«Εστία Μοτέλ» – Αδαμαντινή Καβαλλιεράτου ?>

«Εστία Μοτέλ» – Αδαμαντινή Καβαλλιεράτου

Ἑ­στί­α Μο­τέλ

της Αδαμαντινής Καβαλλιεράτου

 111815411

Από τότε ποὺ θυμᾶμαι τὸν ἑαυτό μου, θυ­μᾶ­μαι καὶ κά­ποι­ο ξε­νο­δο­χεῖ­ο. Οἱ παν­σιόν, οἱ ξε­νῶ­νες, τὰ φθη­νὰ μο­τέλ, εἶ­ναι τὸ σπί­τι μου. Με­γά­λω­σα μό­νο μὲ τὴ μη­τέ­ρα μου. Γιὰ τὸν πα­τέ­ρα μου δὲν ξέ­ρω πολ­λά. Μοῦ ἔ­λε­γαν ὅ­τι πέ­θα­νε, ὅ­ταν ἤ­μουν μι­κρός, μὰ ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι μᾶς ἐγ­κα­τέ­λει­ψε μό­λις γεν­νή­θη­κα. Ἡ μη­τέ­ρα ἦ­ταν κα­θα­ρί­στρια σὲ ξε­νο­δο­χεῖ­ο. Συ­χνὰ μὲ ἔ­παιρ­νε μα­ζί της στὴ δου­λειά. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἀ­νοί­γα­με καὶ κλεί­να­με πί­σω μας τὴν πόρ­τα ἑ­νὸς δω­μα­τί­ου, ἔ­νι­ω­θα πα­ρά­ξε­να, σὰν νὰ εἰ­σέ­βαλ­λα στὴ ζω­ὴ ἑνὸς ἀ­γνώ­στου, σὰν νὰ εἶ­χα γιὰ λί­γο στὴ δι­ά­θε­σή μου ἕ­να κομ­μά­τι ἀ­πὸ τὴ δι­κή του πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αὐ­τὸ ὅ­μως ποὺ μοῦ ἄ­ρε­σε πάν­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἦ­ταν, ὅ­ταν ὁ πε­λά­της εἶ­χε ἀ­να­χω­ρή­σει, νὰ ἐ­πι­στρέ­φω στὴ γα­λή­νη ποὺ προ­σφέ­ρουν τὰ ἄ­δεια δω­μά­τια.

Ὅ­ταν με­γά­λω­σα ἔ­πια­σα κι ἐ­γὼ δου­λειὰ σὲ ἕ­να μο­τὲλ στὴν ἔ­ξο­δο τῆς πό­λης. Οἱ πε­λά­τες ποὺ τὸ ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν ἦ­ταν αὐ­τοὶ ποὺ ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν τὸ πιὸ φθη­νὸ κα­τά­λυ­μα ἢ ἕ­να δω­μά­τιο γιὰ νὰ πε­ρά­σουν λί­γες ὧ­ρες μὲ συν­τρο­φιά. Ἐ­κεῖ γνώ­ρι­σα κι ἐ­ρω­τεύ­τη­κα μιὰ κο­πέ­λα· ἦ­ταν κα­μα­ρι­έ­ρα. Ἤ­μα­σταν μα­ζὶ κά­να-δυ­ὸ χρό­νια, ὅ­ταν ὁ ἰ­δι­ο­κτή­της μᾶς ἀ­να­κοί­νω­σε ὅ­τι δὲν ἤ­θε­λε τὸ μο­τὲλ πιά. Πού­λη­σα τὸ σπί­τι τῆς μη­τέ­ρας μου ποὺ εἶ­χε πε­θά­νει, ἔ­βα­λα καὶ κά­ποι­α χρή­μα­τα ποὺ εἶ­χα μα­ζέ­ψει καὶ τὸ πῆ­ρα. Ἡ κο­πέ­λα μου τό­τε μοῦ εἶ­πε: «θὰ ἦ­ταν ὡ­ραῖ­ο νὰ γί­νου­με οἰ­κο­γέ­νεια τώ­ρα» κι ἐ­γὼ συμ­φώ­νη­σα. Παν­τρευ­τή­κα­με, δι­α­μορ­φώ­σα­με δυ­ὸ ὑ­πό­γεια δω­μά­τια σὲ ἕ­να μι­κρὸ σπι­τά­κι, κι ἀρ­χί­σα­με νὰ δου­λεύ­ου­με τὸ μο­τέλ μας.

Λί­γο και­ρὸ με­τὰ φτι­ά­χτη­κε ὁ και­νούρ­γιος αὐ­το­κι­νη­τό­δρο­μος καὶ πολ­λοὶ τα­ξι­δι­ῶ­τες στα­μα­τοῦ­σαν γιὰ νὰ πε­ρά­σουν τὴ νύ­χτα. Ἡ γυ­ναί­κα μου ἔ­κλει­σε συμ­φω­νί­ες μὲ πρα­κτο­ρεῖ­α καὶ ἀ­νὰ πε­ρι­ό­δους ἔ­φτα­ναν ποῦλ­μαν μὲ του­ρί­στες ποὺ γέ­μι­ζαν τὰ δω­μά­τια. Κά­ποι­α στιγ­μή μοῦ εἶ­πε: «θὰ ἦ­ταν ὡ­ραῖ­ο νὰ εἴ­χα­με ἕ­να παι­δὶ τώ­ρα» κι ἐ­γὼ συμ­φώ­νη­σα. Καὶ τὸ παι­δὶ ἦρ­θε μιὰ μέ­ρα ποὺ ἔ­φτα­σαν στὸ μο­τὲλ ταυ­τό­χρο­να δυ­ὸ ποῦλ­μαν. Κι ἐ­κεί­νη γεν­νοῦ­σε ἐ­νῶ ἐ­γὼ βρι­σκό­μουν στὴ ρε­σε­ψιόν, κα­λω­σό­ρι­ζα τοὺς πε­λά­τες καὶ τοὺς ὁ­δη­γοῦ­σα στὰ δω­μά­τια. Ὅ­μως τὸ παι­δὶ δὲν ἔ­μει­νε και­ρὸ κον­τά μας, ξε­ψύ­χη­σε στὸν ὕ­πνο του λί­γες μέ­ρες με­τά. Γιὰ ἑ­βδο­μά­δες ἡ μη­τέ­ρα του ἔ­μει­νε κλει­δω­μέ­νη στὸ δω­μά­τιό της. Ἄ­κου­γα τὸ κλά­μα της τὶς νύ­χτες, ὅ­σο ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σα τοὺς πε­λά­τες στὸ μπάρ.

Ὁ και­ρὸς πέ­ρα­σε καὶ μιὰ μέ­ρα βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ δω­μά­τιο καὶ μοῦ εἶ­πε: «ἂς πᾶ­με πα­ρα­κά­τω τώ­ρα» κι ἐ­γὼ συμ­φώ­νη­σα. Γιὰ ὅ­,τι εἶ­χε συμ­βεῖ δὲν συ­ζη­τή­σα­με ξα­νὰ κι οὔ­τε σκε­φτή­κα­με νὰ κά­νου­με ἄλ­λα παι­διά. Συ­νε­χί­σα­με νὰ δου­λεύ­ου­με, μὰ τὰ πράγ­μα­τα σι­γὰ-σι­γὰ ἄλ­λα­ξαν. Και­νούρ­για ξε­νο­δο­χεῖ­α φτι­ά­χτη­καν πά­νω στὸν αὐ­το­κι­νη­τό­δρο­μο, ἡ πε­λα­τεί­α λι­γό­στε­ψε, οἱ στα­θε­ροὶ πε­λά­τες ἔρ­χον­ταν ὅ­λο καὶ πιὸ σπά­νια. Ἕ­να πρω­ὶ ἐ­κεί­νη μά­ζε­ψε τὰ πράγ­μα­τά της, κα­τέ­βη­κε στὴ ρε­σε­ψιὸν καὶ μοῦ εἶ­πε: «θὰ ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρα, ἂν ἔ­φευ­γα τώ­ρα» κι ἐ­γὼ δὲν μί­λη­σα καὶ ἔ­τσι ἔ­φυ­γε καὶ δὲν τὴν εἶ­δα ξα­νά.

Ἀ­πὸ τό­τε κρά­τη­σα μό­νος μου τὸ μο­τέλ. Δὲν μοῦ ἔ­με­νε χρό­νος νὰ σκέ­φτο­μαι πολ­λά. Περ­νοῦ­σα ὅ­λη τὴ μέ­ρα πί­σω ἀ­πὸ τὴ ρε­σε­ψιὸν πε­ρι­μέ­νον­τας ἢ ἀ­πο­χαι­ρε­τών­τας τοὺς λι­γο­στοὺς πιὰ πε­λά­τες ποὺ ἔ­φευ­γαν μὲ μοῦ­τρα. Σι­γὰ-σι­γὰ τὸ μέ­ρος ἄρ­χι­σε νὰ ἐ­ρη­μώ­νει. Ὁ κῆ­πος γέ­μι­σε ἀ­γρι­ό­χορ­τα καὶ οἱ τοῖ­χοι μού­χλα καὶ ὑ­γρα­σί­α. Τὸ κά­πο­τε κόκ­κι­νο χα­λὶ τῆς εἰ­σό­δου εἶ­χε γί­νει κα­φὲ καὶ μύ­ρι­ζε ἄ­σχη­μα καὶ οἱ κουρ­τί­νες εἶ­χαν κι­τρι­νί­σει καὶ κρέ­μον­ταν.

Λί­γο και­ρὸ ἀ­φοῦ ἔ­φυ­γε ἡ γυ­ναί­κα μου, κλεί­δω­σα τὰ δυ­ὸ δω­μά­τια ποὺ εἴ­χα­με προ­σαρ­μό­σει σὲ σπί­τι καὶ δὲν ξα­να­πά­τη­σα ἐ­κεῖ μέ­σα. Ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα ποὺ τὸ μο­τὲλ δὲν λει­τουρ­γεῖ πιά, κά­θο­μαι ὅ­λη μέ­ρα πί­σω ἀ­πὸ τὴ ρε­σε­ψιόν. Μό­νο ὅ­ταν βρα­διά­ζει μπαί­νω σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἄ­δεια δω­μά­τια —δι­α­φο­ρε­τι­κὸ κά­θε φο­ρά— καὶ περ­νά­ω τὴ νύ­χτα. Πρὶν ξα­πλώ­σω, ἐ­λέγ­χω ἂν ὅ­λα εἶ­ναι στὴ θέ­ση τους: τὰ μπου­κα­λά­κια μὲ τὸ σα­πού­νι καὶ τὸ σαμ­που­άν, οἱ πε­τσέ­τες δι­πλω­μέ­νες στὸ κρε­βά­τι, ἡ Βί­βλος στὸ συρ­τά­ρι τοῦ κο­μο­δί­νου· ἔ­πει­τα ξα­πλώ­νω στὰ σκο­τει­νά. Εἶ­ναι φο­ρὲς ποὺ νο­μί­ζω ὅ­τι ἀ­κούω τὰ βή­μα­τά της στὸ δι­ά­δρο­μο ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὰ δω­μά­τια, μὰ ἀ­φοῦ συγ­κεν­τρώ­νο­μαι, οἱ μό­νοι ἦ­χοι ποὺ φτά­νουν στὰ αὐ­τιά μου τε­λι­κὰ εἶ­ναι ὁ ἄ­νε­μος ποὺ περ­νά­ει μέ­σα ἀ­πὸ τὰ χα­λα­σμέ­να πα­ρά­θυ­ρα, τὸ ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νο ψυ­γεῖ­ο τοῦ μπὰρ καὶ τὰ ὀ­χή­μα­τα ποὺ δι­α­σχί­ζουν τὸν αὐ­το­κι­νη­τό­δρο­μο μπρο­στά. Ποὺ καὶ ποὺ ἀ­κού­γε­ται καὶ τὸ κου­δού­νι τῆς εἰ­σό­δου ποὺ χτυ­πά­ει κά­ποι­ος πε­ρα­στι­κός. Τό­τε ση­κώ­νο­μαι, κα­τε­βαί­νω στὴ ρε­σε­ψιόν, ἀ­νά­βω τὰ φῶ­τα κι ἀ­νοί­γω τὴν πόρ­τα· ἡ ἐ­πι­γρα­φὴ ΕΣΤΙΑ ΜΟΤΕΛ κρέ­με­ται ἀ­κό­μα στὴν πρό­σο­ψη τοῦ κτι­ρί­ου, ἂν καὶ σβη­σμέ­νη ἐ­δῶ καὶ χρό­νια.

Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «Ιστορίες Μπονζάι. Η αισθητική του μικρού» του περιοδικού «Πλανόδιον».

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *