«Ο θυρωρός» – Νίκος Γυφτόπουλος ?>

«Ο θυρωρός» – Νίκος Γυφτόπουλος

Ο θυρωρός

του Νίκου Γυφτόπουλου

thiroros 2

 

Την Τρίτη 2 Απριλίου ξύπνησε με το χρώμα που έχουν οι ξεθωριασμένοι τοίχοι τα πρώιμα καλοκαίρια, όταν πέφτει το φως στις ταράτσες των πολυκατοικιών, καμιά εκατοστή μέτρα μακριά από τη μάντρα της Δημοτικής Φιλοξενίας. Χωρίς να ανασηκώσει το κεφάλι, ψηλάφισε το στρώμα του κι αφού βεβαιώθηκε ότι δεν είχε αλλάξει θέση το μπουκάλι, άνοιξε τα χείλη του κι άρχισε να πιπιλά την άκρη του, σαν μωρό που ψάχνει ρώγα για να ξεδιψάσει. Όσοι τον συνάντησαν αργότερα στο διάδρομο προς το γυμναστήριο, είδαν να τους κουνά το κεφάλι όπως κάνουν οι συγγενείς και οι φίλοι όταν τους ξαναβλέπουν μετά από πολύ καιρό. Χαμογελούσε δείχνοντας τα κιτρινισμένα δόντια του κι έσφιγγε την παλάμη τους με χέρι άσπρο και μαλακό, που κανείς δεν το είχε δει μέχρι εκείνο το πρωινό, έτσι που το ‘κρυβε συνεχώς στη δεξιά του τσέπη λες κι ήταν κλεμμένο ή δανεικό.

Στο σκοροφαγωμένο παρκέ του κλειστού γυμναστηρίου μαζεύονταν κάθε πρωί όσοι έμεναν εκεί κι ένας με μια πράσινη φόρμα, τετράγωνα γυαλιά και στυλό στο αυτί, ανεβασμένος στην πιο ψηλή κερκίδα φώναζε ονόματα, κι όταν έβλεπε κανένα χέρι να σηκώνεται σημείωνε τους παρόντες σε ένα τετράδιο σπιράλ. Αν δεν παρουσιαζόσουν στο πρωινό προσκλητήριο ήταν αμφίβολο αν θα έμενε καμιά μερίδα περίσσεμα το μεσημέρ,ι κι έτσι κάθε πρωί το γήπεδο της Δημοτικής Φιλοξενίας βούιζε από τις ομιλίες – μελίσσι που ανυπομονεί να ξεχυθεί έξω από την κυψέλη. Μεσοτοιχία με αυτό ήταν οι αίθουσες των αποδυτηρίων με ανοιχτούς φεγγίτες για να φεύγει ο καπνός από τα τσιγάρα που μοίραζε δωρεάν ένας με μπλε φόρμα και είχε αναλάβει να τα βγάζει από τα πακέτα και να τα στρώνει σε ένα σιδερένιο μακρύ τραπέζι. Τα έβαζε το ένα δίπλα στο άλλο, πρόσεχε να τα τοποθετεί με τα φίλτρα στην άκρη του τραπεζιού από την μεριά που στέκονταν όσοι έκαναν ουρά για να πάρουν από ένα, ώστε να τα τραβούν από το σωρό χωρίς να σπάσουν. Ο τρόπος αυτός είχε αποδειχθεί αλάνθαστος, πάντα τα τσιγάρα έφταναν για όλους. Όσοι ήταν τυχεροί μπορούσαν να πιάσουν θέση στο πάγκο γυμναστικής και να ξεφυλλίσουν τις χθεσινές ειδήσεις ακουμπώντας την πλάτη τους στα κιτρινισμένα πλακάκια του λευκού γυμναστηρίου. Άλλοι στέκονταν όρθιοι και φύσαγαν τον καπνό νευρικά προς τα πάνω, πότε κοιτώντας το ταβάνι και πότε τους φεγγίτες, σήκωναν ανεπαίσθητα το κορμί τους πατώντας στις μύτες και τέντωναν το λαιμό τους να δουν έξω από τη μάντρα του γηπέδου.

Έριξε μια ματιά στους τίτλους της πρώτης σελίδας, γύρισε στην τελευταία για τα αθλητικά, ξαναπήγε δυο τρεις πίσω να βρει τα άστρα, περιεργάστηκε την κεντρική της τσάκιση και με μια ταυτόχρονη κίνηση των χεριών του άνοιξε απότομα τα φύλλα της, να ακούσει τον θόρυβο που κάνει το χαρτί λίγο πριν σκιστεί. Έπαιζε συνέχεια το παιχνίδι με την εφημερίδα, την δίπλωνε και την ξεδίπλωνε με γρήγορες κινήσεις, άνοιγε, μάζευε, σαν πουλί που λίγο πριν πετάξει φτερουγίζει, κοιτούσε τους μεγάλους τίτλους – ήσουν σίγουρος αν τον κοιτούσες πως είχε απορροφηθεί διαβάζοντάς τους.

Όταν οι άλλοι κοιτούσαν το ταβάνι κι οι πιο ψηλοί σήκωναν τα πόδια τους στις μύτες και τα μάτια στους φεγγίτες, σαν επιβάτες σε λεωφορείο που αδημονούν να φτάσουν και κοιτούν έξω από τα τζάμια να δουν πού είναι, αυτός, άνοιγε απότομα τα φύλλα, με δύναμη τα τέντωνε και την στιγμή που η εφημερίδα ήταν έτοιμη να σκιστεί, τα μάζευε πάλι πίσω – κανείς δεν άκουσε το “χρατς” που κάνει το χαρτί, στο ψηλοτάβανο, λευκό γυμναστήριο, με τα κίτρινα πλακάκια. Έστριψε ελαφρά το κεφάλι του στην σελίδα με τις πρωινές αγγελίες και σημείωσε σε κύκλο τα μαύρα γράμματα της μόνης αγγελίας που του τράβηξε το ενδιαφέρον: «Ζητείται θυρωρός για συγκρότημα κατοικιών. Απαραίτητα ελάχιστα προσόντα: Άνδρας, ηλικίας τριάντα ετών. Διακριτικότης, Εχεμύθεια. Τυχόν οικογενειακές υποχρεώσεις να αναφερθούν αναλυτικά. Δεκτές αιτήσεις με ημερομηνία αποστολής έως και Τετάρτη 3 Απριλίου επί αποδείξει σφραγίδας ταχυδρομείου».

Διάβαζε και ξαναδιάβαζε κάθε λέξη. Διακριτικότης – εχεμύθεια. Κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι πάνω κάτω, κι επαναλάμβανε κάθε φορά και πιο δυνατά. Άνδρας. Τριάντα ετών. Επρόκειτο σίγουρα για μια αγγελία που γράφτηκε για αυτόν, έτσι το σκέφτηκε κι έτσι πίστεψε πως ήταν.

Οι ρυτίδες κάτω από τις κρεμασμένες κόγχες των ματιών του άρχισαν ανεπαίσθητα να συσπώνται, το δέρμα του φούσκωνε όπως φουσκώνουν τα φύλλα των θάμνων κάποιο απόγευμα καλοκαιριού, μετά από ξαφνική βροχή. Έφτιαξε ένα σημείωμα, το διάβασε μια φορά κι απόρησε αν όλα αυτά που έγραφε τον αφορούσαν ή όχι. Δίπλωσε μισή σελίδα πληροφορίες και σάλιωσε το φάκελο. Περπάτησε μέχρι τη μάντρα, τον έχωσε στην μακριά σχισμή χτυπώντας τον με τη παλάμη του, να ακούσει τον ήχο που βγάζει ένας φάκελος την στιγμή που πέφτει στον πάτο του ταχυδρομικού κουτιού. Κοίταξε πάνω από τα κάγκελα της μάντρας, είδε το φως του ήλιου που έβαφε τους απέναντι τοίχους με εκείνο το ξεθωριασμένο χρώμα πρώιμου καλοκαιριού. Χαμογέλασε.

Όταν γύρισε στα αποδυτήρια ξάπλωσε στο στρώμα του, βούτηξε βαθιά το χέρι στη τσέπη και κι ανέσυρε ένα κέρμα των είκοσι λεπτών, το μοναδικό που του΄χε μείνει από την ημέρα που πρωτομπήκε στη Δημοτική Φιλοξενία. Το ζύγιασε καλά στη χούφτα, έκλεισε τα μάτια κι αναρωτήθηκε αν θα ήταν τελικά η τυχερή του μέρα. Θυρωρός σε νεόδμητο κτίριο, να υποδέχεται τους ένοικους και να τους οδηγεί στα διαμερίσματά τους. Να τους δείχνει τους κοινόχρηστους χώρους, να τους ενημερώνει για το ωράριο των υπηρεσιών του. Ώρα ενάτη βραδινή, παραλαβή των σκουπιδιών. Ώρα δωδεκάτη μεσημβρινή, παράδοση αλληλογραφίας ημέρας. Ώρα ογδόη πρωινή, παράδοση καθυστερημένης αλληλογραφίας προηγουμένης ημέρας και παραλαβή νέας προς αποστολή, καθαρισμός κλιμακοστασίου την δεκάτη πρωινή εκάστης μέρας, έκτη απογευματινή τακτικός ημερήσιος έλεγχος λειτουργιών ανελκυστήρα. Τέλος εκτάκτων και τακτικών υπηρεσιών, πάντα την ενδεκάτη βραδινή. Απαρέγκλιτος κανόνας: «Σαββατοκύριακα και αργίες ο θυρωρός αργεί». Άνοιξε τα μάτια και στύλωσε το βλέμμα του στη εξώπορτα. Έστριψε δυνατά ψηλά το κέρμα, στριφογύριζε πότε κορώνα, πότε γράμματα, το άρπαξε πριν πέσει και το έχωσε πάλι μεσ΄ την τσέπη του παντελονιού.

Διάβαζε και ξαναδιάβαζε. «Είμαστε στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσουμε ότι η αίτησή σας για την θέση του θυρωρού έγινε δεκτή από το συμβούλιο προσλήψεων της εταιρίας. Ένας πλήρης οδηγός των καθηκόντων σας θα σας επιδοθεί κατά την πρώτη ημέρα παρουσιάσεώς σας στην εργασία».

Το νεόδμητο κτίριο δεν είχε πολλούς ορόφους, το πολύ καμιά δεκαριά υπέθεσε, αλλά του φάνηκε ψηλότερο απ΄ό,τι το είχε φανταστεί. Ο τύπος που του παρέδωσε τα κλειδιά όταν έφτασε δεν έδειχνε να έχει μεγάλη όρεξη για κουβέντες. Εξάλλου, τι τον ένοιαζε, όλες οι πληροφορίες ήταν μέσα στον καφέ κλειστό φάκελο. Του κακοφάνηκε που το τηλεφωνικό δίκτυο δεν είχε ακόμα εγκατασταθεί κι έτσι έπρεπε να χρησιμοποιεί το τηλέφωνο του δημόσιου θαλάμου καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, αλλά και πάλι αυτό δεν ήταν μειονέκτημα, αντίθετα μάλιστα, θα είχε την ησυχία του. Μόνο αν ήθελε κάτι σημαντικό, κάτι που θα έκρινε αυτός σημαντικό, θα είχε νόημα να έρθει σε επαφή με την εταιρία. Βέβαια θα μπορούσε να ήταν πιο διαχυτικός, να του πει κανένα μυστικό για τη δουλειά, θα ήξερε σίγουρα πέντε πράγματα παραπάνω, όχι πως είχε άγχος, αλλά έτσι για να σπάσει ο πάγος, συνάδελφος πια κι αυτός, μα όπως έκανε να τον ακουμπήσει όπως συνηθίζει κανείς από οικειότητα ή από αμηχανία, του φάνηκε πως ήταν σκληρός σαν ξύλο, άγαλμα με ρούχα, δεν έβγαζε μιλιά. Το χέρι του πάγωσε, το τράβηξε γρήγορα. Το χειρότερο όμως ήταν το ηλεκτρικό. Κάθε ένοικος ξεχωριστά έπρεπε να φροντίσει για τη σύνδεση του διαμερίσματός του, και όσο για το δικό του θυρωρείο, θα είχε μόνο όταν συνδέονταν στο δίκτυο οι κοινόχρηστοι χώροι, όταν δηλαδή τουλάχιστον το ένα τρίτο των διαμερισμάτων θα είχε ήδη κατοικηθεί.

Το διαμέρισμα στο βάθος του ισογείου ήταν μεγαλύτερο από αυτό της Δημοτικής Φιλοξενίας κι είχε πρόσβαση κι από τη πίσω μεριά του οικοπέδου. Ένα τραπέζι με τέσσερις καρέκλες, πιάτα ποτήρια, ρολόι τοίχου σταματημένο στις 3π.μ. και διπλό κρεβάτι στο διπλανό δωμάτιο. Οι οδηγίες το έλεγαν καθαρά: «Καμιά επικοινωνία δεν θεωρείται αναγκαία και δεν επιτρέπεται, άμα τη αφίξει του πρώτου ενοίκου», χωρίς να δίνονται περισσότερες πληροφορίες για το χρόνο που θα γίνει αυτό. Υπήρχε όμως ένα χιλιάρικο για τις πρώτες ανάγκες κι ο μηνιαίος μισθός έφτανε τις δύο χιλιάδες, τις οποίες κάθε πρώτη Τετάρτη του μήνα θα λάμβανε με φάκελο από άνθρωπο της εταιρίας που θα τον επισκεπτόταν από ενάτη πρωινή μέχρι ενδεκάτη προ μεσημβρίας –έτσι έλεγαν οι οδηγίες– ειδάλλως, αν τύχαινε να απουσιάζει από τη θέση του την συγκεκριμένη ώρα, θα έπρεπε να περιμένει μέχρι την πρώτη Τετάρτη του επομένου μήνα την ίδια ώρα και ούτω καθεξής.

Αυτές φαίνονταν οι μόνες δυσκολίες, αλλά στην αρχή ήταν, το κτίριο φρέσκο σαν ζυμάρι, μετά από λίγο καιρό θα έσφιγγε, θα έδενε κι όλα θα ήταν στη θέση τους όπως τα ‘ χε σχεδιάσει. «Απαρέγκλιτος κανών: Ο θυρωρός θα είναι στη διάθεσή σας από 08πμ έως 11μμ. Παρακαλούνται οι κ.κ ένοικοι…». Βυθίστηκε στη σκέψη του κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος, πρώτη βραδιά στο καινούργιο του διαμέρισμα μακριά από τη Δημοτική Φιλοξενία, λίγο μετά την ώρα που χάνεται το χρώμα από τους ξεθωριασμένους τοίχους, όταν το φώς πέφτει πάνω τους τα απογεύματα κάποια πρώιμα καλοκαίρια.

Πετάχτηκε από το κρεβάτι του απότομα και άναψε τη λάμπα πετρελαίου. Δεν μπορεί, θα παράκουσε, όνειρο θα ήταν, σε ολόκληρο κτίριο είναι συνηθισμένο καμιά φορά να ακούς ήχους από το πουθενά, θορύβους από τις συστολές και διαστολές των σωληνώσεων, ακόμα και λόγια σε γλώσσα ξένη. Έστησε αυτί κι οι ήχοι αντί να ξεθωριάζουν γίνονταν φωνές ανθρώπινες, καθαρές, ένιωθε ζεστές ανάσες πίσω από τον σβέρκο, άγνωστες λέξεις θρόιζαν στα αυτιά του. Ανατρίχιασε, οι ομιλίες έρχονταν από τους πάνω ορόφους, βήματα δεν άκουγε, δεν έβλεπε κανέναν.

Στο ένα χέρι η λάμπα να του φέγγει, στο άλλο το μισοάδειο μπουκάλι να του δίνει θάρρος, σηκώθηκε αργά κι άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα σαν υπνωτισμένος, τα πόδια του βαριά τον τραβούσαν όλο και πιο κοντά στις αλλόκοτες φωνές, ήταν  ο θυρωρός και έπρεπε όλοι να μάθουν ότι κανείς δεν επιτρέπεται να βρίσκεται στο κτίριο χωρίς την άδειά του. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Απ΄ έξω μια ψάθα για τα πόδια, από μέσα ακούγονταν δυο φωνές, η μια μιλούσε δυνατά η άλλη γέλαγε, φωτίστηκε το δωμάτιο, ένας καναπές, τραπέζι στρωμένο, μισογεμάτα ποτήρια, δυο πιάτα χρησιμοποιημένα, ένα τασάκι λερωμένο, μυρωδιά φαγητού, στον τοίχο μια θαλασσογραφία, στον άλλο τίποτα, κάποιοι έμεναν εδώ. Μόλις μπήκε, οι φωνές σταμάτησαν να ακούγονται. Έκανε να φωνάξει, αλλά μόνο το στόμα του μισάνοιξε, «ποιος είναι εδώ;», «είμαι ο θυρωρός», ψέλλισε, μόνο τον εαυτό του άκουγε. Προχώρησε πιο μέσα, η λάμπα έφεγγε και το μπουκάλι άδειαζε, έπαιρνε θάρρος, απειλούσε τους απρόσκλητους ενοίκους «βγείτε έξω», «απαγορεύεται να είστε εδώ», μαλάκωνε καθώς βάδιζε προς το υπνοδωμάτιο, άλλαζε τον τόνο της φωνής του, «μην φοβάστε», «ελάτε έξω», «είμαι ο θυρωρός». Το κρεβάτι στρωμένο, ένα γαλάζιο φόρεμα ριγμένο πάνω του, δυο ζευγάρια παπούτσια, το ένα ανδρικό πολυφορεμένο, το άλλο καινούργιο γυναικείο, έλαμπε το δέρμα κάτω από τη λάμπα, άκρη δεν έβγαζε, κάποιοι ήταν στο σπίτι αλλά κανείς εκεί.

Κατεβαίνοντας τη σκάλα, κοντοστεκόταν μήπως κι ακούσει τις φωνές. Το κτίριο είχε σωπάσει κι ο μόνος ήχος έρχονταν από τα ξέπνοα βήματά του. Ακούμπησε στο τραπέζι, σκέφτηκε μήπως ήταν όλα μια παραίσθηση, παράξενα καμώματα του οινοπνεύματος κι αποκοιμήθηκε σε όνειρο εξαντλημένος. Την είδε στο γαλάζιο φόρεμα, βαλμένο ανάλαφρα πάνω στο λευκό της δέρμα. Λιτά μαλλιά κι ανοιχτά μπράτσα, τυλιγμένα πάνω από το κεφάλι να αγκαλιάζουν τον ουρανό. Από τις μασχάλες καστανές, αυθάδικα σγουρές μικρές τρίχες ξεπρόβαλλαν, ήταν ξαπλωμένη σε αόρατο κρεβάτι, τα πόδια τρίβονταν το ένα πάνω στ’ άλλο, τον προσκαλούσαν μα δεν απλώνονταν, είδε το φόρεμα να τραβιέται αργά-αργά ψηλά, όχι τόσο όσο ήθελε αυτός, έσκυβε να βρει χείλη, να δαγκώσει, η μυρουδιά της έβγαινε αψιά, όλο τον κύκλωνε, έκανε να την πιάσει, αυτή δεν έφευγε, πλησίαζε, ερεθιζόταν με τη μυρουδιά της, αυτή απομακρυνόταν, ύστερα πάλι και πάλι το ίδιο, ζύγωνε κοντά, αυτή έμενε εκεί, δεν την έφτανε όσο κι αν προσπαθούσε, άρχιζε πάλι από την αρχή, μέχρι που ξύπνησε με βογγητά, κάθιδρος.

Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη και διέκρινε δυο μαύρους κύκλους. Όσο έριχνε νερό είχε κλειστά τα μάτια. Όταν τα άνοιξε είδε μαύρες τούφες από μαλλί να έχουν φράξει το νιπτήρα. Δεν θα είχε ποτέ πια την ίδια εικόνα. Γύρισε στο δωμάτιο και προσπάθησε να βάλει σε τάξη το μυαλό του. Το πρώτο φως του πρωινού που έμπαινε στο θυρωρείο άρχιζε να βάφει τους τοίχους με εκείνο το χρώμα που τους κάνει να μοιάζουν ξεθωριασμένοι κάτι πρώιμα καλοκαίρια κι έκατσε να συλλογιστεί τα γεγονότα. Διάολε, αυτός είναι ο θυρωρός κι αν δεν μπορεί αυτός να δώσει μια εξήγηση ποιος άλλος θα μπορούσε να πει τι ήταν αυτό, τι είναι αυτό που του συμβαίνει. Το μάτι του γύρισε κι έπεσε στη διπλωμένη κίτρινη εφημερίδα. Φαινόταν άριστα διατηρημένη κι ας ήταν σχεδόν τριάντα ετών παλιά. Πέμπτη, 4 Απριλίου 1985. Περιεργάστηκε την κεντρική της τσάκιση και με μια ταυτόχρονη κίνηση των χεριών του άνοιξε απότομα τα φύλλα της. Του άρεσε να παίζει το παιχνίδι με την εφημερίδα, να την διπλώνει και να την ξεδιπλώνει με γρήγορες κινήσεις, να την τεντώνει, να ακούει το θόρυβο, εκείνο που κάνει το χαρτί λίγο πριν σκιστεί.

Στύλωσε τα μάτια στη φωτογραφία και δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε: Ήταν το κτίριο, το νεόδμητο κτίριο, το δικό του κτίριο, μόνο που έδειχνε πολύ ψηλότερο απ΄ό,τι ήταν, τυλιγμένο στις φλόγες, με τις πυροσβεστικές να προσπαθούν να τις ημερέψουν. Ένα τρέμουλο ξέσπασε στο μάγουλο και το βλέφαρό του άρχιζε να πεταρίζει. Τέντωσε απότομα την εφημερίδα κι έριξε τη λάμπα πετρελαίου από το τραπέζι. Λίγο πριν ακούσει το “χρατς” που κάνει το χαρτί όταν σκιστεί, πρόλαβε να διαβάσει τη λεζάντα:

«Χθες Τετάρτη και ώρα τρεις τα ξημερώματα, μεγάλη φωτιά από άγνωστη αιτία κατέστρεψε ολοσχερώς νεόδμητο κτίριο κατοικιών, λίγο πριν παραδοθεί στους πρώτους ενοίκους του. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος δεν θρηνήσαμε περισσότερα θύματα παρά ενός ανδρός, το αποτεφρωμένο πτώμα του οποίου ανασύρθηκε από τις φλόγες. Πρόκειται μάλλον για τον θυρωρό του κτιρίου ο οποίος διέμενε στο ισόγεια. Άγνωστη παραμένει η τύχη του πτώματος της άτυχης συζύγου του το οποίο δεν έχει ακόμα ανευρεθεί. Εικάζεται ότι εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, εξαερώθηκε».

 

Πρώτη δημοσίευση:

http://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/proti-emfanisi/thyroros-gyftopoulos

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *