«Παραλλαγή» του Αίθωνα-Οδυσσέα Ναρλή ?>

«Παραλλαγή» του Αίθωνα-Οδυσσέα Ναρλή

Ήθελε πρωτότυπο σχέδιο. Όταν μου έφερε το ύφασμα, «να με μετατρέψεις σε θεά» μου είπε. Ήταν μεταξωτό, με πολύχρωμες στενές ακανόνιστες λωρίδες και γραμμές και ανάμικτα σχέδια λεοπάρ.

Το φόρεμά της μπροστά μου κρεμασμένο στο μανεκέν, τελειωμένο. Ελπίζω αυτή τη φορά να της αρέσει μετά από τόσες πρόβες. Εντούτοις τα χρώματα μου φαίνονται αλλόκοτα και όμως μαγευτικά. Ζωντανεύουν, κινούνται. Λωρίδες κατακόρυφες, από τις αποχρώσεις του μοβ μέχρι το κόκκινο στροβιλίζονται, αναμειγνύονται και ιριδίζουν. Ανακατεύονται, αλλάζουν μοτίβα και τόνους σαν σχέδια καλειδοσκοπίου. Τα σχέδια λεοπάρ ελίσσονται μες στην πανδαισία χρωμάτων, στο θρόισμα του δάσους. Το ζώο παίρνει μορφή, έτοιμο να ξεπηδήσει από το δάσος των χρωμάτων στο ξέφωτο του δωματίου.

Αποφασίζω να μείνω στο κρεβάτι μέχρι να ξημερώσει για καλά, να κλείσω τα μάτια μου και να κοιμηθώ για λίγο. Ξυπνάω μ’ ένα βάρος στα πόδια μου. Είναι ζεστά και δυσκολεύομαι να τα κουνήσω. Αισθάνομαι έναν κτύπο γοργό επάνω τους. Ανασηκώνομαι για να έρθω πρόσωπο με πρόσωπο με μια λεοπάρδαλη να χουζουρεύει στα πόδια μου. Κοκαλώνω από τον φόβο.

Το τεράστιο αιλουροειδές με παίρνει είδηση ότι ξύπνησα, κι όμως εγώ δεν έκανα την παραμικρή κίνηση. Ό,τι και να κάνω θα με προφτάσει, θα μου χιμήξει. Πλησιάζει τη μουσούδα του στο πρόσωπό μου. Βάζει τα δύο του πόδια στους ώμους μου και με πλακώνει κάτω. Ανοίγει διάπλατα το στόμα του, μεγαλύτερο κι από το κεφάλι μου. Το λαρύγγι του ένα  σκοτεινό κόκκινο υγρό σπήλαιο. Τα δόντια του κοκάλινοι σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Λένε ότι στους κυνόδοντες έχουν αισθητήρες που πιάνουν τον παλμό στις καρωτίδες.  Πάει! Tώρα θα με κατασπαράξει, σκέπτομαι και κάνω την τελευταία μου προσευχή.

Κι όμως οι πατούσες του είναι απαλές, νύχια δεν έβγαλε. Βγάζει τη γλώσσα του και μου γλείφει το πρόσωπο. Η γλώσσα του είναι άγρια σαν βούρτσα. Το σπρώχνω απαλά για να μην το τρομάξω. Πηδάει στο πάτωμα και περιμένει.

Χτυπάει το κουδούνι της πόρτας. Το ζώο τι θα το κάνω τώρα; Κι αν της χιμήξει; Βγάζω το μανεκέν στο καθιστικό. Πάει να με ακολουθήσει.

«Σσστ! Μέσα! Τσιμουδιά!» το διατάζω με το δάκτυλό μου να δείχνει το υπνοδωμάτιο. Υπακούει και αποσύρεται κουνάμενο σεινάμενο με το κεφάλι κάτω. Ανοίγω την πόρτα και περνάει μέσα η αριστοκρατική ψηλομύτα πελάτισσα. Με καλημερίζει ψυχρά αφ’ υψηλού. Είναι η ελίτ, η αφρόκρεμα.

«Έτοιμο είναι;»

«Έτοιμο».

«Επιτέλους, καιρός ήταν!»

