HOTEL/ΕΝΟΙΚΟΙ ΓΡΑΦΗΣ 2009: “Ζωολογία του πάνω και του κάτω κόσμου”- Νατάσσα Μπλάτσιου ?>

HOTEL/ΕΝΟΙΚΟΙ ΓΡΑΦΗΣ 2009: “Ζωολογία του πάνω και του κάτω κόσμου”- Νατάσσα Μπλάτσιου

 

ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΣΤΟΜΑ

της Νατάσσας Μπλάτσιου

(Το διήγημα που πρώτευσε στο Hotel / Ένοικοι Γραφής 2009)

argosodysseas

Περνάω από το νεκροταφείο. Τον βρίσκω. Όχι αυτόν. Τον τάφο όπου είναι χαραγμένο το όνομά του. Σηκώνομαι πάλι και φεύγω. Πάω για το πηγάδι. Περπατάω ανάμεσα στις πορτοκαλιές σχεδόν στα τυφλά. Ξέρω κάθε εκατοστό γης, ακόμα και τις πέτρες που μπήγονται στα πόδια όταν τρέχεις. Ρουφάω λαίμαργα τη μυρωδιά των ανθισμένων πορτοκαλιών, όλα στη θέση τους είναι. Κι οι μυρωδιές και τα δέντρα και το πηγάδι, ακόμα και το καπάκι ίδιο είναι. Άβαφο και σκουριασμένο. «Δε με φοβίζεις εμένα», του κουνάω το χέρι. «Τ’ ακούς; Άντε και τον έφαγες αυτόν. Και; Εγώ σου λέω ότι μπορεί και καλά να του ’κανες. Εμένα όμως; Νομίζεις ότι θα φας κι εμένα; Τι νομίζεις ότι είσαι, ρε; Ένα βρομόστομα είσαι». Ανοίγω σβέλτα το σύρτη, σκύβω μέσα το κεφάλι μου. Μυρωδιά ψοφιμιού και μούχλας μού φέρνει ζαλάδα. Αφήνω το καπάκι να χάσκει και γέρνω πίσω να συνέλθω. Ξαπλώνω στα ξεφτισμένα χόρτα να πάρω μια ανάσα. Ψαχουλεύω τις τσέπες μου, το τραβάω, το φέρνω στο πρόσωπό μου. Μυρωδιά δέρματος και ζώου. Ακουμπάω τα χείλια μου πάνω στη λιπαρή επιφάνεια και κλείνω τα μάτια.

Σκοτάδι. Και μετά εικόνες, συνεχείς, δεν τις βλέπω, τις σκέφτομαι. Φως και πάλι σκοτάδι. Και μετά μαζί. Μαζί, γιατί είναι χαράματα, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ξυπνάω κι είναι χαράματα. Με μια ματιά ξέρω να πω πού είναι η Ανατολή και πού η Δύση. Φως από τη μια, σκοτάδι από την άλλη. Ποτέ του δε με άφησε να ξυπνήσω λιγάκι πιο αργά. Τόσο που να μην ξεχωρίζω πού είναι η Ανατολή και πού η Δύση. Τόσο, που να πιω ένα γάλα και να πάω κι εγώ σχολειό, όπως οι υπόλοιποι. Εκεί, να αρμέξουμε και να βγάλουμε τα πρόβατα στον Ξεριά. Μπορούσα να κάνω κι αλλιώς; Καβαλούσα το ποδήλατο και δρόμο. Μόνος μου το ’χα φτιάξει. Το καλύτερο του χωριού. Μπροστά εγώ, ο γέρος ξοπίσω έσερνε το κουτσό του ποδάρι. Πού και πού σταματούσε, έβγαζε το σάλιο βαθιά από τα σωθικά του και το ’φτυνε. Κουσούρι, έλεγε, του ’μεινε απ’ όταν ήταν παιδί και πέρασε βρογχικά.

Εκείνη τη χρονιά έκλεινα τα δώδεκα. Έτσι πάλι, ξημέρωμα, άνοιξα το μάνταλο της χαμουκέλας κι αμέσως κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Το σκυλί δεν ήταν εκεί. Έκτορα, φώναζα, βρε Έκτορα, σφύριζα, πουθενά αυ­τός. Κάποια στιγμή, σαν να τον είδα ανάμεσα στις φυλλωσιές, πέρα δώθε κάτι ανέμιζε από τη μουσούδα του, πήγα πιο κοντά – τι να δω; Μπουκωμένο το στόμα του με ένα ξεψυχισμένο αρνί. Κατάλευκο. Άλλα δύο κατσίκια είχαμε χάσει μέσα στην ίδια βδομάδα. «Ρε, άμα τον πιάσω τον κατσίβελο, τον αρβανίτη, θα του βγά­λω τα άντερα έξω», έσκουζε ο γέρος. Έτρεξα να τον βρω πιο πέρα. Σκυφτός, ξεβοτάνιζε κάτι χορτάρια. «Τρέξε!» χοροπηδούσα γεμάτος πε­ρηφάνια. «Τον βρήκα!» Πετάχτηκε πάνω ο γέρος και με το ’να χέρι χαλινάρι στο κουτσό του ποδάρι έφτασε στην πόρτα. «Πού ’ν’ τονε να τον πάρει ο διάολος», σφύριξε μέσα από τα δόντια του και άρπαξε την γκλίτσα που κρεμόταν στο χαγιάτι. Τον άκουσε κι ο Έκτορας, παράτησε το αρνί μέσα στις φυλλωσιές και, κουνώντας την ουρά του, πήδηξε πάνω στο γέρο. Φαΐ περίμενε εκείνος, άρπαξε ο γέρος τα δύο ποδάρια μαζί και του τράβηξε μια γερή κλοτσιά με το καλό ποδάρι στα παΐδια. Έπεσε κά­τω το ζωντανό, γρύλιζε, σηκώθηκε με την ουρά κάτω από τα σκέλια ν’ απομακρυνθεί, πού να προλάβει, τ’ άρπαξε ο γέρος από το σβέρκο και το κοπάνησε κάτω σαν χταπόδι. «Ουστ από εδώ, κοπρίτη», του κατάφερε με την γκλίτσα στα πλευρά απανωτές βιτσιές. «Στις κότες εσύ», με διέταξε και έφτυσε το αναίσθητο σκυλί. Έκανα κι εγώ πως φεύγω και, μόλις τον είδα να πηγαίνει για τις ποτίστρες, κάθισα στα γόνατα πάνω απ’ το σκυλί. Με δυ­σκολία ανοιγόκλεινε τα μάτια του. Μπάσταρδο κουτάβι ήταν, καλά καλά δεν είχε χρονίσει. Το χάιδεψα στο κεφάλι και τα δάχτυλά μου κοκκίνισαν. «Στις κότες, είπα», ακούστηκε ο γέρος. Σηκώθηκα, σκούπισα με μανία τα αίματα στο παντελόνι μου, ίσα που γρύλιζε ξέπνοα, τ’ άφησα κι έφυγα τρέχοντας για τις κό­τες. Μπήκα μέσα στο κοτέτσι να πάρω τ’ αυγά της μέρας, έψαχνα την καλαθούνα να τα βάλω μέσα, πουθενά. «Άιντε, ανεπρόκοπε, έχουμε κι άλλες δουλειές», φώναζε ο γέρος από το δρόμο. Έβαλα όπως όπως τα αυγά στις τσέπες κι έτρεξα στο ποδήλατο. Σε κάθε πεταλιά κι ένα αυγό γλιστρούσε στο χώμα.

Την επόμενη μέρα ο Έκτορας δεν ήταν εκεί. Χάθηκε, είπε ο γέρος. Και για τ’ άλλα το ίδιο είχε πει. Μόνο ο γερο-Βόλτε δε χανόταν. Αυτός ήτανε δώρο. Του περίφημου Γερμανού. Διη­γιόταν ο γέρος ξανά και ξανά την ιστορία, σαν άλλη να μην υπήρχε. Έκανε, λέει, αυτός ο Γερ­μανός το γύρο της Πελοποννήσου μ’ ένα τροχόσπιτο, κι εκεί που περνούσε από τον κάμπο να δει τ’ αρχαία, μια μέρα πέρασε κι από το χωριό. Κανείς όμως δεν τον καλοδέχτηκε κι ας μιλούσε φαρσί ελληνικά. Δεν τους θέλανε τους ξένους οι χωριανοί. Ο γέρος όμως τον συ­μπάθησε. Του ’δωσε ρεύμα, νερό από τη στέρνα, θέση για το τροχόσπιτο κάτω από το χαγιάτι, του ’δινε κι η μάνα κανένα πιάτο φαγητό από την κατσαρόλα μας, του καλάρεσε του Γερμανού, έκατσε καιρό.

Μια μέρα που όλοι έπαιρναν το μεσημεριανό τους υπνάκο μέχρι να περάσει η καλοκαιρινή κάψα, μαζί κι ο Γερμανός ξάπλαρε κάτω από τις πορτοκαλιές, μια Γύφτισσα τρύπωσε στο τροχόσπιτο. Ο Βόλτε, δεμένος δίπλα του στην πορτοκαλιά, γρύλιζε, γάβγιζε, τον διέταξε ο Γερ­μανός και σώπασε. Ο γέρος που ήταν πονηρός όμως την ψυλλιάστηκε τη δουλειά. Δεν μπορούσε το σκυλί έτσι στα καλά των καθουμένων να γρυλίζει… Πήρε την καραμπίνα, έτοιμη πάντα πίσω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και, πυροβολώντας στον αέρα, όρμησε από το παράθυρο σαν λιοντάρι. Τρόμαξε εκεί­νη, πέταξε λεφτά και τεντζερέδια και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα, μακριά, προς τον Ξεριά. Πού να την κυνηγήσει με ποδάρια χτυπημένα… Έτρεξε η μάνα, έτρεξε κι ο Γερμανός, σα­κατεύτηκε ο γέρος. Μέχρι και στη Γερμανία να τον πάρει για εγχείριση του είπε, δεν τ’ άφηνε τα ζωντανά ο γέρος. Αν ήθελε να κάνει κάτι γι’ αυτόν, ας του άφηνε το σκύλο, έτσι του είπε. Να του κάνει και καμιά δουλειά, αφού σαν άνθρωπος ήτανε. Ξεροστριβόταν στην αρχή, του έκανε τον δύσκολο, στο τέλος δέχτηκε. Μόνο που δεν έκλαιγε ο Γερμαναράς, λέει, όταν τον άφησε το σκύλο. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε, γρύλιζε και το σκυλί για μέρες, συνήθισε μετά.

Ο άρχοντας του χωριού. Έτσι τον είχα βαφτίσει. Δεν τον πείραζε κανείς. Έσκαβε λαγούμια, ξερίζωνε τις τριανταφυλλιές της μάνας, έτρωγε τα παπούτσια, κουβέντα ο γέρος στο σκύλο. Τον έδενε για λίγο και μετά δώστου από την αρχή τα ίδια. «Πού να του ξηγάς, μωρέ, ελληνικά», τον δικαιολογούσε ο γέρος. «Αυτός είναι βέρος Γερμανός. Αυτά ξέρει, αυτά ακούει. Τι είμαστε εμείς που θα του μάθουμε και ξένες γλώσσες;» Τον κανακεύαμε κι εμείς, αλλά, όταν βρίσκαμε καμιά ευκαιρία με τη Νικούλα και την Ντίνα, του ρίχναμε και καμιά. Όπως εκείνη την Κυριακή που μασούλησε τα γιορτινά μου τα παπούτσια και δεν μπορούσα να πάω στην εκκλησιά. Του ’κρυψα κι εγώ το φαγητό, ώσπου να γυρίσουν οι άλλοι είχε σκάψει όλο τον κήπο λες και θα ’βρισκε κάνα κρυμμένο θησαυρό. Πού να καταλάβει ο γέρος ότι πεινούσε το ζωντανό. «Έχει τα δικά του αυτός», έλεγε, λες κι αυτός είχε άλλα από τους υπόλοιπους.

Πρώτη φορά που έβγαινε ο άρχοντας από την αυλή ήταν εκείνη που χάθηκε ο Έκτορας. Δεν έβρισκε άλλο σκυλί ο γέρος, τον έφερε στη χαμουκέλα. Ούτε για φύλακας έκανε, ούτε για τίποτα. Τριγυρνούσε άσκοπα μέσα στα πρόβατα, κυνηγούσε καμιά κότα και, όποτε του κάπνιζε, έριχνε και κανέναν υπνάκο. Κουβέντα ο γέρος. Άντε κανένα «σήκω, βρε καημένε» του ’λεγε, κι όσο περνούσαν οι μέρες τόσο βάραινε η δουλειά. Πού να προλάβεις τα πρόβατα που σ’ έφερναν ένα γύρο…

Δεν πέρασε καιρός κι ένα πρωινό μαύρο και ανταριασμένο –ούτε τα κοκόρια δε λάλησαν εκείνη τη μέρα– ήρθε η μάνα να με ξυπνήσει. Ο γέρος, λέει, ήταν άρρωστος κι έπρεπε να πάω μονάχος μου στα πρόβατα. Βρόνταγε έξω, αμπέχονο δεν είχα, πήρε η μάνα το πλαστικό που σκέπαζε τα έπιπλα στη σάλα κι άνοιξε τρύπες με το ψαλίδι, να μου φτιάξει λαιμό και μανίκια. Ούτε στο πα­ράθυρο δεν πλησίαζες από τη βροχή και τον αέρα. Πήρα το γάλα μου, λούφαξα στον κα­ναπέ απέναντι από το ξύλινο ρολόι με τον κούκο και καρτερούσα πότε θα χτυπήσει. Δώρο του Γερ­μανού κι αυτό. Περίμενα, περίμενα. Τίποτα. Δεν ήταν η ώρα, φαίνεται. Είχε κι αυτά τα χαζογράμματα, τα γερμανικά, κι όλο με μπέρδευε. «Κου κου», χαζογελούσα και βάλθηκα να ανοίξω το πορτάκι να δω το φίλο μου τον κούκο. Κάτι βράδια τα λέγαμε με τον κούκο, ανοίγαμε κουβέντα. Του ’λεγα εγώ τα δικά μου, μου ’λεγε κι αυτός. «Άσ’ το αυτό τώρα», με τράβηξε η μάνα. Μου ’βαλε το «αμπέχονο», μου πα­τίκωσε τα μαλλιά κι έσκυψε και με φίλησε στο μέτωπο, λες και μ’ αντάμωνε για τελευταία φορά. Μου ’δωσε και την γκλίτσα του πατέρα και με ξεπροβόδισε: «Άιντε τώρα, καμάρι μου. Εσύ είσαι ο άντρας του σπιτιού», με κανάκευε. «Εγώ θα συγυρίσω τα μικρά και τον πατέρα σου και θα σε περιμένω».

Σκοτάδι ακόμα, λυσσομανούσε ο αέρας, μια με ράπιζε αριστερά, μια δεξιά. Βήμα δεν ίσιωσα μέχρι τη χαμουκέλα. Ούτε στα μισά του δρόμου είχα φτάσει και τι να ιδώ; Σκορπισμένα τα πρόβατα έξω από το μαντρί, άλλα χωμένα στη διπλανή χαμουκέλα, άλλα κρυμμένα στη σιταποθήκη. Ο Βόλτε πουθενά. Τι φώναζα, τι σφύριζα, τίποτα. Άρχισα να τα σαλαγάω προς το μαντρί, πού να τα καταφέρω δίχως το σκυλί. Μόλις τα οδηγούσα από τη μια πλευρά, τα φόβιζε ο αέρας, ξαναγυρνούσαν σε μένα. Άλλα τα ’παιρνα στα χέρια, άλλα τα τρα­βούσα από την κουδούνα, ούτε τα μισά δε βρήκα. Θα με τσάκιζε στο ξύλο ο γέρος εάν είχα χάσει τόσα πρόβατα. «Τα ζώα, ρε, μας φέρνουν το φαΐ, άχρηστε. Αυτά, ρε, είναι πιο πολύτιμα από σένα, τεμπέλικο τομάρι!», σαν να τον έβλεπα να ανε­βοκατεβάζει τη βίτσα πάνω μου. Έτσι την είχα πάθει και την άλλη φορά που ’χασα μια κότα στο μέτρημα και τ’ άλλο πρωί… πού σε πονεί και πού σε σφάζει.

Μπήκα στη σιταποθήκη να ξαποστάσω μέ­χρι να κοπάσει η βροχή. Πίσω από ένα βαρέλι, άκουσα την κοντή ανάσα του Βόλτε. «Εδώ είσαι, βρε χαμένε;» έσκυψα και είδα τις δυο μα­τόχαντρές του να γυαλίζουν στο σκοτάδι. Πριν προλάβει να σηκωθεί, τον έσυρα από τα πόδια και τον τράβηξα έξω. Πήρα την γκλίτσα και άρχισα να τον κοπανάω με όλη μου τη δύναμη. Πήγε να μου ξεφύγει, το γέρικο βήμα του όμως τον πρόδωσε. Γράπωσα την αλυσίδα και, σέρνοντάς τον από το λουρί, τον έδεσα σε ένα τσιγκέλι και τον άρχισα για τα καλά. Ψηλή η γκλίτσα, μια κοπανούσε το σκυλί, μια εμένα. Μια έσκουζε το ζώο, μια έσκουζα εγώ. Μέ­χρι που απόκανα τελείως και ξαπλώθηκα δίπλα του.

«Έι, Νικολή, τι γίνεται βρε δω;» ξύπνησα ξάφνου από τη φωνή του μπαρμπα-Τάσου. «Πού ’ναι ο πατέρας σου, βρε; Τα πρόβατα μου ζγκαρλίζουν το χωράφι». «Άρρωστος είναι», τινάχτη­κα πάνω. «Και το σκυλί;» σκούντησε με το πόδι του το ζωντανό και είδα το χώμα που ’χε κοκκινίσει εκεί κοντά στο μουσούδι του. «Θα τον πήρε ο ύπνος», σκοτείνιασα και τράβηξα τρέχοντας για το χω­ράφι. «Ρέι, σαν να απόθανε, μου φαίνεται», τον άκουσα που φώναζε από μακριά.

Πόδι δεν πάτησα στην αποθήκη. Μάζεψα τα ζωντανά κι όπου φύγει φύγει για το σπίτι. Άνοιξε κι ο καιρός, είχε βγάλει η μάνα και κα­θάριζε ραδίκια στην αυλόπορτα. Μόλις με είδε, τα παράτησε όλα κι έτρεξε. «Τι έγινες, παλικαράκι μου; Το ’χασες το σχολειό», με τράβηξε κοντά της. «Άργησα», απέφυγα να την κοιτάξω. «Βρε, δε με γελάς εμένα. Τι έγινε; Μπας κι έχασες κάνα πρόβατο; Πες μου εμένα. Δε θα το πούμε στον πατέρα σου». Ξέφυγα από τα δυνατά της χέρια, πήρα το ποδήλατο κι εξαφανίστηκα.

Είχε πια νυχτώσει όταν γύρισα και τους βρή­κα όλους στο τραπέζι. Ζάρωσα στην καρέκλα μου σαν δαρμένο σκυλί. «Πού χάθηκες εσύ;» ρώτησε ο γέρος που ’χε σηκωθεί από το κρεβάτι. Ανασήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα και βυθίστηκα στο πιάτο μου. Συγκεντρώθηκα στο ρυθμικό ήχο του ρολογιού και μετρούσα τα δευ­τερόλεπτα ξανά και ξανά να βγει ο κούκος να με συμβουλέψει πριν προλάβει να τον ξανακαταπιεί το ξύλινο κουτί. «Κου κου, διάβασε, αύριο θα σε εξετάσει η δασκάλα, κου κου, κρύψε την μπάλα έρχεται ο γέρος», μου ’λεγε. Σήμερα λες και καθυστερούσε επίτηδες να βγει. Του ’ταζα διάφορα. Τίποτα. «Πέρασε από δω ο μπαρμπα-Τάσος», είπε με νόημα ο γέρος. Πάγωσε η μπουκιά στο στόμα μου. «Βγες, σε ικετεύω», παρακαλούσα από μέσα μου. Δεν είχε νόημα πια. Ήταν ξεκάθαρο ότι ο κούκος είχε θυμώσει. «Μιλάω!» χτύπησε δυνατά ο γέρος το χέρι του στο τραπέζι. «Ναι, σ’ ακούω», γύρισα προς το μέρος του χωρίς να σηκώσω τα μάτια μου από το πιάτο. «Δεν έχεις να μου πεις τίποτα;» πλησίασε το πρόσωπό του προς το μέρος μου. «Σαν τι να σου πω; Είχαν πάει κάτι πρόβατα στο χωράφι του και παραπονιόταν και μετά πήγα και τα ’βγαλα». «Τίποτ’ άλλο;» «Ε, σαν τι άλλο;» έκανα τον ανήξερο. «Αύριο στις πέντε να είσαι όρθιος. Έχουμε ρέντισμα», είπε και σηκώθηκε από το τραπέζι.

Αφουγκραζόμουν τις παντούφλες του που σέρνονταν χωρίς ρυθμό μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Πλαφ, πλαφ, γλιστρούσαν από τα πόδια του στο μωσαϊκό κι έδιναν το σήμα ότι είχε πέσει στο κρεβάτι. Στην άκρη του κρεβατιού εμφανίστηκε ο κούκος.

– Πώς και δεν κοιμάσαι εσύ;

– Πού είσαι επιτέλους;

– Ντροπή σου να χτυπάς το ζώο!

– Λες να τον σκότωσα;

– Γρήγορα να του πας φαγητό.

– Και το πηγάδι;

– Όταν περάσεις από το πηγάδι, να μην πλησιάσεις. Τρέχοντας να περάσεις, απ’ την άκρη του δρόμου.

– Μήπως να ’ρχόσουν κι εσύ μαζί;

 

Άνοιξε τη φτερούγα του και μου χάιδεψε το μέτωπο. «Έλα, θα πω στον γκιόνη να σε προσέχει», με παρηγόρησε. Πήρα ένα ξεροκόμματο, ξεκρέμασα και το «αμπέχονο» από το τσιγκέλι και βγήκα έξω. Κοντοστάθηκα για λίγο να αφουγκραστώ. «Γκιον… γκιον», ακούστηκε το απελπισμένο τραγούδι του. Άνοιξα προσεκτικά το μάνταλο της αυλής και με μικρά βήματα, κοιτάζοντας πάντα τα χνότα μου, πήρα το δρόμο για τη χαμουκέλα. Το πηγάδι κάπου εκεί στα δεξιά ήταν, σ’ ένα ξέφωτο, ευτυχώς που δεν το ’βλεπα μέσα στο σκοτάδι. Έφτασα στη χαμουκέλα. Ησυχία. Κακό σημάδι, σκέφτηκα. Τα πρόβατα ανήσυχα άρχισαν να με τριγυρίζουν. Έψαχνα, έψαχνα, πουθενά ο Βόλτε. Γύρισα βολίδα στο σπίτι.

Την άλλη μέρα έφυγα πριν χαράξει. Πήγα και χώθηκα στο κοτέτσι και περίμενα. «Πού είναι το σκυλί, ρε;» τον άκουσα μετά από ώρα να φωνάζει. «Κάπου δω θα ’ναι, ντε», είπα κι εγώ λες και το είχα δει μόλις. Ο δυνατός ήχος της φρέζας που πλησίαζε κάλυψε τις φωνές. Άκρη δεν έβγαζα. «Τι έγινε, μπάρμπα; Ρε, μπας και είδες το σκύλο; Σφάλισες καλά το καπάκι; Ο Νικολός;» ακούστηκε στο τέλος αγριεμένος ο γέρος. Χώθηκα ακόμα πιο μέσα και κούρνιασα σε μια γωνιά. Ξάφνου σκοτείνιασε τελείως. «Έβγα έξω, ρε… Έβγα, ρε!» στεκόταν στην πόρτα. Έκανα δυο βήματα μέχρι την πόρτα, με άρπαξε από το μανίκι και με τράβηξε έξω. «Τι άντρας είσαι εσύ, ρε, που τρέμεις;» σύριξε. Καμπούριασα και, με το ’να  χέρι έτοιμο να καλύψω το πρόσωπό μου, περίμενα την κατραπακιά. «Τι έκανες, ρε, στο ζώο; Φτου σου, ρε γαϊδούρι αξημέρωτο», ούρλιαζε. «Τι να σε κάνω, ρε;» κοίταγε γύρω γύρω σαν να αναζητούσε κάτι να με χτυπήσει. «Να σε σκοτώσω, ρε, πρέπει κι εσένα. Δεν ντρέπεσαι…», μ’ έσπρω­ξε δυνατά κι έπεσα τ’ ανάσκελα. Μετά σώπασε. Μου γύρισε την πλάτη κι εξαφανίστηκε.

Έφαγα τον τόπο να το βρω το σκυλί. Το μεσημέρι, με σύμμαχο τον ήλιο, αποφάσισα να πάω στο πηγάδι. Τόσες και τόσες ιστορίες είχα ακούσει, για τους εχθρούς που έριχναν μέσα τους άλλους εχθρούς, για την παπαδιά που αυτοκτόνησε, για τους Γύφτους που έριχναν τα παιδιά όταν σκοτείνιαζε… Προχωρούσα κι εγώ με με­γάλη προσοχή ανάμεσα στις φυλλωσιές, κοιτάζοντας πάντα πίσω. Πράγματι, στο ξέφωτο υπήρχε μια τσιμεντένια βάση καλυμμένη μ’ ένα σκουριασμένο τετράγωνο καπάκι. Κοίταξα γύ­ρω να βεβαιωθώ ότι δεν ήταν κανείς και πλησίασα. Χτύπησα δειλά το καπάκι κι ένας μακρόσυρτος ήχος ακούστηκε από τα σπλάχνα του πηγαδιού. Μια φοβόμουν να ανοίξω το σύρτη, μια μ’ έτρωγε η περιέργεια. Αποφάσισα να μην το ρισκάρω. Σηκώθηκα να φύγω κι εκεί ανάμεσα στα χόρτα κάτι είδα να περισσεύει. Έσκυψα να δω. Σαν το λουρί που ’χε ο Βόλτε στο λαιμό του, μου φάνηκε. Κοίταξα άλλη μια φορά γύρω, το ’βαλα στην τσέπη μου και έτρεξα πίσω στο κοτέτσι.

Είχε έρθει η ώρα του φαγητού κι ο γέρος δεν είχε φανεί ακόμα. Είχε πάει, λέει, να αγοράσει δυο σκυλιά από την Πίτσα, μια γειτόνισσα που ’βαζε τα μπάσταρδα και γεννοβολούσαν. Έφυγαν οι μικρές, πήγαν για ύπνο, ο γέρος πουθενά. «Τον έσκασες τον πατέρα σου», σηκώθηκε η μάνα αναστενάζοντας να μάσει το τραπέζι. «Τι συμπεριφορά είναι αυτή, βρε αγόρι μου; Μα να σκοτώσεις το σκυλί;» «Δεν τον σκότωσα εγώ», μουρμούρισα. «Μα, να το σκοτώσεις;» συνέχισε εκείνη σαν να μη με είχε ακούσει. «Καλά ο πατέρας σου, τον ξέρεις. Αν δεν του κάνουν τις δουλειές, θυμώνει. Εσύ, όμως; Γιατί;» στάθηκε από πάνω μου και με κοιτούσε με τα πιάτα στο χέρι.

Έσφιξα το λουρί μέσα στην τσέπη μου και καβάλησα το ποδήλατο να φύγω. Θα έφευγα από το χωριό. Τ’ αποφάσισα. Θα πήγαινα στη θεια την Ελευθερία στην Αθήνα. Μ’ αγαπούσε εκείνη. Δε θα μ’ έδιωχνε. Θα ’βρισκα δουλειά και δε θα ξαναγυρνούσα. Μπήκα σε κάτι χωματόδρομους, μετά σε κάτι χωράφια και βγήκα ψηλά πάνω από τον Ξεριά. Έκανα πετάλι συνέχεια, ακούραστα, μέχρι που νύχτωσε κι αποπροσανατολίστηκα. Ίσως και να έκανα γύ­ρους, ποιος ξέρει, βρέθηκα πάλι στη χαμουκέλα. Μαύρη παγωνιά είχε εκείνο το βράδυ. Μπή­κα μέσα και λούφαξα ανάμεσα στις κατσίκες. Λιγοθυμούσα από την πείνα, ψαχούλεψα για κάνα μαστάρι, βρήκα μια θηλυκιά, τ’ άρπαξα στο στόμα μου, βύζαινα, βύζαινα, μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

Σκοτάδι, πήχτρα. Μονάχα ένα συνεχές γρύλισμα ακουγόταν βαθιά μέσα από το πηγάδι. Στα τυ­φλά, πέρασα το σκοινί με τον κουβά από ένα μεγάλο κλαδί. Άνοιξα το καπάκι από το φρεάτιο, στριμώχτηκα μέσα στον κουβά και, ελέγχοντας το σκοινί, άρχισα να κατεβαίνω. Σταμάτησα για λίγο ν’ αφουγκραστώ. Το κλάμα του σκύλου ερχόταν από πιο μέσα, πολύ μέσα. Κα­τέβηκα πιο γρήγορα. Ξάφνου, σαν να έχασα τον έλεγχο και άρχισα να πέφτω. Έπεφτα, έπεφτα, μέχρι που έπεσα κάπου στα μαλακά. Δε φοβήθηκα, μόνο το σκυλί με ένοιαζε. Τώρα το άκουγα καθαρά. Κάπου κοντά σαν να ήταν. Ψαχούλεψα με τα χέρια μου. Παντού παγωμένες γλοιώδεις σάρκες. Πήρα ένα κομμάτι στα χέρια μου, το ζούληξα και η μυρωδιά του φρεσκοσφαγμένου ζώου μού ’κοψε την ανάσα. Πριν όμως καλά καλά σταθώ όρθιος, άρχισα να βυθίζομαι. Σαν ένα σκοτεινό στόμα να με αναμασούσε, παλλόμουν μέσα στα σωθικά, χωρίς ανάσα, το σώμα μου βυθιζόταν κι άλλο, ούτε να κουνηθώ δεν μπορούσα, άκουγα μόνο το κλάμα όλο και πιο καθαρά, όλο και πιο κοντά, έκανα απλωτές ν’ ακουμπήσω το σκυλί, τίποτα δεν έβρισκα, μόνο το κλάμα δυνάμωνε συνεχώς, δυνάμωνε, δυνάμωνε, πήγα να φωνάξω κι εγώ, αλλά δε μου ’βγαινε φωνή, μέχρι που μου κόπηκε η ανάσα, καθόλου δεν μπορούσα να ανα­πνεύσω, και μετά ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από μέσα μου και βρέθηκα μούσκεμα από ιδρώτα στο κρεβάτι μου. Ο κούκος στο γείσο του κρεβατιού με κοι­τούσε καχύποπτα.

– Και τι κατάλαβες δηλαδή;

– Κατάλαβα, του είπα ασθμαίνοντας.

– Δεν είναι εκεί.

– Ποιος δεν είναι;

– Αυτός που έψαχνες.

– Και πού είναι; Πες μου.

– Έφυγε. Πέταξε.

– Δεν πετάνε οι σκύλοι.

– Όλοι πετάνε, άνοιξε τα φτερά του και πέ­ταξε.

– Πού θα πας; Μη με αφήνεις. Σε παρα­καλώ.

– Μεγάλωσες πια.

– Πού πας;

– Η ώρα τρέχει… τιτίβισε και πέταξε προς το διάδρομο.

«Μανάρι μου; Μ’ ακούς; Παραμιλάς; Ψήνεται στον πυρετό το παιδί», άλλαζε τις κομπρέσες η μάνα. Ο γέρος στεκόταν στην πόρτα. «Κανόνισα να φύγεις», είπε κοφτά. Γύρισα να κοιτάξω τη μάνα. «Δε βγαίνει ο πατέρας σου, αγόρι μου», μισόκλαιγε εκείνη και συνέχιζε να στύβει τις κομπρέσες. «Κάηκαν τα πορτοκάλια πάλι φέτος. Οι μικρές πρέπει να πάνε σχολείο, ζητάνε χρήματα. Εσύ είσαι ολόκληρος άντρας πια. Θα πας στο Γερμανό. Είναι καλός άνθρωπος. Θα δεις. Θα περάσει ο καιρός». Γύ­ρισα πάλι στο γέρο, το πρόσωπό του πορσελάνη, ανέκφραστο. «Και το ποδήλατό μου;» με πήρε το παράπονο. «Μόνο αυτά σκέφτεσαι εσύ», χόλιασε ο γέρος κι έφυγε.

Στο ’να χέρι κρατούσα το βαλιτσάκι, τ’ άλλο το ’χα στην τσέπη και έσφιγγα το πέτσινο λου­ράκι. Όρθιος μπροστά στο ξύλινο ρολόι, περίμενα τον κούκο να βγει. «Έλα, θα σε πάρω μαζί μου», τον καλούσα γλυκά, ξανά και ξανά. Φώ­ναζε ο γέρος από την αυλή να τελειώνω να φύ­γουμε, τίποτα ο κούκος. Βγήκε μόνο στην ώρα ακριβώς, δίχως κουβέντα. Θόλωσε το μυαλό μου. Με το που βγήκε για δεύτερη φορά, άρπαξα το ξύλινο πουλί, το ξερίζωσα από το ρολόι, και το πέταξα κάτω, έφυγε και το ξύλινο κουτί έπεσε κι αυτό με θόρυβο στο μωσαϊκό. «Άι στο διάολο, σκατόπουλο», το πάτησα με το παπούτσι μου. Φώναζε πάλι ο γέρος απέξω, τα παράτησα όλα έτσι ξεντερισμένα κι έφυγα.

Αποχαιρετιστήκαμε, εκεί μπροστά στα σκαλιά του λεωφορείου. Ο γέρος ξοπίσω έκοβε βόλ­τες, η μάνα μού έστρωνε τα μαλλιά με τα τραχιά της δάχτυλα. «Να προσέχεις», επαναλάμβανε συνέχεια, και τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα. Ήθελα κι εγώ κάτι να της πω, αλλά δεν έβρισκα τι. Ήρθε μετά ο γέρος. Με κοίταξε. Σαν να ήθελε να με φιλήσει, μου φάνηκε, κι έγειρα προς το μέρος του, μου χτύπησε μονάχα την πλάτη κι έφυγα.

Ένας στενός διάδρομος γεμάτος ξενικές πινακίδες οδηγούσε σε μια σάλα τριγύρω με τζάμια. Έσφιξα την τσάντα στο στήθος μου κι ακολούθησα τον κόσμο. Στη ζωή μου δεν ξανάδα τόσο κόσμο. Όπου πήγαιναν οι πολλοί, από πίσω κι εγώ. Κάπου διαλύθηκαν, βρήκα έναν αστυνομικό που έκοβε βόλτες, τον πήρα στο κατόπι. Ένας άντρας μεγαλόσωμος σαν αρκούδα μού ’κοψε το δρόμο. «Νίκολας;» χαμήλωσε το κε­φάλι του. Τα μάτια του μπλε, παγωμένα. «Περίμενες πολύ;» άπλωσε τη χε­ρούκλα του πάνω στη βαλίτσα. Κόλλησα πάνω της σαν βδέλλα. «Ντάξει είμαι», ψιθύρισα.

Η παγωνιά της νύχτας έξω σου περόνιαζε τα κόκαλα. Σταμάτησε μπροστά σε μια μεγάλη κόκκινη κούρσα, μου άνοιξε την πόρτα και μετά έσκυψε από πάνω μου σαν το κοράκι και μ’ έδεσε σφιχτά στο κάθισμα. Ούτε το κεφάλι μου δεν μπορούσα να στρίψω. Έτρεχε και το ρημάδι, καλά καλά δεν προλάβαινα να δω τι γί­νεται. Μόνο φώτα έβλεπα. Παντού φώτα, στα κτί­ρια, στις ταμπέλες, στα φανάρια, άναβαν, έσβηναν, ζαλάδα μ’ έπιασε. Ώρα μετά χάθηκαν. Ούτε ψηλά κτίρια φαίνονταν πια, μόνο ο δρόμος.

Κάπου έκοψε ταχύτητα κι έστριψε μέσα σε μια αυλή, πίσω από τις κουρτίνες στα παράθυρα φαίνονταν τα φώτα αναμμένα. Ξεκλείδωσε την πόρτα τέσσερις φορές, σκούπισε τα πόδια του στο πατάκι και μετά έσκυψε κι έλυσε τα κορδόνια απ’ τα παπούτσια του. «Εδώ είναι η κουζίνα. Έλα μπες», άπλωσε το χέρι του και έδειξε κάπου προς τα μέσα. Κοίταξα τα δικά μου. Δεν είχαν κορδόνια. Τα πίεσα με τις φτέρνες να βγουν.

Η κουζίνα ήταν όσο όλο το σπίτι στο χωριό, μ’ ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι και οι τοίχοι γύρω καλυμμένοι με φωτογραφίες. «Λουκάνικα και πατάτες έχουμε, ελπίζω να σου αρέσουν», είπε κι άνοιξε ένα ψυγείο ψηλό σαν κι αυτόν. Στάθηκα στη γωνιά του τραπεζιού κι έριχνα γύρω κλεφτές ματιές. Σκύλοι, μετάλλια, κύπελλα, σε κάποιες φαινόταν κι ένα αγόρι, ξανθό, σαν κάπως να του ’μοιαζε μου φάνηκε. «Τον αναγνωρίζεις;», ξεκρέμασε μια φωτογραφία από τον τοίχο και μου την έδωσε. Ένα κουτάβι μ’ ένα μετάλλιο στο στήθος καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι. «Ο Βόλτε είναι», είπε κι έβαλε φαγητό στα πιάτα. Στην τσέπη του παντελονιού το λουρί μού ’καιγε το πόδι. «Έλα, μη στέκεσαι». Του έδωσα τη φωτογραφία κι έκατσα στην άκρη της καρέκλας. Σαν νιανιά, ανακατεμένο ήταν, δεν το ακούμπησα. «Ωραία ήταν εκείνο το καλοκαίρι. Τόσος ήσουνα, το θυμάσαι;» έδειξε στο ύψος του τραπεζιού. «Έρωτα είχες με τον Βόλτε. Σε ρω­τάγαμε “τι αγαπάς πιο πολύ, την μπάλα ή τον Βόλτε;” “Την μπάλα και τον Βόλ­τε”, έλεγες εσύ», γέλασε. Πήρα το πιρούνι κι ανακάτευα τις λιωμένες πατάτες. «Για χάρη σου τον πήρε. Ό,τι ζητήσεις από μένα, του είπα. Τίποτα δεν ήθελε. Μόνο τον Βόλτε. Ο καημένος ο Βόλτε», σαν κάπως να αναστέναξε, πήρε μια πάνινη πετσέτα που είχε στα πόδια του και σκούπισε το στόμα του. «Το πόδι του; Καλά, λέει». Άφησα το πιρούνι μου πάνω στο λιωμένο σωρό και κοίταξα μέσα προς τη σάλα, μή­πως και φανεί κανείς. Τίποτα.

Δυο σκάλες πάνω ήταν η σοφίτα. «Αυτό είναι το δωμάτιό σου», άνοιξε την πόρτα. Για τη δουλειά κουβέντα. Αύριο αυτά, είπε. Σπίτι ολόκληρο ήταν και τούτο, μέχρι και τουαλέτα είχε. Στάθηκα στο παράθυρο, μαύρη μαυρίλα, ένα αστέρι δε φαινόταν. «Σκοτεινιά έχει, βροχή να περιμένουμε αύριο», που θα ’λεγε κι η μάνα. Έβγαλα το λουρί από την τσέπη μου και το τύλιξα στο χέρι μου. Ξεκούμπωσα το πουκάμισο, έβγαλα το παντελόνι, τα έστρωσα με προ­σοχή στις τσακίσεις, όπως έκανε εκείνη, και τα ’βαλα στην πολυθρόνα. Το πάπλωμα, μαλακό σαν ζυμάρι, το τράβηξα μέχρι το λαιμό, ψηλάφισα το κομοδίνο να κλείσω το φως, πουθενά ο διακόπτης. Ώρα παιδευόμουνα, το παράτησα τελικά ανοιχτό και κουκουλώθηκα.

Λίγο πριν φωτίσει έξω, σαν να μου φάνηκε ότι άκουσα τη φωνή του γέρου, σηκώθηκα να πάω στα ζώα. Ανασήκωσα το στρώμα κι έκρυψα το λουρί από κάτω.

Στάθηκα για λίγο στην εξώπορτα. Ξύριζε η παγωνιά. Χαμηλά σύννεφα και γκρίζα, θαρρείς θα πλάκωναν το σπίτι. Κοίταξα γύρω τρίβοντας δυνατά τα χέρια μου, χαμουκέλα δεν έβλεπα. Ανηφόρισα το στενό δρομάκι από τον κήπο κι εκεί μπροστά εμφανίστηκε ένα μεγάλο κτίριο, ίδιο με το εργοστάσιο συσκευασίας του μπαρμπα-Στέλιου. Ψηλό, γκρίζο, με σήτες στα παράθυρα και μια πόρτα, θεριό ολάκερο. Μέσα ήταν τα ζωντανά, τ’ άκουσα που χουρχούριζαν, έβαλα όλη μου τη δύναμη και την έσυρα. Ένας μακρύς σκοτεινός διάδρομος έφτανε μέχρι μέσα, τον ακολούθησα. Μύριζε ωραία, πίτουρο και χώμα, όπως όταν είχε βρέξει. Τα ζώα βαλμένα στη σειρά λογιών λογιών, εκεί στο τέ­λος είχε και τα πρόβατα. Με το που μπήκα μέσα στο μαντρί τους, σαν ν’ άκουσα ένα τρεχαλητό, γύρισα να κοιτάξω πίσω και τι να ιδώ; Ένα σκυλί έτρεχε προς το μέρος μου γρυλίζοντας. Χώθηκα ανάμεσα στα πρόβατα να παραφυλάξω, αναστατώθηκαν αυτά, βέλαζαν δαι­μονισμένα, γρύλιζε τ’ αγρίμι και πλησίαζε, μέχρι που ακούστηκε μια δυνατή φωνή και το ’κανε να κοκαλώσει.

Ανασηκώθηκα λίγο, έτρεχε ο Γερμανός με μια ψηλή γκλίτσα στο χέρι, ξαναλούφαξα μέσα στο κοπάδι, άρπαξα μια κατσίκα από τα ποδάρια και μπήκα ανάμεσα στα σκέλια της. Όσο πλησίαζαν τα βήματα τόσο σφιγγόμουν πάνω στο ζώο. Ξάφνου, είδα τις γαλότσες του κάτω από τη μύτη μου. Δεν είχε νόημα πια, έπεσα ανάσκελα και με τον αγκώνα μπροστά, ετοιμάστηκα να τις αρπάξω. «Μη φοβάσαι», μου ’δωσε εκείνος το χέρι του. Σηκώθηκα όρθιος και τινάχτηκα δίχως να τον κοιτάξω. «Έλα, έλα, μη φοβάσαι», έκατσε στα γόνατα δίπλα στο σκυλί και μου ’κανε νόημα να πάω κοντά του. Πλησίασα δειλά δειλά, πήρε το χέρι μου, το έβαλε μέσα στο δικό του και χαϊδέψαμε μαζί τη ράχη του. Σαν βελούδο ήταν. «Σίλερ, αυτός είναι ο Νίκολας», επαναλάμβανε ο Γερμανός. Πήρε μετά για μια στιγμή και τα δύο μου χέρια και τα έτριψε δυνατά μέσα στις χοντρές του παλάμες. «Πάγωσες εσύ», με έπιασε από τους ώμους και με σήκωσε.

Χτυπούσε την πλαστική γκλίτσα ρυθμικά στο χώμα κι έβγαιναν τα πρόβατα το ένα πίσω από το άλλο, σαν στρατιωτάκια. Ο Σίλερ μπροστά, εμείς ξοπίσω. «Είναι πρώτος βοσκός. Θα δεις. Καλύτερος από άνθρωπο», μου έκανε νόη­μα να τον ακολουθήσω. Μασουλάγανε το φρέσκο γρασίδι τα ζωντανά και σκεφτόμουν τα δικά μας που γκρεμοτσακίζονταν στον Ξεριά μπας και βρουν κανένα πουρνάρι. «Τρώνε καλά εδώ τα ζώα», του είπα στο γυρισμό και γέλασε.

«Λοιπόν, μικρέ», μ’ έβαλε κάτω γυρνώντας στο στάβλο. «Θα ξεκινάς από τις κότες. Πρώτα τ’ αυγά. Τα βάζεις εδώ», μου ’δειξε κάτι χάρτινα κουτιά. «Και μετά συνεχίζεις. Άρμεγμα. Παίρνεις τα μπουκάλια και τα γεμίζεις μέχρι εδώ, να, κοίταξε, μέχρι τη γραμμή. Βλέπεις;» Περίμενε να κουνήσω το κεφάλι μου πως κατάλαβα και συνέχιζε: «Τα γουρούνια και τα κουνέλια στο τέλος. Εντάξει; Απλό, νομίζω. Το μεσημέρι έρχεται ο Γιόχαν από το μάρκετ και τα παίρνει. Μην ξεχάσω. Και τα πρόβατα, άρ­μεγμα και μετά βοσκή, με το φίλο σου τον Σί­λερ». Έβγαλε την πλαστική φόρμα και τις γα­λότσες που φορούσε και τα κρέμασε στην πόρτα. «Αυτά τα φοράς κι εσύ μέχρι να πάρουμε δικά σου», είπε κι έφυγε.

Ώρα ακούγονταν από το σπίτι φωνές και γα­βγίσματα. Βγήκα έξω στην πόρτα να δω τι γίνεται. Από μακριά φάνηκε κόσμος μαζεμένος. Κατηφόρισα το δρομάκι να δω καλύτερα, ο κήπος είχε γεμίσει κουτάβια. Κίτρινα, κοκκινωπά, άλλα κατάμαυρα, κάποια τελείως λευκά, όλα όμως με το σουλούπι του Σίλερ, ψαχνωμένα, με μακριά μουσούδα και μυτερά αυτιά, λες και ήταν από την ίδια μάνα και τον ίδιο πατέρα. Πλησίασα διστακτικά. Ένας άντρας, στεκόταν όρθιος στη μέση με τα χέρια ανοιχτά, κρατούσε κάτι στο ένα και φώναζε το όνο­μα του σκυλιού. Εκείνο τότε περπατούσε μέχρι τον άντρα, στεκόταν στα δυο του πόδια και με βλέμμα ανυπόμονο περίμενε να του το ρίξει και μετά το έτρωγε. Από δίπλα κι ο Γερμανός, μιλούσε, χειρονομούσε, λέξη δεν καταλάβαινα.

Το ίδιο κιόλας μεσημέρι ήρθε κι αυτός, ο Γιό­χαν. Ψηλός κι αδύνατος σαν λελέκι, είχε μια βροντερή φωνή που τον άκουγα από το σπίτι να με φωνάζει. Κάθε μέρα την ίδια ώρα ερχόταν. Τον πήγαινα στην αποθήκη, φόρτωνε, σή­κωνε το χέρι του μόλις έφτανε στην πόρτα, «Τσους» μου φώναζε, «Τσους» απαντούσα κι εγώ. Με το «Τσους» είχα φύγει βολίδα για τον κήπο. Καθόμουν πίσω από κάτι θάμνους και παρακολουθούσα. Όσο περνούσαν οι μέρες, άλ­λαζε το μάθημα. Τους πέταγε κάτι μακριά, έτρεχαν αυτά να το πιάσουν, μετά έτρεχαν όλα μαζί ποιο θα φτάσει πρώτο… Ξεχνιόμουν καμιά φορά, έπαιρνε να σουρουπώνει κι έτρεχα να προλάβω το φως να βγάλω τα ζωντανά και να κάνω καμιά καθαριότητα. Νύχτωνε για να πάω στο σπίτι.

«Αργείς να τελειώσεις», μου είπε κάπως κα­χύποπτα ένα βράδυ ο Γερμανός. Τσιμουδιά εγώ. Όλο το βράδυ βασάνιζα μια λύση. Τα ’βαζα κάτω ξανά και ξανά, με τα πολλά μού ’ρθε η ιδέα. Την επόμενη μέρα κιόλας, μόλις έφυγε το λελέκι, έβγαλα τον Σίλερ μαζί με τα πρόβατα από το στάβλο και, μόλις ανηφόρισαν για το λιβάδι, έφυγα.

Όλα πήγαιναν ρολόι, είχα βρει και μια κουβερτούλα στη σοφίτα και τυλιγόμουν εκεί πίσω από τους θάμνους, μέχρι που ένα μεσημέρι άκου­σα από το στάβλο κάτι σφυρίγματα. Πέταξα στο πιτς φιτίλι την κουβέρτα και στις μύτες των ποδιών μου έτρεξα μέχρι το παράθυρο. Ο Γερμανός ήταν. Πώς μου ξέφυγε και δεν τον είδα να έρχεται… ένας Θεός το ξέρει. Πήρα το δρόμο για τα πρόβατα και για καλή μου τύχη μόλις γύριζαν. Πήγα από πίσω τους, τάχα ότι τα ακολουθούσα και, μόλις φάνηκε ο στάβλος, τον είδα να στέκεται στην πόρτα. Μου κούνησε το χέρι, ανταπέδωσα κι εγώ και για μεγάλη μου ανακούφιση κατηφόρισε προς τον κήπο.

Το βράδυ στην κουζίνα τον είδα να βγάζει το χάρτινο κουτί από το ψυγείο. «Τα αυγά τα ξέχασες στο κοτέτσι», έσπασε τέσσερα, τα έβα­λε όλα σε ένα μπολ και έπιασε να τα ανακατεύει. «Πάνω στο τραπέζι δεν είπαμε να τα βάζεις;» είπε κάπως αυστηρά. «Πάνω στο τρα­πέζι», επανέλαβα κι εγώ σαν να τ’ άκουγα για πρώτη φορά.

Το λελέκι υποψιαζόμουνα ότι με κάρφωσε, κι από την επόμενη κιόλας μέρα τού έκοψα τα πολλά. «Τσους», μου έλεγε αυτός, «Γεια χα­ρά», του απαντούσα. Ούτε που φαντάστηκα ότι θα την πατούσα ακόμα χειρότερα. Γύρισα ένα απόγευμα στο στάβλο να κλείσω και τα πρόβατα είχαν κάνει φτερά. Πήρα το δρόμο τρέχοντας για το λιβάδι, σκορπισμένα τα ζωντανά εδώ κι εκεί, ο Σίλερ πουθενά. Σαν να άκουσα κάτι γρυλίσματα στην άκρη του φράχτη, πήγα προς τα κει να δω. Ένα κουτάβι ήταν, με πλακουτσωτή μύτη και πεσμένα αυτιά, ανέ­βαζε τα πόδια του στο φράχτη. Μόλις κατόρθωνε να ανέβει λίγο πιο ψηλά, ο Σίλερ σήκωνε το ένα του πόδι και το ’ριχνε πάλι κάτω. Το τράβηξα κάτω από τα σύρματα, σαν τρελό έκα­νε. Έτρεχε, έσκαβε, δάγκωνε. Όπως είχε πιάσει με τα σαγόνια του τη μύτη του παπουτσιού μου, το σήκωσα ψηλά και τ’ άφησα πάλι στην απέναντι πλευρά. Μπασμένο ήταν το δόλιο, λασπωμένο, με το ένα ποδάρι κοντύτερο από τ’ άλλα. Πήρα τρέχοντας το δρόμο της επιστροφής.

Ο Γερμανός, με ένα φανάρι αναμμένο, στεκόταν στην είσοδο. «Ένα αγριόσκυλο ήρθε στο φράχτη, πήγε ο Σίλερ να το κυνηγήσει, τον έχασα μετά, δεν τον έβλεπα, του φώναζα, του φώναζα, έκατσα να τον περιμένω – τι να ’κα­να;» είπα μονοκοπανιά. «Παράξενο», συνοφρυώθηκε εκείνος. «Ο Σίλερ δεν κυνηγά μακριά». Πή­γαινε κι ερχότανε μετά σαν το λιοντάρι στο κλουβί. «Κάτι μυρίζει άσχημα», έλεγε συνέχεια, μια στα ελληνικά, μια στα γερμανικά.

Όλο το βράδυ στο τραπέζι σκεφτόμουνα τον μπασταρδάκο. Πριν πέσω να κοιμηθώ, σήκωσα το στρώμα κι έβγαλα από κάτω το λουρί. Το πέρασα στο χέρι μου, όπως έκανα όταν πρω­τόρθα, και ξάπλωσα.

Τον τελευταίο καιρό ούτε που καταλάβαινα ότι ξημέρωνε. Άκουσα την πόρτα του δωματίου να χτυπά δυνατά, πετάχτηκα από το κρεβάτι, ο Γερμανός στεκόταν στην πόρτα. «Έλα, μικρέ, σήκω. Θέλω να καθαρίσουμε μαζί το στάβλο σήμερα», μου είπε. Σηκώθηκα σβέλτα από το κρεβάτι, ντύθηκα στα γρήγορα, έβαλα το λουρί στην τσέπη, πήρα και ένα ψευτοκόκαλο που είχε ο Γερμανός για τα σκυλιά κι έφυγα βολίδα για το λιβάδι. Το κουτάβι εκεί ακόμα, γυρνοβολούσε έξω από το φράχτη. Με το που με είδε, τρελάθηκε πάλι. Το ’βαλα μέσα, το ’δεσα στα σύρματα και έτρεξα πίσω στο στά­βλο.

«Νόμιζα ότι είχες έρθει», καθάριζε στα πρό­βατα ο Γερμανός. «Έφτασα, έφτασα», άρπαξα δήθεν βιαστικός μια τσουγκράνα και μπήκα μέσα. «Εδώ, βλέπεις; Να τις τρίβεις τις βρομιές. Μην τις αφήνεις», ανασκάλευε τις κοπριές. «Τα υπόλοιπα τα θυμάσαι. Πρώτα τα αυγά. Μετά άρμεγμα, γουρούνια, κουνέλια, πας και στο λιβάδι και τέλος. Αυτό είναι. Αν δεν προλαβαίνεις, μου ζητάς βοήθεια», τόνισε στο τέλος. Του έγνεψα και συνέχισα να καθαρίζω με μανία τη γλίτσα από την ποτίστρα. «Και πού ’σαι», φώναξε φεύγοντας, «όταν τελειώσεις, έλα στην εκπαίδευση. Μην κάθεσαι εδώ μόνος σου. Κι εκεί υπάρχει δουλειά αν θες». Πάγωσα για λίγο, δεν ήξερα, το εννοούσε, μπας και με είχε δει, μετά συνέχισα το καθάρισμα.

Μόλις πέρασε λίγη ώρα, παραμόνεψα από την είσοδο, είδα το Γερμανό κάτω στον κήπο, κι έτρεξα γρήγορα για το λιβάδι. «Πού είσαι εσύ, βρε;» βρήκα τον κοπριτάκο. Τον πήρα στο στάβλο, τον έβαλα κάτω από τη βρύση, τινάχτηκε εκείνος στον αέρα, σαν να έπαθε ηλεκτροπληξία, τελικά τον στρίμωξα και τον καθάρισα με τη βούρτσα, όπως έκανε κι ο Γερμανός με τον Σίλερ. Γουργούριζε από ευχαρίστηση, ξάπλωσε ανάσκελα και δεν έλεγε να σηκωθεί. Έκατσα στα γόνατα, πήρα λίγο νερό από την ποτίστρα, σχη­μάτισα τρεις φορές ένα σταυρό στο μέτωπό του, έβγαλα το λουρί, έκατσα στα γόνατα και του το πέρασα. «Βαφτίζεται ο δούλος του Θεού Έκτορας», μιμήθηκα τη φωνή του παπα-Λάμπρου στο χωριό. Ύστερα σηκώθηκα και στάθηκα απέναντί του με το κόκαλο στο χέρι κι άνοιξα διάπλατα τα χέρια μου. «Έκτορα», φώ­ναξα με λαχτάρα. Ούτε γύρισε να με κοιτάξει. Κάτι είδε και έτρεξε να το κυνηγήσει.

Μπορεί να ’τανε κουτσό, αλλά λεπτό δε στα­ματούσε. Δεν το ’κανες καλά με τίποτα. Φοβόμουν μη με καρφώσει και το λελέκι, τελικά το πήγα πίσω στο λιβάδι και το έδεσα στην περίφραξη. Γκρίνιαζε στην αρχή, μετά συνήθισε. Του πήγαινα και φαγητό, πρωί κι απόγευμα, τον βούρτσιζα κάθε βδομάδα και του ’κανα και κανένα μάθημα πού και πού, όχι πως έβλεπα προκοπή, αλλά καλύτερα έτσι, πήγαινα πού και πού και στο μάθημα. Στεκόμουν πίσω μαζί μ’ ένα άσπρο κουτάβι που του ’χα συμπάθεια και περίμενα να ’ρθει η σειρά του. Το αφεντικό του, ένας άντρας με ψηλές μπότες που τις έβγαζε έξω από το παντελόνι, με χαιρετούσε, μου ’λεγε και κάτι άλλα που δεν τα καταλάβαινα, έλεγα κι εγώ ένα «Τσους» και μετά έκανα πως δεν άκουγα.

Μεσημέρι ήταν, μόλις είχε φύγει το λελέκι, σαν κάτι ν’ άκουσα από το κοτέτσι. Πλησίασα. Ο Έκτορας ήτανε. Κουνούσε το κεφάλι του αριστερά δεξιά με μανία, γύρισε με κοίταξε για μια στιγμή και συνέχισε. Πλησίασα περισσότερο, πούπουλα και φτερά μαδημένα παντού. «Τι κά­νεις εδώ;» τον άρπαξα μεμιάς από το σβέρκο, έπεσε η λεία από τα σαγόνια του, κι εκεί που σήκωσα το χέρι μου να τον χτυπήσω, σαν κάτι να άκουσα να φτερουγίζει. Τον άφησα κάτω τρομαγμένος, γύρισα να κοιτάξω ψηλά στο στά­βλο, τίποτα. Βγήκα έξω. Κανείς. Μόνο ο Έκτο­ρας έτρεχε μακριά προς το λιβάδι. Πήρα την κότα, την έθαψα λίγο πιο πέρα και έκατσα εκεί έξω στο στάβλο να σκαρφιστώ τι θα ’βρισκα πάλι να πω.

«Βρήκα ένα αδέσποτο», είπε ο Γερμανός κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ομελέτα και το ’βαλε στο στόμα του. «Χτυπημένο ήταν. Κάπου θα πήγε να ανέβει… Το είδες εσύ;» «Εγώ;» έκανα έκπληκτος και μπούκωσα δυο πατάτες. «Λέω να το πάω στον κτηνίατρο αύριο. Ίσως τον κρα­τήσει κιόλας, για να δούμε». «Λίγη ομελέτα ακόμα;» του άπλωσα το πιάτο μου δήθεν αδιάφορος.

Όλη μέρα καταπιάστηκα με το στάβλο, ούτε στο μάθημα είχα όρεξη να πάω, κάπου εκεί όπου σβάρνιζα, άκουσα τη φωνή του Γερμανού: «Τι θα έλεγες να τον κρατούσαμε εδώ στο στάβλο;» Ο Έκτορας δεμένος δίπλα του κουνούσε την ουρά. «Λέω να τον εκπαιδεύσουμε. Το πρώτο σου σκυλί. Τι λες;» «Θα τον εκπαιδεύσουμε;» πετάχτηκα με λαχτάρα. «Γιατί όχι; Σε καμιά βδομάδα θα βγουν κι οι εξετάσεις, να δούμε ότι είναι και γερός», έσκυψε κι έτριψε δυνατά τα πεσμένα αυτιά του. «Όνομα εσένα δε σου έχουμε βρει», τον κοίταξε κατάματα. Έσκυψα δίπλα του κι εγώ και τον χάιδεψα στο κεφάλι. «Να τον λέγαμε Έκτορα;» γύρισα και τον κοίταξα. Κούνησε τους ώμους του εκείνος. «Γιατί όχι;»

Είχα πάρει τον Έκτορα και τρέχαμε από τη μια άκρη του διαδρόμου στην άλλη. Θα τον εκ­παιδεύαμε μαζί. Αυτό κι αν ήταν! Έπιασα κι έφτιαξα ένα πλεκτό κορδόνι, σαν αυτά που έδενα τις κουδούνες, το πέρασα στο λουρί και κατηφορίσαμε μαζί στον κήπο. Καμαρωτός στάθηκα δίπλα στον άντρα με τις μπότες και του χαμογέλασα, μου χαμογέλασε κι εκείνος κι έβα­λα τα σκυλιά να γνωριστούν. Σουρούπωνε πια, είχαν φύγει όλοι, αύριο, μου έκανε νόημα ο Γερ­μανός και πέρασαν έτσι πολλές μέρες που έφευγα άπραγος.

«Νίκολας, βγήκαν οι εξετάσεις», με ξάφνιασε ένα βράδυ. Ούτε που κατάλαβα τι εννοούσε, συνέχισα να τρώω. Οι εξετάσεις του κτηνίατρου, λέει, είχαν δείξει ότι κάτι έχει, ούτε που θυμάμαι πώς λεγόταν, και ήταν κολλητικό. «Θα τον βάλουμε προς το παρόν στο υπόγειο και θα δούμε», μου είπε στο τέλος και το βλέμμα του πλανήθηκε στον τοίχο με τις φωτογραφίες. «Πεθαμένοι είναι αυτοί;» μου’ ρθε ξαφνικά και τον ρώτησα. Σαν να μη μ’ άκουσε, σηκώθηκε και μάζεψε τα πιάτα.

Από τη σοφίτα άκουσα την καταπακτή που έτριξε, το σκυλί γρύλιζε, κτυπούσε τα πόδια του με λύσσα, μετά τα γρήγορα βήματα του Γερμανού στις σκάλες, έβαλα το μαξιλάρι πάνω από το κεφάλι μου να μην ακούω άλλο και κάποια στιγμή κατάφερα να κοιμηθώ. Ήμουνα, λέει, πάλι μέσα σε ένα στόμα σκοτεινό που με αναμασούσε σαν να ήτανε κατσίκα. Μόλις άνοιγε, δεν προλάβαινα να βγω και ξανάκλεινε, ξανά και ξανά, μέχρι που ανοιγόκλεινε τόσο γρήγορα, που σταμάτησα να προσπαθώ κι αφέθηκα να με κα­ταπιεί. Ξύπνησα και το σώμα μου ήταν βαρύ σαν σακί. Κατέβηκα στην κουζίνα. Πήγα πάνω από την καταπακτή, έκατσα στα γόνατα, κόλλησα το αυτί μου στο κλειστό καπάκι, τίποτα δεν ακουγόταν.

Φαίνεται, με πήρε ο ύπνος γιατί ξύπνησα από τα γρυλίσματα του Έκτορα. Ο Γερμανός καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας έπινε καφέ. Αμίλητος με παραμέρισε κι άνοιξε την καταπακτή. Τον έβλεπα το Γερμανό να τον καταπίνει η σκοτεινή τρύπα και μ’ έπιασε τρέμουλο. Κάπου εκεί στην άκρη της σκάλας είδα, νομίζω, και τη μουσούδα του Έκτορα που γρύλιζε χωρίς σταματημό. Δεν το άντεχα αυτό το κλαψούρισμα, σηκώθηκα και πήγα στο στάβλο.

Όλη μέρα καθάριζα χωρίς σταματημό. Ούτε το μάθημα μ’ ένοιαζε, μόνο μ’ έπιασε μια μανία να τα κάνω όλα λαμπίκο. Όταν πια βράδιασε για τα καλά, κατηφόρισα το δρομάκι και, κάτω από την αναμμένη λάμπα στην είσοδο του σπιτιού, φάνηκε ο Γερμανός κουκουλωμένος στην πόρτα. Για καλό δεν ήταν, σκέφτηκα, κοντοστάθηκα για λίγο και μετά συνέχισα μέχρι το σπίτι. «Πρέπει να πάρεις τηλέφωνο στην Ελλάδα», μου έσφιξε τον ώμο.

Ο Τζώτζος ο καφετζής το σήκωσε. Μου τα μάσαγε στην αρχή, δεν είναι εδώ η μάνα σου και μήπως πάρεις λίγο αργότερα, στο τέλος έσπασε. «Ο πατέρας σου», είπε. «Έπεσε στο πηγάδι». Σαν να μου έκοψαν τα γόνατα με τσε­κούρι, σωριάστηκα στο πάτωμα. Τα πόδια μου κούτσουρα. Σκοτεινιάζουν όλα. Ακούω το γέρο μόνο να βογκάει σαν γουρούνι πριν απ’ τη σφαγή, βγαίνω στο παράθυρο και τον βλέπω να με κοι­τάζει απελπισμένος. Δεν μπορώ να τον ακούω. Κλείνω τα αυτιά μου. «Τα πόδια μου», κατάφερα μόνο και φώναξα. Ήρθε ο Γερμανός από πάνω και μου μάλαζε τα γόνατα. Τίποτα δεν είναι, έλεγε συνέχεια, με πήρε στην αγκαλιά του και μ’ έβαλε στην καρέκλα. Στάθηκε όρθιος πίσω μου και μου ’σφιγγε τους ώμους. Δε μιλούσαμε. Για ώρα. «Θέλω να μου φέρεις το λουρί», μονάχα τού είπα. «Αυτό φταίει για όλα». Μου έβγαλε εισιτήριο να γυρίσω, είπε, «πουθενά δεν πάω χωρίς το λουρί», φώναζα εγώ, μου υποσχέθηκε να το φέρει το πρωί και ανεβήκαμε μαζί τις σκάλες, βήμα βήμα, για τη σοφίτα.

Το πρωί βρήκα το Γερμανό στην κουζίνα να πίνει καφέ. Το λουρί πάνω στο τραπέζι έχασκε ανοικτό. Το πήρα στα χέρια μου, κοίταξα τα δυο του σημάδια, ένα στη δεύτερη τρύπα και ένα στην τέταρτη.

– Δε θα έχουν την ίδια τύχη. Σ’ το υπόσχομαι, μου είπε.

– Ποιοι;

– Αυτός που γέρασε και αυτός που είναι ακό­μα νέος.

– Δε θέλω να φύγω, κόλλησα το βλέμμα μου στις φωτογραφίες.

– Η μητέρα σου περιμένει.

– Εσύ;

– Εγώ τι;

– Εσύ δεν έχεις κανέναν;

– Ας πούμε ότι έχω, με κοίταξε στα μάτια.

– Ο γιος σου είναι; έδειξα τη φωτογραφία.

– Ναι, ο γιος μου ήταν εκεί, σηκώθηκε από την καρέκλα δίχως να γυρίσει να την κοιτάξει.

– Μπορώ να ξανάρθω; ψιθύρισα.

 

Ήρθε και στάθηκε από πάνω μου, με αγκάλιασε σφιχτά και μου χτύπησε την πλάτη.

«Όταν μπορέσεις, θα έρθεις», είπε στο αεροδρόμιο μόλις γύρισα την πλάτη να φύγω. Κοί­ταξα πάλι πίσω να τον δω, μου κούνησε το χέρι, το σήκωσα κι εγώ και τον χαιρετούσα μέχρι που με κατάπιε το τσούρμο.

Ανοίγω τα μάτια μου και το βλέπω πάλι εκεί μπροστά μου, να χάσκει ανοικτό. «Στη Γερμανία θα γυρίσω. Ακούς;» σηκώνομαι πάλι όρ­θιος και του φωνάζω. «Δε με νοιάζει τι θα κά­νετε εσείς. Εγώ πίσω δε γυρνάω. Δεν έρχομαι πίσω. Τελείωσε. Τελειώσαμε. Ακούς;» Ξεραίνεται ο λαιμός μου, δεν μπορώ να φωνάζω άλλο, δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου, θολώνουν, λίβα έχει, ζαλίζομαι, παραπατάω, πέφτω πίσω. «Δεν ακούς», με πιάνει το παράπονο. Φτερου­γίσματα γύρω μου, «Πέταξέ το!» μου λέει η φω­νή. Τη γνωρίζω αυτή τη φωνή. «Δεν ακού­ει», του λέω κι απλώνω το χέρι μου να το αγγίξω. «Πέτα το!» με προστάζει και χάνεται πάλι πίσω από τις φυλλωσιές. Σηκώνομαι, παίρ­νω το λουρί και ανοίγω το σκουριασμένο καπάκι. Κοντοστέκομαι. Αφήνω το λουρί να γλιστρήσει. Το στόμιο του πηγαδιού βρυχάται, τε­ντώ­νεται, το καταπίνει. Πέφτω στα γόνατα, σκύβω το κεφάλι μου μέσα στο σκοτεινό στόμα και το κοιτάζω που πέφτει μέσα στο σκοτάδι. Δεν το βλέπω, μόνο στιγμιαία περνά από μια λουρίδα με φως και μετά χάνεται. Δεν το ακούω να πιάνει πάτο. Περιμένω. Τίποτα. Ση­κώνομαι και κάνω το σταυρό μου. Σκύβω πάλι και κλείνω το καπάκι. Τελευταίο βάζω το σύρτη.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *