«Εστία Μοτέλ» – Αδαμαντινή Καβαλλιεράτου
Ἑστία Μοτέλ
της Αδαμαντινής Καβαλλιεράτου
Από τότε ποὺ θυμᾶμαι τὸν ἑαυτό μου, θυμᾶμαι καὶ κάποιο ξενοδοχεῖο. Οἱ πανσιόν, οἱ ξενῶνες, τὰ φθηνὰ μοτέλ, εἶναι τὸ σπίτι μου. Μεγάλωσα μόνο μὲ τὴ μητέρα μου. Γιὰ τὸν πατέρα μου δὲν ξέρω πολλά. Μοῦ ἔλεγαν ὅτι πέθανε, ὅταν ἤμουν μικρός, μὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μᾶς ἐγκατέλειψε μόλις γεννήθηκα. Ἡ μητέρα ἦταν καθαρίστρια σὲ ξενοδοχεῖο. Συχνὰ μὲ ἔπαιρνε μαζί της στὴ δουλειά. Κάθε φορὰ ποὺ ἀνοίγαμε καὶ κλείναμε πίσω μας τὴν πόρτα ἑνὸς δωματίου, ἔνιωθα παράξενα, σὰν νὰ εἰσέβαλλα στὴ ζωὴ ἑνὸς ἀγνώστου, σὰν νὰ εἶχα γιὰ λίγο στὴ διάθεσή μου ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴ δική του πραγματικότητα. Αὐτὸ ὅμως ποὺ μοῦ ἄρεσε πάντα περισσότερο ἦταν, ὅταν ὁ πελάτης εἶχε ἀναχωρήσει, νὰ ἐπιστρέφω στὴ γαλήνη ποὺ προσφέρουν τὰ ἄδεια δωμάτια.
Ὅταν μεγάλωσα ἔπιασα κι ἐγὼ δουλειὰ σὲ ἕνα μοτὲλ στὴν ἔξοδο τῆς πόλης. Οἱ πελάτες ποὺ τὸ ἐπισκέπτονταν ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἀναζητοῦσαν τὸ πιὸ φθηνὸ κατάλυμα ἢ ἕνα δωμάτιο γιὰ νὰ περάσουν λίγες ὧρες μὲ συντροφιά. Ἐκεῖ γνώρισα κι ἐρωτεύτηκα μιὰ κοπέλα· ἦταν καμαριέρα. Ἤμασταν μαζὶ κάνα-δυὸ χρόνια, ὅταν ὁ ἰδιοκτήτης μᾶς ἀνακοίνωσε ὅτι δὲν ἤθελε τὸ μοτὲλ πιά. Πούλησα τὸ σπίτι τῆς μητέρας μου ποὺ εἶχε πεθάνει, ἔβαλα καὶ κάποια χρήματα ποὺ εἶχα μαζέψει καὶ τὸ πῆρα. Ἡ κοπέλα μου τότε μοῦ εἶπε: «θὰ ἦταν ὡραῖο νὰ γίνουμε οἰκογένεια τώρα» κι ἐγὼ συμφώνησα. Παντρευτήκαμε, διαμορφώσαμε δυὸ ὑπόγεια δωμάτια σὲ ἕνα μικρὸ σπιτάκι, κι ἀρχίσαμε νὰ δουλεύουμε τὸ μοτέλ μας.
Λίγο καιρὸ μετὰ φτιάχτηκε ὁ καινούργιος αὐτοκινητόδρομος καὶ πολλοὶ ταξιδιῶτες σταματοῦσαν γιὰ νὰ περάσουν τὴ νύχτα. Ἡ γυναίκα μου ἔκλεισε συμφωνίες μὲ πρακτορεῖα καὶ ἀνὰ περιόδους ἔφταναν ποῦλμαν μὲ τουρίστες ποὺ γέμιζαν τὰ δωμάτια. Κάποια στιγμή μοῦ εἶπε: «θὰ ἦταν ὡραῖο νὰ εἴχαμε ἕνα παιδὶ τώρα» κι ἐγὼ συμφώνησα. Καὶ τὸ παιδὶ ἦρθε μιὰ μέρα ποὺ ἔφτασαν στὸ μοτὲλ ταυτόχρονα δυὸ ποῦλμαν. Κι ἐκείνη γεννοῦσε ἐνῶ ἐγὼ βρισκόμουν στὴ ρεσεψιόν, καλωσόριζα τοὺς πελάτες καὶ τοὺς ὁδηγοῦσα στὰ δωμάτια. Ὅμως τὸ παιδὶ δὲν ἔμεινε καιρὸ κοντά μας, ξεψύχησε στὸν ὕπνο του λίγες μέρες μετά. Γιὰ ἑβδομάδες ἡ μητέρα του ἔμεινε κλειδωμένη στὸ δωμάτιό της. Ἄκουγα τὸ κλάμα της τὶς νύχτες, ὅσο ἐξυπηρετοῦσα τοὺς πελάτες στὸ μπάρ.
Ὁ καιρὸς πέρασε καὶ μιὰ μέρα βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιο καὶ μοῦ εἶπε: «ἂς πᾶμε παρακάτω τώρα» κι ἐγὼ συμφώνησα. Γιὰ ὅ,τι εἶχε συμβεῖ δὲν συζητήσαμε ξανὰ κι οὔτε σκεφτήκαμε νὰ κάνουμε ἄλλα παιδιά. Συνεχίσαμε νὰ δουλεύουμε, μὰ τὰ πράγματα σιγὰ-σιγὰ ἄλλαξαν. Καινούργια ξενοδοχεῖα φτιάχτηκαν πάνω στὸν αὐτοκινητόδρομο, ἡ πελατεία λιγόστεψε, οἱ σταθεροὶ πελάτες ἔρχονταν ὅλο καὶ πιὸ σπάνια. Ἕνα πρωὶ ἐκείνη μάζεψε τὰ πράγματά της, κατέβηκε στὴ ρεσεψιὸν καὶ μοῦ εἶπε: «θὰ ἦταν καλύτερα, ἂν ἔφευγα τώρα» κι ἐγὼ δὲν μίλησα καὶ ἔτσι ἔφυγε καὶ δὲν τὴν εἶδα ξανά.
Ἀπὸ τότε κράτησα μόνος μου τὸ μοτέλ. Δὲν μοῦ ἔμενε χρόνος νὰ σκέφτομαι πολλά. Περνοῦσα ὅλη τὴ μέρα πίσω ἀπὸ τὴ ρεσεψιὸν περιμένοντας ἢ ἀποχαιρετώντας τοὺς λιγοστοὺς πιὰ πελάτες ποὺ ἔφευγαν μὲ μοῦτρα. Σιγὰ-σιγὰ τὸ μέρος ἄρχισε νὰ ἐρημώνει. Ὁ κῆπος γέμισε ἀγριόχορτα καὶ οἱ τοῖχοι μούχλα καὶ ὑγρασία. Τὸ κάποτε κόκκινο χαλὶ τῆς εἰσόδου εἶχε γίνει καφὲ καὶ μύριζε ἄσχημα καὶ οἱ κουρτίνες εἶχαν κιτρινίσει καὶ κρέμονταν.
Λίγο καιρὸ ἀφοῦ ἔφυγε ἡ γυναίκα μου, κλείδωσα τὰ δυὸ δωμάτια ποὺ εἴχαμε προσαρμόσει σὲ σπίτι καὶ δὲν ξαναπάτησα ἐκεῖ μέσα. Ἀκόμα καὶ σήμερα ποὺ τὸ μοτὲλ δὲν λειτουργεῖ πιά, κάθομαι ὅλη μέρα πίσω ἀπὸ τὴ ρεσεψιόν. Μόνο ὅταν βραδιάζει μπαίνω σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἄδεια δωμάτια —διαφορετικὸ κάθε φορά— καὶ περνάω τὴ νύχτα. Πρὶν ξαπλώσω, ἐλέγχω ἂν ὅλα εἶναι στὴ θέση τους: τὰ μπουκαλάκια μὲ τὸ σαπούνι καὶ τὸ σαμπουάν, οἱ πετσέτες διπλωμένες στὸ κρεβάτι, ἡ Βίβλος στὸ συρτάρι τοῦ κομοδίνου· ἔπειτα ξαπλώνω στὰ σκοτεινά. Εἶναι φορὲς ποὺ νομίζω ὅτι ἀκούω τὰ βήματά της στὸ διάδρομο ποὺ ὁδηγεῖ στὰ δωμάτια, μὰ ἀφοῦ συγκεντρώνομαι, οἱ μόνοι ἦχοι ποὺ φτάνουν στὰ αὐτιά μου τελικὰ εἶναι ὁ ἄνεμος ποὺ περνάει μέσα ἀπὸ τὰ χαλασμένα παράθυρα, τὸ ξεχαρβαλωμένο ψυγεῖο τοῦ μπὰρ καὶ τὰ ὀχήματα ποὺ διασχίζουν τὸν αὐτοκινητόδρομο μπροστά. Ποὺ καὶ ποὺ ἀκούγεται καὶ τὸ κουδούνι τῆς εἰσόδου ποὺ χτυπάει κάποιος περαστικός. Τότε σηκώνομαι, κατεβαίνω στὴ ρεσεψιόν, ἀνάβω τὰ φῶτα κι ἀνοίγω τὴν πόρτα· ἡ ἐπιγραφὴ ΕΣΤΙΑ ΜΟΤΕΛ κρέμεται ἀκόμα στὴν πρόσοψη τοῦ κτιρίου, ἂν καὶ σβησμένη ἐδῶ καὶ χρόνια.
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «Ιστορίες Μπονζάι. Η αισθητική του μικρού» του περιοδικού «Πλανόδιον».