«Δεξί χέρι, δεξί σινιάλο – αριστερό χέρι, αριστερό σινιάλο» – Άκης Παπαντώνης
Δεξὶ χέρι, δεξὶ σινιάλο – ἀριστερὸ χέρι, ἀριστερὸ σινιάλο
του Άκη Παπαντώνη
Το άδειο σαλόνι περίμενε κλειστὸ ἀκόμα, μῆνες ἀφοῦ μετακόμισε, ἕνα μεγάλο χαρτόκουτο. Ἀνάμεσα σὲ σακοῦλες μὲ πράγματα ποὺ δὲν εἶχαν βρεῖ θέση καὶ σκόρπια ροῦχα. Ἦταν τὸ ποδήλατό του, ὅπως εἶχε φτάσει μὲ φορτωτικὴ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Τὸ ἴδιο ποὺ καβαλοῦσε στὴν ἐφηβεία του: γύρω-γύρω τὸ πάρκο· ἀτέρμονοι ὁμόκεντροι κύκλοι. Δὲν τὸ εἶχε ἀνοίξει. Εἶχε ἕνα φόβο: ἦταν τόσο διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν ἐφηβικὸ ἑαυτὸ του – μᾶλλον πιὸ δειλός.
Μιὰ Κυριακὴ ξύπνησε καὶ —ὅπως ἦταν, μὲ τὴν πυτζάμα καὶ γυμνὸς ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω— ἔφερε τὸ ψαλίδι ἀπὸ τὴν κουζίνα: ἔκοψε μία-μία τὶς ταινίες ποὺ συγκρατοῦσαν τὸ χάρτινο ἀμπαλάζ, ἀρχίζοντας ἀπὸ τ’ ἀριστερὰ καὶ συνεχίζοντας μὲ τὴ φορὰ τῶν δεικτῶν τοῦ ρολογιοῦ. Ἔμπλεξε τὶς κομμένες ταινίες σὲ σχῆμα μπάλας καὶ ἐπέστρεψε τὸ ψαλίδι στὸ συρτάρι τῆς κουζίνας. Γυρνώντας στὸ σαλόνι ἔσκισε μὲ τὰ χέρια τὸ χαρτόκουτο σὲ λωρίδες. Στὴ συνέχεια ἔσκισε —χωρὶς πλάνο— καὶ τὸ νάυλον. Τὸ ποδήλατο ἀποκαλύφθηκε: Peugeot, κίτρινο, ἀγωνιστικό. Τὰ σημάδια τοῦ χρόνου ἐμφανή: σκουριά, ξέφτια στὴ σέλα, ξεφούσκωτα λάστιχα. Στὸ τιμόνι ἦταν δεμένα μὲ ταινία τρία γερμανικὰ κλειδιά. Τὸ πρῶτο γιὰ τὸ τιμόνι, τὸ δεύτερο γιὰ τὴ σέλα, τὸ τρίτο γιὰ τὰ πεντάλ. Κάθισε ὀκλαδόν. Τὸ ἀκούμπησε στὴν ἀγκαλιά του. Ξελάσκαρε τὸ τιμόνι καὶ τὴ σέλα· ξαναβίδωσε τὰ δυὸ πεντάλ. Ὕστερα σηκώθηκε ὄρθιος. Τὸ στήριξε δίπλα του. Μέτρησε τὸ ὕψος τῆς σέλας. Ἀφοῦ τὴν ἔσφιξε στὴν τελική της θέση, ἀνέβηκε πάνω – ἦταν σκληρή. Τὸ τιμόνι ἤθελε κι ἄλλο σήκωμα. Τὸ ἔφερε ἐκεῖ ποὺ ἤθελε. Τὸ ἔσφιξε. Ἀπὸ μιὰ ἀπὸ τὶς σακοῦλες ἔβγαλε μιὰ τρόμπα χειρός. Ἔπιασε νὰ φουσκώνει τὰ λάστιχα. Τὸ ἔκανε μὲ σταθερὸ ρυθμό, ἀνασαίνοντας κόντρα-τέμπο στὶς ἀνάσες τῆς τρόμπας. Τελικὰ τὸ ἔφερε κοντὰ στὸν φεγγίτη. Ἀνέβηκε στὴ σέλα —μὲ τὴν πυτζάμα καὶ γυμνὸς ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω— καὶ στάθηκε ἐκεῖ γιὰ ὥρα παρατηρώντας τὴν πρωινὴ ὁμίχλη νὰ τυλίγει τὰ μπατζάκια τῶν περαστικῶν.
Ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ἀποκάλυψε τὸ ποδήλατο πέρασαν βδομάδες μέχρι νὰ τὸ χρησιμοποιήσει. Ἕνα πρωὶ Δευτέρας, ὑπὸ δυνατὴ βροχή, τυλίχτηκε στὸ νάυλον ποὺ περίσσεψε ἀπὸ τὸ περιτύλιγμα τοῦ ποδηλάτου καὶ ἔντυσε τὰ παπούτσια του μὲ δυὸ πορτοκαλὶ σακοῦλες σοῦπερ-μάρκετ. Βγῆκε στὸ δρόμο καὶ πῆρε τὴν ἀνηφόρα γιὰ τὸ πανεπιστήμιο. Στὰ φανάρια σταμάταγε – ὅπως ἔκαναν κι ὅλοι οἱ ἄλλοι. Στὶς διασταυρώσεις ἔβγαζε τὸ δεξὶ ἢ τὸ ἀριστερὸ χέρι κάνοντας σινιάλο γιὰ τὸ πρὸς τὰ ποῦ θὰ στρίψει – ὅπως ἔκαναν κι ὅλοι οἱ ἄλλοι. Στὸ πάρκινκ τὸ παράτησε ξεκλείδωτο – σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους.
Ἀργὰ τὸ ἴδιο ἀπόγευμα ὁ οὐρανὸς καθάρισε. Ἡ ἄσφαλτος στέγνωσε. Βγῆκε στὸ πάρκινκ, ἀλλὰ τὸ ποδήλατο ἔλειπε. Στάθηκε γιὰ δυὸ λεπτὰ ἐκεῖ ποὺ τὸ εἶχε ἀφήσει τὸ πρωί. Κοίταξε γύρω του. Δὲν φαινόταν πουθενά. Ἔβγαλε τὸ νάυλον ἀπὸ τὴν τσάντα του, καὶ τὶς δυὸ πορτοκαλὶ σακοῦλες, καὶ τὰ πέταξε στὰ σκουπίδια. Ἔβαλε τὰ ἀκουστικὰ τοῦ ipod στὰ αὐτιὰ καὶ ἔχωσε τὰ χέρια στὶς τσέπες. Ἄρχισε νὰ περπατᾶ νότια. Πρὸς τὸ σπίτι. Στὸ πεζοδρόμιο δὲν χρησιμοποίησε τὸ δεξὶ ἢ τὸ ἀριστερό του χέρι γιὰ νὰ κάνει σινιάλο πρὸς τὰ ποῦ θὰ στρίψει. Ἕνα ποδήλατο ἐρχόταν ἀπὸ πίσω του μὲ ταχύτητα. Τὸ κουδούνι δὲν ἀκούστηκε. Ὁ μπροστινὸς τροχὸς τοῦ ποδηλάτου τὸν συνάντησε στὴν ἀριστερὴ πλευρά. Βρέθηκε στὸ ἔδαφος. Στὸ ἀριστερὸ μπατζάκι του εἶχε ἕνα ἀποτύπωμα ἀπὸ τὸ λάστιχο. Ἡ μύτη καὶ τὸ ἀριστερό του φρύδι εἶχαν ματώσει. Σηκώθηκε μὲ χαμόγελο. Κούνησε τὸ χερί του στὸν ποδηλάτη γιὰ νὰ πεῖ δὲν χρειάζεται συγγνώμη. Μὲ τὸ ἴδιο χαμόγελο, καὶ τὰ ἀκουστικὰ στὰ αὐτιά, περπάτησε τρία μίλια μέχρι τὸ σπίτι: μὲ τὸ αἷμα νὰ τρέχει ἀργὰ καὶ τὴν πληγὴ νὰ τσούζει στὸν κρύο ἀέρα· καὶ τὸν ὀμφάλιο λῶρο τῆς ἐφηβείας του γιὰ πάντα κλεμμένο.
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «Ιστορίες Μπονζάι. Η αισθητική του μικρού» του περιοδικού «Πλανόδιον». Ο Άκης Παπαντώνης ήταν μεταξύ των τριάντα επτά διακριθέντων του ομώνυμου διαγωνισμού που διοργάνωσε το περιοδικό το 2010.