«Θέση για έναν» – Μαρία Κώτσια ?>

«Θέση για έναν» – Μαρία Κώτσια

Θέση για έναν

της Μαρίας Κώτσια

πολυθρονα

Στην business class του αεροπλάνου, οι φαρδιές δερμάτινες πολυθρόνες σε επικλινή θέση, τα φώτα της καμπίνας χαμηλωμένα, διακρίνει ανάμεσα στα χωρίσματα γυναικεία πέλματα μέσα σε ελαστικά καλσόν και μαύρες ανδρικές κάλτσες. Αυτός με την πλάτη όρθια και τα δερμάτινα παπούτσια να του σφίγγουν την καμάρα του ποδιού, ψάχνει με το βλέμμα την αεροσυνοδό για ένα ακόμα bloody mary. Το ποτό σερβίρεται σχεδόν αμέσως, κουνάει το κεφάλι αρνητικά – όχι δεν θα ήθελε κάτι άλλο. H μικρή οθόνη μπροστά του πληροφορεί πως το αεροπλάνο πετάει με ταχύτητα 910km\h. Πώς θα’ταν άραγε αν έσκαγε πάνω σ’ ένα τοίχο μ’ αυτήν την ταχύτητα, τι θα ένιωθε, θα πονούσε, πόσο, περισσότερο απ’ ότι τώρα; Άλλες τέσσερις ώρες πτήση.

Οι τροχοί ακουμπούν πρώτα μαλακά και μετά πιο δυνατά το έδαφος, η μύτη κατεβαίνει, οι μηχανές μουγκρίζουν δουλεύοντας ανάποδα. Τρέχουν με φόρα στον διάδρομο προσγείωσης του Narita. Προχωρά στον ομφάλιο διάδρομο που συνδέει το αεροσκάφος με το αεροδρόμιο, αισθάνεται το λεπτό πάτωμα ν’ αναπηδά σε κάθε βήμα. Σταματά. Στέκεται για λίγο εκεί στη μέση. Πλήθος συνεπιβατών βγαίνει από την κοιλιά του αεροπλάνου και ξεχύνεται δίπλα του.

Το καυτό σάκε γλιστρά αργά στο λαιμό του, τρώει μόνος καθισμένος οκλαδόν στο μαξιλάρι, μπροστά το χαμηλό τραπέζι και πάνω δυο κεραμικά μπολ που αχνίζουν. Βρίσκεται σ’ ένα μικρό δωματιάκι όπου δυο χάρτινες συρόμενες πόρτες τον χωρίζουν και τον κρύβουν από τους υπόλοιπους θαμώνες, ακούει μόνο τις φωνές και τα χαχανητά τους – δεν καταλαβαίνει λέξη. Τα πιάτα που διάλεξε στην τύχη –αδυνατώντας να διαβάσει τον κατάλογο– άνοστα, άγευστα και οι συνοδευτικές τους σάλτσες που δίνουν την όποια νοστιμάδα, υπερβολικά καυτερές για τα γούστα του. Δεν μπορεί να βολευτεί, αλλάζει και ξαναλλάζει στάση, τα γόνατα πονούν, τα πόδια του μουδιάζουν, δεν είναι φτιαγμένο το μέρος αυτό για ανθρώπους του δικού του ύψους. Δίπλα του ακουμπισμένο ένα σακίδιο, η μόνη του αποσκευή με τα απολύτως απαραίτητα, μικρό και ελαφρύ.

Κάθε τόσο ανοίγει η μικρή συρόμενη θυρίδα και μια στρογγυλοπρόσωπη, μικροκαμωμένη κοπέλα με έντονα ζυγωματικά και κοντά άσπρα σοσόνια μπαίνει και νιαουρίζει μια ερώτηση. Η φωνή της ίσα που ακούγεται, υποθέτει πως τον ρωτά αν θέλει κάτι άλλο, αν είναι ικανοποιημένος ή κάτι τέτοιο. Της χαμογελά αμήχανα και αναδιπλώνεται σε νέα στάση. Σκέφτεται πως θα’ταν ν’ανέβαινε και να περπατούσε πάνω στην πλάτη του με τα μικροσκοπικά της πέλματα, βηματάκια γρήγορα σαν γαργαλητό στην σπονδυλική του στήλη. Την επόμενη φορά που εμφανίζεται της ζητά το λογαριασμό, του δείχνει ευγενικά να βγει προς την έξοδο, τον ακολουθεί ελαφρώς σκυφτή. Λίγο πριν την εξώπορτα του δίνει τα παπούτσια του και προσφέρεται να τον βοηθήσει να τα φορέσει, κουνάει τα χέρια του αρνητικά. Φοράει το παλτό και το χοντρό χνουδωτό μαύρο κασκόλ του. Στον πάγκο διπλά τους η ταμειακή μηχανή, πληρώνει ενώ την ακούει να του επαναλαμβάνει την ίδια λέξη ξανά και ξανά, το βλέμμα της στο πάτωμα, παραμένει εκεί μέχρι να κλείσει η πόρτα πίσω του.

Έξω στο δρόμο κρύο και υγρασία, τα μανίκια από το παλτό λίγο κοντά και νιώθει την ψύχρα στους καρπούς, έπρεπε να’χε αγοράσει γάντια. Γύρω πανύψηλα κτίρια γεμάτα φωτεινές κάθετες επιγραφές που αναβοσβήνουν συνεχώς, η μια μετά την άλλη, χωρίς ρυθμό, ασταμάτητα. Κόσμος πολύς περπατά γρήγορα μπροστά του, πίσω, πλάι του, με κοστούμια, με κοντά σορτς –παρά το κρύο– με φωσφοριζέ μπότες, με περίεργα καπέλα, με γυαλιά ηλίου μες τη νύχτα, ένα σμήνος ακανόνιστο, αταίριαστο, μια πολύχρωμη ανθρώπινη θάλασσα γύρω του, να τον προσπερνά ξυστά χωρίς να τον ακουμπά ποτέ.

Ανακατεύεται και χώνεται σ’ένα στενό και δεξιά σ’ένα άλλο κι άλλο πάλι μετά μέχρι που η βουή κοπάζει. Περπατά μόνος σ’ ένα δρομάκι με φωτεινά χάρτινα φανάρια να κρέμονται δίπλα στις χαμηλές εισόδους. Ήχος ξύλου που χτυπά δυνατά πάνω στο πλακόστρωτο τον κάνει να γυρίσει το βλέμμα. Δυο ολόλευκα γυναικεία πρόσωπα με κατακόκκινα χείλη, λουλούδια στα μαλλιά, σώμα σφιχτά καλυμμένο με ύφασμα και ξύλινα ψηλά τσόκαρα. Μένει εκεί στη μέση του στενού να τις κοιτά να περνούν με τον πιο μικρό και γρήγορο βηματισμό που ‘χει δει ποτέ, χωρίς να του αντιγυρίσουν το βλέμμα και συνεχίζουν μέχρι που τις καταπίνει το σκοτάδι. Εάν δεν άκουγε το θόρυβο θα ορκιζόταν πως έχουν ροδάκια στα πόδια τους. Ασάλευτος, εκεί. Τέτοια κατάλευκα πρόσωπα σαν σεντόνια μες στη νύχτα. Αν τραβούσε την άκρη της φαρδιάς σφιχτής ζώνης και ξετυλιγόταν το ύφασμα γύρω από το σώμα κι έπεφτε κάτω, θα’ ταν άραγε και το κορμί έτσι άσπρο, σαν ασβεστωμένο, οι ώμοι, το στήθος, το στρογγύλεμα της κοιλιάς, τα γόνατα; Μένει με την απορία.

Κάνει να προχωρήσει, δεξιά του πολλά στενά σκαλοπάτια, από πάνω μια επιγραφή σαν να την έγραψαν νύχια γάτας, κατεβαίνει αργά με πλαγιαστά βήματα, το «kind of blue» του Miles του χαϊδεύει τ’ αυτιά, ανοίγει τη βαριά μαύρη πόρτα με το μικρό παραθυράκι και μπαίνει. Μέσα, η ένταση της μουσικής εκκωφαντική, κάπνα και μυρωδιά από αλκοόλ και στριμωγμένες ανάσες· ό,τι χρειαζόταν. Άλλη μια μικρόσωμη κοπέλα εμφανίζεται με γοργά βηματάκια και τον καλησπερίζει. Σηκώνει το ένα δάκτυλο –θέση για έναν– ανακουφίζεται που δεν του ζητά να βγάλει τα παπούτσια, τον συνοδεύει στη μόνη κενή θέση στη μπάρα του μαγαζιού κι εξαφανίζεται για να ‘ρθει το ίδιο ξαφνικά και γρήγορα με μια καυτή υγρή τυλιγμένη πετσέτα. Του τη δίνει κάνοντας μικρή υπόκλιση. Τα χέρια του ακόμα κρύα, αργούν να νιώσουν πόσο καίει το μικρό ύφασμα. Τη βάζει στο πρόσωπο, μυρίζει λεμόνι και ανεπαίσθητα τσάι, γιασεμί ίσως. Κοιτάζει τα μπουκάλια πίσω από τον μπάρμαν, ωραία, έχει το τζιν που πίνει και σε δεκάρι μάλιστα. Κατεβάζει την πρώτη γουλιά αχόρταγα και την επόμενη, το τελειώνει σα νερό. Ζητά δεύτερο, ακουμπά στην πλάτη του καθίσματος πρώτη φορά αφότου μπήκε και γυρίζει το βλέμμα γύρω του. Αριστερά του ένα ανδρικό προφίλ με τη μύτη μπηγμένη ανάμεσα στα φουσκωτά μάγουλα, στα τραπέζια ζευγάρια και παρέες, στον τοίχο μια μεγάλη οθόνη δείχνει αγώνα μποξ και δεξιά μια νεαρή κοπέλα με σκούρο σοκολατένιο δέρμα, γυρισμένη προς το μέρος του, τον κοιτά κατάματα και χαμογελά. Μικρό χαριτωμένο ολοστρόγγυλο κεφάλι με τα μαλλιά κρυμμένα σε μάλλινο πλεχτό σκουφάκι, παχιά χείλη και μακριά λεπτά δάκτυλα στο τέλος της δίχρωμης παλάμης της. Φορά χοντρή ζιβάγκο μπλούζα και τζιν παντελόνι. Κρίμα, θα του άρεσε να’χε λίγο πιο πολύ από το εβένινο δέρμα ακάλυπτο.

Σε άλλη περίπτωση κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε ποτέ, όμως τώρα –μετά από τόσο αλκοόλ που’χει ρίξει μέσα του από χθες– την κοίτα ίσια στα μάτια κι αυτή του γελά αφήνοντας να φανούν λευκά μυτερά δόντια νεαρού ζώου. Δεν θα της μιλήσει πρώτος, ποτέ δεν ήταν καλός σ’αυτά. Τη λένε Hilda και είναι από τη Μοζαμβίκη, ο πατέρας Γάλλος και η μάνα αφρικανή, ζει εδώ από τα δεκαεπτά της όταν την έφερε –όπως είπε– η μοίρα. Ένα μικρό βιογραφικό ειπωμένο με μια ανάσα, χωρίς κόμμα, χωρίς παύση, χωρίς λεπτομέρειες, κοιτώντας μες τις κόρες των ματιών του, με το ασπράδι των δικών της ματιών να του φαίνεται όλο και πιο ανοιχτόχρωμο καθώς μιλούσε. Τον ρωτάει διάφορα, της απαντά μονολεκτικά, όλα ψέματα εκτός από το μικρό του όνομα. Τι θα μπορούσε εξάλλου να της πει; Συνεχίζει να του μιλά. Του λέει πως διάλεξε λάθος εποχή να επισκεφθεί τη χώρα, την άνοιξη που οι κερασιές είναι ανθισμένες, είναι πολύ πιο όμορφα. Αρχίζει να βαριέται και ν’ αναρωτιέται αν του μιλά μόνο και μόνο για να εξασκήσει τ’ αγγλικά της. Πίνει άλλο ένα ποτό, από τα ηχεία ο Sinatra φωνάζει for what is a man, what has he got, if not himself then he has naught… Η Hilda συνεχίζει να μιλά, τη διακόπτει ρωτώντας την αν θέλει να τον ακολουθήσει στο ξενοδοχείο του. Η απάντηση αρνητική και μάλλον αναμενόμενη, πληρώνει και βγαίνει μόνος στην κρύα νύχτα.

Δεν θυμάται προς ποια κατεύθυνση είναι το ξενοδοχείο του, όμως δεν θα το ψάξει, δεν νυστάζει αν και άγρυπνος δυο μέρες τώρα. Συνεχίζει να προχωρά και χάνεται μες το λαβύρινθο των μικρών στενών. Μπροστά του μια μεγάλη ψηφιακή οθόνη προβάλλει κόμικς – εκρήξεις και καταστροφές, κεφάλια που κόβονται και μεγάλοι πίδακες αίματος γεμίζουν την εικόνα. Προσπερνά. Μουσική φθάνει πάλι στ’ αυτιά του, περνά τις διάφανες λωρίδες πλαστικού που κρέμονται στην είσοδο και μπαίνει στο καραόκε μπαρ. Η υποδοχή η ίδια –όπως και κάθε φορά–, ζεστή πετσέτα, θέση για έναν σε τραπέζι δίπλα στη μικρή πίστα. Στον κατάλογο διαβάζει zin tonik, μειδιά και παραγγέλνει ένα tanquerrey με λάιμ. Τα περισσότερα τραπέζια άδεια, φωτάκια παντός είδους και χρώματος, στη μέση της πίστας ένα κορίτσι με κοντό, στενό γαλάζιο φόρεμα γεμάτο στρας, τα μαλλιά πιασμένα σε σφιχτό κότσο, τραγουδά κάτι που μοιάζει με παλιά αμερικάνικη επιτυχία. Ο ήχος κακός, πολύ δυνατός και η φωνή της σαν σειρήνα του διαπερνά το τύμπανο. Το τραγούδι τελειώνει κι ελπίζει να μην πει άλλο, τελειώνει και το ποτό του. Μέχρι να ‘ρθει το δεύτερο, έχει ανέβει άλλο κορίτσι στην πίστα κι αυτή τη φορά η φωνή είναι γλυκιά, βελούδινη, σαν απαλό άγγιγμα. Παρόμοιο κοντό φόρεμα με την προηγούμενη, όμως τα μαλλιά της λυτά, μακριά και κατάμαυρα, γυαλίζουν πιο πολύ από το ρούχο. Επόμενο τραγούδι, επόμενο ποτό, το ίδιο κορίτσι στην πίστα κι αυτός σαν μαγεμένος την κοιτά και νιώθει πως τραγουδά μόνο γι’αυτόν, χωρίς κανένα σύμφωνο, μόνο τρυφερά μελωδικά φωνήεντα που φθάνουν σαν ανοιξιάτικο αεράκι στ’ αυτιά του.

Προσέχει στην άκρη του χώρου μια μικρή καμάρα που φαίνεται να’ ναι η αρχή ενός στενού διαδρόμου. Τη δείχνει στον σερβιτόρο προσπαθώντας να ρωτήσει πού οδηγεί, αυτός του λέει να τον ακολουθήσει, παίρνει το σακίδιο και το παλτό στο χέρι και προχωρούν ανάμεσα στα πυκνοβαλμένα άδεια τραπέζια. Στην αρχή του διαδρόμου εμφανίζεται μια κοπέλα με μακριά λουλουδάτη ρόμπα που παρά τις ψηλές παντόφλες της, την πατά στις άκρες. Την ακολουθεί, η μουσική ακούγεται όλο και πιο λίγο. Μπαίνουν σ’ ένα εξαιρετικά μικρό δωμάτιο –σαν κουτί– χωρίς παράθυρο, μόνο μια κρεμάστρα διακρίνεται πάνω σ’ ένα καρφί στον τοίχο. Του παίρνει το σακίδιο και το παλτό, πάντα σε στάση υπόκλισης και μετά τα ρούχα του ένα ένα, ώσπου τον γδύνει εντελώς. Με πολύ απαλές κινήσεις του φορά μια λευκή ρόμπα με μπλε σκούρα σχέδια και στα πόδια μπουρνουζένιες λεπτές, λευκές σαγιονάρες. Τον οδηγεί σ’ ένα άλλο δωμάτιο-κουτί, εδώ υπάρχει μόνο μια ντουζιέρα. Βγαίνει και τον περιμένει με το βλέμμα συνεχώς χαμηλωμένο, κρατώντας τη ρόμπα του στα χέρια. Το νερό ζεστό και με πίεση, τον χτυπά στο πρόσωπο, στο σώμα. Βγαίνοντας του ξαναφορά τη ρόμπα και προχωρούν πιο βαθιά στο διαδρομάκι που μοιάζει ατέλειωτο. Ο φωτισμός γίνεται όλο και πιο χαμηλός, το ίδιο και το ταβάνι, τώρα περπατούν κι οι δυο σκυφτοί. Όσο περπατούν, τόσο ελαφρύτερος νιώθει σαν οι σκέψεις να πέφτουν από το κεφάλι του σε κάθε βήμα, σαν πετραδάκια που κατρακυλούν για να βρουν τ’ αλλα που είναι στρωμένα κάτω δεξιά κι αριστερά στις πλευρές αυτού του μαγικού περάσματος. Μια ακόμα συρόμενη πόρτα ανοίγει κι ύστερα μια άλλη, ένα καυτό κύμα υδρατμών του χαϊδεύει το πρόσωπο, το φως ελάχιστο, ίσα που διακρίνει μια μεγάλη χτιστή τετράγωνη μπανιέρα στη μέση του δωματίου. Τον βοηθά να βγάλει την ρόμπα και τον οδηγεί αργά προς το νερό. Βάζει πρώτα το ένα πόδι, νιώθει ακόμα και τα νύχια του να καίγονται, σιγά σιγά μπαίνει όλος μέσα και κάθεται με το νερό να του φτάνει ως το στήθος, χαμηλώνει πιο βαθιά, το καυτό υγρό του γλύφει το πηγούνι, κλείνει τα μάτια και βουτάει μέσα. Το μυαλό, ένα άδειασμα. Κάθεται εκεί με το κεφάλι ακουμπισμένο πίσω. Πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό δεν σκέφτεται τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα, δεν μπορεί να θυμηθεί αν ποτέ υπήρξε κάτι.

 

Πρώτη δημοσίευση:

http://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/proti-emfanisi/thesi-gia-enan

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *