«Φιλιά στο ταβάνι» – Μαρία Κώτσια
Φιλιὰ στὸ ταβάνι
της Μαρίας Κώτσια
Οἱ ὑδρατμοὶ θαμπώνουν τὸν καθρέφτη, σκουπίζει τὴν ἐπιφάνεια μὲ τὴν παλάμη καὶ μένει νὰ κοιτᾶ τὸ παραμορφωμένο του εἴδωλο πάνω στὸ ὑγρὸ γυαλί. Αὐτὴ ἡ ὑγρασία, οἱ σταγόνες ποὺ στέκονται πάνω στὸ νωπὸ δέρμα ποὺ μπιμπικιάζει. Μὲ βαθιὲς εἰσπνοὲς ρουφᾶ τὴν παχιὰ ἀτμόσφαιρα ποὺ μυρίζει λεμόνι καὶ μέντα καὶ ἀνεπαίσθητα ἄγριο τριαντάφυλλο. Πάντα ἀπὸ τότε ποὺ μπορεῖ νὰ θυμηθεῖ τὸν ἑαυτό του, τοῦ ἄρεσε νὰ περνᾶ πολὺ ὥρα στὸ μπάνιο, ὁ ἀγαπημένος του χῶρος μέσα στὸ σπίτι. Κάθε βράδυ τὴν περίμενε νὰ γυρίσει, ν’ ἀκούσει τὰ τακούνια της πάνω στὸ παρκέ, τὰ βήματα νὰ σβήνουν στὰ παχιὰ χαλιά, νὰ γδύνεται καὶ νὰ μπαίνει στὸ μπάνιο.
Ἐκεῖ ποὺ μποροῦσε νά ‘ναι μόνος μαζί της. Μὲ προσοχὴ τὴν παρατηροῦσε κάθε βράδυ νὰ κάθεται στὸ μικρὸ βελούδινο καπιτονὲ σκαμπὸ μπροστὰ στὸν ὀβὰλ καθρέφτη, τὰ μαλλιὰ τραβηγμένα πίσω μὲ μιὰ κορδέλα, ν’ ἁπλώνει μὲ κυκλικὲς κινήσεις τὸ ἄσπρο παχὺ γαλάκτωμα σ’ ὅλο τὸ πρόσωπο καὶ τὸ λαιμό. Μετὰ ξεκολλάει μὲ προσοχὴ τὶς ψεύτικες μαῦρες γυριστὲς βλεφαρίδες ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὶς τοποθετεῖ σ’ ἕνα μικρὸ διάφανο κουτὶ γιὰ νὰ τὶς φορέσει τὸ ἑπόμενο βράδυ ξανά. Ἔπειτα μὲ στρογγυλὰ κομμάτια βαμβάκι σκουπίζει ἀπαλὰ τὸ πρόσωπο. Γύρω διάφορα μπουκαλάκια καὶ βαζάκια μὲ λοσιὸν καὶ κρέμες, βουτάει μέσα σ’ ἕνα τ’ ἀκροδάκτυλα καὶ ἁπλώνει μὲ ἀνοδικὲς κινήσεις τὴν κρέμα, κάνει μικρὰ χτυπηματάκια γύρω ἀπὸ τὰ μάτια καὶ στὸ τέλος γέρνει πίσω τὸ κεφάλι καὶ στέλνει φιλιὰ στὸ ταβάνι. «Αὐτὸ εἶναι γιὰ νὰ μὴν κάνω προγούλι» τοῦ λέει. Τὸ μπάνιο, ἡ μαμὰ μὲ τὴ μεταξωτὴ ρόμπα μὲ τὶς ὀρχιδέες καὶ τὰ φαρδιὰ μανίκια, τὶς σατὲν παντόφλες της μὲ τὸ τακουνάκι, τὴ μυρωδιὰ ἀπὸ ἄγριο τριαντάφυλλο.
