«Underground» – Νάγια Κουτρουμάνη ?>

«Underground» – Νάγια Κουτρουμάνη

Underground

της Νάγιας Κουτρουμάνη

underground

 

Ή­ταν απόγευμα, ὅ­ταν μὲ ἔ­θα­ψαν. Προ­σπά­θη­σα νὰ πά­ρω ὅ­σες πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­νά­σες μπο­ροῦ­σα, ἀλ­λὰ τὰ χώ­μα­τα μὲ σκέ­πα­σαν καὶ βυ­θί­στη­κα στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­πει­τα ἄρ­χι­σε νὰ βρέ­χει. Τὸ νε­ρὸ κυ­λοῦ­σε γύ­ρω μου, πά­νω μου, μέ­σα μου. Μοῦ μι­λοῦ­σε. «Μὴν ἀ­νη­συ­χεῖς, γλυ­κέ μου. Γρή­γο­ρα θὰ ξα­να­δεῖς τὸ φῶς». Ναί, κα­λά. Δὲν ἤ­θε­λα τέ­τοι­ου εἴ­δους πα­ρη­γο­ρι­ές. Ἤ­μουν θαμ­μέ­νος γιὰ πάν­τα σ’ ἕ­ναν ἀ­πο­πνι­κτι­κὸ τά­φο, χω­ρὶς ἐλ­πί­δα, μέ­σα σὲ μιὰ ἡ­συ­χί­α ποὺ μὲ τρέ­λαι­νε.

Εἶ­πα ἡ­συ­χί­α; Λά­θος! Τώ­ρα ποὺ ἀ­χρη­στεύ­τη­κε ἡ ὅ­ρα­ση καὶ ὀ­ξύν­θη­κε ἡἀ­κο­ή, κα­τά­λα­βα ὅ­τι ἕ­να σω­ρὸ πράγ­μα­τα συ­νέ­βαι­ναν ἐ­δῶ κά­τω. Πρῶ­τα ἦ­ταν αὐ­τὸ τὸ συ­νε­χὲς πο­δο­βο­λη­τό. Ἑ­κα­τομ­μύ­ρια μυρ­μήγ­κια ἔ­σκα­βαν κα­τα­κόμ­βες, με­τέ­φε­ραν πο­λε­μο­φό­δια, ἱ­κα­νο­ποι­οῦ­σαν τὴ βα­σί­λισ­σα. Με­τὰ ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νο τὸ σύρ­σι­μο ἀ­πὸ τὰ σκου­λή­κια ποὺ ἔ­ψα­χναν νὰ βροῦν τρο­φή. Ἔ­ψα­χναν νὰ βροῦν ἐ­μέ­να. Καὶ με­τὰ ἦ­ταν κά­τι ἄλ­λο. Κά­τι ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ προσ­δι­ο­ρί­σω, κά­τι ποὺ ἐρ­χό­ταν ἀ­πὸ μέ­σα μου. Σὰν νὰ πρη­ζό­μου­να, σὰν νὰ ἔ­σκα­ζε τὸ δέρ­μα μου. Ἦ­ταν τρο­μα­χτι­κό. Μιὰ ἀ­σθέ­νεια τοῦ σκο­τα­διοῦ. Ἡ ἀρ­ρώ­στια τῶν φυ­λα­κι­σμέ­νων.

Κά­θε μέ­ρα ἄ­κου­γα φω­νὲς ἀ­πὸ τὸν κό­σμο πά­νω ἀ­πὸ τὰ χώ­μα­τα. Πα­τοῦ­σαν πά­νω ἀ­πὸ τὸν τά­φο μου μὲ τὶς βα­ρι­ές τους γα­λό­τσες καὶ γέ­λα­γαν. Τὰ γου­ρού­νια! Θά ‘θε­λα νὰ ξέ­ρω τί θὰ ἔ­κα­ναν ἂν βρι­σκόν­του­σαν στὴ θέ­ση μου. Ἡ μό­νη εὐ­χά­ρι­στη ὥ­ρα ἦ­ταν τὸ δρο­σε­ρὸ νε­ρὸ τῆς βρο­χῆς ποὺ μὲ μού­σκευ­ε ὣς τὸ κό­κα­λο καὶ μ’ ἔ­κα­νε νὰ αἰ­σθά­νο­μαι ἀ­κό­μα ζων­τα­νός. Καὶ ἡ φω­νή του, βάλ­σα­μο στὴ σκο­τει­νή μου ὕ­παρ­ξη: «Γρή­γο­ρα θὰ δεῖς τὸ φῶς. Λί­γες μέ­ρες ἀ­πο­μέ­νουν.»

Τὶς ἀ­τέ­λει­ω­τες ὧ­ρες ποὺ ἔ­κα­να δι­ά­λο­γο μὲ τὸν ἑ­αυ­τό μου ἀ­να­ρω­τι­ό­μου­να τί στὸ δι­ά­ο­λο ἔ­κα­να καὶ μοῦ ἄ­ξι­ζε μιὰ τέ­τοι­α τι­μω­ρί­α. Ἀ­κό­μα καὶ δο­λο­φό­νος νὰ ἤ­μου­να, θὰ μὲ κά­θι­ζαν στὴν ἠ­λε­κτρι­κὴ κα­ρέ­κλα καὶ ὅ­λα θὰ τέ­λει­ω­ναν σὲ μιὰ στιγ­μή. Αὐ­τὸ τὸ μαρ­τύ­ριο ὅ­μως δὲν εἶ­χε τέ­λος. Δὲν ὑ­πάρ­χει χρό­νος μέ­σα στὸ σκο­τά­δι τῆς γῆς.

Τό­τε ἦ­ταν ποὺ ἄ­κου­σα τὴ φω­νή. Ἕ­να κο­ρι­τσί­στι­κο κλά­μα ποὺ ἐρ­χό­ταν ἀ­πὸ δε­ξιά μου. Κά­ποι­α ἄλ­λη ψυ­χὴ ἦ­ταν θαμ­μέ­νη ἐ­κεῖ. Ἴ­σως πιὸ βα­θιά, ἴ­σως πιὸ σκο­τει­νά. Μή­πως ἔ­πρε­πε νὰ εὐ­χα­ρι­στῶ τὸ Θε­ὸ ποὺ ὑ­πῆρ­χαν καὶ χει­ρό­τε­ρα;

«Εἶ­ναι κα­νεὶς ἐ­κεῖ;» φώ­να­ξα. Ἀ­πό­λυ­τη σι­ω­πή. «Μ’ ἀ­κοῦ­τε; Σᾶς ἔ­χουν θά­ψει κι ἐ­σᾶς;»

Ἕ­να πνι­χτὸ νι­α­ού­ρι­σμα ἀ­κού­στη­κε. Τέν­τω­σα τ’ αὐ­τιά μου. «Βο­ή­θεια!» φώ­να­ξε κα­θα­ρὰ τώ­ρα μιὰ γυ­ναί­κα. «Μ’ ἀ­κού­ει κα­νείς;»

«Ναί! Σᾶς ἀ­κού­ω», οὔρ­λια­ξα μὲ λα­χτά­ρα. «Δὲν εἶ­στε μό­νη. Εἶ­μαι κι ἐ­γὼ ἐ­δῶ. Δί­πλα σας». Κι αὐ­τὸ τὸ δί­πλα σας μοῦ ἔ­δω­σε τὴ δύ­να­μη νὰ συ­νε­χί­σω νὰ ἐλ­πί­ζω. Για­τὶ τώ­ρα ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­μαι δι­πλὰ δυ­να­τὸς καὶ γιὰ κεί­νη.

«Τὸ δέρ­μα μου» κλα­ψού­ρι­σε. «Σκά­ει τὸ δέρ­μα μου!»

«Μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ­τε. Συμ­βαί­νει αὐ­τό. Πρέ­πει νὰ κά­νε­τε ὑ­πο­μο­νή. Ἄ­κου­σα ὅ­τι σὲ λί­γες μέ­ρες θὰ μᾶς βγά­λουν!» Προ­σπά­θη­σα νὰ κά­νω τὴ φω­νή μου ὅ­σο πιὸ κα­θη­συ­χα­στι­κὴ μπο­ροῦ­σα καὶ νὰ πι­στέ­ψω κι ἐ­γὼ στὶς φῆ­μες. «Τὸ μό­νο ποὺ πρέ­πει νὰ κά­νε­τε εἶ­ναι νὰ μὴν κου­νι­έ­στε, ὥ­στε νὰ μὴν κα­τα­λά­βουν τὰ σκου­λή­κια ὅ­τι βρί­σκε­στε ἐ­κεῖ. Κα­τα­λά­βα­τε; Εἶ­ναι μό­νο θέ­μα χρό­νου. Κρα­τη­θεῖ­τε!»

Ἤ­ξε­ρα ὅ­τι τῆς εἶ­χα δώ­σει ἐλ­πί­δες. Δὲν ἔ­κλαι­γε πιά. Πό­σο θά ‘θε­λα νὰ μπο­ροῦ­σα νὰ τὴ δῶ. Νὰ τὴ σφί­ξω ἐ­πά­νω μου. Ἀλ­λὰ τὸ χῶ­μα ἦ­ταν πυ­κνὸ κι ἐ­γὼ τρο­με­ρὰ ἀ­δύ­να­μος.

Ἡ βρο­χὴ ἔ­πε­σε λυ­τρω­τι­κὰ ἐ­πά­νω μου. «Αὔ­ριο», μοῦ ψι­θύ­ρι­σε. «Αὔ­ριο, βγαί­νεις. Μιὰ βρα­διὰ ἀ­κό­μη». Ἄχ, καὶ νὰ εἶ­χε δί­κιο. «Θὰ βγεῖ κι ἐ­κεί­νη;» ρώ­τη­σα, ἀλ­λὰ δὲν πῆ­ρα ἀ­πάν­τη­ση.

«Μ’ ἀ­κοῦ­τε;» τῆς φώ­να­ξα. «Βγαί­νου­με αὔ­ριο. Δε­σποι­νίς;» Τί­πο­τα. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ ἕ­να θό­ρυ­βο ποὺ ἐρ­χό­ταν ἀ­πὸ τὰ σα­γό­νια τῆς κό­λα­σης. Ἕ­να σκου­λή­κι ἔ­τρω­γε κά­τι ποὺ βρι­σκό­ταν στὰ δε­ξιά μου. Ὄ­χι, δὲν ἦ­ταν δί­και­ο. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ χα­θεῖ ἔ­τσι ἡ μο­να­δι­κή μου φί­λη. Δαγ­κώ­θη­κα, σφί­χτη­κα, κό­κα­λα καὶ μύ­ες πό­νε­σαν τό­σο ποὺ μοῦ κό­πη­κε ἡ ἀ­να­πνο­ὴ καὶ ἄ­φη­σα μιὰ κραυ­γή, ποὺ εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι τὰ γου­ρού­νια ἐ­πά­νω τὸ ἄ­κου­σαν καὶ τοὺς κό­πη­κε τὸ γέ­λιο.

Καὶ τό­τε ἔ­σκα­σα. Ἕ­να πρά­σι­νο ὑ­λι­κὸ βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ δέρ­μα μου καὶ σὰν στή­λη προ­χώ­ρη­σε πρὸς τὰ πά­νω μὲ ὁρ­μή. Ἦ­ταν ἀ­πί­στευ­το. Ἀν­τὶ νὰ πε­θαί­νω, ψή­λω­να. Πε­τά­χτη­κα πά­νω ἀ­π’ τὸ χῶ­μα. Μό­νο με­ρι­κὰ ἑ­κα­το­στά. Ὅ­μως ἔ­βλε­πα καὶ πά­λι τὸν ἥ­λιο. Ἕ­να χέ­ρι μὲ ἄγ­γι­ξε. «Κοί­τα μπαμ­πά, βγῆ­κε τὸ πρῶ­το φα­σό­λι!»

Θε­έ μου! Ἤ­μουν φα­σό­λι! Πο­τὲ δὲν θὰ πή­γαι­να σχο­λεῖ­ο, δὲν θὰ παν­τρευ­ό­μουν, δὲν θὰ εἶ­χα σκύ­λο ἢ αὐ­το­κί­νη­το, δὲν θὰ περ­νοῦ­σα τὰ Κυ­ρι­α­κά­τι­κα πρω­ι­νὰ κα­θι­σμέ­νος στὸ σα­λό­νι νὰ δι­α­βά­ζω ἐ­φη­με­ρί­δα.

Κοί­τα­ξα τὸ λι­βά­δι γύ­ρω μου. Ὅ­που νά ‘ναι θὰ ἔ­σκα­γαν καὶ τὰ ἄλ­λα φα­σό­λια. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ φα­σό­λι στὰ δε­ξιά μου. Αὐ­τὸ δὲν εἶ­χε τύ­χη. Του­λά­χι­στον, σκέ­φτη­κα, πέ­θα­νε χω­ρὶς νὰ μά­θει. Ποι­ὸς ξέ­ρει; Ἴ­σως καὶ νὰ ἦ­ταν τὸ πιὸ τυ­χε­ρὸ ἀ­π’ ὅ­λα μας.

Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «Ιστορίες Μπονζάι. Η αισθητική του μικρού» του περιοδικού «Πλανόδιον». Η Νάγια Κουτρουμάνη ήταν μεταξύ των τριάντα επτά διακριθέντων του ομώνυμου διαγωνισμού που διοργάνωσε το περιοδικό το 2010.

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *