«Μαύρο κοράκι» της Μαρίας Βέρρου
Ο Ιάσων ήταν ξαπλωμένος στο ήσυχο ακόμα κρεβάτι του και περνούσε την ώρα του χαζεύοντας τις τρίχες του κορμιού του, μαύρες, σκληρές και κατσαρές –όχι όλες, μόνο αυτές που τύλιγαν τα χέρια του. Αυτό βέβαια δεν τον έκανε λιγότερο δασύτριχο. Ήξερε επίσης ότι οι τρίχες του ήταν επιπόλαιες κι έτσι έψαχνε να τις βρει πάνω στο στρώμα και, όσες από αυτές ξέφευγαν, κάτω στο πάτωμα. Δυσκολευόταν να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο τόσες πολλές τρίχες φύτρωναν στο σώμα του, ίσως όμως να ήσαν η αιτία που ένιωθε τόσο βαρύς και δυσκίνητος. Ευτυχώς πάντως που ήταν αδύνατος και, επειδή τα πόδια του προεξείχαν από το κρεβάτι, πίστευε ότι ήταν ψηλός. Έτσι, καμάρωνε για την καταγωγή του. Όλοι στο σόι του ήσαν ψηλοί αλλά όχι διάφανοι. Αυτός όμως είχε το προνόμιο να βλέπει τις φλεβίτσες που διέτρεχαν το σώμα του, κάτι δέσμες που έμοιαζαν με τους μυς του, ακόμα και τα κόκαλά του, ισχνά και λερωμένα. Είχε έναν έντονο προβληματισμό σχετικά με το χρώμα των κοκάλων του, αυτό το κίτρινο φαιό ξεθωριασμένο χρώμα, αφού παραδοσιακά τα κόκαλα είναι άσπρα. Στη διχάλα των ποδιών του υπήρχε έντονη αναταραχή. Δεν μπορούσε να σκύψει αλλά με την άκρη του ματιού του είδε ότι ήταν το μόριό του σε πλήρη στύση –δεν είχε φτάσει σε οργασμό και δεν ήξερε με ποιο τρόπο να αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη κατάσταση. Ένιωθε την πλάτη του μουδιασμένη, υγρή, συνεχώς σε ύπτια θέση, το μόριό του τεντωμένο να σκίζει τον αέρα, προσπάθησε να μετακινηθεί αλλά δεν τα κατάφερε. Τα μάτια του στην κίνησή τους φανέρωσαν δίπλα του κάτι καινούριο. Ήταν η ωραία Ερατοσθένη που μοιραζόταν το κρεβάτι του, το οποίο μέχρι πριν από λίγο νόμιζε ότι ήταν μόνο δικό του και ήσυχο. Σα να νόμισε ότι το μόριό του κουνήθηκε σε μια έκρηξη επιθυμίας να ξεφύγει από την άβολη κατάσταση που είχε περιέλθει, να ολοκληρώσει το ανολοκλήρωτο και προσπάθησε να μετακινήσει το χέρι του, ν’ ακουμπήσει το όμορφο στήθος, της αλλά αυτό δεν υπάκουσε και κείτονταν ξερό κάτω. Η ωραία Ερατοσθένη έδειχνε να κοιμάται γαλήνια και τότε αυτός ζήλεψε γιατί δεν μπορούσε να κοιμηθεί εξαιτίας της υπερδιέγερσης του μορίου του. Μια ακόμα προσπάθεια να αγγίξει τις τριχούλες του αιδοίου της, κάτι που θα διευκόλυνε την κατάσταση του, στέφηκε από αποτυχία. Με την άκρη του ματιού του κατάφερε να μπει στους κατάλευκους σαν γάλα βολβούς της ωραίας Ερατοσθένης, που τον οδήγησαν στις μαλακές πτυχές του εγκεφάλου της. Ίσως εκεί να έβρισκε τη λύση. Όλα ήσαν τόσο διάφανα! Τόσο γλυκά, τόσο ζεστά! Όπου διαπίστωσε ότι μπαινόβγαιναν κάτι χαρτάκια μικρά, με διάφορα γράμματα πάνω τους αποτυπωμένα, κάποια ήταν δικά του, κάποια άλλα τα είχε διαβάσει κάπου αλλά δε θυμόταν με ακρίβεια πού. Κάποια χαρτάκια πηγαινοέρχονταν σα σαΐτες, ένα όμως είχε πάνω του καθαρά γράμματα που πρόλαβε να τα διαβάσει:
«Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι.
Έπειτα θα ’θελα να κυλιστώ στην αμμουδιά μαζί σου».
Τότε κατάλαβε ότι είχαν μείνει εκεί έναν χρόνο καλοκαιρινό. Η κουρτίνα ανέμιζε στο απαλό αεράκι που δεν έφτανε μέχρι το πρόσωπό του, όταν ένιωσε μια έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά να κατακλύζει το δωμάτιο, είδε την Ερατοσθένη ν’ ανοίγει το στόμα της και να βγαίνει από μέσα ένα μεγάλο μαύρο κοράκι. Τότε κατάλαβε ότι ήταν πια πολύ αργά και παραιτήθηκε για πάντα.
Η Μαρία Βέρρου γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε γαλλική γλώσσα και φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στο δημόσιο. Έχει παρακολουθήσει εργαστήρια μετάφρασης στο Γαλλικό Ινστιτούτο, με ομαδικές δουλειές να έχουν ήδη κυκλοφορήσει σε βιβλία, καθώς και σεμινάρια δημιουργικής γραφής και διόρθωσης – επιμέλειας κειμένων.