Κάθεται στὸ μικρὸ σκαμπὸ καὶ βγάζει ἀπὸ τὸ πλαϊνὸ συρτάρι τὸ ψαλιδάκι τῶν νυχιῶν, δὲ χρησιμοποιεῖ νυχοκόπτη, προτιμᾶ τὰ στρογγυλὰ κομμένα νύχια. Τὰ δάκτυλά του ἴσα ποὺ χωροῦν στὰ μικρὰ κενὰ τῆς λαβῆς, οἱ ἄκρες τοῦ ἀντίχειρα καὶ τοῦ δείκτη ἀσπρίζουν ἀπὸ τὴν πίεση τοῦ λεπτοῦ μετάλλου. Κόβει τὰ νύχια ἕνα ἕνα ξεκινώντας ἀπὸ τὸ μεγάλο δάκτυλο τοῦ ἀριστεροῦ ποδιοῦ. Νιώθει τὸ αἷμα ν’ ἀνεβαίνει στὸ κεφάλι του ἀπὸ τὸ σκύψιμο, ἡ κοιλιὰ του ζουλιέται, ἡ μέση του τὸν τραβᾶ. Μετὰ παίρνει τὸ μανό, ἀνοίγει τὸ μικρὸ κόκκινο μπουκαλάκι καὶ τὸ φέρνει κοντὰ στὴ μύτη. Ἔντονη καυστικὴ ὀσμὴ γεμίζει τὰ πνευμόνια του. Βάφει μὲ προσοχὴ ὁμοιόμορφα τὰ κοντοκομμένα νύχια καὶ γυρίζει σφιχτὰ τὸ καπάκι νὰ σφραγίσει. Μεγάλα λεπτὰ πέλματα μὲ τὶς φλέβες νὰ τινάζονται πάνω στὴν καμάρα τοῦ ποδιοῦ, δέκα στρογγυλὰ κατακόκκινα νύχια. Ἀνοίγει τὴ βρύση καὶ τὸ ζεστὸ νερὸ ξαναθολώνει τὸν καθρέφτη. Ἡ μαμὰ στὴ μπανιέρα δίπλα ξυρίζει τὶς γάμπες της, τὶς ἀλείφει μὲ λάδι, μυρίζει γλυκὸ ἀμύδαγλο. Οἱ νόστιμες γάμπες τῆς μαμᾶς.
Βουτάει τὸ χοντρὸ βρεγμένο πινέλο στὸ μπὸλ μὲ τὸ σαπούνι καὶ τὸ ἀνακατέβει. Ἁπλώνει τὸν παχὺ ἀφρὸ στὰ μάγουλα, κάτω ἀπὸ τὴ μύτη, στὸ πηγούνι, στὸ λαιμό. Σανταλόξυλο. Γεμίζει τὶς παλάμες καὶ βάζει στὸ στῆθος καὶ στὶς μασχάλες του. Οἱ μυρωδιὲς μπερδεύονται μεταξύ τους καὶ τὸν ζαλίζουν, ἡ μαμὰ ξαπλωμένη μὲς τὴ μπανιέρα στὸ θολὸ νερό, γελᾶ δυνατὰ καὶ τὸν κοιτᾶ ἀνάμεσα στὰ πόδια. Ξυρίζει τὸ πρόσωπο, τὶς μασχάλες. Τὸ χέρι του τρέμει καὶ ἡ λεπίδα βρίσκει τὴ δεξιὰ ρώγα ποὺ ματώνει, σταγόνες ρὸζ αἷμα κυλοῦν στὸ στέρνο του, τὸ γέλιο της ἀντηχεῖ στ’ ἄσπρα πλακάκια, μπαίνει στὴν πληγὴ σαπούνι καὶ τὸν τσούζει. Ἀνατριχιάζει. Παίρνει τὸ μπουκάλι μὲ τὸ οἰνόπνευμα, τὸ ἀδειάζει πάνω του, ἕνα κάψιμο βαθύ. Στὴ μπανιέρα, ἡ μαμὰ κολυμπᾶ μέσα σὲ κόκκινο ὑγρό. Δὲν βγάζει ἄχνα. Ἀνοίγει τὸ βαζάκι μὲ τὴν κρέμα ἀπὸ ἄγριο τριαντάφυλλο, βάζει μέσα τὴ γλώσσα καὶ γλείφει ἀργὰ ἀργά. Σκουπίζεται. Πρὶν βγεῖ ἀπὸ τὸ δωμάτιο στέλνει φιλιὰ στὸ ταβάνι.
Πάνω στὸ κρεβάτι ἀφημένο τὸ καθαρὸ ἐσώρουχο, τὸ μαῦρο φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο καὶ τὸ σκοῦρο κοστούμι του. Στὸ πάτωμα τὰ παπούτσια, τὸ καλὸ ζευγάρι. Ντύνεται καὶ φεύγει διπλοκλειδώνοντας τὴν ἐξώπορτα.
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «Ιστορίες Μπονζάι. Η αισθητική του μικρού» του περιοδικού «Πλανόδιον». Η Μαρία Κώτσια ήταν μεταξύ των τριάντα επτά διακριθέντων του ομώνυμου διαγωνισμού που διοργάνωσε το περιοδικό το 2010.
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com