Το ψάχνει με τα μάτια της. Ξεσκεπάζω το μανεκέν. Στήνεται και το κοιτάζει διερευνητικά, με προσοχή, κρατώντας το πιγούνι με το χέρι της.

«Θροΐζει!»

Κάνει μια βόλτα γύρω του.

«Να το φορέσω αμέσως!»

Το φόρεμα της πάει τέλεια, δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή δίπλα. Κάθεται επάνω στο κορμί της σαν δεύτερη επιδερμίδα.

Περπατάει πέρα δώθε. Το επεξεργάζεται στον ολόσωμο καθρέφτη, σπάει τη μέση της, στρίβει τον λαιμό της να δει πώς φαίνεται η πλάτη της.

«Σαν να με αγκαλιάζουν κλαδιά και φύλλα!»

Ακούγονται βήματα ζώου. Γυρνάει ξαφνιασμένη και αντικρίζει τη λεοπάρδαλη σε τρία μέτρα απόσταση. Πώς βγήκε άραγε το άτιμο από το δωμάτιο; Πριν προφτάσω να το μαζέψω, της ορμάει με έναν βρυχηθμό.

Με μια κραυγή τρόμου σωριάζεται στον καναπέ, ενώ το θηρίο χάνεται στο φόρεμά της. Τα σχέδια λεοπάρ μετακινούνται ανάμεσα στις πολύχρωμες λωρίδες, περνούν στις τιράντες, της αγκαλιάζουν τους ώμους και τον λαιμό.

Τη συνεφέρνω με δυσκολία.

«Τι έγινε;» με ρωτάει ακόμα κατάχλωμη.

«Μια σκοτοδίνη».

«Και το ζώο;»

«Ποιο ζώο;»

«Η τίγρης!»

«Ποια τίγρης;»

«Με δουλεύετε;»

«Ασφαλώς όχι! Τι γυρεύει τίγρης εδώ;»

«Μα μου όρμησε!»

«Ηρεμήστε, υποστήκατε μια λιποθυμία. Ορίστε λίγο νερό».

Αφού συνήλθε, έφυγε αφήνοντας ένα ματσάκι πενηντάρικα στο τραπέζι. Τα παίρνω για να τα βάλω στο πορτοφόλι μου και βλέπω τρίχες ζώου στο πάτωμα, κίτρινες και μαύρες.

Την επομένη του γάμου ο Ανδρόνικος μου φέρνει την εφημερίδα. «Τρομοκρατική επίθεση στη βίλα γνωστού επιχειρηματία την ώρα της γαμήλιας δεξίωσης. Οι τρομοκράτες δεν υπολόγισαν το κατοικίδιο. Λεοπάρδαλη τους έτρεψε σε φυγή. Ένας τρομοκράτης νεκρός και η λεοπάρδαλη αγνοείται. Ο επιχειρηματίας αρνείται την ύπαρξή της».

Κοιτάζω αποσβολωμένη τον Ανδρόνικο. Μου δίνει έναν φάκελο:

«Μάνα, μάντεψε, μπήκα στην Ικάρων».

«Την πτητική σου στολή εγώ θα σου τη ράψω. Πάμε να πάρουμε το ύφασμα» του λέω παίρνοντας το γεμάτο πορτοφόλι.

 

Αίθων Ναρλής_BWΟ Αίθωνας Ναρλής γεννήθηκε το 1960 στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο Κων/πόλεως και έκανε διδακτορικό στη Γαλλία. Από το 1988 εργάζεται στην Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία και ενδιάμεσα διετέλεσε διευθυντής έρευνας και ανάπτυξης στη Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών του ΥΠΕΘΑ και εθνικός εκπρόσωπος στο Συμβούλιο Έρευνας και Τεχνολογίας του ΝΑΤΟ. Είναι κάτοχος πτυχίου χειριστού αεροπλάνων και ασχολείται μεταξύ άλλων με τη βυζαντινή μουσική και με τη ζωγραφική. Έχει συγγράψει το βιβλίο Όργανα αεροσκαφών (Εκδόσεις Παπασωτηρίου, α՛ έκδοση,  Εκδόσεις Σταμούλη, β՛ έκδοση) Έχει μαθητεύσει σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής με τον συγγραφέα και διευθυντή της Σχόλης Μισέλ Φάις.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *