«Το χοντρό σχοινί» της Άννας Κωνσταντινίδου
Πέρασαν πολλοί χειμώνες για νʾ ανοίξω τα μάτια. Τα είχα μονίμως κλειστά ή, καλύτερα, τις πιο πολλές φορές κλειστά, σπάνια ανοιχτά.
Το βλέμμα πέφτει πάνω στον λευκό μανδύα που καλύπτει τα πάντα. Τα λιβάδια, τους κήπους ,τα μπαλκόνια, τα γείσα των παραθύρων, το καπέλο. Το μαύρο καπέλο με τη γούνινη φάσα. Μαύρο καπέλο σε κεφάλι με άσπρα μαλλιά ριγμένα στους ώμους. Τα μαλλιά της , λίγες τρίχες, ελάχιστες. Στους ώμους. Όπως κάποτε. Πάντα. Το κεφάλι. Το μυαλό της. Το γκριζόλευκο μυαλό της με τους έλικες μπλεγμένους. Νʾ ανοίγονται στη σκοτεινή σπηλιά, να πηγαίνουν πιο πάνω, εκεί που ξεθωριάζει το σκοτάδι. Και πιο πάνω, εκεί που παίζουν με το φως. Εκείνη, ένα μικρό ανύπαρκτο ζωύφιο. Είναι και δεν είναι. Τα ποδαράκια της, γαντζωμένα στη γκριζόλευκη μαλακή ουσία, την πηγαινοφέρνουν στις διαδρομές από τη σπηλιά στο ημίφως κι από το ημίφως στο φως. Και πάλι πίσω. Σʾ ένα ατέρμονο ταξίδι. Ταξίδι από το λευκό στο μαύρο. Ταξίδι από τη χαρά στον πόνο, από το γέλιο στο δάκρυ, από το άσχημο στο όμορφο, από το ευχάριστο στο δυσάρεστο. Προχωράει στο χιόνι το λευκό. Λευκό, ένα με το χρώμα του δέρματός της. Το δέρμα της λευκό και κάτι από γκρίζο και κίτρινο. Χλωμό , χαρακωμένο από μπλαβές φλεβίτσες. Τα μάτια κόκκινα να στάζουν αίμα. Πρησμένα σε μαύρους κύκλους. Σκυφτή, λεπτή η σιλουέτα της. Καμπούρα στην πλάτη, πεταχτή η κοιλιά. Σέρνει τα ξυλοπάπουτσα.
Περπατούσα μαζί του ώρες στο χιόνι. Εκείνος, ακούραστος, με στήριζε. Το αποτύπωμά του διπλάσιο από το δικό μου. Εύκολα αφηνόμουνα πάνω του. Τον κοίταζα, του χαμογελούσα. Σπάνιο το χαμόγελο στα χείλη του. Το πρόσωπο βαρύ, οι ρυτίδες το κατέβαζαν προς τα κάτω. Βαριά κι η ματιά του. Βαριά κι η σκιά του. Με κατάπινε. Αφηνόμουνα να εξαφανισθώ μέσα της, ώσπου να ξεγλιστρήσω έξω της και πάλι μέσα.
Ώρες βαδίζει στο χιόνι. Παρακολουθεί την τρικυμία της. Τη συντροφιά της. Της έρχονται στον νου τα τέσσερα πατήματα. Πατήματα συγχρονισμένα. Τα διώχνει , φεύγουν και ξανάρχονται επίμονα. Περιμένει να τα σκεπάσουν οι χοντρές νιφάδες. Να τα σκεπάσουν ολοκληρωτικά. Κι όταν επιστρέφει στο σπίτι, το ροζάριο που είχαν αγοράσει στην Ινδία, το κομπολόι από το Νεπάλ ,το τιρκουάζ σαλβάρι από την Αίγυπτο, τα φαντάσματά της.
Τον είδα στον σταθμό. Μου φάνταξε μες στο άσπρο του κουστούμι. Η καφέ βαλίτσα στο ένα χέρι ,το πράσινο σακ βουαγιάζ στο άλλο. Το τρένο για την Ντάκα αργούσε να ’ρθει. Ήμουνα η μοναδική ξένη ανάμεσα στους ντόπιους. Με πλησίασε με αχνό το χαμόγελο, βαριά κουρασμένη τη ματιά. Κάθισε πλάι μου. Βρεθήκαμε στο ίδιο βαγόνι, στην ίδια κουκέτα. Το σκοτάδι αλάφρυνε τα βαρίδια , λευτέρωσε τους κόμπους. Είχε το μέτωπο σκαμμένο. Μέτωπο που κάποιες φορές αυλακωνόταν πιο βαθιά. Είχε νόημα, σπουδαίο νόημα τότε. Τα σκούρα καστανά μάτια του μισοσκεπασμένα από τα πεσμένα βλέφαρα. Μάτια που κινούνταν ανάμεσα σε μάτια και στο κενό, το πηχτό κενό. Λες και μετρούσαν το κενό. Ήμουν δεν ήμουν, το ίδιο. Έγερνε πάνω μου. Τότε ήταν εκεί; Χωρίς λέξη. Μόνο χέρια. Χέρια πλατιά, ροζιασμένα. Χέρια αντί για στόμα. Χέρια που μπλέκονταν και ξεμπλέκονταν, ανοίγονταν στο κενό. Κορμιά που ξεχείλιζαν, κορμιά που στέγνωναν . Ξερά, αφυδατωμένα. Το μέρος πάλευε με το όλον. Δοκιμάσθηκα και στο χωριό, στο σπίτι, στο δωμάτιο. Ανοίχθηκα στο όλον ,υπερίσχυσε το μέρος. Έπεφτα και πάλι όρθια. Κάθε φορά νέα ελπίδα. Ελπίδα για μια καλύτερη αποτυχία. Επιστροφή χωρίς έξοδο. Αποκαμωμένη. Δίχως νόημα. Ανυπαρξία. Εκείνος άδειασε, έφυγε.
Σ’ αυτό το δωμάτιο όλα τρίζουν. Τρίζουν οι πόρτες , τα πατώματα. Πόρτες, πατώματα φαγωμένα απ’ τους τερμίτες . Στο απόλυτο της ησυχίας το τρεχαλητό τους , ο μοναδικός ήχος. Τα έπιπλα λιγοστά. Το γραφείο του με το γυάλινο βαζάκι του μελανιού, η καφέ πένα του με το φτερό, το ημικυκλικό στυπόχαρτο , τρία βιβλία κιτρινισμένα. Η Ιλιάδα , η Οδύσσεια ,ο Δον Κιχώτης. Τέσσερις καρέκλες βιεννέζικες με την ψάθα μισογουβιασμένη. Στη μια απ’ αυτές το μαξιλάρι του. Το μαξιλάρι με την καρέκλα σηκώνει το βάρος του στοχασμού της. Μαξιλάρι γουβιασμένο από τις πετρωμένες μνήμες της. Απέναντι, με θέα στο χιόνι, το κρεβάτι. Κρεβάτι διπλό με ξεχαρβαλωμένο το σουμιέ. Οι συρμάτινες συνδέσεις κρεμασμένες στο πάτωμα. Το στρώμα ξεκοιλιασμένο. Κρεβάτι διπλό που τρίζει. Την ξυπνά τις νύχτες όταν γυρίζει. Στα σίδερα του κρεβατιού, πάνω από το κεφάλι, κρέμεται ο σταυρός. Τον σταυρό που κοίταξαν για τελευταία φορά τα μάτια του πατέρα. Μέσα στην ντουλάπα στέκουν ανέγγιχτα τα κουστούμια του. Οι ρόμπες της μάνας φευγάτες. Μοιράσθηκαν στις γειτόνισσες. Τα κουστούμια όχι. Δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα. Το σκοινί χοντρό και πιο γερό. Να τυλίγει ακόμη σφιχτά σώμα και νου. Το ξεχαρβαλωμένο στρώμα δέχεται το κοκαλιασμένο σώμα κάθε βράδυ. Στέκεται ακίνητο στο σκοτάδι. Οι μνήμες, βαριές αλυσίδες, χοντραίνουν το σχοινί. Αϋπνία. Αϋπνία συνεχής. Ασταμάτητη. Μετρά τους χτύπους του ρολογιού, του χρόνου, του άχρονου.
Η Άννα Κωνσταντινίδου σπούδασε νομικά. Έχει εργαστεί ως δικηγόρος, ως υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών και ως καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης διδάσκοντας Δίκαιο. Μετά τη συνταξιοδότησή της σπούδασε εναλλακτικές θεραπείες (ρεφλεξολογία, βελονισμό, σουηδικό μασάζ, κ.ά.). Παρακολουθεί μαθήματα δημιουργικής γραφής με τον συγγραφέα και διευθυντή της Σχόλης Μισέλ Φάις.