«Ζανζιβάρη, κοραλλιογενές νησί» – Ελένη Φακάλου
Ζανζιβάρη, κοραλλιογενὲς νησί
της Ελένη Φακάλου
ΑΝΖΙΒΑΡΗ ΖΑΝΖΙΒΑΡΗ ΖΑΝΖΙΒΑΡΗ σφίγγει τὰ δόντια καὶ προφέρει κάθε φορὰ ποὺ τῆς ἔρχεται ἐμετός. Εἶναι ἕνα τρὶκ ποὺ χθὲς τὴ βοήθησε, τώρα ὅμως δὲν γλιτώνει. Χώνει τὸ κεφάλι μέσα στὴ λεκάνη τοῦ μέρους καὶ ἀναποδογυρίζει τὸ στομάχι της. Δὲν ἔχει τίποτε μέσα μόνο κάτι χρωματιστὰ ὑγρά, ποὺ τῆς κάνουν τὸ στόμα κινίνο. Σκατά. Ξαναδιπλώνει, ξαναξερνάει.
Αὐτοσυγκέντρωση. Τὸ τρίκ. Σφίξε τὰ δόντια καὶ πρόφερε: Ζανζιβάρη Ζανζιβάρη Ζανζιβάρη. Τὸ σῶμα της συσπᾶται ἄλλη μιὰ φορὰ καθὼς σηκώνεται, ἡ ναυτία στιγμιαῖα ὑποχωρεῖ καὶ τότε ὁρμάει ἔξω ἀπὸ τὸ μπάνιο. Μὲ τὸ κεφάλι μπροστὰ δρασκελίζει τὴ γραμμὴ τῆς κουζίνας. Κόβει τὸ νῆμα. Φωτο-φίνις κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἀπορροφητήρα. Βουτᾶ τὸ κεφάλι της μέσα στοὺς ὑδρατμοὺς ἐκεῖ ποὺ βράζουν τὰ πορτοκάλια γιὰ ἀντίδοτο. Παίρνει δύο βαθειὲς εἰσπνοές, ὑγρὸ ὀξυγόνο μὲ γεύση πορτοκαλιοῦ, συνέρχεται.
Νιώθει τὸ βλέμμα του νὰ τὴν ἀκολουθεῖ, νηφάλιο πιὰ στὴν καθημερινὴ αὐτὴ ρουτίνα τοῦ ἐμετοῦ. Τὴν περιμένει στὴ πόρτα. Ἀκέραιος, ἀπαράλλαχτος, ἐρωτευμένος. Τὴν ἀγκαλιάζει. Ἀσφάλεια γιὰ μιὰ στιγμή. Δὲν εἶναι μόνη κι ὅμως εἶναι. Τί κρίμα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μοιραστοῦν τὴν ἀναγούλα. Ἕνα φιλὶ στὸ στόμα τῆς κλείνει τὰ μάτια. Ἡ Φαρενάιτ στὸ φρεσκοξυρισμένο του μάγουλο τὴν κατακλύζει μὲ τὴν ταχύτητα τοῦ ἤχου. Ὁ Ντιὸρ τὴ μαχαιρώνει στὸ στομάχι. Καθὼς κλείνει τὴν πόρτα πίσω του, ἐκείνη μένει στὴ σκιὰ τοῦ χὼλ ἀκίνητη. Σὲ ἕνα κενὸ τοῦ σώματός της, ἀκροβατεῖ. Ἡ ἄσπρη λεκάνη τὴν καλεῖ. Ἡ Ζανζιβάρη δὲν τὴν προλαβαίνει. Αὐτὸ τὸ πρωινὸ φιλὶ πρέπει νὰ τὸ κόψει.
Τὸ εἴδωλό της στὸν καθρέφτη τῆς θυμίζει ἄσπρο πανί. Καλύτερα νὰ ξαπλώσει. Ἔχει καμμιὰ ὥρα μπροστά της μέχρι νὰ φύγει γιὰ τὸ σχολεῖο.
Τὰ σεντόνια ἔχουν κρυώσει, μυρίζουν ὕπνο καὶ μεταλλικοὺς ἐφιάλτες.
Αὐτοὺς ποὺ βλέπει κάθε βράδυ. Τὸ γκρίζο ἀτσάλινο κτίριο ποὺ στέκει στὸ ὄνειρό της καταμεσῆς στὸ ἄπειρο. Βλέπει τὸν ἑαυτό της, μὲ κατακόκκινα πόδια νὰ δρασκελίζει τὴν μοναδική του πόρτα στὸ ἰσόγειο. Ἕνα σκυλὶ στὴ βροχή. Σκάλες φτερωτὲς ποὺ ὁδηγοῦν στὸ ὑπερπέραν.
Σηκώνεται. Πάει στὴ βιβλιοθήκη, ψάχνει τὸ Ζήτα στὴ Λαρούς. Βρίσκει τὴ Ζανζιβάρη. Φανταστικὸ ταξίδι. Νησὶ κοραλλιογενές, στὸν Ἰνδικό, εἴκοσι δύο μίλια ἀπὸ τὴν Ἀφρική. Φυτεῖες ἀπὸ κοκοφοίνικες καὶ ἀρωματικὸ γαρύφαλλο. Πηγαίνει στὸ παζάρι. Ἄραβες, Ἀφρικανοί, Ἰνδοί. Ἔχει καὶ Πορτογάλους. Τῆς μυρίζουν γλυκοπατάτες σὲ πλανόδια θράκα. Πείνασε. Ὥρα γιὰ τὸ πὸπ κόρν. Μὲ αὐτὸ ζεῖ τόσους μῆνες. Κάθε μέρα ἐλπίζει πὼς αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ τελευταία της ἀναγούλα, ἀλλὰ πέρασαν ἤδη ἑπτά. Ἀκούει τὸ καλαμπόκι ποὺ σκάει στὴ κατσαρόλα. Ἡ μυρωδιά του τῆς τρυπάει τὴν μύτη εὐχάριστα. Ἡ ναυτία νικήθηκε ἔστω καὶ μόνο γιὰ ὅσο θὰ τρώει. Κρατάει τὴ γαβάθα μὲ στοργὴ καὶ μασουλάει. Μέσα της νιώθει τὸ μωρὸ ποὺ δὲν βολεύεται. Ἡ κοιλιά της ἀλλάζει σχῆμα, γίνεται μυτερὴ στὸ πλάι, ὕστερα πάλι ἐπανέρχεται. Ντύνεται. Τὸ σῶμα της βαρὺ καὶ ξέχειλο. Σκέφτεται πὼς θὰ βγεῖ στὸ δρόμο καὶ θὰ ὀσφραίνεται τὰ φαγητὰ τῆς γειτονιᾶς, κάτι δειλὰ λουλούδια μὲς σὲ γλάστρες, χυμένο ὀρυκτέλαιο στὴν ἄσφαλτο, τὸ κάτουρο τοῦ σκύλου στὴ σκονισμένη ζάντα. Λίγο πιὸ κάτω τὸ πεῦκο τῆς πλατείας κι ἕνα γασεμὶ θὰ τῆς φωνάξουν. Καὶ τὶς κολώνιες τῶν περαστικῶν, καὶ αὐτὲς μιὰ μιὰ θὰ τὶς ἀκούσει. Ἀντέχει. Κάθε μέρα τὸ ἀντέχει. Θὰ τὸ ἀντέξει καὶ σήμερα. Ἀδειάζει τὸ πὸπ κὸρν σὲ χάρτινο σακούλι καὶ τὸ πετάει μὲς στὴν τσάντα. Ἂς ἔχει κάτι μαζί της γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο. Κάνει νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα, καὶ ἕνα νερὸ τῆς βρέχει τὰ σκέλια, Μουσκεύει. Σκύβει νὰ δεῖ, τὰ πόδια της κόκκινα.
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «Ιστορίες Μπονζάι. Η αισθητική του μικρού» του περιοδικού «Πλανόδιον». Η Ελένη Φακάλου ήταν μεταξύ των τριάντα επτά διακριθέντων του ομώνυμου διαγωνισμού που διοργάνωσε το περιοδικό το 2010.