HOTEL/EΝΟΙΚΟΙ ΓΡΑΦΗΣ 2006: “Με τον Γ.Μ.Βιζυηνό, αλλά και χωρίς αυτόν” – Λουίζα Σπηλιωτοπούλου ?>

HOTEL/EΝΟΙΚΟΙ ΓΡΑΦΗΣ 2006: “Με τον Γ.Μ.Βιζυηνό, αλλά και χωρίς αυτόν” – Λουίζα Σπηλιωτοπούλου

 

SCHLAF SICK

της Λουίζας Σπηλιωτοπούλου

(Το διήγημα που πρώτευσε στο Hotel / Ένοικοι Γραφής 2006)

ο ύπνος της λογικής

Φοβαμαι τον υπνο περισσότερο κι από το θάνατο. Κι αυτό φοβάμαι να το πω μέχρι και στην ηχώ μου. Γι’ αυτό με τα μάτια ανοιχτά βουτάω στη θάλασσα. Παλιά. Γι’ αυτό μονάχα ξύπνιος ονειρεύομαι και σπάνια. Γι’ αυτό οι εφιάλτες είναι ίδιοι μαζί μου. Γιατί τους βλέπω στον καθρέφτη. Ιδρώνω μέχρι στα νύχια των ποδιών, η πλάτη μου μουσκεύει και πετάγομαι.

Γι’ αυτό αποφάσισα να μην ξανακοιμηθώ. Ποτέ. Δύο χρόνια το παλεύω και πάω καλά. Μένω σπίτι και κάνω μόνο αυτό που πρέπει. Δεν κουράζομαι, ούτε κοιμάμαι. Τόσο απλά. Μόνο κάθε δύο μέρες κλείνω για λίγο το ένα μάτι. Και μετά είμαι καλά. Κι αν χρειαστεί πολύ, ακουμπάω για λίγο στον πάγκο της κου­ζίνας ή στην κρύα επιφάνεια του ψυγείου. Ή κοιμάμαι για λίγο πάνω στο περβάζι, στο σαλόνι. Δεν έχω μπαλκόνι και μένω στον πρώτο. Έτσι την πάτησα πριν μερικές βδομάδες κι έπεσα, και τώρα έχω σπασμένο αγκώνα. Tο δεξί ευτυχώς.

Βγήκα έξω. Δυστυχώς. Πήγα στο νοσοκομείο. Άντεξα τον πόνο τρεις μέρες και μετά άρχισα να λιποθυμάω κι έτσι έπρεπε. Αναγκάστηκα. Να βγω στον κόσμο. Δύο χρόνια και κάτι απόσταση, αλλά όλα έμοιαζαν ίδια. Καμιά αλλαγή. Καμιά αντίδραση δική μου. Μου ’βαλαν γύψο και μου ’δωσαν παυσίπονα. Τα πέταξα στον κάδο. Νύστα, διάβασα στο χαρτί και μπήκα πάλι μέσα. Σπίτι. Κοιμήθηκα ολόκληρη μία μέρα. Ήρεμα. Απ’ την ένταση και ήμουν σαν νεκρός. Για λίγο.

Ευτυχώς το δεξί γιατί είμαι αριστερόχειρας και πρέπει να δουλέψω. Όχι, δε ζω απ’ τα έτοιμα. Αλλάζω τις γλώσσες μεταξύ τους. Αυτή είναι η δουλειά μου. Σπούδασα κιόλας, τότε που έβγαινα έξω και κοιμόμουν τις νύχτες. English, Deutsch. Πήγα μέχρι εκεί και έμαθα καλύτερα. Πολλή βροχή, πολύ κρύο. Γύρισα πίσω και τώρα πια αλλάζω τις λέξεις στις ταινίες. Εγώ φτιάχνω τα άσπρα γράμματα που μπαίνουν από κάτω στην οθόνη. Γερμανικές ταινίες και αγγλικοί υπότιτλοι. Ποτέ τ’ ανάποδο. Δε θέλω. Μια τηλεόραση, ένα βίντεο, ένα μικρό κομπιούτερ. Αυτά χρειάζομαι. Και τώρα που έσπασα τον αγκώνα, ένα μπλοκ με ίδια μικρά τετράγωνα. Και ένα παλιό κασετοφωνάκι όταν κουράζεται το χέρι. Λεξικό δε θέλω, γι’ αυτό και το ’καψα στο φούρνο, δε συναντάω ποτέ λέξη που να μην ξέρω. Αλήθεια. Wirklich. Truly.

Ένας νεαρός με κράνος στο κεφάλι –δεν το βγάζει από κει, δεν ξέρω τη φάτσα του (καλά, δεν έχει πονοκέφαλο συνέχεια;)– έρχεται μία φορά τη βδομάδα. Κάθε Δευτέρα στις δέκα το πρωί, έτσι ξεχωρίζω τις βδομάδες μεταξύ τους, και φέρνει ταινίες σε κασέτα. Του δίνω τη μετάφραση και φεύγει. Τώρα του δίνω κασετούλες γραμμένες με τη φρικτή φωνή μου ή σελίδες με ίδια μικρά τετράγωνα. Για λίγο ακόμα όμως. Στο τηλέφωνο μου είπαν να πάω να μου βγάλουν το γύψο. Πιστεύω, θα τον βγάλω μόνος μου. Δε θέλω να κοιμηθώ για ώρες πάλι.

Προχτές τα σκάτωσα απ’ τη νύστα. Του ’δωσα κατά λάθος, ανάμεσα στις καρό σελίδες, ένα λαθραίο χαρτάκι γεμάτο ορνιθοσκαλίσματα σε πράσινο μελάνι. Άσχετο. Το διάβασε προφανώς κι ύστερα αποφάσισε να μου το φέρει πίσω.

Άνοιξε τ’ αγνά σου σκέλια.

Άσε με να δω από κοντά πού τρυγούν                                                τ’ αμπέλια.

Άσε με να πιω κρασί μέσα απ’ την πηγή σου

και να χαθώ για πάντα στη μόνη ηδονή σου.

Δεν του άρεσε, το κατάλαβα, αλλά σκοτίστηκα γι’ αυτόν. Του φίλου μου του άρεσε. Πο­λύ, μου είπε, κι εγώ χάρηκα. Έχω ένα φίλο καλό και ξεκάρφωτο. Τον γνώρισα στο Ίντερνετ. Του στέλνω γυμνά κι εκείνος απαντάει με ποιήματα πρόστυχα ή σεμνά. Και με πεζά κα­μιά φορά. Που γράφει κάποιος απ’ τη Βυζί, μου είπε, και μου θυμίζει της μάνας μου. Το μόνο που είδα και το θυμάμαι ακόμα, κατάλευκο και μαλακό σαν χιόνι. Μόνο προχτές δοκίμασα και του ’στειλα τρεις στίχους κλεμμένους μέσα απ’ το μυαλό.

Φοράω ακουστικά όταν δουλεύω, πάντα. Οι τοίχοι είναι σαν χάρτινοι. Δε θέλω οι ταινίες μου να μπαίνουν κάτω από τις χαραμάδες τους. Δε θέλω να ακούνε τίποτα δικό μου ή δικό τους. Η διπλανή τραβούσε με το τσιμπιδάκι των φρυ­διών δύο τρίχες απ’ τα μπούτια της και ξύπνησα ουρλιάζοντας. Αυτό το άκουσε και ήρθε να με δει. Μου χτύπησε την πόρτα και δεν άνοιξα, μόνο την κοίταζα απ’ το ανοιχτό ματάκι. Καλή γειτόνισσα, δροσερή σαν ολοστρόγγυλο πεπόνι, με μπούστο βαρύ που κάνει τις τιράντες της να ουρλιάζουν σαν κι εμένα.

Δεν έχω πάει με γυναίκα. Δε θέλω. Ποτέ, κι είμαι σχεδόν σαράντα. Κι από τότε που άρχισα αυτή τη δουλειά, δεν αυνανίζομαι κιόλας. Κάπως σιχαίνομαι. Η λίμπιντο εξάλλου με κου­ράζει γι’ αυτό την έστειλα για ύπνο. Κι εμείς –ή έστω εγώ μονάχα– δεν μπορούμε να ζούμε ξύπνιοι για χρόνια; Πενήντα, ας πούμε, και μετά τριάντα κοιμισμένοι και μετά νεκροί για πάντα. Άλλη σειρά απλώς. Απλά τα πράγματα.

Είμαι κουρασμένος, να πάρει. Τα μάτια μου κατακόκκινα. Κάθε πρωί τα τρίβω με ένα μικρό μπαμπάκι ποτισμένο στο οινόπνευμα, να ασπρίσουν. Με τρώνε και τα γένια μου, αλλά κουράζομαι στη σκέψη να πιάσω το ξυράφι. Φοβάμαι μην ξεφύγει και κόψω το μυαλό μου. Ποια να με θέλει έτσι όπως είμαι; Μόνο εκείνες απ’ τις ταινίες μου, αλλά κι αυτές μπορεί και όχι. Καλύτερα έτσι. Σαφώς καλύτερα.

Στα τέσσερα σκυμμένος ώρες ολόκληρες και κλαίω με λυγμούς και συνεχίζω αθόρυβα και πνίγομαι στο κλάμα. Φοβάμαι. Δεν ξέρω τι μή­νας είναι. Δεν ξέρω ούτε ποια μέρα, γιατί είναι νύχτα και θέλω να πάω για ύπνο. Αλλά δε γίνεται, φοβάμαι. Τα μάτια μου καρφωμένα σε κάθε ήχο. Μυρίζω τις σκιές και σέρνομαι στο πάτωμα. Και κλαίω. Μην κλαις, κορόιδο. Don’t cry, sucker, mother fucker.

Ξημέρωσε κι ηρέμησα.

Οι μέρες είναι σαφώς πιο φιλικές κι εγώ τις χαιρετάω.

Έχω πολλή δουλειά κι αυτό μ’ αρέσει. Φουσκώνω τον τραπεζικό λογαριασμό απ’ το Ίντερνετ. Πλουτίζω. Κι έχω τόση κούραση. Pause, play. Πληκτρολογώ. Pause. Play. Play. Pause. Ja, ja, ja. Yes, yes, yes. Ούτε να φάω θέλω. Ούτε και σκέφτομαι. Δευτέρα πρωί και το κουδούνι με ζητάει. Το σώμα-κράνος παίρνει τον κόπο μου. Κατάκοπος. Θα κοιμηθώ μπροστά στη λάμπα. Εκατόν είκοσι βατ να καίνε τη μούρη μου για δύο λεπτά.

Τα δύο λεπτά περάσανε και μπαίνω στην μπανιέρα. Μουλιάζω το κορμί ολόκληρο, το τρί­βω με μανία να φύγει η μαύρη βρόμα. Φεύγει και ξυπνάω με κρύο νερό πάνω στους ώμους και στο κεφάλι, ενώ πλακάκια μπλε πολλά γε­μίζουνε νερά.

Ένα νησί επέπλεε χαρούμενα για χρόνια ανά­μεσα στο μπλε, κάτω δεξιά, της θάλασσας. Ατμοί βγαίνανε απ’ το χώμα του, σαράντα οι βαθμοί του. Τον Αύγουστο. Αύγουστοι πολλοί συνέχεια για χρόνια. Η μητέρα, ο πατέρας, παππούς, γιαγιά και θείες και ένας μικρός σαν θείος, όχι ακριβώς. Κι εγώ.

Στο νησί της Αφροδίτης με κάμποση χαρά κλεμμένη. Αλάτι στους ώμους που τρίζει στην μπλούζα και άμμο στα πόδια. Η μητέρα, εγώ, ο πατέρας, πάντα μ’ αυτή τη σειρά, για καλοκαίρια πολλά. Και παρέα μας όλο το σόι της, μέχρι που κάποιος μου είπε πως δεν το λένε έτσι το νησί γιατί ήτανε δικό της. Σύμπτωση που είχαν ίδιο όνομα και ίδια ομορφιά.

Εγώ κολλημένος πάντα πάνω της κι ο πατέρας να ζηλεύει. Λιγάκι. Το θυμάμαι αμυδρά γιατί ήμουνα μικρός ακόμα. Εκείνη είχε ένα χαμόγελο, αλλά το φύλαγε καλά. Πάντα σιωπηλή και ήσυχη σαν όστρακο. Κι ευαίσθητη, ντυμένη στα λευκά, ανήκε κάπου αλλού. Όχι σε μένα σίγουρα, καθόλου δε σ’ αυτόν. Του ’λεγε πάντα ναι, αλλά εμένα μ’ αγκάλιαζε πιο σφιχτά. Αυτό το έβλεπα.

Εκείνο το καλοκαίρι φύγαμε πιο νωρίς, χωρίς τον πατέρα που έμεινε πίσω για δουλειές. Έ­μοιαζε ήσυχη κι ανήσυχη πολλές φορές, αλλά όχι περισσότερο. Έκανε ζέστη κι οι μέρες περνούσαν όμορφα. Έξω για ώρες μόνο οι δυο μας. Στη θάλασσα, στα κύματα, στον ήλιο. Βόλτες μεγάλες με τα πόδια, και τα χέρια μας πλεγμένα σφιχτά. Με μια βάρκα που ήξερε να κουμαντάρει αλητεύαμε τις ακτές. Η γιαγιά αγρίευε κι έβαζε τις φωνές, αλλά δε δείχναμε να μας νοιάζει. Και το απόγευμα γυρίζαμε πίσω για να φάμε κεράσια κάτω απ’ το δέντρο και βρέχαμε τα πόδια μας στο λάστιχο. Εκείνη έγραφε γράμματα μυστικά, την είχα δει, και δε μου τα ’δειχνε ποτέ. Αλλά δε μ’ ένοιαζε. Καμιά φορά το βλέμμα της σκοτείνιαζε σαν το χειμώνα κι αμέσως μετά άνοιγε πάλι. Κι υπήρχαν φορές που με έσφιγγε τόσο, που μου ’κοβε τα πόδια. Χωρίς αιτία, νόμιζα. Κι ο Αύγουστος πλησίαζε, θα ’φτανε κι ο πατέρας. Εγώ δεν ήθελα. Την ήθελα δική μου.

Τις νύχτες φοβόμουν το σκοτάδι όπως και τόσοι άλλοι, γι’ αυτό με κοίμιζε στην αγκαλιά της κάποια βράδια, όσο έλειπε αυτός ακόμα. Στην πίσω αυλή, στο σπίτι του παππού.

Εκείνο το βράδυ κοιμόμουνα βαθιά ακόμα, όταν ξύπνησε κι αθόρυβα άφησε το κρεβάτι μας κι έφυγε για το μπάνιο να λουστεί. Ξύπνησα φρικτά το πρωί και μόνος. Οι τσίμπλες σκέπαζαν ακόμα τα μάτια μου, αλλά μπόρεσα και είδα τα ίχνη της κολλημένα στους τοίχους. Ε­γκατάλειψη παντού. Είδα το θάνατο να παραμονεύει μέσα στο σπίτι. Φοβήθηκα. Βγήκα τρέ­χοντας και μόνος, με το βλέμμα της να μ’ ακο­λουθεί παντού για πάντα.

Ούτε μια λέξη, μια αιτία. Ένα αντίο. Κάτι. Μόνο μυστήριο διαρκές και κατηγόρια απ’ τον πατέρα μου. Έφταιγα εγώ που δεν την πρόσεξα γιατί κοιμόμουνα σαν βόδι κι όχι σαν γιος, είπε μόλις έφτασε και μ’ έφτυσε στα μού­τρα.

Μόλις μεγάλωσα, έφυγα για σπουδές μακριά και δεν του ξαναμίλησα κι ησύχασα και βγαίνω από το μπάνιο. Σκουπίζω με μια βρόμικη πετσέτα το αδύνατο, σαν σκελετού, κορμί μου. Φοράω το τζιν χωρίς βρακί, το φερμουάρ να τραβάει αλύπητα τις τρίχες, και πάνω μια ά­σπρη μπλούζα με μια στάμπα: Berlin. Τα μαύρα στίγματα τα αγνοώ, όπως τα σάπια δόντια, αλλά ήδη νιώθω πιο καλά. Ανοίγω τον υπολογιστή και διαβάζω: Ηδονή επιτρεπομένη, Στην κλίνη φως μου μην τραβιέσαι. Ο καλός μου φίλος δε με ξεχνάει ακόμα. Βαριέμαι και βάζω να δω ταινίες στο βίντεο. Όχι για δουλειά, διασκέδαση μονάχα. Έχω μήνες να δω. Παλιότερα τις έβλεπα συνέχεια, ξανά και ξανά, αλλά άρχισα να μπλέκομαι με τις κοπέλες τους και το ’κοψα γιατί δε μου ακουγόταν λογικό.

Ήμουνα τσιμπημένος για καιρό με μια μελαχρινούλα που ’χε μαλλιά αλαγκαρσόν. Λεπτούλα και μιλούσε γερμανικά με γαλλικό αξάν και μου παίδευε τη δουλειά, αλλά δεν της το κρατούσα. Φανταζόμουν πως μ’ αγαπούσε, πα­ντρευόμασταν και κάναμε παιδιά. Αλλά αυτή ήταν έκφυλη, δεν ήτανε για τέτοια. Μετά τη θέση της πήρανε άλλες, μέχρι που μ’ άρεσαν και δύο μαζί και είχα πρόβλημα ποια να διαλέξω.

Όπως στο πανεπιστήμιο που δεν μπορούσα να διαλέξω μία γλώσσα να μάθω, γι’ αυτό διάλεξα δύο και ευτυχώς τις έβγαλα πέρα, γιατί, αν με διέγραφαν για δεύτερη φορά, θα τα ’χα παρατήσει και τώρα θα ’μουνα ξύπνιος μέσα σε μπεζ χαρτόκουτα τις νύχτες.

Είκοσι χρονών έφτασα εκεί πέρα. Με είκοσι μάρκα στην τσέπη και μια ελπίδα τσάμπα. Μα­κριά από τον εφιάλτη του πατέρα, κοντά με τ’ όνειρο να πάνε όλα καλά για μένα. Ή καλύτερα.

Με το σακίδιο ακόμα στην πλάτη πήγα και στάθηκα στο τείχος. Κόλλησα τ’ αυτί μου και αφουγκράστηκα πώς ζούνε από την άλλη. Σκο­πός μου να το ανακαλύψω πίσω από μια κάμερα που θα ’βαζα σαν φίλτρο ανάμεσα σε μένα και σε κείνη. Τη ζωή. Πήγα και γράφτηκα για να σπουδάσω. Όμως τα περισσότερα σενάριά μου, και σιγά σιγά τα μόνα, τα ’κανα στο κρεβάτι μόνος. Ξαπλωμένος εκεί, επάνω στο μοναχικό μου στρώμα, απέναντι μεγάλο τετράγωνο παράθυρο χωρίς κουρτίνες κι ακόμα πιο απέναντι μακρύ ποτάμι χωρίς βουή. Και το καλοριφέρ να καίει στο φουλ. Από κει, το τέλειο καταφύγιο για τότε που νύσταζα συνέχεια, σκηνοθέτησα πλάνο πλάνο ένα μεγάλο ύπνο.

Η νύστα μου κέρδισε κάθε όνειρο. Νίκησε μέχρι και τον εφιάλτη του παιδιού που φύλαγα καλά. Οχτώ χρόνια έζησα μαζί του στο ίδιο σπίτι. Πολλές φορές φαντάστηκα πως φεύγω με άδειες τσέπες, χωρίς παπούτσια και παλτό. Πως τον έπνιγα στον ύπνο του την ώρα που κοιμόταν. Πως ερχόταν η μάνα μου, στα γόνατα, ζητώντας μου συγνώμη, και μ’ έσωζε απ’ αυτόν.

Ήταν αδύνατο να ανταλλάξουμε μια κουβέντα ακόμα και την ώρα που τρώγαμε σκυφτοί στο ίδιο τραπέζι. Δε ρίχναμε τα βλέμματά μας πάνω μας ούτε στο στενό διάδρομο που χώριζε το μπάνιο απ’ την κουζίνα. Δε μ’ ακούμπησε ποτέ, ούτε για να μου δέσει το κορδόνι. Ούτε για πλάκα. Και δε μ’ άφησε να πάω στο νησί, ποτέ ξανά, στο καταφύγιο του παππού. Σβήσαμε το φως το βράδυ και μαζί το σόι ολόκληρο σαν να μην υπήρχε από ποτέ. Και μου ’σκισε τις φωτογραφίες της. Όλες. Δεν τη θυμάμαι πια. Καθόλου.

Θυμάμαι όμως ξεκάθαρα τον ίδιο εφιάλτη που με ταλάνιζε για χρόνια. Την ώρα που ροχάλιζα, ο κόσμος όλος έφευγε αθόρυβα. Ακόμα κι εγώ ξυπνούσα κάποια στιγμή και δεν έβρισκα τον εαυτό μου, που ’χε χαθεί για πάντα, και φώναζα κι έκλαιγα και με αναζητούσα, αλλά κανείς δεν απαντούσε. Κάθε βράδυ η ίδια ταινία σε αργή κίνηση για να με βασανίζει. Εκτός από τις ελάχιστες που κλεινόμουν στην ντουλάπα να κοιμηθώ και την κλείδωνα απέξω. Αλ­λά το πρωί μ’ έβρισκε ο πατέρας και φώναζε σαν τρελός. Μόνο τότε μου μιλούσε. Και μ’ έδερνε καμιά φορά. Μόνο τότε μ’ ακουμπούσε. Και τον μισούσα. Τότε, κι όχι μόνο τότε.

Εκεί όμως, χρόνια μετά, μακριά απ’ το σπίτι, κάτω από το μαύρο συνήθως ουρανό και τα βαριά παπλώματα, ο ύπνος ήρθε και μ’ άγγιξε. Βαριά. Ένας ύπνος που δε χωρούσε τίποτα, μόνο ροχαλητά σπασμένα. Ούτε τα κομπρεσέρ και οι μπουλντόζες δεν μπόρεσαν να με τα­ράξουν, γι’ αυτό ήταν όλα άλλα όταν ξεκούραστος πια κι ανάλαφρος σηκώθηκα και νίφτηκα. Τίποτα δε γυρνούσε πίσω. Το τείχος διαλυμένο, ο παππούς πεθαμένος, το σταθερό εισόδημα, κάθε μήνα απ’ το νησί απευθείας, κομ­μένο, η σχολή που μ’ είχανε διαγράψει. Ξεχάσει. Αλλά εγώ ξαφνικά θυμήθηκα τα δικά μου και πείσμωσα. Δεν πήρα την κάμερα να πάω στα χαλάσματα, γιατί τα είχανε σκουπίσει, πή­γα όμως και αφουγκράστηκα πώς ζούνε και τι λένε. Για όλα αυτά. Το άφησα στην άκρη, ένα όνειρο χαλασμένο, και δούλεψα όπου να ’ναι και σπούδασα γλώσσες απ’ την αρχή. Και τα κατάφερα αφού άλλαξα το στόχο. Κέντραρα πιο εύκολα και σίγουρα μ’ αυτό τον τρόπο.

Και σήμερα, χωρίς να το ’χω προσπαθήσει καν, από καθαρή τύχη θα έλεγαν κάποιοι άλλοι, έχω μια δουλειά που αξίζει να λατρεύω. Είναι τόσο κοντά σ’ αυτό που πάντα ήθελα.

Και τη μισώ. Τη μισώ. Τη μισώ. Τη μισώ. Pure Hassen. Γι’ αυτή γίνομαι ευθεία παράλληλη στο πάτωμα, κάθετη στο ταβάνι. Γυμνός και βγάζω αφρούς από το στόμα. Από τ’ αυτιά. Από κάθε τρύπα που περισσεύει στο σώμα. Παγωμένα πιρούνια μπαίνουν στις φτέρνες μου, ανήμερα σκυλιά τραβάνε τα μαλλιά μου, το δέρ­μα. Τ’ ακουστικά, πεταμένα με βία, περιμένουν στον τοίχο. Σπασμένα. Το κοντρόλ ξεβιδωμένο χάσκει με απορία. Πρόστυχα βογκητά απλώνονται παντού. Έκφυλες πρωταγωνίστριες χο­ρεύουν στο στομάχι μου. Φαλλοί υπερμεγέθεις μ’ απειλούν, με κυνηγούν ως την κουζίνα. Εμένα και τη φύση μου. Βάζω ένα νερό να πιω να ξεφουσκώσω. Όργιο διονυσιακό ξεπήδησε απ’ το βίντεο και δεν μπορώ να το γυρίσω πίσω. Οι γείτονες ακούνε. Βρίζουνε, παραπονιούνται με­ταξύ τους και σοκάρονται. Σταυροκοπιούνται. Αλλά κι ο Χριστός την κράτησε τη Μαγδαληνή του τελικά.

Μερικές φορές η δουλειά μου με κουράζει, αλλά δεν είναι τίποτα, το ξεπερνάω γιατί είμαι τυχερός. Έχω καλή δουλειά. Πολύ καλή. Απλά πρέπει να είμαι ήρεμος για να μη χάνω την υπομονή μου, να μη σιχαίνομαι την ύπαρξή μου, τη μάνα μου που μ’ έφερε στον κόσμο. Είμαι συνήθως. Είμαι. Καμιά φορά μόνο, στο εικοστό βογκητό απάνω, μου γυρίζει ελαφρά το μυα­λό και θέλω λίγο να επανέλθω.

Αλλά, όλα κι όλα, είμαι τυχερός που την έχω. Τίποτα θα ’μουν χωρίς αυτή. Απλά κουρασμένος. Δεν κοιμάμαι. Το ξέρουμε αυτό, τα ’χουμε πει ξανά.

Ήρεμα, ήρεμα.

Εισπνοή, εκπνοή. Χαλάρωσε. Εισπνοή, εκπνοή. Πιο γρήγορα, θα κοιμηθείς. Και δεν το θες αυτό.

Έξι μήνες! Ναι, συμβαίνει έξι μήνες. Χθες τους μέτραγα. Και οι έξι ήταν υπέροχοι. Είμαι ερωτευμένος, την αγαπώ, την αγαπώ, την α­γαπώ! Ich liebe Sie. Και είμαι καλά, είμαι καλά. Πετάω.

Το κουδούνι χτύπησε δέκα λεπτά νωρίτερα, για να ανακαλύψω το επόμενο μόλις πρωί πως χτύπησε μία ολόκληρη μέρα νωρίτερα. Και δέκα λεπτά. Περίμενα να δω τον άνθρωπο με το κε­φάλι-κράνος να φτάνει βιαστικός, ασθμαίνοντας. Ένα βήξιμο μ’ έκανε να χαμηλώσω το βλέμμα πιο κάτω από το συνήθη στόχο. Ένα πλάσμα γλυκό –κοντή, λεπτή με μικρά ανύπαρκτα στή­θη, μπούκλες ξανθές και ανοιχτόχρωμο βλέμμα– τρομάζει χειρότερα από μένα και φεύγει τρέχοντας. Το μαύρο του ματιού την ακολουθεί ως τις σκάλες και τη βλέπει να ανεβαίνει βιαστικά. Συγνώμη, είχε ψελλίσει με φωνή τρο­μαγμένου παιδιού. Και εγώ δεν κλείνομαι μέσα μέχρι να ακούσω μια πόρτα, την ίδια με τη δική μου έναν όροφο πιο ψηλή, να κλείνει με θόρυβο μετά από λίγο και μια ανάσα να ξεφυσάει με ανακούφιση.

Την επόμενη μέρα, ο άνθρωπός μου ήρθε στην ώρα του. Κατάλαβα πως την είχα ξεχάσει τη στιγμή ακριβώς που μου τη θύμισε πάλι. Την ψάχνει το μυαλό μου. Αναζητά μια εικόνα, ένα χαμόγελο, αλλά χάνεται μες στη θολούρα της σκέψης. Μεγάλη απογοήτευση χωρίς σπουδαίο λόγο. Κι ύστερα, σαν περιέργεια στην αρχή, σαν παιχνίδι αλλιώτικο μετά, ακολουθώ τα ίχνη της. Σέρνω τις παντόφλες πάνω στα κοινόχρηστα πλακάκια και βγαίνω έξω. Στο ασανσέρ, μικρό, πορτοκαλί, τετράγωνο, ψάχνω κάτι από αυτή. Σημάδια της. Τίποτα. Ανοίγω ελαφρά την πόρτα και αφουγκράζομαι για ήχους δικούς της. Τίποτα. Τα σκαλοπάτια δεν τολμώ να τα διαβώ. Γυρίζω πίσω. Και τίποτα. Nada. Nulla. Niente.

Οι μέρες περνούν ήσυχα, άυπνα, όταν ξαφνικά πίσω απ’ τη φθαρμένη κουρτίνα τη βλέπω ξανά. Βγαίνει από ένα κίτρινο όχημα και μπαίνει μέσα. Στο κτίριο το δικό μου. Μένει μαζί μου, δύο ανάσες από πάνω μου. Προδίδει το ασανσέρ τα μυστικά της κάθε μέρα. Θέλει δε θέλει αυτή. Και σιγά σιγά κι επίμονα μαθαίνω τη ζωή της. Τις ώρες της, τα γούστα της, τα βήματά της στον κοινόχρηστο. Ξηλώνω τα παραθυρόφυλλα που με χωρίζουν από τη θέα της όταν περνάει το δρόμο. Και μένω ξύπνιος πάντα να ακούω την καρδιά μου που μετατρέπει το παιχνίδι, την περιέργεια, σε συναίσθημα όλο και πιο βαθύ.

Sunday morning. Απογοήτευση τρελή μια Κυριακή πρωί. Ένας άντρας, ψηλός κι άσχημος, την αγκαλιάζει ξεδιάντροπα απ’ τους ώ­μους. Ξερνάω το φαΐ που έφαγα πριν μέρες. Τραβάω τις τρίχες μου και κόβω τη φωνή μου. Αφού σε μένα ανήκει αυτή κι ας μην το ξέρει ακόμα. Ποιος είναι αυτός, τι θέλει επιτέλους; Στήνω αυτί και επιμένω μέχρι να μάθω πως είναι ο πατέρας της και ζουν μαζί. Στο ίδιο σπίτι. Δωμάτια δίπλα δίπλα. Μάνα δεν έχει ούτε αυτή.

Φαντάζομαι το γέλιο της πηχτό. Φαντάζομαι τον ύπνο της ατάραχο. Τα νόστιμα δάχτυλα των ποδιών της, τις τρίχες στη μασχάλη, το λείο δέρμα στην κοιλιά, στην πλάτη και στα μπούτια. Τη βλέπω παντού, ακόμα και μέσα στις ταινίες μου. Πρωταγωνίστρια. Η πιο λαμπερή. Η θολή μορφή της γεμίζει τα άδεια πο­τήρια μου, τη σαπουνάδα μου στο μπάνιο, τις μικρές κασετούλες που χωράνε ίσα ίσα στο μι­κρό κασετόφωνο.

Και μια μέρα τυχαία την ακούω λαθραία από το φωταγωγό που ενώνει τα μπάνια μας. Φυσάει τη μύτη της με δύναμη και φτύνει όταν πλένει τα δόντια της. Ακούω τα ούρα της να τρέχουν και το νερό που τρέχει κι αυτό και κα­θαρίζει. Λατρεύω το μπάνιο, το αγαπώ και μέ­νω, ζω εκεί μέσα για μέρες πολλές.

Δεν μπορώ να κοιμηθώ πια καθόλου, ούτε να φάω ούτε ν’ αναπνεύσω αν το ξεχάσω. Και χαίρομαι για όλα αυτά. Με δυσκολία συγκεντρώνομαι και συνεχίζω να δουλεύω. Γεμίζω τις ώρες μου μόνο μ’ αυτή. Μου αρκεί. Από το παράθυρο, από το ματάκι, από το φωταγωγό. Από παντού. Από το ποτήρι που βάζω στ’ αυτί σκαρφαλωμένος σε μια σκάλα. Λαθρεπιβάτης στη ζωή της. Και η κάθε μέρα, όσο κι αν μοιάζει ίδια, είναι εντελώς μια άλλη, άσχετη με την άλλη, γιατί αρκεί ένα μισό χαμόγελο. Αγόρασα και κιάλια για να βλέπω καλύτερα το φως μου την ώρα που πλησιάζει. Τη στιγμή ακριβώς που για το ξανθό και γαλανό και ουράνιο φως σας, η καρδιά η φειδιασμένη όλο φείδια τραγουδά.

Και μια μέρα με είδε που την είδα. Παραφύλαγα το γυρισμό της στις δύο το μεσημέρι. Σχεδόν κρεμόμουνα απ’ το παράθυρο για να μη χάσω πόντο. Η φούστα η καρό φούσκωσε απ’ τον αέρα και είδα ξεκάθαρα τη γάμπα της αξύριστη. Τότε το βλέμμα της, τυχαία ή επίτηδες, σηκώθηκε προς τα πάνω. Σηκώθηκα κι εγώ να παριστάνω πως κοιτάζω κάπου αλλού. Τα σύννεφα, το περιστέρι απέναντι. Δεν τα ξα­νάβγαλα όμως γιατί ένιωσα τύψεις.

Μόλις πλύθηκα καλά με αλατόνερο και κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Ανησυχώ γιατί είμαι τέρας. Δε θα με θέλει προφανώς, και εγώ θα μπορούσα να κοιμηθώ καλά άμα μ’ άφηνε να ξαπλώσω μαζί της στο κρεβάτι. Είμαι σίγουρος, το ξέρω. Και προσπαθώ να την ξεχάσω. Αυτή η ιδέα μού καρφώνεται. Το αποφασίζω σε μια νύχτα που μένω χωρίς ύπνο – ohne Schlaf, σε μια γλώσσα πιο σκληρή κι απ’ τον πόνο μου. Δε θέλω να ζήσω έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση και κάνω να συνεχίσω μόνος. Δεν κοιτάζω ούτε μια φορά απ’ το παράθυρο, δεν πλησιάζω την πόρτα, έσπασα όλα τα ποτήρια μου και πέταξα τη σκάλα. Το ίδιο και τα κιάλια. Δεν μπαίνω πια στο μπάνιο. Κατουράω το χώμα στις ξεραμένες γλάστρες. Βουλώνω τ’ αυτιά μου όταν επιστρέφει, και τραγουδάω δυνατά τα πέν­θιμα τραγούδια μου.

Αλλά την αγαπώ, μου είναι αδύνατο. Μου φτάνει.

Μεσημέρια, όταν γυρίζει πεινασμένη, τεντώνω το χέρι έξω απ’ την πόρτα και μαγνητοφωνώ τα βήματά της. Το στομάχι της που γουρ­γουρίζει από την πείνα. Τη βιασύνη της που κάνει μια φασαρία ανεπαίσθητη. Και όλα αυτά τα ακούω τις νύχτες που σβήνουν τα φώτα και τα χρώματα και κλαίω σχεδόν.

Μια βδομάδα τώρα χάλασε το ασανσέρ και η καρδιά μου χοροπηδάει ψηλά γιατί περνά πολύ κοντά της. Μυρίζω το άρωμά της και δεν πλένομαι για να μη φύγει. Μυρίζει σαν μωρό, το ίδιο κι εγώ. Γίνομαι πάλι βρέφος και χάνομαι στην αγκαλιά της μάνας μου.

Ώσπου μια μέρα καμπανάκια ηχούν στα αυ­τιά μου. Είναι εκείνη στη βάση της σκάλας, κάτι φωνάζει, μετά γελά παιδιάστικα. Και μια υποψία τρυπώνει κάπου βαθιά στ’ αυτιά μου, αλλά τη διώχνω και χάνεται αμέσως στην πλα­τιά στροφή του τύμπανού μου. Για πρώτη φορά και τελευταία, μου χαρίζει το γέλιο της που μοιάζει όπως το είχα φανταστεί. Τις νύχτες κάθομαι στο περβάζι, χωρίς να κλείνω μάτι, χωρίς να σπάω το χέρι το δεξί, μόνο κοιτάζω κάτω και νιώθω το κενό. Μ’ αρέσει ο αέρας που συμπυκνώνεται κοντά μου, μ’ αρέσουν τα φανάρια που σταματούν να αλλάζουν χρώματα. Μ’ αρέσει το καλοκαίρι που μπαίνει με βία στο ρουθούνι μου. Μ’ αρέσει που την έχω κοντά μου. Μέρες ή ίσως χρόνια το σκέφτομαι, το καταστρώνω. Αλλά το πήρα απόφαση, με σπρώχνει ο ίλιγγος να γίνω τολμηρός. Μια νύχτα απ’ αυτές θα προχωρήσω. Θα γευτώ όλο τον έρωτά μου. Σε μια μπουκιά. Και –γιατί όχι;– μπορεί και το δικό της.

Πάντως εκείνη δεν ανεβαίνει σε τακούνια. Ποτέ. Δε μοιάζει με τις άλλες. Δε βάφει κόκκινα τα ήδη κόκκινα μάγουλά της. Ούτε στολίζει το λαιμό με περιττά στολίδια. Τόσο απλή, όσο απλά θα γίνει και δική μου. Μια μέρα σύντομα.

Κάνω μπάνιο στο βρόμικο κορμί μου. Στην ψυχή μου. Κόβω τα γένια μου με προσοχή μην κόψω την ελπίδα. Τρίβω τα κίτρινα δόντια με γυαλόχαρτο και φτύνω τη σαπίλα. Φοράω πουκάμισο και δένω τα κορδόνια. Και πάω πάνω έτοιμος μέσα στις τρεις τη νύχτα.

Περίμενα να κοιμηθούνε όλοι πρώτα και α­νέβηκα στις μύτες. Κάθισα πάνω στο χαλάκι της εξώπορτας, αφού το αγκάλιασα σφιχτά. Κρατάω την ανάσα μου για να μη χάσω τη δική της. Κι αναπνέω τη μυρωδιά από το κοιμισμένο στόμα της που θέλω να φιλήσω. Και νιώθω τόσο ήρεμος όσο το βράδυ πριν χαιρετήσω τη μάνα μου για τελευταία φορά. Για πρώτη φορά, ύστερα από χρόνια, κοιμάμαι σαν άνθρωπος κανονικός, εκεί σαν σκύλος στο χαλάκι της. Στην πόρτα της απέξω.

Δεν ξέρω πόσο πέρασε. Αλλά το πρωί έφτασε πιο γρήγορα κι εγώ δεν ήμουν έτοιμος. Άνοιξε η πόρτα απότομα κι ακούμπησα στα γυμνά της πόδια. Ήθελα να τα γλείψω απαλά, αλλά δεν τόλμησα και το ’πα. Δεν ξέρω γιατί, αφού δε φανταζόμουνα καθόλου αυτό που δεν ήθελα να ξέρω. Αλλά το είπα.

Γύρισα στο σπίτι μου κουρέλι και σερνόμουνα κι έκαψα τα δάχτυλα στο φούρνο. Τράβηξα τα μαλλιά απ’ τη ρίζα και έβηξα μέχρι να φτύσω αίμα. Ένιωσα τη ζωή να χάνεται και χάρηκα λιγάκι.

«Πώς σε λένε; Τι ηλικία έχεις;»

«Δώδεκα. Και μισό», πρόσθεσε σαν να αρκούσε.

«Όσο κι εγώ», απάντησα, «πριν είκοσι έξι χρόνια».

Μπορώ όμως να ζήσω κοιμισμένος για πεντέμισι χρόνια, και μετά είκοσι χρόνια να ζω μαζί της, πλάι της, και μετά νεκρός για πάντα. Μό­νος, μέχρι να πεθάνει κι αυτή, την ώρα τη σω­στή, και να πεθαίνουμε μαζί για πάντα. Κι αν κοιμηθώ στο χαλάκι της, για να με βλέπει κάθε πρωί, θα μ’ αγαπήσει, δεν μπορεί, μια μέρα, από συνήθεια.

Στον κάτω όροφό της, σκοντάφτω πάνω σε κασέτες της δουλειάς που μένουν κλεισμένες μήνες. Κλοτσάω γράμματα που απορούν μαζί μου. Δεν ανοίγω ξανά την πόρτα μου στον άνθρωπό μου. Ούτε και σβήνω τα πεζά του Ίντερνετ που δε διαβάζω πια κι όλο μού στέλνει εκείνος. Μόνο βαράω τα νύχια μου γυμνά πάνω σε ένα τηλέφωνο που χάσκει μακριά απ’ την πρίζα και πονάω. Φτύνω το σάλιο μου πάνω στον καναπέ μου. Δεν έχω άλλη υπομονή να ζήσω ξύπνιος. Κι αναρωτιέμαι σύντομα μήπως να έφτασε η ώρα.

Εξάλλου δώδεκα ήμουν κι εγώ όταν τη βρήκα μέσα στο μπάνιο, στο νησί. Κοιμόμουνα βαθιά τη νύχτα όταν ξύπνησε κι άφησε το κρεβάτι μας. Ξύπνησα φρικτά το πρωί και μόνος, όταν οι τσίμπλες σκέπαζαν ακόμα τα μάτια μου, αλλά μπόρεσα και είδα το πρόσωπο, όμορφο και μελανό πια, που ήταν κρεμασμένο. Από ένα καρφί ψηλά στο ταβάνι. Με τα μάτια ανοιχτά ακόμα. Με το βλέμμα ευθεία πάνω μου. Κι από τότε, το βαθύ και μελαγχολικό εκείνο βλέμμα ταράζει τον ύπνο μου. Ακόμα, για πάντα. Τον ύπνο που φοβάμαι.

Ούτε ένα σημείωμα, μια λέξη, μια αιτία. Ένα αντίο. Κάτι.

Με αντίο αποφασίζω να φύγω εγώ. Θα αφήσω ένα μήνυμα γραμμένο με τη φρικτή φωνή μου σε μια μικρή κασέτα. Καλού κακού, μήπως γυρίσω και δε με βρω.

Τηγανίζω πατάτες, φαΐ παιδικό και τελευταίο του καταδικασμένου σε θάνατο από τον ίδιο του τον εαυτό. Τις τρώω κοιτάζοντας κάτω το μαύρο που απλώνει. Αλλά μένω εκεί με τα μάτια ανοιχτά, να βογκάω ελαφρά και να θέλω δε θέλω να φύγω γι’ αλλού. Άλλη λύση δεν έχω. Μετράω το σκοινί. Καρφώνω το καρφί. Βάζω το σκαμπό στην ευθεία μαζί. Η κρεμάλα μου, έτοιμη, περιμένει. Κοιτάζω τα πλακάκια. Ανεβαίνω δειλά. Σαμπουάν τελειωμένο, γυρισμένο ανάποδα. Οδοντόκρεμα κολλημένη στο άσπρο πλακάκι. Κατεβαίνω. Πετάω το μπουκάλι στο καλάθι. Καθαρίζω και τρίβω, μέχρι να ξεκολλήσω την οδοντόκρεμα. Ανεβαίνω. Περνάω τη θηλιά στο λαιμό και ζυγίζω την ώρα.

Σπάει το σκοινί, βγαίνει το καρφί, χτυπάω το χέρι, στον αγκώνα, το δεξί. Κλαίω γιατί τα ’κανα σκατά και ζω ακόμα. Και ο αγκώνας πονάει πολύ. Ξανά.

Όλη τη νύχτα υποφέρω σαν ερπετό στον πά­γο. Αθόρυβα αλλά μ’ ακούνε όλοι. Κι εγώ ακούω τα πάντα, μέχρι και το μωρό που κλάνει στη δίπλα γειτονιά. Και κλάνω σαν απάντηση κι εγώ. Ακούω καθαρά το μολύβι που γράφει τη λέξη «ακόμα». Ακόμα και το σκυλί που πιάστηκε στην πόρτα. Και το παράθυρο που τρίζει σε μια άλλη χώρα. Και ζητάω από κάποιον να μου φέρει σπιρτόξυλα για να το σταματήσω γιατί δεν έχω στόκο. Καθόλου. Ακούω. Ακούω. Ακούω. Και χαίρομαι γιατί από αύριο δε θα ακούω πια. Κανέναν.

Κλειδώνω τις κασέτες μου σε ένα ντουλάπι και έχω πάρει απόφαση, αλλά θέλω να είναι μέρα. Γι’ αυτό θα περάσω καλά την τελευταία μου νύχτα. Σκέφτομαι να σκοτώσω τη μάνα μου για δεύτερη φορά. Σκέφτομαι να πάρω τον πατέρα στο τηλέφωνο. Τι διεστραμμένο μυαλό μού περισσεύει ακόμα! Σκέφτομαι να φιλήσω τον πεθαμένο μου παππού. Σκέφτομαι να κάνω την ύστατη μετάφραση με χίλια λάθη. Να γρά­ψω ένα ποίημα πιο πρόστυχο ακόμα. Μπορώ να αυνανιστώ. Ή να πληρώσω μια πουτάνα. Να βιάσω όποια γυναίκα θέλω και μ’ αρέσει. Να δω τη δωδεκάχρονη κοπέλα μου για τελευταία φορά. Μήπως μεγάλωσε καθόλου. Να κοι­μηθώ στη σκάλα της παρέα με την τρέλα μου. Να φτύσω το σαγόνι μου. Να κάψω όλο το σπίτι. Όλο τον κόσμο. Να φάω τις αράχνες που τρώνε απ’ τα πόδια μου χρόνια ολόκληρα τώρα. Να γελάσω μόνος μου, χωρίς αιτία. Να αλλάξω σταθμό στο ραδιόφωνο που δεν έχω. Να βάλω το σουρωτήρι στο κεφάλι να σουρώνει τις σκέψεις μου. Να βάψω μαύρα τα δέκα ζευγάρια κάλτσες μου. Να φάω τα σωθικά μου. Να βρω την ντουλάπα και να μπω.

Να βγω.

Έξω.

Στη νύχτα.

Αποκλείεται.

Μόνο πρωί. Και αν.

Το πρωί, ήρεμος πια και άυπνος, θα βγω από το σπίτι. Θα πάρω ένα ταξί να πάω στο σταθμό. Δίπλα στις ράγες θα μ’ αφήσει.

Τώρα είμαι εδώ. Ξαπλωμένος πάνω στο κρύο σίδερο και περιμένω το τρένο που αργεί. Κάνω σκέψεις περίεργες που τις ξεχνάω αμέσως. Σκέ­φτομαι το σπίτι που δεν κλείδωσα, όταν τ’ α­κούω και σφυρίζει. Έρχεται από μακριά με δύ­ναμη. Αλλά ήρθαν και κάποιοι άλλοι. Πιο πριν, που δεν τους ξέρω. Με σήκωσαν στα χέρια και με γλίτωσαν για δεύτερη φορά, τη δεύτερη μέρα. Μου κάνουν χίλιες ερωτήσεις και με κοιτάνε με τρομαγμένα μάτια. Δεν έχουν δει ξανά άνθρωπο πάνω σε ράγες. «Απλά περίμενα το τρέ­νο», λέω και δεν τους πείθω. Το βλέπω μες στ’ αυτιά τους.

Με βάζουν με το ζόρι μέσα στ’ αυτοκίνητο. Με δίνουν στην Ασφάλεια που με κρατάει πίσω από σίδερα να με ρωτάει πράγματα. Δεν απαντάω καθόλου, μόνο τους δείχνω το βρακί μου, τα δόντια μου τα σάπια. Και σκάω στα γέλια πού και πού. Ούτε θυμάμαι πια ποιος ήμουνα, για πού το είχα βάλει.

Θέλω να κουνήσω τα πόδια και τα χέρια μου, να τεντώσω το κεφάλι, αλλά δε γίνεται. Μου έκανε η ζωή λαβή σφιχτή και δεν κουνάω ρούπι. Κεφαλοκλείδωμα σωστό. Μόνο ακούω τη σειρήνα που με πηγαίνει κάπου. Με περιμένουν αρκετοί στα άσπρα, καθαροί, με σύριγγες στα χέρια. Δεν ξεχωρίζω πρόσωπα, μόνο απ’ τα δάχτυλα βλέπω τις διαφορές τους. Με τρυπάνε αρκετές φορές και πονάω, αλλά δεν τους το λέω. Με ρωτάνε πράγματα ξανά και ξανά και εγώ τους απαντάω υπεύθυνα και σοβαρά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν τι λέω και τους τα λέω πάλι, απλά, τα ίδια και τα ίδια. Φωνάζουν κι άλλον άνθρωπο απέξω που δε φοράει άσπρα. Κι ό,τι κι αν λέω το λέει ξανά χωρίς να με κοιτάζει, μόνο σ’ αυτούς, σε μια γλώσσα άγνωστη που δεν την έχω ξανακούσει. Αλλά τις νύχτες έρχεται η φίλη μου στο δωμάτιο, αυτή απ’ τις παλιές ταινίες, με τα μαλλιά αλαγκαρσόν και το γαλλικό αξάν και κουβεντιάζουμε μαζί και τα καταλαβαίνουμε όλα. Κι εγώ κι αυτή.

Ζω σε ένα διάφανο δωμάτιο χωρίς άκρες και ένα στενό κρεβάτι. Μόνος μου. Και ο χρόνος σταματάει. Γι’ αυτό κι εγώ γυρίζω πίσω και πάω όπου θέλω. Θυμάμαι το νησί που βούλιαξε σε μια ώρα. Κοιμόμουνα και ξύπνησα πάνω σε μια σχεδία και πέντε μέρες έκανα κουπί για να γυρίσω πίσω. Τι το ’θελα;

Και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας τύπος ντυμένος με λευκά, αυτός με το μεγάλο δάχτυλο, και μου γνωρίζει έναν άνθρωπο ντυ­μένο σε γκρι κουστούμι. Άντρας, μεγάλος σε ηλικία, που με κοιτάζει κλαίγοντας. Του δίνω το χέρι και γελάω όταν με λέει «αγόρι μου». Η μάνα πέθανε πριν χρόνια με το σκοινί τυλιγμένο ένα γύρο στο λαιμό της σαν φουλάρι. Ο πατέρας μου, που με μισεί, δε θα ’φτανε ως εδώ. Αλλά αυτός ο κύριος μοιάζει καλός. Δε θέλω να κλαίει άλλο, γι’ αυτό τον λέω vater, μπαμπά ή father και κάνω πως τον ξέρω.

Και οι μέρες περνάνε γρήγορα και πάλι αργά μετά. Και ξαφνικά δεν αντιδράω άλλο. Πέφτω σε κώμα, λένε, αλλά εγώ απλά κοιμήθηκα. Κά­ποιος πρέπει να τους πει πως κουράστηκα πια. Απλά. Να μην ανησυχούν. Μια ακατάσχετη επιθυμία, με κυρίευσε, επιθυμία για ανάπαυση και ησυχία. Είμαι κουρασμένος, είμαι κατάκοπος πλέον. Ποθώ ύπνο, ύπνο, ύπνο. Schlaf. Schlaf. Sleep. Όπως δεν πόθησα ποτέ καμιά γυναίκα. Και ξέρω, βάζω στοίχημα σχεδόν, πως μέσα σε λίγα χρόνια, τρία με τέσσερα τ’ αργότερο, θα έχω πια πεθάνει. Νέος ακόμα και α­θάνατος για πάντα στο μυαλό μου.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *