«Τραπέζι στη λιακάδα» – Κατερίνα Κοντοπούλου ?>

«Τραπέζι στη λιακάδα» – Κατερίνα Κοντοπούλου

Τρα­πέ­ζι στὴ λι­α­κά­δα

της Κατερίνας Κοντοπούλου

 

bread4

 

Θα πιάστηκες μὲ τὶς δου­λει­ὲς καὶ ἄρ­γη­σες τό­σο νὰ ἔρ­θεις, εἰ­δι­κὰ σή­με­ρα. Ξε­κί­νη­σες νὰ φτιά­χνεις πρῶ­τα τὸ ρα­βα­νὶ γιὰ νὰ προ­λά­βει νὰ τρα­βή­ξει τὸ σι­ρό­πι του, με­τὰ τὸ ζυ­μω­τὸ ψω­μὶ καὶ τὴν χορ­τό­πι­τα καὶ τὴν πα­ρα­μο­νὴ τὶς πα­τά­τες για­χνί. Ἐ­λι­ές, φέ­τα, ρα­δί­κια σα­λά­τα εἶ­ναι τῆς τε­λευ­ταί­ας στιγ­μῆς, τὰ ἄ­φη­σες γιὰ ἀ­νή­με­ρα. Κα­τέ­βα­σες καὶ τὸ κόκ­κι­νο κρα­σὶ τοῦ παπ­ποῦ καὶ δυ­ὸ πο­τή­ρια ἀ­πὸ τὰ κα­λὰ καὶ πῆ­ρες δρό­μο. Περ­νᾶς τὴν πύ­λη καὶ ὅ­λα εἶ­ναι τό­σο γνώ­ρι­μα. Μὲ κλει­στὰ μά­τια θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ βρεῖς τὸν σω­στὸ δι­ά­δρο­μο. Δὲν τὰ κλεί­νεις, βέ­βαι­α. Αὐ­τὰ μό­νο ἐ­γὼ τὰ κά­νω γιὰ νὰ ἀ­κού­σω με­τὰ «Κό­ψε τὰ παι­δι­α­ρί­σμα­τα», ποὺ θὰ μοῦ ἔ­λε­γες αὐ­στη­ρά.

Ἄρ­γη­σα σή­με­ρα μὲ τὶς δου­λει­ὲς καὶ ὁ ἥ­λιος πῆ­ρε νὰ πυ­ρώ­νει. Εὐ­τυ­χῶς ἐ­δῶ ἔ­χει σκιά. Ζε­στὴ ἄ­νοι­ξη θὰ ἔ­χου­νε φέ­τος. Δὲν ἔ­βρε­ξε κα­θό­λου αὐ­τὲς τὶς μέ­ρες, Μάρ­της-γδάρ­της σοῦ λέ­νε με­τά. Κα­λύ­τε­ρα, θὰ εἶ­χα πε­ρισ­σό­τε­ρα νὰ συμ­μα­ζέ­ψω σή­με­ρα. Ἐ­νῶ τώ­ρα μό­νο ἕ­να σκού­πι­σμα θέ­λει τὸ μάρ­μα­ρο. Ἕ­τοι­μοι εἴ­μα­στε γιὰ τὸ φα­γη­τό. Γιὰ τὴν πιὸ ὡ­ραί­α ὥ­ρα τῆς ἡ­μέ­ρας. Τὴ μό­νη ὡ­ραί­α ὥ­ρα τῆς ἡ­μέ­ρας.

Θὰ ἤ­θε­λα νὰ τεν­τω­θῶ σὲ τέ­τοι­α λι­α­κά­δα, ἀλ­λὰ μπο­ρῶ μό­νο νὰ σὲ βλέ­πω ποὺ βγά­ζεις τα­πε­ρά­κια καὶ τὰ στρώ­νεις. Τε­λευ­ταῖ­α μέ­νουν τὰ κο­λο­νά­τα κρυ­στάλ­λι­να πο­τή­ρια μὲ χά­ραγ­μα στὸ χέ­ρι ἀ­πὸ δι­α­μάν­τι. Δῶ­ρο τῆς για­γιᾶς Κων­σταν­τί­νας. Μὲ τὸ ποὺ τὰ στό­λι­σες γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὸν μπου­φέ, ἔ­πε­σε ἕ­να πο­τή­ρι τοῦ κρα­σιοῦ πά­νω σὲ ἕ­να ἄλ­λο καὶ σπά­σα­νε καὶ τὰ δύο. «Γού­ρι», εἴ­πα­νε. Ὅ­ταν ἔ­φυ­γε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ὁ μπαμ­πὰς ἀ­πὸ τὸ σπί­τι, ἤ­σουν ἕ­τοι­μη νὰ σπά­σεις ἡ ἴ­δια τὸ τρί­το. Για­τί κρα­τή­θη­κες; Μὴ ξυ­πνή­σου­με ἀ­πὸ τὴ φα­σα­ρί­α; Τζάμ­πα κό­πος ρὲ μά­να, ὅ­λα τὰ ἀ­κού­γα­με. Στὶς ἑ­πό­με­νες γι­ορ­τὲς καὶ ὑ­πῆρ­ξαν πολ­λές, κρα­τοῦ­σες γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου τὸ πιὸ φτη­νό πο­τή­ρι ποὺ ἀ­ε­ρο­βα­φτί­στη­κε τοῦ κρα­σιοῦ. Τὸ γυ­ά­λι­νο κον­τὸ πο­τή­ρι ἀ­πὸ μί­α συ­σκευ­α­σί­α μου­στάρ­δας. Δὲν θυ­μᾶ­μαι πό­σες γι­ορ­τὲς κά­να­με ἀ­πὸ τό­τε, θυ­μᾶ­μαι ὅ­μως πὼς ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν κα­λε­σμέ­νων ἦ­ταν πάν­το­τε μο­νός. Σοῦ τό ‘χα πεῖ μιὰ μέ­ρα ὅ­τι τὸ ἔ­χω προ­σέ­ξει καὶ μὲ ἀγ­κά­λια­σες ἄ­γαρ­μπα, «τὸ δι­κό μου τὸ ἀ­γο­ρά­κι», εἶ­πες. Ἔ­τσι ἤ­μουν ἀ­πὸ μι­κρός, ὅ,τι δὲν κα­τα­λά­βαι­να καὶ ὅ,τι μὲ ἐ­νο­χλοῦ­σε τὸ ἀ­ριθ­μοῦ­σα καὶ τὸ ἔ­βα­ζα σὲ κου­τά­κια, σὰν τὰ τε­τρά­γω­να στὸ κου­τσὸ ποὺ παί­ζα­με στὴν πλα­τεί­α.

Ὅ­λα μοῦ τὰ ξε­σή­κω­σες. Καὶ στὸ φα­γη­τό, ἴ­διοι. Θὰ ἤ­θε­λες νὰ τη­γα­νί­σω κε­φτε­δά­κια σή­με­ρα, πάν­τα κά­νω στὶς γι­ορ­τές, τὸ ξέ­ρω πό­σο σοῦ ἀ­ρέ­σουν μὰ δὲν πή­γαι­νε τὸ χέ­ρι μου νὰ πιά­σω κρέ­ας. Καὶ δὲν τὸ λέ­ω γιὰ τὴ νη­στεί­α, ποὺ ἔ­πε­σαν φέ­τος ὅ­λες οἱ γι­ορ­τὲς μέ­σα στὴν σα­ρα­κο­στή, ἂν ἤ­θε­λα θὰ ἔ­βρι­σκα τρό­πο, μὲ ξέ­ρεις. Μι­κρό, δὲ σὲ μπού­κω­να κρυ­φὰ με­ζέ­δες, γιὰ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α σου; Μπου­κιὰ τὴ μπου­κιὰ σὲ ἀ­νά­στη­σα καὶ ἔ­φτα­σες μέ­χρι καὶ στὸ πο­δό­σφαι­ρο νὰ σὲ πά­ρου­νε. Τὸν βά­ζω στὸ βίν­τε­ο τὸν ἀ­γώ­να σου ποὺ ἔ­γρα­ψε ὁ Βα­σί­λης κα­μιὰ φο­ρὰ νὰ νι­ώ­θω τὴν μα­τιά σου νὰ πέ­φτει ἐ­λα­φριὰ πά­νω μου. Νὰ σὲ βλέ­πω νὰ τρέ­χεις. Νὰ σὲ βλέ­πω ὄρ­θιο.

Μοῦ ἔμ­πη­γες τὶς φω­νὲς ὅ­πο­τε μὲ πε­τύ­χαι­νες πί­σω ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα ἕ­τοι­μο νὰ φύ­γω. «Καὶ στὴν κοι­λιὰ μέ­σα, ὄρ­θιος ἤ­σουν», ἔ­τσι δὲν μοῦ ἔ­λε­γες; Ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι νὰ ἤ­μουν καὶ ἂς ἦ­ταν ὁ­που­δή­πο­τε. Ἔ­ξω. Νὰ μυ­ρί­ζω τὸ χῶ­μα. Φεύ­γεις; Στραγ­γί­ζεις λί­γο λά­δι, δυ­ὸ τρεῖς κόμ­πους ἀ­πὸ τὸ σι­ρό­πι, πί­νεις μί­α τε­λευ­ταῖ­α γου­λιὰ ἀ­πὸ τὸ κρα­σὶ καὶ ρί­χνεις τὸ ὑ­πό­λοι­πο στὸ χῶ­μα δί­πλα στὸ μάρ­μα­ρο ποὺ παίρ­νει τὸ χρῶ­μα τῶν μαύ­ρων στα­φυ­λι­ῶν ποὺ ἔ­βα­φαν τὰ ροῦ­χα μας ὅ­σο βο­η­θού­σα­με στὸ κτῆ­μα κά­θε Σε­πτέμ­βρη. Αὐ­τὴ ἡ κί­νη­ση εἶ­ναι τό­σο πα­λιά. Θυ­μᾶ­μαι νὰ τὴν κά­νει ὁ παπ­ποὺς τὴν Κυ­ρια­κὴ τῆς Λαμ­πρῆς, ὅ­σο ψή­να­νε στὴν αὐ­λὴ καὶ μι­σο­τρώ­γα­νε. Πρῶ­τα κοι­τοῦ­σε τὸν οὐ­ρα­νό, σὰν νὰ εἶ­χαν μυ­στι­κὰ οἱ δυ­ό τους καὶ με­τὰ ἔ­χυ­νε τὸ κρα­σὶ στὴ γῆ.

Φεύ­γω γιὰ τώ­ρα, μὰ θὰ ξα­νάρ­θω στὸ ὑ­πό­σχο­μαι. Ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ τρα­πέ­ζι κρα­τι­έ­μαι. Θὰ ξα­νάρ­θω. Κου­ρά­στη­κα νὰ σέρ­νω τὶς ἀ­να­μνή­σεις μου στὸ ξε­ρὸ χῶ­μα περ­νών­τας ἀ­πὸ τὴν μί­α κού­φια μέ­ρα στὴν ἑ­πό­με­νη, κου­ρά­στη­κα ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τὶς φω­νές τους, κου­ρά­στη­κα νὰ πε­ρι­μέ­νω τὰ γη­ρα­τειὰ γιὰ νὰ στα­μα­τή­σω νὰ πο­νά­ω. Ἐ­δῶ πέ­ρα, πά­νω σὲ αὐ­τὰ τὰ λευ­κὰ νη­σά­κια, ὅ­λα εἶ­ναι λυ­μέ­να γιὰ πάν­τα.

 

Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «Ιστορίες Μπονζάι. Η αισθητική του μικρού» του περιοδικού «Πλανόδιον». Η Κατερίνα Κοντοπούλου ήταν μεταξύ των τριάντα επτά διακριθέντων του ομώνυμου διαγωνισμού που διοργάνωσε το περιοδικό το 2010.

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *