα πολύ συνηθισμένο εκείνη την εποχή, αλλά οι τεχνικοί τρομαγμένοι εξήγησαν στον Μπόρις πως το σύστημα τήξεως στις δεξαμενές των κλιβάνων είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο κι έπρεπε να απομακρυνθούν γιατί το εργοστάσιο κινδύνευε να ανατιναχτεί. «Εγώ αυτό μπορώ να το φτιάξω» είπε ο Μπόρις κι έτρεξε μαζί με τους τεχνικούς να βοηθήσει. Όρμησε ο Ρώσος στο εργοστάσιο, πυκνοί καπνοί και αναθυμιάσεις τον έπνιξαν, του κόπηκε η ανάσα. Μια δυνατή παρόρμηση όμως τον έκανε να προχωρήσει, αψηφώντας τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε. Φόρεσε ένα βρεγμένο σεντόνι κι έτρεξε στον πίνακα με τις ασφάλειες. Ό,τι άγγιζε με τα χέρια του τον έκαιγε, τα δάκτυλά του γέμισαν εγκαύματα. Έλα, Μπόρις, μονολόγησε, βάλε τα δυνατά σου, μόνο εσύ μπορείς να σώσεις το εργοστάσιο και τους εκατοντάδες εργάτες που δουλεύουν σε αυτό και θα μείνουν χωρίς δουλειά, αν αποτύχεις. Οι εικόνες της αποφοίτησής του από το Πολυτεχνείο της Αγίας Πετρούπολης, το βραβείο που του έδωσε ο ίδιος ο Τσάρος, επειδή αρίστευσε, τον όπλισαν με κουράγιο και δύναμη να παλέψει με τις μηχανές που ανεξέλεγκτα υπερθερμαίνονταν.
Όταν γύρισε ο Γερμανός αρχιμηχανικός στο εργοστάσιο και είδε τι είχε καταφέρει ο Ρώσος, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ, ώστε πήγε αυτοπροσώπως να τον συγχαρεί και να τον ευχαριστήσει που έσωσε το εργοστάσιο υαλουργίας της Δραπετσώνας, ένα από τα πολλά εργοστάσια της κοινοπραξίας των Κανελλόπουλων. Περπατώντας σε λασπόνερα και πατώντας κάθε είδους βρομιές, ανάμεσα σε παράγκες και πρόχειρα παραπήγματα, βρήκε ο Γερμανός το «σπίτι» του ηρωικού Ρώσου. «Αυτός ο άνθρωπος είναι πολύ σπουδαίος» φώναξε, «δεν πρέπει να τον αφήσουμε να χαθεί». Έτσι ο Μπόρις βρήκε δουλειά στα εργοστάσια των Κανελλόπουλων και σε λίγα χρόνια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελευσίνα, αναλαμβάνοντας ως μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος τη διεύθυνση του εργοστασίου τσιμέντων ΤΙΤΑΝ.
Η Εβίτα Παπανικολάου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος διδακτορικού τίτλου σπουδών. Το διάστημα 1987-1989 εργάστηκε στη Γναθοχειρουργική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κολωνίας. Γνωρίζει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και ρωσικά.