«Τα κίτρινα ψάρια» – Κωνσταντία Σωτηρίου
Τα κίτρινα ψάρια
της Κωνσταντίας Σωτηρίου
Άκου τώρα εσύ να δεις, εγώ θα σου πω την ιστορία και εσύ αν θέλεις να της δώσεις το τέλος. Όποιο τέλος θέλεις εσύ να δώσεις. Εγώ δεν θέλησα ακόμη να της δώσω. Ακόμα της δίνω. Κι ας είμαι ο πρωταγωνιστής. Κι ας είμαι εγώ ας πούμε ο ήρωας, το κύριο πρόσωπο που λέτε εσείς οι συγγραφείς και είμαι εγώ που την σιάζω.
Εγώ να ξέρεις δεν είμαι της θάλασσας, ούτε βουνίσιος. Πεδινός είμαι, παιδί του κάμπου σαν να λέμε. Της Μεσαριάς. Μην κοιτάς που ανακατεύθηκα στο τέλος με τα ψάρια και τα θαλασσινά τους. Ως δεκάξι χρονών ψάρι στο στόμα μου δεν έβαλα. Το ψάρι δεν ήξερα τι ήταν, που λένε. Μόνο στα βιβλία ζωγραφιστό στο σκολείο. Ούτε στο σπίτι το μαγειρεύαμε. Ψάρι λέσι, έλεγε η μάνα μου, ψάρι λέσι και έπιανε την μύτη της. Και φτιάναμε να φάμε φασόλια και λάχανα, αγκινάρες και μελιτζάνες με τομάτα. Το κρέας εκεί στο χωριό καλά καλά δεν το ξέραμε. Μόνο στις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα και Λαμπρή, άντε και σε κανένα γάμο. Και τότε τρώγαμε χοίρο που σφάζαμε και έφτιαχνε η μάνα μου πράμα να κρατήσει όλο τον χρόνο· λουκάνικα, πηκτή και λαρδί που το έβανε σε κιούπι και μαγείρευε με αυτό όλες τις μέρες.
Λάδι της ελιάς πολύ δεν είχαμε, δύο δέντρα έξω από το σπίτι με καρπούς λίγους, τσιγγούνικους, που τους έπιανε η μάνα μου και τους έλιωνε στο λιοτριβείο πέρα στο άλλο χωριό να τους παίρνει στην εκκλησιά και τα νεκροταφεία. Έτσι. Αλλά ξεχάστηκα, έπιασα τα ψάρια (πουφ, λέσι) και ξεχάστηκα. Ήθελα να σου πω για το χωριό, που ήταν ένα κίτρινο πράμα μέσα στον κάμπο και ξέχασα. Πώς λένε οι άλλοι για τα χωριά τους που θυμούνται τα δέντρα και το πράσινο. Εγώ τα θυμάμαι όλα κίτρινα, σαν ξέφτισμα. Το σιτάρι που μεγάλωνε και κιτρίνιζε και το έπαιρνε ο αέρας σαν θάλασσα. Ένα κίτρινο πράμα που τάραζε και λίκνιζε με τον αέρα. Ένα απέραντο πράμα, λέμε, κίτρινο, ώσπου έφτανε το μάτι σου και που έκανε ακόμα και τον ουρανό να φαίνεται κίτρινος. Μάρτης μου ο Θεός, σου λέω, εμάς στα χωριά μας ο ουρανός ήτανε κίτρινος, εκείνο το κίτρινο που είχανε τα στάχια μας, το ζαχαρί. Ακόμα θυμάμαι εκείνα τα χωράφια μας. Το κρίτσι κρατς που έκαναν τα χόρτα σαν τα πατούσαμε. Ρε τι γλέντια που κάναμε χαμίνια που τα πατούσαμε. Μες τα σιτάρια μεγάλωσα εγώ. Στα θέρη. Σε εκείνα τα χωράφια που τα όριζε ο πατέρας μας. Ακόμα θυμάμαι να κάνω τα πάντα μες τα σιτάρια μας. Εκεί δα περπάτησα, έβγαλα τα δόντια μου, τα έσπασα, έπαιξα, κατούρησα, φίλησα. Στα χωράφια μας. Στα σιτάρια μας. Μέσα στα κίτρινα. Πρωί νύχτα μεσημέρι εμείς στα κίτρινα. Εκείνο το κίτρινο το ζαχαρί που είχε ο ουρανός μας. Μέχρι που έγινα δεκάξι χρονών. Μέχρι τον πόλεμο. Ήρθε ο Τούρκος ένα πρωί μπαμπ μπουμ, τα έκανε όλα μαύρα και κόκκινα. Να μην στα λέω, τα ξέρεις αυτά. Πάει το κίτρινο, έφυγε. Και μπήκαμε στην προσφυγιά. Και αναγκάστηκα να ξενιτευτώ. Αγγλία, στην Λόντρα, χωρίς να ξέρω λέξι τα εγγλέζικα να τα πω, τα ξέρεις αυτά. Τα ξέρεις αυτά. Μαζί τα περάσαμε. Να πάρε το μολύβι να τα πεις εσύ τώρα αυτά.
Θα τα πω εγώ τώρα αυτά. Η πρώτη σου δουλειά στην Αγγλία, στο Λονδίνο ήταν σε ένα φίλο του πατέρα σου, συγχωριανός του πες καλύτερα που είχε εστιατόριο. Του χρώσταγε χάρη είπε ο πατέρας σου και θα σε βοηθούσε. Πήγες εκεί από το πρώτο βράδυ που βρέθηκες στην Αγγλία συστημένος να πιάσεις εσύ ο αμάθητος δουλειά στην ταβέρνα. Γιατί, τι εστιατόριο και βλακείες. Fish and Chips (ψάρι πουφ, λέσι). Φισάδικο είχε ο πατριώτης. Φαστφουντάδικο από τα καλύτερα. Και σε έβαλε από την πρώτη μέρα να τηγανίζεις τα φιλέτα του μπακαλιάρου μέσα στο καυτό λάδι (χρώσταγε χάρη του πατέρα σου). Να τα βάζεις σε εκείνο το κουρκούτι το παχύ και μετά να τα ρίχνεις σε εκείνη την γλίτσα του λαδιού να μαγειρευτεί. Δέκα χρόνια ψήστης μπακαλιάρου στο Φισάδικο. Μέχρι που έφυγες και έκανες το δικό σου εστιατόριο. Τι εστιατόριο και βλακείες. Fish and Chips. Φισάδικο. Έκατσες στην Αγγλία σαράντα χρόνια να τηγανίζεις μπακαλιάρο και πατάτες. Κίτρινα πράματα. Κίτρινο φαί. Ζεστό κριτσανιστό σαν τα σιτάρια σου.
Σαράντα χρόνια στην Αγγλία, μια μέρα να έρθω πίσω στον τόπο μου δεν αξιώθηκα. Τα πρώτα δέκα χρόνια είχα στο μυαλό μου να φυλάξω τα λεφτά που έπιανα, να στέλλω πίσω στην μάνα και στον πατέρα που ζούσαν στον συνοικισμό στην προσφυγιά. Στην συνέχεια ξεχάστηκα, δεν προλάβαινα. Ξέρεις πόση δουλειά έχει το φισάδικο; Πόσο δύσκολα βγαίνουν κάθε μέρα τα λεφτά;
Δικαιολογίες. Ήταν πού ήθελες να δεις το κίτρινο. Ποιος ο λόγος να επιστρέψεις αν δεν μπορούσες να δεις το κίτρινο. Ποιος ο λόγος να πας πίσω αν δεν μπορούσες να δεις εκείνον τον ουρανό που έπαιζες μικρός.
Απρίλιο του 2003 με έπιασε η μάνα μου τηλέφωνο και έκλαιγε. Τι έπαθες, ρε μάνα; Τρόμαξα. Νόμιζα έπαθε τίποτε ο πατέρας μου. Ο γέρος καλά; Μίλα μου, ρε μάνα! Άνοιξαν τα οδοφράγματα μου είπε, το και το, σταθήκαμε γραμμή και πήγαμε στο χωριό μας. Είδαμε το σπίτι μας. Μετά δεν θυμάμαι τι μου είπε. Έκλεισα το τηλέφωνο, το σπίτι και την δουλειά και πήρα το αεροπλάνο για το κίτρινο. Ούτε που θυμάμαι πως έγινε, που κατέβηκα και με συνάντησαν οι δικοί μου. Το κίτρινο, σκεφτόμουν, το κίτρινο και με είχε πιάσει κάτι σαν πυρετός και θολούρα. Έφτασα στο νησί δώδεκα τα μεσάνυχτα και στις έξι το πρωί περνούσα τα σύνορα. Στις εφτά και μισή βρισκόμουν στο χωριό μου.
Με κατέβασε ο ταξιτζής στην μέση της πλατείας και κοίταξα γύρω να προσανατολιστώ. Τα πάντα έμοιαζαν τα ίδια, ρε φίλε, αλλά ήταν και διαφορετικά. Πολλά δεν άλλαξαν στο χωριό, τα σπίτια μείναν πάνω κάτω τα ίδια, χαλασμένα και μες την παρακμή, σαν τα έχει κάποιος σαράντα χρόνια να τα κοιτάξει, αλλά τα ίδια εκείνα σπίτια που θυμόμουνα από παιδί. Αναθάρρησα λίγο γιατί σκεφτόμουν τώρα πόσα θα είχαν αλλάξει. Και κίνησα να βγω στα έξω τα χωριού, να δω που ήτανε το σπίτι μας και τα χωράφια και σκεφτόμουν το χειρότερο. Να δεις έλεγα στον νου μου, πως θα τα έχουνε κάψει, να δεις πως δεν θα τα σπέρνουν τα χωράφια αυτοί και τίποτε δεν θα υπάρχει. Να δεις που δεν θα έχει σιτάρι, δεν θα έχει χωράφι να πατήσεις, όλα θα έχουν χαθεί. Το κίτρινο! Έτσι έλεγα μέσα στον νου μου και στην αγωνία μου μέσα ξέχασα και το σπίτι, δεν πήγα καν να δω το πατρικό μου, ρε φίλε, και πήγα να βρω τα χωράφια μου. Και ήταν όλα εκεί. Τα χωράφια, τα σιτάρια που τα λίκνιζε ο αέρας, ο ουρανός με το άλλο χρώμα.
Αλλά δεν ήταν το κίτρινο, έτσι; Δεν το θυμόσουνα έτσι το κίτρινο. Δεν το θυμόσουνα να είχαν αυτή την απόχρωση τα σιτάρια σας, τα στάχυα, δεν ήταν έτσι το κίτρινο. Δεν ήταν αυτό το κίτρινο. Και αυτός ο ουρανός, μπορεί να φταίει που ήταν πρωί αλλά δεν το θυμάσαι να έχει αυτό το χρώμα το πικρούτσικο. Εσύ τον θυμάσαι τον ουρανό με εκείνο το κίτρινο, το ζαχαρί. Δεν το θυμάσαι έτσι το κίτρινο, δεν είναι έτσι το κίτρινο. Δεν τηγάνιζες σαράντα χρόνια κίτρινα ψάρια για αυτό το κίτρινο. Δεν έπρεπε να κλίσεις το τηλέφωνο στην μάνα σου όταν σε κάλεσε. Εκείνη δεν κατάλαβε πως έφυγες και ακόμα μιλούσε. Μην έρθεις γιε μου πίσω, μην έρθεις να δεις, σου φώναζε. Όλο μιλάς στα γράμματά σου για εκείνο το κίτρινο, όλο μας γράφεις στα γράμματα σου για το κίτρινο. Μην έρθεις γιε μου να δεις, δεν βρήκαμε κίτρινο.
Πρώτη δημοσίευση:
http://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/proti-emfanisi/ta-kitrina-psaria