HOTEL/ΕΝΟΙΚΟΙ ΓΡΑΦΗΣ 2007: “Είμαστε όλοι μετανάστες” – Χρίστος Κυθρεώτης ?>

HOTEL/ΕΝΟΙΚΟΙ ΓΡΑΦΗΣ 2007: “Είμαστε όλοι μετανάστες” – Χρίστος Κυθρεώτης

ΣΚΟΝΗ ΑΠΟ ΚΙΜΩΛΙΑ

του Χρίστου Κυθρεώτη

(Το διήγημα που πρώτευσε στο Hotel / Ένοικοι Γραφής 2007)

athina

 

Οι νοσοκομες ήταν της πλάκας. Πώς εί­ναι σε κάτι τσόντες, ξέκωλες και σιλικονάτες; Καμία σχέση. Πρώτα έσκασε μια θειάκα γύρω στα εξήντα, για να περάσει τον ορό. Και καλά δηλαδή. Το γύρναγε από δω, το τρύπαγε από κει, σουρωτήρι το έκανε το χέρι του Μιχάλη. Τίποτα. Μιλάμε ότι το άτομο δεν μπορούσε να πετύχει φλέβα ούτε στην τύχη. Μια δόση τη λυπήθηκα, «Δε φωνάζουμε κάνα ζάκι απ’ την Ομόνοια», της λέω, «επιστήμονες κανονικά, σου βρίσκουν φλέβα και στο δάχτυλο». Με κοί­ταξε περίεργα και την έκανε χωρίς να πει τίποτα, στράβωσε μάλλον. Την πεταλούδα μια φορά δεν την πέρασε. Σε λίγο ήρθε μια μικρότερη, κοντή και στραβοχυμένη. Σπυριά, γυαλιά, σίδερα στα δόντια, σκέτη τραγωδία, όλα λάθος. Κοιτιόμαστε με τα παιδιά και λέγαμε «Δεν μπορεί, θα ’χει και καμιά όμορφη». Τουλάχιστον, αυτή τα κατάφερνε με τις ενέσεις. Και δεν ήταν κι εύκολο, τούμπανο το ’χε κάνει το χέρι του Μιχάλη η προηγούμενη. Τη ρω­τήσαμε τι θα γίνει με τους γιατρούς, αν έχει κανέναν το νοσοκομείο ή το πάνε για κλείσιμο το μπουρδέλο. Μουρμούρισε κάτι ακαταλαβίστικα, σαν να μας ξόρκιζε, και εξαφανίστηκε.

Τελικά, γύρω στις δώδεκα, έσκασε κι ο γιατρός με κάτι χαρτιά στο χέρι, μάλλον τις εξετάσεις. «Γιατρέ, πώς κι από δω», του κάνουμε, «περαστικός;». Μας έριξε μια δολοφονική ματιά και πήγε καρφί στο Μιχάλη. Κοιτούσε πότε τις εξετάσεις και πότε εμάς ζοχαδιασμένος. Έδειξε με το δάχτυλό του να κάνουμε ησυ­χία και μετά ήρθε και μας την είπε ότι εμείς φταίμε και ότι κάτι τέτοια αποβράσματα δε θα ’πρεπε να κυκλοφορούν ελεύθερα. Εμείς τίποτα, κύριοι. Τον ρωτήσαμε τι θα γίνει με το Μι­χάλη κι εκείνος απάντησε μόνο πως θα στείλει κάποιον να ρυθμίσει το οξυγόνο. Έφυγε γαμοσταυρίζοντας την τύχη του και εμάς. Για βάζελο τον έκοψα.

Λίγο αργότερα, εμφανίστηκε και πάλι η θειάκα για να φτιάξει το οξυγόνο. Παγώσαμε όλοι. Έφτασε δίπλα στο Μιχάλη γρήγορα και αθόρυβα. Σαν το Χάρο. Τα χέρια της έτρεμαν και κοιτούσε το μηχάνημα με δέος, λες και ήταν πυρηνικός αντιδραστήρας. Μπορούσες να το δεις πως αμφέβαλλε για τα πάντα. «Αυτό ήταν», είπα, «τον χάσαμε το Μιχάλη. Θα τον στείλει η ανάπηρη». Σήκωσε με κόπο τα χέρια της κι εμείς κλείσαμε τα μάτια και περιμέναμε την έκρηξη. Όταν τα ξανανοίξαμε, η θειάκα είχε ήδη εξαφανιστεί, αθόρυβα, όπως ήρθε. Ευτυχώς, όλα τα υπόλοιπα ήταν στη θέση τους.

Γύρω στις τρεις τα ξημερώματα κατέβηκα στην καντίνα του νοσοκομείου να τσιμπήσω κάτι. Ήμουνα κομμάτια. Απ’ το πρωί, με τόσο ξύλο και κυνηγητό, δεν είχα βάλει μπουκιά. Πήρα ένα σάντουιτς και άραξα έξω στα σκαλάκια. Να πάρω λίγο αέρα. Μετά από δύο λεπτά πέρασαν από μπροστά μου και οι γονείς του Μιχάλη. Τέτοια φρίκη είχαν φάει οι άνθρωποι, ούτε που με χαιρέτησαν. Α, ρε Μιχάλη, σκέφτηκα, πώς την πάτησες έτσι; Οι μαλάκες οι μπάτσοι φταίνε πάλι, με τα μπλόκα και τις παπαριές τους. Αφού μας βλέπετε, ρε γκιόζηδες, είμαστε κυριλέ σήμερα, ήσυχοι, με τις γκόμενες, κομπλέ, τι το στήνετε το κωλάδικο; Το βλέπουν οι μπροστινοί οι δικοί μας και συφιλιάζονται, αρχίζουν τον πετροπόλεμο. Κοτρόνες και αγκωνάρια να εκτοξεύονται από παντού κι οι γκόμενες να τρέχουν πανικόβλητες στις καφετέριες για να κρυφτούν. Για μισή ώρα κράτησε αυτή η μανούρα, μετά πλάκωσαν τρεις διμοιρίες, αρχίσαν και τα δακρυγόνα και διαλυθήκαμε. Εγώ με το Μιχάλη και καμιά εικοσαριά άλλους την κάναμε από κάτι στενά. Μας πήρε στο λαιμό του το τζάνκι ο Αποστόλης, ήξερε, λέει, τα κατατόπια καλά, γαμούσε μια γκόμενα κάποτε εκεί. Αρχίδια γαμούσε ο πρεζάκιας, έπρεπε να την ψυλλιαστούμε. Είκοσι λεπτά βολοδέρναμε, «Από δω είναι, το θυμάμαι, όχι από κει, κάπου δεξιά πρέπει να ’ναι ένα μπιλιαρδάδικο», στο τέλος το παραδέχτηκε: «Μαλάκες, δεν έχω ιδέα πού βρισκόμαστε». Πάνω που τον κράζουμε, σκάνε απ’ τη γωνία τέσσερις σκατόφατσες, με κόκκινα κασκόλ. Μία που μας βλέπουνε απέναντί τους να τους χαμογελάμε και μία που κάνουν στροφή και γίνονται λαγοί. Είναι καλοί στο τρέξιμο οι γαύροι. Άνεμος. Ναι, τα νιαμού. Ό,τι τους έχει πάρει η φύση τούς το ’χει δώσει σε ταχύτητα. Τούτοι δω όμως ήταν για τον πούτσο. Παιδάκια. Σε κάποια φάση μπλέξανε τα πόδια τους, έριξε ο ένας τον άλλο, δεν ξέρω πώς ακριβώς το κάνανε, αλλά βρεθήκανε και οι τέσσερις σα­βουριασμένοι κάτω. Από μόνοι τους. Σε δευτερόλεπτα τους έχουμε κυκλώσει κι αρχίζουμε το πανηγύρι. «Πώς θα φύγετε από δω, τι σκατά θα κάνετε, όλοι θα πεθάνετε» και τέτοια. Κλάσανε μαλλί οι πιτσιρικάδες, ο ένας έβαλε και τα κλάματα. «Δε μετράνε, ρε, αφήστε τους», λέω στους δικούς μου. «Μόνο τα κασκόλ πάρτε τους». Σηκώθηκε ο ένας, ο τσα­μπουκάς τους και καλά, μας λέει «Δεν παίρνετε τίποτα, χανούμια, θα σας γαμήσουμε». Μεγάλη αγένεια. Έφαγε τα μπουκέτα του και ηρέμησε. Τους πήραμε και τις μπλούζες και τους αφήσαμε να φύγουν. Είχα ξενερώσει, μά­θαινα από το κινητό ότι κοντά στο γήπεδο έπε­φτε τρελό ξύλο και εμείς ήμασταν χαμένοι κά­που στο Γαλάτσι και παίζαμε μάπες με τα πι­τσιρίκια. Το ένα το μαλακισμένο, φεύγοντας, κάνει μια κίνηση, παίρνει το μπρελόκ του Μιχάλη και ξεκινάει να τρέχει. Άρχισε πάλι το κυνηγητό. Πάνω που βγήκαμε στη Βεΐκου και επιτέλους καταλάβαμε πού βρισκόμαστε, τους είδαμε να κόβουν ταχύτητα. Τι κάνουν, σκέφτομαι, τα ζώα, αυτοκτονούν; Όχι, δεν αυτοκτονούσαν. Στα διακόσια μέτρα μπροστά μας βλέπουμε το δρόμο να κοκκινίζει. Μας είχαν ρίξει στο τέλος της πορείας τους. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας με τρόμο. Δεν το ξεχνάω, πρώτη φορά είδα τρόμο στα μάτια του Μιχάλη. Μέσα σε στιγμές είχαμε σχεδόν περικυκλωθεί από μια κόκκινη στρατιά ηλιθίων που ξερογλείφονταν. Για ένα λεπτό δεν έγινε τίποτα. Μετρούσαν. Το κάνουν αυτό οι γαύροι. Μετράνε. Αν δεν είναι τουλάχιστον τετραπλάσιοι, δεν επι­τίθενται. Μέχρι τριπλάσιοι τρέχουν. Εδώ όμως ήταν πολύ περισσότεροι. Δεκαπλάσιοι και βάλε. Δεν υπήρχε σωτηρία. Έκλεισα τα μάτια και ονειρεύτηκα ότι είχα φτερά.

Έτρεχα και το μυαλό μου ήταν στο Μιχάλη που δε μας ακολούθησε. «Θα μπω απ’ τα στενά», μας είπε και μας έδειξε την Κατερίνα. Ότι δεν μπορούσε να τρέξει κι ότι θα τους προλάβαιναν. Τελευταία φορά τούς είδα να μπαίνουν σε ένα σοκάκι κι από πίσω τους καμιά εικοσαριά γαύροι. Δε γλιτώνουνε, σκέφτηκα και συνέχισα να τρέχω. Με κλειστά τα μάτια. Δε χρειάζεται να τα ανοίγεις. Σε πάνε τα πόδια από μόνα τους. Ένας κανόνας ισχύει μόνο στο τρέξιμο: Αυτό που υπάρχει μπροστά είναι καλύτερο από αυτό που βρίσκεται πίσω. Γι’ αυτό δε χρειάζεται να πολυανοίγεις τα μάτια σου. Πας. Μπροστά είναι πάντα καλύτερα. Προσέχεις μόνο να αποφύγεις τα μεγάλα πράγματα. Κολόνες, δέντρα, αμάξια. Τέτοια. Και δεν κοιτάς ποτέ πίσω σου. Ποτέ. Τους δίνεις κουράγιο να συνεχίσουν να σε ακολουθούν. Εγώ για ένα δευτερόλεπτο γύρισα και το μετάνιωσα. Ένα από αυτά τα μουνόσκυλα είχε βγάλει μια κάμερα και μας έγραφε. Καταστροφή, αύριο η πλάτη μου θα είναι διάσημη. Ίντερνετ και μα­λακίες. Ρόμπα. Θα μου το πληρώσουν αυτό.

Μόλις τους ξεφύγαμε, πήρα αμέσως το Μι­χάλη να δω τι έπαιζε. Δεν το σήκωνε. Κακό αυτό. Πήρα την Κατερίνα, «Πού είστε, ρε παι­διά, έχετε νέα απ’ το Μιχάλη;». «Εμείς θα ’χουμε νέα, Κατερίνα; Μαζί σου δεν ήταν;» «Χωριστήκαμε, μας κυνηγούσαν καμιά δεκαριά, εγώ μπήκα σε μια καφετέρια, άντρες δεν άφηνε ο ιδιοκτήτης. Αν μάθετε τίποτα, πάρτε με, έχω τρελαθεί». Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Ο Κωστάκης πρότεινε να φύγουμε για το γήπεδο. Αν είχε ξεφύγει, λέει, ο Μιχάλης, εκεί θα είχε πάει κι αυτός. Το πιο στάνταρ μέρος. Οι υπόλοιποι συμφώνησαν, δεν ήθελαν να χάσουν και τον αγώνα. Εμένα όμως με είχαν ζώσει τα φίδια. Δε λέω, γάτα ο Μιχάλης, αλλά αυτή τη φορά πώς να τη γλίτωσε; Μες στη γαυροφωλιά; Χλωμό. Στο δρόμο για το γήπεδο, συνέχισα να τον καλώ στο κινητό. Και πάνω που έχω απελπιστεί, ακούω μια φωνή να μου απαντάει. «Έλα, ρε Μιχάλη, τι έγινε, πού είσαι;» «Δεν είμαι ο Μιχάλης, κύριε, αλλά μπορώ να σας πω πού βρίσκεται. Πείτε μου πρώτα ποιος είστε, σας παρακαλώ». «Εγώ ποιος είμαι; Εσύ ποιος είσαι, ρε μαλάκα», ωρύομαι τώρα λες κι έχει πετάξει την μπάλα ο Λύμπε στο πλεχτό και τα μηνίγγια μου βαράνε σαν καμπάνες. «Εγώ είμαι ο κολλητός του». «Ο φίλος σας είναι στο νοσοκομείο, κύριε, είμαι ο γιατρός. Μας τον φέρανε τραυματισμένο».

Έτσι έγινε. Αυτά τα ξέρεις βέβαια. Για άλλο λόγο είσαι εσύ εδώ. Κι εγώ μπορώ να σε βοηθήσω, κι ας με βρίζεις όλη τη μέρα. Κι εσύ και οι συνάδελφοί σου. Ανεγκέφαλους. Έτσι μας λέτε. Ακόμα και οι καμένες οι πρωινατζούδες. Ανεγκέφαλους. Δεν πειράζει. Έχω κι εγώ τους λόγους μου που θέλω να σε βοηθήσω. Ονόματα βέβαια δε θα μάθεις. Σ’ το λέω. Δεν έχουν σημασία τα ονόματα και επιπλέον δε με παίρνει και μένα. Υπάρχουν όρια. Κανόνες. Καταλαβαίνεις. Ήδη τους σπάω. Κι αν είσαι μάγκας, θα τη βγάλεις την άκρη. Και νομίζω πως είσαι, γι’ αυτό διάλεξα εσένα. Αλλά, σ’ το είπα κι απ’ το τηλέφωνο. Με έναν όρο. Εσείς οι δη­μοσιογράφοι όλο να ρωτάτε ξέρετε. Εγώ δε γου­στάρω ερωτήσεις. Θα σ’ τα πω όπως θέλω κι άμα σ’ αρέσει ακούς. Όσα θέλω και με τη σειρά που θέλω. Αλλιώς, χάρηκα. Ναι, το ξέρω, δε θα φύγεις. Χαζός δεν είσαι.

Μέσα στο κλαμπ, λοιπόν, μόνο εγώ ήξερα την αλήθεια για το Μιχάλη. Και πού να το μάθαινε κανένας άλλος. Θα πέφταν να τον φάνε. Δεν είναι θέμα ρατσισμού. Να, κι εγώ, που μέχρι πριν λίγο καιρό τούς έβριζα, ήμουν ρατσιστής; Με πατέρα αριστερό; Δεν παίζει. Όμως, έλεγα, τι να συμπαθήσεις από δαύτους; Έρχονται απ’ το μπουρδέλο τους και αναπνέουν το δικό μας αέρα. Πίνουν το νερό μας, τρώνε το ψωμί μας, δουλεύουν στις δουλειές μας, ξετρυπώνουν τις καβάντζες μας, οδηγούν τ’ αμάξια μας και γαμάνε και τις γκόμενές μας. Θα μου πεις, με το Μιχάλη πώς ήσασταν κολλητοί από παλιά; Άλλο ανέκδοτο αυτό. Θα σ’ το πω μετά.

Όλοι που λες στο σύνδεσμο τους είχαμε στην μπούκα. Έτσι είναι. Αν μια μέρα βγαίναμε στο δρόμο και δεν υπήρχαν γαύροι, θα κυνηγάγαμε τους Αλβανούς. Άσε που οι πιο πολλοί τους είναι και γαύροι. «Δεν είναι τυχαίο αυτό», έλεγε ο Άκης, που είχε ορκιστεί να φάει Αλβανό. Όταν ήταν μικρός, ένας υπάλληλος, που τον είχανε στο μαγαζί, είχε πλακώσει τον πατέρα του στο ξύλο και τον είχε κάνει ρόμπα στη γειτονιά. Τον έβγαλε στο δρόμο και τον πάταγε στο λαιμό. Κι από τότε τους είχε σιχαθεί όλους ο Άκης. Αλβανούς, Πακιστανούς, Ινδούς, μαύρους, μπεζ, σκατί, μουσμουλί, κι είχε πάρει όρκο να εκδικηθεί. Αλλά δεν ήταν ο μόνος. Οι περισσότεροι από εμάς ήμασταν παιδάκια, δεκαπέντε χρονών, όταν οι Αλβανοί φάγανε το Φίλιππο. Πάνε δέκα χρόνια και το θυμάμαι σαν χτες. Για δύο μέρες σ’ ολόκληρη την περιοχή από την Πατησιών μέχρι τον Ποδονίφτη δεν ακουγόταν κιχ. Περπατούσαν όλοι αμίλητοι και σκυμμένοι σαν να ’χαν χάσει συγγενή, κι ας μην τον είχαν δει οι περισσότεροι το Φίλιππο. Κι εγώ ελάχιστες φορές τον είχα πετύχει κάτω στο ποτάμι, στις μπασκέτες. Όμως για μας τους μικρότερους ήταν θρύλος. Τσαμπουκάς από τους λίγους, δεν του μίλαγε κανείς, κι ομορφόπαιδο, περπάταγε στο δρόμο και χύνανε οι γκόμενες. Και μαζεύονταν στις μπασκέτες για να τον δουν να παίζει. Και βρέθηκε ένα μουνόπανο Αλβανός να του βγάλει μαχαίρι σ’ ένα σκηνικό κάτω στους Αγίους. Ένα βράδυ άντεξε στο νοσοκομείο και την επόμενη ξημέρωσε Μεγάλη Παρασκευή σε όλα τα Πατήσια. Σε κάθε γωνιά άκουγες κλάματα και φωνές και μαζευόμασταν οι πιτσιρικάδες στις πλατείες και παίρναμε όρκους να ανοίξουμε βεντέτα με τους Αλβανούς. Και τα σχολεία κλειστά, να πάνε όλοι στην κηδεία. Εγώ δεν πήγα. Κάπου με είχε ενοχλήσει όλο αυτό το σκηνικό. Πιτσιρικάς ήμουνα, μωρό, αλλά την καταλάβαινα την υπερβολή. Έβλεπες στους τοίχους γραμμένο παντού σαν σύνθημα «Ο Φί­λιππος ζει». Ό,τι κι αν σήμαινε. Μέχρι και σε νταλίκες το είδα μουντζουρωμένο. Και τα κάναν αυτά όχι φίλοι και γνωστοί, μα άτομα που δεν τον είχαν δει ούτε μία φορά. Που θα σκάγαν στην κηδεία κι έτσι όπως μοιάζαμε όλοι για πεθαμένοι, θα ρωτούσαν ποιος είναι ο Φίλιππος μην τυχόν και τον μπερδέψουν. Κι έτσι τελικά κάθισα σπίτι μου. Και τις επόμενες μέρες όμως δε σταμάτησε το πανηγύρι. Ερχόταν ο κάθε μαλάκας κι όταν τον ρωτούσες πού ήταν, έπαιρνε υφάκι και σε άρχιζε στο παραμύθι: «Κα­τεβήκαμε με το Μήτσο Αγίους να δούμε τι παί­ζει. Χτες βράδυ φάγαμε δύο Αλβανούς». Δε σου κάνω πλάκα. Έβγαινε ο κάθε καραγκιόζης και πούλαγε μούρη στο μνήμα του πεθαμένου. Ό,τι τους κατέβαινε. Άλλος είχε φάει δύο, άλλος πέντε, άλλος δέκα Αλβανούς, όσους ταίριαζε στο πρεστίζ του καθενός. Κάποιοι άλλοι, που θέλαν να γίνουν πιο πιστευτοί, είχανε φάει έναν. Τους σιχάθηκα τους μαλάκες. Αλλά ο όρκος δεν άλλαζε. Αυτό το είχαμε πει όλοι. Θα εκδικηθούμε. Και βέβαια πέρασαν τα χρόνια και ξεχάστηκαν αυτά, αλλά κάτι έμεινε. Ακόμα κι η μάνα μου, κάθε που κράζει τους Αλβανούς, θυμάται και το Φίλιππο: «Πάλι ανοίξαν το σπίτι της Σούλας στο δεύτερο. Η χειρότερη φάρα. Ξεχνάω εγώ τι είχαν κάνει τότε στο παιδάκι;» Κι ας διαμαρτυρόταν ο πατέρας μου «Πώς είσαι σίγουρη ότι είναι Αλβανοί, οι Έλληνες δεν κλέβουν;». Η μάνα μου την είχε έτοιμη την απάντηση: «Δίπλα, που ’χει Αλβανό θυρωρό, γιατί δεν πάνε; Σου λέω εγώ, σε λίγο θα βάζουμε μέσο Αλβανό για να μη μας κλέβουν».

Και καταλαβαίνεις τώρα την ήττα που έφαγα όταν ανακάλυψα την αλήθεια για το Μιχάλη. Ένα χρόνο τον ήξερα, και δεν είχα καταλάβει Χριστό. Δεν ξέρω πώς ακούγεται αυτό, αλλά δεν έμοιαζε για Αλβανός, ρε φίλε. Και τα ελληνικά του τζιτζί, καλύτερα απ’ τα δικά μου, κι από φάτσα καμία σχέση. Είχε βέβαια πάντα τα περίεργά του, αλλά έλεγες μυστήριος ο Μιχάλης, δικαιολογείται. Γιατί ήταν μυστήριος. Εκεί που τον έβλεπες ήρεμο και αρντάν, ξαφνικά του γύρναγε το μάτι κι ήταν ικανός να αναποδογυρίσει τον κόσμο. Έτσι και στα σκηνικά. Δεν κώλωνε πουθενά κι όπου υπήρχε κίνδυνος, μέσα ο Μιχάλης. Και για τους άλλους σκιζόταν πάντα. Σε τέτοια φάση τον γνώρισα κι εγώ, τότε που εμφανίστηκε απ’ το που­θενά στο Ζεφύρι και μ’ έσωσε. Κι υπάρχει μια λεπτομέρεια που θα μπορούσε να με ψυλλιάσει από τότε, από τη μέρα που γνωριστήκαμε. Με το χόρτο το αλβανικό. Να σ’ τα πω με τη σειρά: Εγώ γινόμουνα για χρόνια από ένα Γύφτο στο Ζεφύρι. Ούτε που ξέρω πώς τον λέγανε, ούτε ρώτησα ποτέ. Δεν το ’χω συνδυάσει στο μυαλό μου να ’χουνε ονόματα οι Γύφτοι. Είχα λοιπόν αυτόν και δεν τον άλλαζα. Δεν ήτανε τέλειος, αλλά τουλάχιστον δε μ’ έκλεβε. Με είχε και βασιλιά, όποτε πήγαινα, καλώς τον Νικόλα και τι κάνει ο Νικόλας, ξηγιόταν και κεραστική, κυριλέ. Ώσπου μια μέρα, σκάω στο Ζε­φύρι και παθαίνω πλάκα. Στο σημείο που ήτανε το σπίτι του Γύφτου δεν υπήρχε τίποτα. Μηδέν. Ένα άδειο οικόπεδο. «Όχι, ρε γαμώτο», λέω, «έχω κάψει κύτταρα, αυτό ήταν. Πρέπει να το κόψω». Δεν ξέρω πόση ώρα είχα μείνει να κοιτάω σαν μαλάκας όταν άκουσα από πίσω μου μια φωνή. «Μαγικό, ε; Μην κάθεσαι όμως εκεί γιατί θα σε εξαφανίσουν και σένα». Γυρνάω και βλέπω έναν ψηλό ξανθό γύρω στην ηλικία μου. «Κι εσύ ποιος είσαι;» τον ρωτάω ψιλοχεσμένος. Δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ, αρχικά τον πέρασα για λίτη. Μου φάνηκε πως είχε το υφάκι. «Ρε, άσε ποιος είμαι εγώ, πάμε να φύγουμε που σου λέω». Με άρπαξε απ’ το μπράτσο και με πήγε μέσα από κάτι στενά. Οι κινήσεις του ήταν φιλικές, αλλιώς θα τσαμπουκαλευόμουν. Δε ρώτησα πού πηγαίναμε, αν και είχα αγριευτεί βέβαια λίγο, ένιωθα σαν να με φυγαδεύουν. Στο δρόμο έβλεπα κάδους αναποδογυρισμένους, σπασμένα αυτοκίνητα και κλειστά παράθυρα. «Τι έγινε εδώ;» τον ρώτησα. «Τι να γίνει», μου λέει, «δεν άκουσες τίποτα; Κάνανε πέσιμο προχτές οι μπάτσοι, και καλά επιχείρηση σκούπα. Στείλανε, λέει, τους επίλεκτούς τους. Πούτσες. Ακόμα γελάνε οι Γύφτοι. Σκάνε οι επίλεκτοι μεσημεριάτικο και πο­λύ χαλαροί, λες και πηγαίναν να κόψουν κλήσεις. Δεν ξέρω πώς την είχανε δει, ότι θα τους περιμένουν οι άλλοι με κλαρίνα, τσιφτετέλια και κλαρωτά χαλιά, και με το που κατεβαίνουν, που λες, απ’ το λεωφορείο, αρχίζουν και τους βαράνε οι Γύφτοι από παντού. Ως και μέσα από τα σπίτια τούς ρίχνανε τα Γυφτάκια με καραμπίνες. Πόλεμος, σου λέω. Τα μαζεύουν οι μα­λάκες και δρόμο. Δεν πρόκειται να ξαναπατήσει μπάτσος εδώ. Ειδικά επίλεκτος». Είχα μεί­νει μαλάκας. «Καλά, εγώ πού ζούσα; Κι ο δικός μου τι έγινε;» «Τον ψυλλιαστήκανε, είπαν, οι άλλοι ότι τους είχε δώσει. Έτσι είπαν. Παραμύθι, μου φαίνεται, πιο πολύ δικαιολογία για να τον βγάλουν έξω. Του την είχανε στημένη καιρό, δεν ξέρω γιατί κι ούτε θέλω να μά­θω. Σε κάποια θέματα καλύτερα να μην ξέρεις. Του κάψανε το σπίτι». Τώρα περπατούσαμε πιο γρή­γορα, οι πληροφορίες μού είχαν φέρει υπερένταση. Ήμασταν σε κάτι δρόμους που μυρίζαν πίσ­σα ή σκατά. Ή πίσσα και σκατά. «Κι εκείνος πού είναι;» τόλμησα να ρωτήσω. Ο άλ­λος προχώρησε λίγο ακόμα σαν να μην είχε ακούσει την ερώτηση. Ξερόβηξε. «Δεν είναι», μου απάντησε ξαφνικά χωρίς να με κοιτάζει. Δεν είναι. Μάλιστα.

Ύστερα από λίγο φτάσαμε σε ένα σπίτι που ήταν κάπως απομονωμένο. Ο ψηλός χτύπησε τρεις φορές ρυθμικά. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μια χοντρή Γύφτισσα με χαϊμαλιά στο λαιμό και τσιγάρο στο χέρι. «Καλώς το Μιχάλη», είπε, αλλά κοίταζε εμένα που είχα ψαρώσει κα­νονικά. Μας πήγε σε ένα χώρο που, αν ήμασταν σε κανονικό σπίτι, θα ήταν το σαλόνι. Τώρα έμοιαζε περισσότερο με αίθουσα αναμονής. Με­τά από λίγο βγήκε ένας θεόρατος Γύφτος. Ο Μιχάλης μάς σύστησε και του είπε ότι από δω και πέρα θα ψωνίζω σ’ αυτόν, και να με προσέχει γιατί είμαι δικό του παιδί. Εγώ ψιλοστράβωσα, δεν είμαι κανένα τσουτσέκι να με κάνουν πάσα, και ρώτησα το Γύφτο πόσο το έδινε. Μου είπε μια τιμή που μου φάνηκε πολύ χαμηλή. «Αλβανικό έχεις;» τον ρωτάω. «Ναι», μου λέει, «αλλά είναι πρώτη ποιότητα». Εκεί ήταν που στράβωσα, ήθελαν να με πιάσουνε μαλάκα. Όλη η Ευρώπη κάνει κρα για χόρτο ελληνικό, κι εγώ, δύο ώρες απ’ την Καλαμάτα, θα ψώνιζα αλβανό. «Ευχαριστώ», του λέω, «δεν πίνω αλβανό». «Δεν υπάρχει πρόβλημα», μου λέει ο Γύφτος, «αν αλλάξεις γνώμη, εδώ θα ’μαι». Και φύγαμε. Σε όλη την επιστροφή με έβριζε ο Μιχάλης. Ότι ήμουν άσχετος και τον έκανα ρεζίλι. «Όλη η Αθήνα αλβανικό πίνει, ρε ψαρά, ξέρεις εσύ Γύφτο να πουλάει ελληνικό;» Τα ’χα πάρει κανονικά. «Ο δικός μου», του είπα, «μόνο καλαματιανό έφερνε». Με κοί­ταξε σαν εξωγήινο. «Ναι, απ’ την Καλαμάτα της Αλβανίας», είπε.

Αυτός ήταν ο Μιχάλης. Ο τύπος που τα κάνει όλα να μοιάζουν με ταινία. Σε λίγες μέρες γίναμε κολλητοί και καπάκι άρχισε να έρχεται και γήπεδο μαζί μας. Οι άλλοι τον κοίταγαν περίεργα στην αρχή – λογικό, καινούριος ήταν. Σε μερικούς μήνες όμως όλοι τον παραδέχονταν. Ειδικά οι πιτσιρικάδες τον είχαν για θεό ή και λίγο παραπάνω. Τα κατορθώματά του ήταν μυθικά. Μιλάμε για τον άνθρωπο που έκα­ψε τον Πρωταθλητή μέσα στο Πασαλιμάνι, πε­τώντας στη θάλασσα οποιονδήποτε είχε αντίρρηση, που έσκασε τα λάστιχα στο λεωφορείο των παοκτζήδων και που κάπνισε ένα ολόκληρο μπάφο έξω από το Αστυνομικό Τμήμα της Φι­λαδέλφειας μόνο και μόνο για να αποδείξει πως οι μπάτσοι είναι στόκοι. Λες και δεν το ξέραμε. Επίσης μιλάμε για το παλικάρι που έσπασε μόνο του το κλαμπ των γαύρων στην Καλλιθέα για να φέρει πίσω τη σημαία που είχαν πάρει τα μουνόπανα απ’ το Γιωργάκη το Μαύρο. Ο Γιωρ­γάκης ο Μαύρος είναι ένα δεκαεξάχρονο μαλακισμένο, που ’χει παρατήσει το σχολείο και ξημεροβραδιάζεται στο σύνδεσμο. Μια Κυριακή που παίζαμε στη Νέα Σμύρνη πήρε τη ση­μαία του κλαμπ για να τη φέρει στο γήπεδο μόνος του. Δε ρώτησε κανέναν ή μάλλον ρώτησε μόνο τον Αποστόλη. Δηλαδή κανέναν. Το αποτέλεσμα αναμενόμενο. Στο δρόμο τον σταματάνε πέντε γαύροι και του παίρνουν άνετα σημαία, κασκόλ, κινητό και αθλητικά. Ξυπόλυτος έφτασε στο γήπεδο. Μιλάμε για το πιο εύκολο φερμάρισμα που έχει γίνει ποτέ. Την άλλη μέρα οι γαύροι είχαν βγάλει την ιστορία στο ίντερνετ με φωτογραφίες, τραγουδάκια και ποιηματάκια. Κομπλέ. Καθόμασταν εκεί στο κλαμπ και κλαίγαμε τη μοίρα μας. Ειδικά ο Γιωργάκης ήταν απαρηγόρητος, αν και κανείς δεν τα είχε βάλει μαζί του. Ήταν βέβαια μαλάκας, αλλά, από τη στιγμή που υπήρχε ο Αποστόλης, ήταν ιεροσυλία να ασχολούμαστε με οποιονδήποτε άλλο μαλάκα. Εξάλλου η ουσία ήταν πως η σημαία βρισκόταν στο κλαμπ των γαύρων στην Καλλιθέα και θα την ξαναβλέπαμε μόνο από φωτογραφίες. Ή στο επόμενο ντέρμπι να την καίνε οι βρομόγαυροι μπροστά στα μάτια μας. Να πάμε να την πάρουμε βέβαια από την Καλλιθέα, ούτε λόγος. Θα σκάγαμε σαν τα ποντίκια πάνω στη φάκα. Είπαμε λοιπόν να αφήσουμε να περάσει λίγος καιρός. Να δούμε πώς θα τους τη φέρουμε. Μείναμε σ’ αυτά και γύρω στις δώδεκα κλειδώσαμε το κλαμπ και το διαλύσαμε. Ε, το ίδιο βράδυ ο αθεόφοβος ο Μιχάλης πήγε μόνος του και την πήρε. Καμικάζι. Την ξέρεις την ιστορία, πολλοί συνάδελφοί σου λένε ότι αυτήν πλήρωσε τελικά. Και ψάχνουν από εκεί τον ένοχο. Κι εμείς πά­ντως του λέγαμε να μην παίζει με τη φωτιά, είχε κάνει εχθρούς παντού κι η μισή Θύρα 7 τού την είχε στημένη. «Δεν πειράζει», έλεγε, «άμα είναι να φορτώσω, θα φορτώσω μάγκας». Κι έτσι όπως τον έβλεπες, δυο μέτρα παλικάρι και αμάσητο, έλεγες τις γυναίκες θα τις έχει για τον πούτσο. Κι όμως, το Κατερινάκι τον έσερνε με τη μυρωδιά απ’ το μουνί της. Δε λέω, όλοι έχουμε καεί από γκόμενα. Κι εγώ τρύπιος είμαι. Άδειος. Ο Μιχάλης όμως ήταν άλλη περίπτωση. Τυφλός. Δεν έβλεπε μπροστά του το άτομο και την είχε για παρθένα την Κατερίνα που, πριν τον γνωρίσει, ήταν κάτι σαν δημόσια τουαλέτα. Όποιος ήθελε. Και τώρα το ’παιζε αγία κι ο Μιχαλάκης το ’χαβε και δε σήκωνε και κουβέντα. Μην του πεις για την Κατερίνα. Εικόνισμα η Κατερίνα. Και να πω ότι μιλάμε για κάνα βλάκα που δεν καταλάβαινε; Γάτα ήτανε. Ήθελε και δεν έβλεπε. Κι εγώ τα σκεφτόμουνα, κι έλεγα μεγάλος κολληματίας ο Μιχάλης, αλλά πού να πάει το μυαλό μου στο άλλο; Εντάξει, καμένος με την Κατερίνα, όμως αυτό τον έκανε μουνόδουλο, όχι Αλ­βανό. Κι ακόμα, τα βράδια, που συχνά περπατούσαμε μόνοι μας και λέγαμε ιστορίες, αυτός ποτέ δε μιλούσε για τους δικούς του κι ας έμενε ακόμα μαζί τους. Λέξη δεν του ’παιρνες. Μό­κο. Αλλά, είπαμε, αυτά δεν ήταν αρκετά για να καταλάβω. Χρειάστηκε το σκηνικό στην Πάρνηθα.

 

Εκείνη ήταν η πιο τρελή βραδιά της ζωής μου και δεν έχω ζήσει λίγες. Υπήρχε μια περίοδος, πριν κάνα χρόνο, που το ’χαμε συνήθεια να πη­γαίνουμε τα βράδια σε ένα άλσος στους πρόποδες της Πάρνηθας. Καλοκαιράκι ήταν κι εμείς την είχαμε καταβρεί, φυσιολάτρες κι έτσι, σκά­γαμε εκεί αργά το βράδυ με τα μηχανάκια και αράζαμε με τις ώρες κάτω απ’ τα πεύκα. Πιάτο η Αθήνα. Κάναμε και τα γάρα μας κυριλέ, με την ησυχία μας, ούτε μπάτσοι ούτε ασφαλίτες ούτε τίποτα. Ένα βράδυ λοιπόν, Σεπτέμβρης πρέπει να ’τανε, οι υπόλοιποι δε θέλαν να έρθουν –άλλος δεν μπορούσε, άλλος βαριότανε– κι αποφασίσαμε με το Μιχάλη να πάμε οι δυο μας. Είχε ψιλόβροχο κι έτσι αράξαμε κάτω από ένα τεράστιο πεύκο. Ξαπλώσαμε εκεί και καπνίσαμε άπειρα τσιγάρα μυρίζοντας το βρεγμένο χώμα και παίζοντας με τις πευκοβελόνες. Ο Μιχάλης μού έλεγε πάλι για την οικοδομή, πόσο τον κούραζε και ήθελε μια άλλη δουλειά, μα και τι άλλο να έκανε, αυτό ήξερε, γι’ αυτό τον πλή­ρωναν, οπότε καθόταν εκεί στα σίγουρα. Τι σί­γουρα δηλαδή, οικοδομή και σίγουρα δεν παίζει, τέλος πάντων, τουλάχιστον είχε ένα πιάτο φαΐ και τα τσιγάρα του. Εγώ κλαιγόμουν για το φανταρικό, που δεν είχα ξε­μπερδέψει ακόμα και με περίμενε μόλις θα τελείωνα τη σχολή. Και για το ΙΕΚ που το βαριόμουν και δεν πήγαινα και με αρχίζαν οι δικοί μου στο παραμύθι, πως πετάνε τα λεφτά τους για το ρεμάλι. Τέτοια λέγαμε αλλά πιο πολύ σωπαίναμε και πέρασε η ώρα. Ό,τι έχουμε ση­κωθεί να φύγουμε, βλέπω το Μιχάλη να ξανακάθεται απότομα και να με τραβάει κι εμένα κάτω. Το μυαλό μου πήγε στους μπάτσους. «Μην κοιτάξεις», μου κάνει, «πίσω σου είναι κάτι που δεν πρέπει να δεις». Εγώ αντέδρασα λες και μου είπε να κοι­τάξω γιατί πίσω μου ήταν κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να δω. Γυρνάω και βλέπω στα δέκα μέτρα δύο τύπους να κουβαλάνε κάτι μέσα σ’ ένα σάκο και λίγο πιο μπρο­στά τους έναν τρίτο με μια τσάπα στο χέρι. Ο ένας απ’ αυτούς γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου και μια δόση ήμουν σίγουρος ότι με είδε. Πάγωσε το αίμα μου. «Τι γίνεται;» ψιθύρισα στο Μιχάλη. Εκείνος μου ’κλεισε το στόμα με το χέρι. Για περίπου δέκα λεπτά κρα­τούσαμε την αναπνοή μας να μην ακουστεί κι έφτανε στ’ αυτιά μας μόνο ο ήχος της τσάπας να σκάβει το φρέσκο χώμα. Πού και πού οι τρεις τους άλλαζαν κοφτές κουβέντες σε μια ξένη γλώσσα. Αλβανοί, σκέφτηκα. Κάποια στιγμή οι φω­νές τους ζωήρεψαν και δυνάμωσαν. Εννοείται πως δεν τολμούσα να γυρίσω. Ο Μιχάλης, που από κει που ήταν θα μπορούσε να βλέ­πει, είχε ξαπλώσει με την πλάτη στον κορμό του πεύκου και κοιτούσε τον ουρανό. Εγώ πάλι είχα καρφώσει τα μάτια στον κορμό, που ήταν χοντρός και υγρός, όλο χαρακιές κι αυλάκια που τα θυμάμαι και σήμερα ένα προς ένα. Με τόση λατρεία τον κοιτούσα και σκεφτόμουν πως αν μας σκότωναν οι Αλβανοί, δε θα πεθαίναμε, αλλά θα στοιχειώναμε το δέντρο, θα μέναμε εκεί, ενωμένοι με τον κορμό του, και δε θα μας έβρισκε κανείς. Ύστερα άκουσα βήματα να σέρνονται στη γη και δυστυχώς δεν απομακρύνονταν, μέχρι που ένιωσα τις τρεις σκιές ακριβώς από πίσω μου και τότε δεν άντεξα. Γύρισα και τους είδα. Από εκεί κάτω φαίνονταν τεράστιοι. Προσπάθησα να διακρίνω τις φάτσες τους αλλά το σκοτάδι ήταν πηχτό σαν λάσπη. Τραβήχτηκα και σκούντησα το Μιχάλη που έμενε ατάραχος και δεν έλεγε να γυρίσει το βλέμμα του. Προφανώς, είχε αποφασίσει να κοιτάει τον ουρανό μέχρι να φτάσει σε αυτόν. Κάτι που δε θα αργούσε εξάλλου. Τα τρία καθάρματα συζητούσαν και χειρονομούσαν, κοιτώντας μας, αλλά χωρίς να μας λένε το παραμικρό, λες και η υπό­θεση δε μας αφορούσε καθόλου. Σκέφτηκα πως δεν έπρεπε να πεθάνουμε έτσι, όχι χωρίς να παλέψουμε, μα και τι να κάναμε, τα μουνόπανα είχαν γκάνια μαζί τους και επιπλέον ήταν και τεράστιοι, κι αυτός ο μαλάκας ο Μιχάλης είχε πέσει σε κώμα. Και κάποια στιγμή, ο με­σαίος, που φαινόταν να κάνει κουμάντο, μίλησε σε αυτόν που κράταγε την τσάπα και εκείνος έβγαλε από την τσέπη του κάτι που δεν ήταν τα κλειδιά του. Και τότε έγινε. Ο Μιχάλης ξύπνησε απ’ το λήθαργο, πετάχτηκε κι άρχισε να φωνάζει κάτι ακαταλαβίστικα. Αυτό ήταν, λέω, τα ’παιξε ο Μιχαλάκης, δεν πειράζει, άντε και καλά σαράντα να ’χουμε. Τα επόμενα είναι θολά μες στο μυαλό μου. Θυμάμαι πρώτα τους τρεις τύπους να κοκαλώνουν και να κοιτιούνται σαν μαλάκες, το Μιχάλη να τους πλησιάζει κι άλλο και να πιάνει τον έναν τους απ’ τον ώμο, συνεχίζοντας να μιλάει αλαμπουρνέζικα. Ύστερα, ο μεσαίος κάτι είπε στους άλλους κι εκείνοι έβαλαν τα γέλια. Ήταν το πιο παράξενο γέλιο που έχω ακούσει στη ζωή μου. Κάτι αποφασιζόταν με εκείνο, αλλά δεν ήξερα τι. Κατάλαβα μόνο όταν είδα και το Μιχάλη να γελάει μαζί τους και να μιλάνε όλοι τους αλαμπουρνέζικα, που πλέον δεν ήταν αλαμπουρνέζικα μα, θα ορκιζόμουν, αλβανικά. Ύστερα ο αρχηγός από τους τρεις αγκάλιασε το Μιχάλη και του έτριβε το κεφάλι με το χέρι, λες και τον έλουζε, και δεν μπορούσαν να σταματήσουν το γέλιο. Θυμήθηκα τα λόγια της μάνας μου. Αλβανικό βύσμα για να μη μας κλέβουν. Και για να μη μας σκοτώνουν επίσης. Μετά από λίγο άρχισαν να τραγουδούν λαχανιασμένοι στη γλώσσα τους, και να κουνάνε τα χέρια τους με δύναμη στον αέρα, λες και χαστούκιζαν τη βροχή, που στο μεταξύ είχε δυναμώσει. Όταν τελείωσε το «ζε τ’ εμ» και έφυγαν οι μυστήριοι, ο Μιχάλης ήρθε και κάθισε δίπλα μου κανονικά, χωρίς να πει λέξη. Λες και δεν έπαιζε τίποτα. Πήγε ν’ ανάψει τσιγάρο, μα τον έκοψα. Αρκετά είχαμε καπνίσει. Σηκώθηκα για να του δείξω πως φεύγαμε κι εκείνος έμεινε κάτω. Με το τσιγάρο σβηστό στο χέρι. Μετά το πήρε απόφαση, σηκώθηκε, ξεσκόνισε το παντελόνι του και την κάναμε. Στην επιστροφή δε μιλούσε κανείς, μόνο όταν τον άφησα σπίτι του, κατέβηκε απ’ τη μηχανή και είπε ένα ξερό συγνώμη και καληνύχτα. Εγώ δεν είπα τίποτα.

Σε κανέναν. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Βέβαια κόψαμε για λίγο καιρό με το Μιχάλη. Τον έβλεπα και μου γυρνούσαν τ’ άντερα. Αλλά ρου­φιάνος δεν ήμουνα. Αν τον έδινα στους άλλους, θα τον σκίζανε. Τον έβλεπα να αράζει μες στο σύνδεσμο και να παριστάνει τον γαμάω στους πιτσιρικάδες και τον λυπόμουνα. Ρε πούστη, μια κουβέντα να πω, θα πέσουν να σε φάνε. Και το ξέρεις. Αλλά δεν την έλεγα. Ούτε και θα την έλεγα. Δε λέω πως κι εμένα δε με πείραζε. Δύο μήνες κράτησε αυτή η φάση, ούτε που μιλιόμασταν. Κι έλεγα από μέσα μου: «Και τι αλλάζει; Ο Μιχάλης είναι Αλβανός. Και τι αλλάζει;» Μπορεί να μην άλλαζε και τίποτα, αλλά τουλάχιστον να μου το είχε πει. Τόσο καιρό στο παραμύθι, δεν το σήκωνα. Δηλαδή τι ήμουν εγώ; Ίσα με τους άλλους; Με τον Κωστάκη και με το Γιωργάκη; Τόσα χρόνια κολλητοί, είχαμε φάει σκατά μαζί. Ας μου το είχε πει και θα το κρατούσαμε οι δύο μας το μυστικό. Ερχόμουν όμως και στη θέση του. Λέγονται αυτά; Κάθε μέρα έσκαγα στο σύνδεσμο και η κύρια ασχολία μου ήταν να κόβω το Μιχάλη. Κάθε μέρα. Πώς έφτανε το απόγευμα, πώς μιλούσε, πώς με μισοκοίταγε φοβισμένος. Τις κινήσεις του, τα πάρε δώσε, όλα. Κι έλεγα ο πούστης πρέπει να το ’χει παιδέψει πολύ, δεν έχει αφήσει ούτε μια ρωγμή. Δηλαδή είχε αφήσει, αλλά την έβλεπα μόνο εγώ. Κι όλο μπαίναν δεύτερες σκέ­ψεις. Μήπως τελικά τον είχα αδικήσει; Έτσι είναι. Πάντα έρχονται οι δεύτερες σκέψεις, εκτός κι αν είσαι κάφρος. Αλλά εγώ δεν ήμουν. Και στο κάτω κάτω, έλεγα, και την ΑΕΚ μετανάστες τη φτιάξανε. Πρόσφυγες. Όχι φλωράκια σαν το γαυροβάζελο. Έτσι είναι. Το ’πε κι ο Οικουμενικός. «Η ΑΕΚ δεν είναι ομάδα. Είναι ιδέα». Ιδέα. Το ξέρουμε αυτό. Κι οι γαύροι το ξέρουν, γι’ αυτό μας βρίζουν «Τούρκοι μουνιά, γαμώ την προσφυγιά». Δεν το λένε έτσι. Κι αυτή η γαμημένη ιδέα μάς σώζει από τα μουνόπανα κι από τα μπατσογούρουνα. Αυτά σκεφτόμουνα, αλλά δεν τον πλησίαζα ακόμα το Μιχάλη. Μόνο τον έκοβα. Κάθε μέρα. Κατά τις εννιά εμφανιζόταν κι η Κατερίνα. Αρχίζανε τα μέλια. Τους έβλεπα πώς κοιτιόντουσαν κι αναρωτιόμουν αν ήξερε, αν της είχε μιλήσει. Σίγουρα θα της είχε μιλήσει. Κι έτσι πέρασαν κοντά δύο μήνες, και μια μέρα ξύπνησα και μου ’χε φύγει όλος ο θυμός. Δε σου κάνω πλάκα. Ένιωσα ξαφνικά πως ήταν το πιο τρελό πράγμα του κόσμου να μην μπορώ να πάρω το Μιχάλη και να τον ρωτήσω τι κάνει. Πρόσεξε τι σου λέω. Δεν ξέρω αν τον συγχώρησα. Απλώς, για κάποιο λόγο, δεν ήμουν θυμωμένος πια. Όμως ακόμη δεν του μίλησα. Άφησα να περάσει λίγος καιρός, μέχρι το παιχνίδι με τη Σκόδρα. Φιλικό με Αλβανούς. Δεν ξέρω ποιος φωστήρας το σκέφτηκε. Να τονώσουνε, λέει, την ελληνοαλβανική φιλία. Εμείς ετοιμαζόμασταν για πόλεμο φυσικά. Μια βδομάδα οργανωνόμασταν κι εγώ μετρούσα το Μιχάλη. Κι έφτασε η μέρα του αγώνα. Το ματσάκι ήταν στημένο βέβαια, ισοπαλία, αλλά δεν ασχοληθήκαμε ιδιαίτερα. Είχαμε σοβαρότερη αποστολή: τονώναμε την ελληνοαλβανική φιλία. Απ’ το ημίχρονο είχε αρχίσει το γλέντι. Καίγαμε εμείς αλβανικές σημαίες, καίγαν και τα νιαμού απέναντι ελληνικές και κιτρινόμαυρες. Κι ο Μι­χάλης πρώτος σε όλα, και στα συνθήματα και στο βρισίδι. Και στο ξύλο μετά. Κωλομέτρησε. Μό­νος του κυνήγαγε τους άλλους, οι υπόλοιποι είχαμε ψιλοχεστεί. Και θα είχαμε πάθει κάζο χοντρό αν δεν ήταν ο Μιχάλης. Ο Μιχάλης και οι μπάτσοι, που δέναν μόνο Αλβανούς. Σ’ εκείνο το παιχνίδι παίχτηκε κι ένα σκηνικό που έγινε αφορμή να τα ξαναβρούμε. Κάποια φάση, λίγο πριν λήξει το ματσάκι, έχουμε ισοφαρίσει και γίνεται χαμός στη θύρα. Βουτάω, λοιπόν, μια αλβανική σημαία απ’ τα χέρια του Κωστάκη και τη δίνω στο Μιχάλη μαζί μ’ έναν αναπτήρα. Δεν το ξεχνάω το βλέμμα του. Κοι­τούσε σαν χαμένος. Μια τη σημαία και μια εμέ­να. Ένιωσα πολύ μαλάκας. Κι όπως είμαι έτοιμος να του την ξαναπάρω απ’ τα χέρια, σφυράει ο πούστης ο διαιτητής ένα πέναλτι ανακάλυψη για τους Αλβανούς και γίνεται της που­τάνας μέσα. Αρπάζει ο Κωστάκης τη σημαία απ’ το Μιχάλη και την ξεσκίζει, μετά ανεβαίνει στο κιγκλίδωμα κι αρχίζει να καίει ό,τι έχει περισσέψει απ’ το αλβανικό κουρέλι. Ο Μιχάλης έμει­νε με τον αναπτήρα στο χέρι και το σκηνικό τέλειωσε εκεί.

Την επόμενη μέρα τον πήρα στο τηλέφωνο να του ζητήσω συγνώμη για την ιστορία με τη σημαία και βρεθήκαμε σε μια καφετέρια δίπλα στο σπίτι μου. Φτάσαμε εκεί κατά τις πέντε το απόγευμα και βραδιάσαμε. Τα ’μαθα όλα. Όχι μόνο τότε αλλά και τις επόμενες μέρες. Ολόκληρα κεφάλαια απ’ τη ζωή του. Πώς ήρ­θαν από την Αλβανία και μείνανε πρώτα στον Πειραιά. Γύρω στα δώδεκα ήταν ο Μιχάλης κι οι δικοί του κάναν διάφορες δουλειές για να μπορούν να βγαίνουν. Ζόρια. Απ’ όλες τις ιστορίες του, μία μού είχε κάνει τη μεγαλύτερη εντύ­πωση. Ο Μιχάλης από δεκατεσσάρων χρονών έπαιζε σε μια ομάδα εκεί στον Πειραιά. Α΄ Το­πικό. Αυτό μου το ’χε πει και πιο παλιά. Σούπερ ταλέντο κι έτσι. Τον είχανε, που λες, και έπιανε θέση ξένου κι ας μην είχε ακόμα καλά καλά βγάλει τρίχες στ’ αρχίδια του. Έλα όμως που τη δεύτερη χρονιά η ομάδα ανέβηκε Δ΄ Εθνι­κή κι εκεί δεν επιτρέπονται ξένοι. Του σκάνε λοιπόν το παραμύθι, την ίδια μέρα που πανηγυρίστηκε η άνοδος, ότι δεν μπορεί να συνεχίσει και να ψάξει μια άλλη ομάδα στις τοπικές κατηγορίες. Τρελάθηκε ο Μιχάλης. Και του φταίγαν όλοι, κι οι Έλληνες κι οι Αλβανοί. Κι όταν άλλαξαν γειτονιά κι ήρθαν εδώ στα Πατήσια, που δεν τους ήξερε κανείς, ο Μιχάλης το πήρε απόφαση. Ήταν τότε δεκαοχτώ χρονών κι είχε μάθει κι ελληνικά. Μπορούσε να κρυφτεί. «Έριξα μαύρη πέτρα. Και στους παλιούς γνωστούς που με ξέρανε, τους έκοψα όλους. Και στην πουτάνα την Αλβανία». Θυμάμαι μια μέρα ήμασταν στο δωμάτιό του και μου έδειχνε το άλμπουμ του. Είχε πετάξει όλες τις φω­τογραφίες από την Αλβανία. Εκεί δεν είπα τίποτα. Τι να πεις; Τον ρώτησα μόνο περίεργος για μια κιμωλία που ’χε στο συρτάρι του, δίπλα στο άλμπουμ. «Αυτό», είπε, βγάζοντας απ’ το συρτάρι την κιμωλία που ήταν φυλαγμένη σε μια νάιλον συσκευασία, απ’ αυτές που βάζουν μέσα τα κουμπιά και τις καρφίτσες οι ρά­φτρες και τα χάπια τους οι άρρωστοι, «αυτό είναι το τελευταίο που μου ’χει μείνει απ’ την Αλβανία. Το πήρα φεύγοντας απ’ το σχολείο την τελευταία μέρα». Την κοίταξε για λίγο και μετά με μια κίνηση την πέταξε απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο. Εκείνη τη μέρα γνώρισα και τον πατέρα του. Την άκουσα και από εκείνον την ιστορία τους, κάπως διαφορετικά βέβαια. Πιο πολύ δεν μπορούσε να χωνέψει πώς ο γιος του ντρεπόταν για την καταγωγή του. Για την πατρίδα του. «Δεν ντρέπομαι», τον διόρθωνε ο Μιχάλης. «Απλώς δεν είμαι Αλβανός». Να πω την αλήθεια, και μένα μου φαινότανε πολύ αυτό που έκανε ο Μιχάλης. Υπερβολικό. Όμως του ’δινα και δίκιο. Έβλεπα τους Αλβανούς της ηλικίας του, στα καφενεία απ’ το απόγευμα να βρομάνε μπίρα και λάσπη, κι έλεγα ο Μιχάλης η μέρα με τη νύχτα. Θα μου πεις, κι αυτός τι έκανε; Με εμάς τα ρεμάλια την έβγαζε όλη μέρα. Τότε όμως δεν το έβλεπα έτσι και τον καταλάβαινα το Μιχάλη που δεν ήθελε να παίζει μια ζωή Α΄ Τοπικό. Το ’πα μάλιστα και στον πατέρα του κι εκείνος ψιλομανούριασε. Μετά ήρθε κι η Κατερίνα, που βέβαια τα ήξερε όλα, και καθίσαμε κι οι τέσσερις μαζί και μας κέρναγε ο πατέρας του Μιχάλη τσίπουρα. Ξημερώματα έφυγα απ’ το σπίτι τους και, πριν ανέβω στη μηχανή, πήρε το μάτι μου στο ρείθρο του δρόμου την κιμωλία. Ήταν άθικτη, μέσα στο νάιλον. Χωρίς κάποιο λόγο, έσκυψα και την έβαλα στην τσέπη μου.

 

Το Μιχάλη τον σκοτώσαμε εμείς. Και δε μιλάω μεταφορικά. Εμείς. Όμως μην περιμένεις ονόματα. Είπαν, η κακιά στιγμή. Είπαν. Εμείς ήμασταν η κακιά στιγμή. Τη μια μέρα ο γιατρός πανηγύριζε ότι θα τη γλίτωνε ο Μιχάλης φτηνά. Γερός οργανισμός, ταύρος. Μόνο τους ανησυχούσε μια εσωτερική φλεγμονή, γι’ αυτό τον κρατούσαν σε καταστολή. Και την επόμενη φτάσαμε το πρωί και βρήκαμε τους γονείς του έξω απ’ το θάλαμο, στην τσίτα, λες και φυλάγαν τσίλιες. Δύο ώρες τούς είχαν βγάλει έξω. Η μάνα του ψέλλισε κάτι για υποτροπή. Απ’ τα ξημερώματα ψηνόταν ο Μιχάλης στον πυρετό. Ούτε που θυμάμαι για πόση ώρα μείναμε να κοιτάμε την κλειδωμένη πόρτα και να στήνουμε αυτί. Ένα βουητό ακουγόταν μόνο, λες κι υπήρχε θάλασσα από πίσω. Και γύρω στο μεσημέρι ανοίγει η πόρτα και βγαίνει η θά­λασσα. Πρώτα είδαμε τις νοσοκόμες να κλαίνε και να φεύγουν με βιαστικά σλάλομ. Ύστερα βγήκε κι ο γιατρός αμίλητος και ψυχρός. Έτσι απλά.

Αν με ρωτήσεις τι θυμάμαι απ’ το Μιχάλη, θα σου πω σκηνικά. Τι θυμάμαι απ’ τη ζωή μου; Σκηνικά. Σκηνικά και φάσεις. Τα κυριότερα σ’ τα είπα. Εσύ βέβαια θέλεις να μάθεις ποιοι τον φάγανε. Είπαμε, υπομονή. Πρώτα θα σου πω αυτά που θέλω. Τον τελευταίο καιρό λοιπόν, πριν φύγει, βρισκόμασταν με το Μιχάλη κάθε μέρα απ’ το απόγευμα και περνάγαμε ώρες μαζί. Οι δύο μας, εννοώ. Ή και οι τρεις μας με την Κα­τερίνα, που τελικά ήτανε κορίτσι σπαθί. Από τα λίγα. Πρόσφατα έμαθα πως κι εκείνη μέχρι τα δώδεκα είχε ζήσει στη Γερμανία. Στο Μόναχο. Ίσως και γι’ αυτό να ’χανε κολλήσει με το Μιχάλη. Ίσως. Δεν είμαι σίγουρος. Αλλά, για να έρθω στο θέμα, όλα αυτά σημαντικά, δε λέω. Μόνο που δε μένουνε. Όλες εκείνες οι ώρες, οι συζητήσεις – δεν τις κρατάει το μυαλό μου. Σε λίγα χρόνια, το ξέρω, θα θυμάμαι μόνο τα σκηνικά. Το τελευταίο που έχω στο νου μου απ’ το Μιχάλη είναι εκείνη η ιστορία με τη σημαία, που σου είπα και πριν. Που είχαν πάρει οι γαύροι απ’ το Γιωργάκη. Πολλοί λένε ότι αυτήν πλήρωσε τελικά ο Μιχάλης. Ότι του τη στήσανε οι γαύροι για εκδίκηση. Κι εσύ αυτό θα πιστεύεις. Αυτό θες ν’ ακούσεις. Μαλακίες, λέω εγώ. Το μόνο που μετράει για μένα είναι η καύλα μας στις τέσσερις τα ξημερώματα όταν με ξύπνησε ο Μιχάλης και μου είπε να τον συ­ναντήσω στο παρκάκι κοντά στο σπίτι του. Έφτασα τρελαμένος κι ακόμα θυμάμαι τη φωνή του. «Δεν μπορούσα να κοιμηθώ όταν ήξερα πού βρισκόταν η σημαία. Καταλαβαίνεις; Δεν άντεχα, δεν το σήκωνε ο οργανισμός μου. Εκεί γύρω στις δύο, το πήρα απόφαση, καβαλάω τη μηχανή και στο μπαμ έχω φτάσει Καλλιθέα. Έλε­γα στον εαυτό μου πως πάω μόνο για να δω τι παίζει, κι αν δε με παίρνει, την πουλεύω. Το ήξερα όμως κατά βάθος: μια και τραβήχτηκα, δεν υπήρχε επιστροφή. Στο κλαμπ είχανε φώτα κι από μέσα ακούγονταν φωνές. Εκεί ήταν που πήγα να κωλώσω. Αλλά θυμήθηκα το Γιωργάκη και πήρα δύναμη. Οι μαλάκες είχανε ξεκλείδωτα, κάνω λοιπόν το σταυρό μου και μπου­κάρω. Και τι να δω; Ήτανε μόνο τρεις. Καταλαβαίνεις; Εγώ φοβόμουν ότι θα ’πεφτα πάνω σε κανένα στρατό, κι εκείνοι ήταν μόνο τρεις. Μόλις με είδανε, τα χάσανε. Σκάω κατευθείαν ένα κουτουλίδι στον πρώτο που βρέθηκε μπροστά μου, και αρπάζω τον άλλο απ’ το λαιμό. Ο τρίτος, ένα σαμιαμίδι με κοτσίδα, έγινε λούης. Πήρα κι εγώ τη σημαία, έσπασα κι ό,τι προλάβαινα και την έκανα. Κύριος, σου λέω, ρε. Ούτε γρατσουνιά. Κανείς δε με κυνήγησε». Μου τα ’λεγε αυτά και είχε κοκκινίσει ολόκληρος, το πρόσωπό του είχε φουσκώσει και η φωνή του κόντευε να κλείσει από την ένταση. Παράνοια. Αφού για ένα δευτερόλεπτο έφαγα μια φλασιά ότι και καλά την όλη φάση την ονειρευόμουνα. Ο Μιχάλης μού έδειχνε τη σημαία κι εγώ τον αγκάλιαζα και τραγουδούσαμε κι οι δύο σαν παλαβοί μέσα στη νύχτα. Σε λίγο θα ξημέρωνε κι εμείς ήμασταν δύο μαλάκες που χοροπηδούσαμε αγκαλιασμένοι μέσα σ’ ένα παρ­κάκι, πνιγμένο στην ομίχλη, ανεμίζοντας μια κιτρινόμαυρη και σκαρώνοντας στιχάκια για ηλίθιους γαύρους που στο τέλος πάντα την πα­τάνε. «Φαντάσου», του λέω, «τη χαρά του Γιωρ­γάκη αύριο». «Τι αύριο», μου κάνει, «τώρα πάρ’ τον». Δεν κρατιόταν. Σε μισή ώρα ήταν μαζί μας και ο πιτσιρικάς, που δεν πίστευε στα μάτια του και κόντεψε να βαρέσει επιληψία μόλις είδε τη σημαία. Την άρπαξε απ’ τα χέρια μας, ανέβηκε σ’ ένα παγκάκι κι άρχισε να χοροπηδάει κι αυτός και να ουρλιάζει. «Έλα, ρε Μαύρε», του κάνει ο Μιχάλης, «ηρέμησε, είδες, τίποτα δεν ήταν, σ’ το έλεγα, θα την ξαναπαίρναμε, για τον πούτσο είναι οι γαύροι». Ο Γιωργάκης όμως δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Φιλούσε τη σημαία, αγκάλιαζε το Μιχάλη και συνέχεια φώ­ναζε πως θα τους γαμήσει όλους και πως τώρα δεν του γλίτωνε κανείς. Στο τέλος κάθισε ψόφιος στο παγκάκι και άρχισε να κλαίει. Πήγαμε κοντά του κι ο Μιχάλης τού χάιδευε το κε­φάλι. Εκείνος κάτι πάλευε να μας πει, αλλά η φωνή του γκέλαρε στους λυγμούς και κύλαγε στο δρόμο. Στο τέλος έφτασε και σ’ εμάς. «Όταν βλέπω αυτά τα τρία γράμματα, ανατριχιάζω». Και μας έδειχνε τα κεντημένα γράμματα πάνω στη σημαία. ΑΕΚ. «Κι εμείς, ρε Γιωργάκη», του είπαμε. «Ηρέμησε, ρε Γιωργάκη». Κι εμείς.

Έτσι θέλω να τον θυμάμαι το Μιχάλη. Κι όχι όπως τον μάθαν όλοι, στο φέρετρο, με τη μάνα του να κλαίει από τη μια μεριά και τους δικούς μας απ’ την άλλη να τραγουδάνε συνθήματα. Κι από κοντά κάμερες, μικρόφωνα, κόντρα κά­μερες, στεφάνια κι ένα μάτσο περίεργοι που ήρθαν για το σόου. Μπράβο, σκεφτόμουν. Ήρωας ο Μιχάλης. Τυλιγμένος στην κιτρινόμαυρη. Πρω­θυπουργός. Καραμανλής και Μπερίσα. Μυρίστηκαν τα κοράκια οι συνάδελφοί σου ψαχνό και πέσαν με τα μούτρα. Και χούλιγκαν και νεκρός και Αλβανός. Σουξέ. Κι έκατσε και στην κατάλληλη μέρα. 28η Οκτωβρίου. Τι να δείχνουν δηλαδή; Τις παρελάσεις και τους πολιτικούς; Σαν κηδείες είναι κι αυτά. Τα βαριέται ο κόσμος. Εσύ ξέρεις καλύτερα – έτσι δεν είναι; Εγώ πάντως δεν πήγα με τους άλλους από το κλαμπ στην κηδεία. Ξενέρωνα με τις μούρες τους. Γιατί ήξερα βέβαια την αλήθεια. Πως το Μιχάλη εμείς τον φάγαμε. Ονόματα δε θα σου πω. Αλλά δεν έχει και σημασία. Θα μπορούσε να ’ναι οποιοσδήποτε ή και όλοι μαζί. Ακόμα κι εγώ ή εσύ. Μη στραβώνεις. Σίγουρα εσύ. Νομίζεις ότι λέω μαλακίες. Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι στην τελετή πήγα μόνος μου. Δεν πά’ να γινόταν της πουτάνας. Εγώ ήμουνα μόνος μου. Με το Μιχάλη. Σε ίση απόσταση απ’ τους δικούς του κι απ’ τους μαλάκες του κλαμπ. Εκεί που θα καθόταν κι ο ίδιος δη­λαδή, αν ζούσε. Κι όταν κατέβηκε το φέρετρο και ούρλιαζε η μάνα του Μιχάλη και πετάγαν οι μαλάκες τα κασκόλ και οι διάφοροι άσχετοι λουλούδια, εγώ το μόνο που τράβηξα απ’ την τσέπη μου για να ρίξω μέσα ήταν η κιμωλία. Την κράτησα για λίγη ώρα και την έσφιγγα με τόση δύναμη, που, όταν την έβγαλα απ’ το νάι­λον, είχε γίνει σκόνη. Δεν πειράζει. Πέταξα τη σκόνη. Αυτά.

Α, παρά λίγο να το ξεχάσω. Για ποιο λόγο είσαι εσύ εδώ δηλαδή. Μα σ’ το ’πα ήδη: Το Μιχάλη τον φάγαμε εμείς. Μη βιάζεσαι. Δε μιλάω μεταφορικά. Δικοί μας. Αεκτζήδες, εννοώ. Κι εγώ δεν το πίστεψα όταν το άκουσα απ’ το στόμα του Άκη την προηγούμενη της κηδείας. Δε σου κάνω πλάκα. Θυμάσαι που σου είπα πως, πριν χωριστούμε στο κυνηγητό, είχαμε φερμάρει κάτι φλωράκια γαύρους; Ναι, μπράβο, αυτούς που τους πήραμε κασκόλ και μπλούζες. Ε, όπως βολόδερνε μόνος του ο Μιχάλης στα στενά με το κόκκινο κασκόλ, έπεσε πάνω σε τρία χαπακωμένα από ένα σύνδεσμο της επαρχίας, περισσότερα δε σου λέω, που τον περάσανε για γαύρο. Τα υπόλοιπα τα φαντάζεσαι, δεν είναι δύσκολο. Του την πέσανε με τα μαχαίρια πριν προλάβουν να ξηγηθούνε. Πε­ρισσότερα δε θα σου πω. Άμα είσαι ξύπνιος, μπορεί και να τη βρεις την άκρη. Αν και για μένα δεν έχει και τόση σημασία. Θα μπορούσε να ’ναι ο καθένας. Το ίδιο κάνει. Δε με πιστεύεις, ε; Κι εγώ στην αρχή τρελάθηκα. Αρπάζω τον Άκη από τον ώμο και του κάνω «Πάμε τώρα στους μπάτσους να τα πούμε». Και ξεκίνησα για την πόρτα ότι και καλά φεύγαμε. Ο Άκης βιδωμένος στη θέση του. «Και τι νόημα έχει, ρε Νικόλα;» Δεν καταλάβαινα τι εννοούσε. Τι νόημα είχε που φάγαν το Μιχάλη; Τι νόημα είχε που τον φάγαν οι δικοί μας; Και ποιοι ήταν αυτοί; Να πά’ να γαμηθούνε. «Πάμε, ρε Άκη», μόνο αυτό μπόρεσα να πω. Κι αυτός «Δεν έχει νόημα, ρε Νικόλα». Και μείναμε να κοιτιόμαστε σαν μαλάκες. Σε λίγο ήρθαν κι οι υπόλοιποι. Όλοι ήξεραν. Και κανείς τους δεν έβρισκε νόημα. Ακόμα κι ο Γιωργάκης. «Τρελαθήκατε, ρε μαλάκες;» με θυμάμαι να ουρλιάζω. «Και πώς θα ’ρθείτε αύριο στην κηδεία;»

Μια χαρά ήρθανε. Κι εγώ το ίδιο. Που δε μίλησα τελικά. Εκτός κι αν πιάνεται τώρα, που σ’ τα λέω εσένα. Πιάνεται; Όμως δε σε βλέπω και πολύ ευχαριστημένο. Σκέφτεσαι πως έχασες το χρόνο σου μαζί μου. Σωστό κι αυτό. Αν θες όμως, ακούς μια συμβουλή από έναν ανεγκέφαλο. Δε θα σε βγάλει πουθενά όλο αυτό. Κανείς δεν πρόκειται να σου πει αυτά που θέλεις. Κι όσα έμαθες από εμένα πολλά είναι. Φεύγεις; Φεύγεις. Στράβωσες. Κρίμα, κι είχα κι άλλα σκηνικά να σου πω. Για εκείνο το κυνηγητό με τα παόκια στην εθνική. Ή για το ξύλο με τους βάζελους στο καράβι για την Κρή­τη. Αλλά δε σ’ ενδιαφέρουν εσένα αυτά. Άντε, γεια. Κακώς στράβωσες πάντως. Εγώ σ’ το είπα απ’ την αρχή. Μην περιμένεις ονόματα.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *