«Άρτι» – Ιωάννα Ντούμπρου
Ἄρτι
της Ιωάννα Ντούμπρου
Όλα τελείωσαν πολὺ γρήγορα. Παρασκευὴ βράδυ μὲ φώναξαν στὸ σαλόνι. Κάθισε, μοῦ εἶπαν. Κάθισα λοιπὸν στὸν καναπὲ καὶ περίμενα. Μίλησε πρῶτος ὁ κύριος: «Ἄρτι», εἶπε, «ἀκόμα καὶ στὰ ζευγάρια ὑπάρχουν διαφωνίες». «Μάλιστα κύριε», εἶπα. «Καὶ μερικὲς φορὲς φτάνει ἡ ὥρα τοῦ χωρισμοῦ», εἶπε. Δὲν εἶχα ἰδέα τί ἐννοοῦσε καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶπα τίποτα. «Δὲν θὰ μποροῦσες νὰ μείνεις μαζί μας γιὰ πάντα, οὕτως ἢ ἄλλως. Τέσσερα χρόνια ἦταν ἀρκετά», συμπλήρωσε. Κοίταξα πρῶτα τὸν κύριο καὶ μετὰ τὴν κυρία. Ἐκεῖνος μὲ κοιτοῦσε στὰ μάτια. Ἡ κυρία εἶχε τὰ χείλη σφιγμένα καὶ τὸ βλέμμα ἔξω, στὸν κῆπο. «Πρέπει νὰ φύγω, κύριε;» ρώτησα. Ἔνιωσα ἕναν κόμπο στὸ λαιμό. Ὁ κύριος ἔβγαλε ἕνα φάκελο καὶ τὸν ἔβαλε πάνω στὸ τραπέζι. «Ἐδῶ εἶναι τέσσερις χιλιάδες», εἶπε. «Τί λάθος ἔκανα, κύριε;» ρώτησα. «Αὔριο τὸ πρωί», εἶπε ὁ κύριος «θὰ ἑτοιμάσεις τὶς βαλίτσες σου καὶ θὰ τὶς βάλεις μπροστὰ στὴν πόρτα νὰ τὶς δεῖ». «Θὰ πεῖς ὅτι κάτι ἔτυχε καὶ πρέπει νὰ ἐπιστρέψεις στὴ χώρα σου». «Γιατί, κύριε;» ρώτησα. Ἡ κυρία μὲ κοίταξε σὰν νὰ μὴ μὲ γνώριζε. «Δὲν ἀντέχω ἄλλο», εἶπε. Καὶ μετὰ ὁ κύριος τὴν ἀγκάλιασε καὶ μοῦ εἶπε νὰ πάω στὸ δωμάτιό μου.
Τὸ βράδυ δὲν εἶχαν σκοπὸ νὰ μὲ ἀφήσουν νὰ τὴν καληνυχτίσω, ἀλλὰ ἐκείνη εἶπε «θέλω τὴ ντάντα μου» καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει. Τοὺς ὑποσχέθηκα ὅτι δὲν θὰ τῆς ἔλεγα τίποτα. Ἡ κυρία δὲν ἤθελε, ἀλλὰ ὁ κύριος εἶπε: «δὲν πρόκειται νὰ κοιμηθεῖ ἀλλιῶς καὶ τὸ ξέρεις». Κι ἔτσι μὲ ἄφησαν. Εἶχε πλύνει τὰ δόντια της. Φοροῦσε τὶς ἀγαπημένες της πυτζάμες, αὐτὲς μὲ τὴν πριγκίπισσα τοῦ χιονιοῦ. Κάθισα στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ της. «Ποῦ ἤσουν, ντάντα», ρώτησε. «Ἔκανα δουλειές», εἶπα. Οἱ μπουκλίτσες τῶν μαλλιῶν της γυάλιζαν στὸ φῶς τῆς λάμπας. «Γιατὶ εἶσαι στενοχωρημένη», εἶπε. «Δὲν εἶμαι ἀγάπη μου», εἶπα καὶ χαμογέλασα. «Μὴν εἶσαι στενοχωρημένη. Ἀφοῦ τὸ ξέρεις ὅτι ἐσὺ εἶσαι ἡ μαμά μου», εἶπε καὶ μοῦ ἔτεινε τὰ χέρια της. «Μὴν τὸ λὲς αὐτό, ἀγάπη μου, δὲν εἶμαι», τῆς ἀπάντησα. Μὲ φίλησε. Τὴν ἔσφιξα στὴν ἀγκαλιά μου. «Καὶ τώρα πρέπει νὰ κοιμηθοῦμε», εἶπα. Βολεύτηκε, ἔπιασε τὸ χέρι μου καὶ ἄρχισε νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ νύχια γιὰ νὰ ἀποκοιμηθεῖ ὅπως ἔκανε κάθε βράδυ. Ὅταν κοιμήθηκε, ἐπέστρεψα στὸ δωμάτιό μου.
Τὸ πρωὶ μὲ φώναξε ἀπὸ τὶς σκάλες. «Ἔλα πάνω,ντάντα», εἶπε. Ἐγὼ ἤμουν κλειδωμένη στὸ δωμάτιό μου καὶ ἑτοίμαζα τὶς βαλίτσες. «Ἔρχομαι σὲ λίγο ἀγάπη μου», ἀπάντησα. Στὶς δώδεκα παρὰ τέταρτο ἀνέβασα τὶς βαλίτσες στὸ σαλόνι. Ἐκεῖνες ἦταν στὴν κουζίνα. Ὁ κύριος ἔξω στὸν κῆπο. Δὲν μποροῦσα νὰ ἀναπνεύσω καλά. Τὸ πάνω χεῖλος μου μυρμήγκιαζε. Ὅταν βγῆκαν ἀπὸ τὴν κουζίνα, ἡ κυρία τὴν κρατοῦσε σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιά της. «Κάνε γειὰ στὴν Ἄρτι», εἶπε καὶ ἄνοιξε τὴν ἐξώπορτα. «Ἔλα μαζί μας ντάντα», εἶπε ἐκείνη. «Κάτι ἔτυχε καὶ πρέπει νὰ γυρίσω πίσω», εἶπα. Μὲ κοίταξε σὰν νὰ μὴν καταλάβαινε τί ἔλεγα. Τὸ βλέμμα της ἔπεσε στὶς βαλίτσες. «Θὰ ἔρθει μαζί μας καὶ ἡ ντάντα», φώναξε καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει. Δὲν πρόλαβα νὰ τῆς πῶ γειά. Τὴν πῆρε καὶ ἔφυγαν.
Πέρασα τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα κλεισμένη στὴν γκαρσονιέρα στοὺς Ἀμπελόκηπους. Ἔκλεισα τὸ κινητό. Δὲν ἔτρωγα, μόνο κοιμόμουν, ὅσο πιὸ πολὺ μποροῦσα. Ὅταν ἤμουν ξύπνια, τὴ σκεφτόμουν. Τὴν πρωτοεῖδα ὅταν ἦταν ἑνὸς μηνός. Ἦταν ὄμορφο μωρό, ἀλλὰ γκρινιάρικο. Ἐγὼ ὅμως τὴ χάιδευα καὶ τῆς μιλοῦσα γλυκὰ κι ἔτσι μὲ τὸν καιρὸ ἡσύχασε καὶ ἦταν ὅλοι εὐχαριστημένοι. Ἡ μητέρα της ἐπέστρεψε σύντομα στὴ δουλειά. Γυρνοῦσε κάθε βράδυ κατάκοπη, ἀλλὰ μόλις ἔβλεπε τὸ μωρό, τὸ πρόσωπο της ἔλαμπε σὰν νὰ ἔβλεπε θαῦμα. Τὴν εἶχε πιάσει μὲ φάρμακα. Τὸ μωρὸ περπάτησε καὶ μίλησε γρήγορα. Τῆς ἄρεσαν τὰ χρώματα κι ἔτσι περνούσαμε ὧρες ζωγραφίζοντας. Ἦταν εὐγενική, εἶχε καλοὺς τρόπους. Ὅταν μαγείρευα, δὲν ἔτρωγε ἂν δὲν καθόμουν μαζί της στὸ τραπέζι. Τῆς ἄρεσε ἡ μυρωδιὰ τοῦ κάρυ. «Κάρυ μου», μὲ φώναζε καμιὰ φορὰ καὶ γελούσαμε. Συχνὰ μοῦ ζητοῦσε νὰ τῆς βάλω λίγο κάρυ στὸ πιάτο της, ἀλλὰ ἐγὼ ἀρνιόμουν γιατὶ ἦταν μόνο τεσσάρων χρονῶν παιδάκι καὶ δὲν ἦταν κὰν Ἰνδή.
Ὅταν ξανάνοιξα τὸ κινητό, μὲ πῆρε ἡ γιαγιά της. Μοῦ εἶπε ὅτι τὸ παιδὶ δὲν ἔτρωγε καλά. Ὅτι ἔκλαιγε. «Ἔτσι ὅμως ἔπρεπε νὰ γίνει», εἶπε. «Ἐντολὲς τοῦ ψυχολόγου». Τὴν ἄκουγα. «Δὲν πρόλαβα νὰ τὴ χαιρετήσω», εἶπα. «Τί νὰ κάνεις», εἶπε, «μιὰ ψυχὴ ποὺ εἶναι νὰ βγεῖ, ἂς βγεῖ».
Πάνω στὸ μήνα, ἀναγκαστικά, ἔπιασα δουλειὰ σὲ ἕνα σπίτι μὲ μωρό. Ὅμως τὸ ἔβλεπα καὶ τὸ ἀντιπαθοῦσα. Ἔτσι, χωρὶς λόγο. Παραιτήθηκα. Βρῆκα ἄλλη δουλειά.
Στὶς γιορτὲς τῆς στέλνω δῶρα μὲ τὴ γιαγιά της. Τῆς ἀρέσουν. Ρωτάει ὅλο καὶ λιγότερο γιὰ μένα κι αὐτὸ λένε εἶναι καλό.
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «Ιστορίες Μπονζάι. Η αισθητική του μικρού» του περιοδικού «Πλανόδιον». Η Ιωάννα Ντούμπρου ήταν μεταξύ των τριάντα επτά διακριθέντων του ομώνυμου διαγωνισμού που διοργάνωσε το περιοδικό το 2010.
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com