Browsed by
Category: ΚΕΙΜΕΝΑ

«Κανείς δεν λέει “σ’ αγαπώ”» – Γιούλη Αναστασοπούλου ?>

«Κανείς δεν λέει “σ’ αγαπώ”» – Γιούλη Αναστασοπούλου

  Κα­νεὶς δὲν λέ­ει «σ’­ ἀ­γα­πῶ» της Γιούλης Αναστασοπούλου Κανείς στα νότια προάστια  δὲν λέ­ει «σ’ ­ἀ­γα­πῶ».      Πα­λι­ό­τε­ρα κα­νεὶς δὲν ἔ­λε­γε «σ’ ­ἀ­γα­πῶ» καὶ στὰ Βό­ρεια Προ­ά­στια, ἀλ­λὰ τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια πα­ρα­τη­ρεῖ­ται μιὰ ἄν­θι­ση τῆς βι­ο­μη­χα­νί­ας ποὺ ἐ­πη­ρε­ά­ζει τοὺς κα­τοί­κους τῶν Βο­ρεί­ων Προ­α­στί­ων μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο, ὥ­στε νὰ μπο­ροῦν νὰ λέ­νε «σ’­ ἀ­γα­πῶ» ἐ­λεύ­θε­ρα. Στὰ Νό­τια Προ­ά­στια ἀ­κό­μα πλη­ρώ­νουν ἀν­τί­τι­μο γιὰ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τὴ φρά­ση καὶ εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νὰ τὸ δη­λώ­νουν στὴν ἐ­φο­ρί­α. Ὅ­σο γιὰ τὸ «μὲ γά­μη­σες», αὐ­τὸ…

Read More Read More

«Ο άσωτος αδελφός» – Ιάκωβος Ανυφαντάκης ?>

«Ο άσωτος αδελφός» – Ιάκωβος Ανυφαντάκης

Ὁ ἄ­σω­τος ἀ­δελ­φὸς του Ιάκωβου Ανυφαντάκη Η Λία οὔ­τε ποὺ τὸν πρό­σε­ξε μπαί­νον­τας. Κά­τι γύ­ρι­σε νὰ πεῖ στὸν Τά­κη καὶ τό­τε εἶ­δε τὸν Τζέ­νι ποὺ ἦ­ταν ἀ­κό­μη κά­τω. Κού­νη­σε τὸ κε­φά­λι της καὶ ἔ­φυ­γε. Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο γύ­ρι­σε ὁ Τά­κης μὲ τὸ τσαν­τά­κι του στὸ χέ­ρι. Ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ μέ­σα εἴ­κο­σι, σα­ράν­τα εὐ­ρώ. «Γιὰ νὰ μὴ μὲ πρή­ζεις.» Ὁ Τζέ­νι ἔ­τρι­ψε τὸ ση­μά­δι ποὺ τοῦ εἶ­χε μεί­νει ἀ­πὸ τὸ σχῆ­μα τοῦ πλα­κα­κιοῦ. Ἀ­πὸ τὴν ἀ­νοι­χτὴ πόρ­τα τῆς κρε­βα­το­κά­μα­ρας φαι­νό­ταν ἡ Λί­α…

Read More Read More

«Η κυρία με τα μαύρα» – Νίκος Γυφτόπουλος ?>

«Η κυρία με τα μαύρα» – Νίκος Γυφτόπουλος

Ἡ κυ­ρί­α μὲ τὰ μαῦ­ρα του Νίκου Γυφτόπουλου   Η κυρία με τα μαύρα κοι­τοῦ­σε ἀ­νυ­πό­μο­να τὴν λε­ω­φό­ρο ἀ­πὸ τὰ ἀ­ρι­στε­ρά της, μπὰς καὶ φα­νεῖ τὸ ἀ­στι­κὸ ἕ­να πυ­κνὸ ἀ­πο­με­σή­με­ρο. Δὲν πε­ρί­με­νε πο­λὺ κι ὅ­ταν ἔ­φτα­σε, ἡ πόρ­τα ποὺ δι­πλώ­νει ἄ­νοι­ξε ἀ­θό­ρυ­βα μπρο­στά της. Ὁ ὁ­δη­γὸς γυ­ά­λι­ζε μέ­σα ἀ­πὸ τὸ τζά­μι, ἱ­δρώ­τας ἔ­στα­ζε στὸν κρό­τα­φό του καὶ τὸ πρό­σω­πό του πα­ρα­μορ­φω­νό­ταν σὰν κε­ρὶ ποὺ λι­ώ­νει πά­νω σὲ μα­νουά­λι. Ἡ κυ­ρί­α δί­στα­σε νὰ φέ­ρει καὶ τὸ ἄλ­λο πό­δι στὸ σκα­λί. Μέ­σα…

Read More Read More

«Εστία Μοτέλ» – Αδαμαντινή Καβαλλιεράτου ?>

«Εστία Μοτέλ» – Αδαμαντινή Καβαλλιεράτου

Ἑ­στί­α Μο­τέλ της Αδαμαντινής Καβαλλιεράτου   Από τότε ποὺ θυμᾶμαι τὸν ἑαυτό μου, θυ­μᾶ­μαι καὶ κά­ποι­ο ξε­νο­δο­χεῖ­ο. Οἱ παν­σιόν, οἱ ξε­νῶ­νες, τὰ φθη­νὰ μο­τέλ, εἶ­ναι τὸ σπί­τι μου. Με­γά­λω­σα μό­νο μὲ τὴ μη­τέ­ρα μου. Γιὰ τὸν πα­τέ­ρα μου δὲν ξέ­ρω πολ­λά. Μοῦ ἔ­λε­γαν ὅ­τι πέ­θα­νε, ὅ­ταν ἤ­μουν μι­κρός, μὰ ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι μᾶς ἐγ­κα­τέ­λει­ψε μό­λις γεν­νή­θη­κα. Ἡ μη­τέ­ρα ἦ­ταν κα­θα­ρί­στρια σὲ ξε­νο­δο­χεῖ­ο. Συ­χνὰ μὲ ἔ­παιρ­νε μα­ζί της στὴ δου­λειά. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἀ­νοί­γα­με καὶ κλεί­να­με πί­σω μας τὴν πόρ­τα…

Read More Read More

«Τραπέζι στη λιακάδα» – Κατερίνα Κοντοπούλου ?>

«Τραπέζι στη λιακάδα» – Κατερίνα Κοντοπούλου

Τρα­πέ­ζι στὴ λι­α­κά­δα της Κατερίνας Κοντοπούλου     Θα πιάστηκες μὲ τὶς δου­λει­ὲς καὶ ἄρ­γη­σες τό­σο νὰ ἔρ­θεις, εἰ­δι­κὰ σή­με­ρα. Ξε­κί­νη­σες νὰ φτιά­χνεις πρῶ­τα τὸ ρα­βα­νὶ γιὰ νὰ προ­λά­βει νὰ τρα­βή­ξει τὸ σι­ρό­πι του, με­τὰ τὸ ζυ­μω­τὸ ψω­μὶ καὶ τὴν χορ­τό­πι­τα καὶ τὴν πα­ρα­μο­νὴ τὶς πα­τά­τες για­χνί. Ἐ­λι­ές, φέ­τα, ρα­δί­κια σα­λά­τα εἶ­ναι τῆς τε­λευ­ταί­ας στιγ­μῆς, τὰ ἄ­φη­σες γιὰ ἀ­νή­με­ρα. Κα­τέ­βα­σες καὶ τὸ κόκ­κι­νο κρα­σὶ τοῦ παπ­ποῦ καὶ δυ­ὸ πο­τή­ρια ἀ­πὸ τὰ κα­λὰ καὶ πῆ­ρες δρό­μο. Περ­νᾶς τὴν πύ­λη καὶ ὅ­λα…

Read More Read More

«Underground» – Νάγια Κουτρουμάνη ?>

«Underground» – Νάγια Κουτρουμάνη

Underground της Νάγιας Κουτρουμάνη   Ή­ταν απόγευμα, ὅ­ταν μὲ ἔ­θα­ψαν. Προ­σπά­θη­σα νὰ πά­ρω ὅ­σες πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­νά­σες μπο­ροῦ­σα, ἀλ­λὰ τὰ χώ­μα­τα μὲ σκέ­πα­σαν καὶ βυ­θί­στη­κα στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­πει­τα ἄρ­χι­σε νὰ βρέ­χει. Τὸ νε­ρὸ κυ­λοῦ­σε γύ­ρω μου, πά­νω μου, μέ­σα μου. Μοῦ μι­λοῦ­σε. «Μὴν ἀ­νη­συ­χεῖς, γλυ­κέ μου. Γρή­γο­ρα θὰ ξα­να­δεῖς τὸ φῶς». Ναί, κα­λά. Δὲν ἤ­θε­λα τέ­τοι­ου εἴ­δους πα­ρη­γο­ρι­ές. Ἤ­μουν θαμ­μέ­νος γιὰ πάν­τα σ’ ἕ­ναν ἀ­πο­πνι­κτι­κὸ τά­φο, χω­ρὶς ἐλ­πί­δα, μέ­σα σὲ μιὰ ἡ­συ­χί­α ποὺ μὲ τρέ­λαι­νε. Εἶ­πα ἡ­συ­χί­α; Λά­θος! Τώ­ρα ποὺ ἀ­χρη­στεύ­τη­κε…

Read More Read More

«Φιλιά στο ταβάνι» – Μαρία Κώτσια ?>

«Φιλιά στο ταβάνι» – Μαρία Κώτσια

Φι­λιὰ στὸ τα­βά­νι της Μαρίας Κώτσια   Οἱ ὑ­δρα­τμοὶ θαμ­πώ­νουν τὸν κα­θρέ­φτη, σκου­πί­ζει τὴν ἐ­πι­φά­νεια μὲ τὴν πα­λά­μη καὶ μέ­νει νὰ κοι­τᾶ τὸ πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο του εἴ­δω­λο πά­νω στὸ ὑ­γρὸ γυα­λί. Αὐ­τὴ ἡ ὑ­γρα­σί­α, οἱ στα­γό­νες ποὺ στέ­κον­ται πά­νω στὸ νω­πὸ δέρ­μα ποὺ μπιμ­πι­κιά­ζει. Μὲ βα­θι­ὲς εἰ­σπνο­ὲς ρου­φᾶ τὴν πα­χιὰ ἀ­τμό­σφαι­ρα ποὺ μυ­ρί­ζει λε­μό­νι καὶ μέν­τα καὶ ἀ­νε­παί­σθη­τα ἄ­γριο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Πάν­τα ἀ­πὸ τό­τε ποὺ μπο­ρεῖ νὰ θυ­μη­θεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του, τοῦ ἄ­ρε­σε νὰ περ­νᾶ πο­λὺ ὥ­ρα στὸ μπά­νιο, ὁ ἀ­γα­πη­μέ­νος του…

Read More Read More

«Άρτι» – Ιωάννα Ντούμπρου ?>

«Άρτι» – Ιωάννα Ντούμπρου

  Ἄρ­τι της Ιωάννα Ντούμπρου   Όλα τελείωσαν πο­λὺ γρή­γο­ρα. Πα­ρα­σκευ­ὴ βρά­δυ μὲ φώ­να­ξαν στὸ σα­λό­νι. Κά­θι­σε, μοῦ εἶ­παν. Κά­θι­σα λοι­πὸν στὸν κα­να­πὲ καὶ πε­ρί­με­να. Μί­λη­σε πρῶ­τος ὁ κύ­ριος: «­Ἄρ­τι», εἶ­πε, «ἀ­κό­μα καὶ στὰ ζευ­γά­ρια ὑ­πάρ­χουν δι­α­φω­νί­ες». «Μά­λι­στα κύ­ρι­ε», εἶ­πα. «Καὶ με­ρι­κὲς φο­ρὲς φτά­νει ἡ ὥ­ρα τοῦ χω­ρι­σμοῦ», εἶ­πε. Δὲν εἶ­χα ἰ­δέ­α τί ἐν­νο­οῦ­σε καὶ γι’ αὐ­τὸ δὲν εἶ­πα τί­πο­τα. «Δὲν θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ μεί­νεις μα­ζί μας γιὰ πάν­τα, οὕ­τως ἢ ἄλ­λως. Τέσ­σε­ρα χρό­νια ἦ­ταν ἀρ­κε­τά», συμ­πλή­ρω­σε. Κοί­τα­ξα πρῶ­τα τὸν…

Read More Read More

«Δεξί χέρι, δεξί σινιάλο – αριστερό χέρι, αριστερό σινιάλο» – Άκης Παπαντώνης ?>

«Δεξί χέρι, δεξί σινιάλο – αριστερό χέρι, αριστερό σινιάλο» – Άκης Παπαντώνης

Δε­ξὶ χέ­ρι, δε­ξὶ σι­νιά­λο – ἀ­ρι­στε­ρὸ χέ­ρι, ἀ­ρι­στε­ρὸ σι­νιά­λο του Άκη Παπαντώνη   Το άδειο σαλόνι πε­ρί­με­νε κλει­στὸ ἀ­κό­μα, μῆ­νες ἀ­φοῦ με­τα­κό­μι­σε, ἕ­να με­γά­λο χαρ­τό­κου­το. Ἀ­νά­με­σα σὲ σα­κοῦ­λες μὲ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν εἶ­χαν βρεῖ θέ­ση καὶ σκόρ­πια ροῦ­χα. Ἦ­ταν τὸ πο­δή­λα­τό του, ὅ­πως εἶ­χε φτά­σει μὲ φορ­τω­τι­κὴ ἀ­πὸ τὴν Ἀ­θή­να. Τὸ ἴ­διο ποὺ κα­βα­λοῦ­σε στὴν ἐ­φη­βεί­α του: γύ­ρω-γύ­ρω τὸ πάρ­κο· ἀ­τέρ­μο­νοι ὁ­μό­κεν­τροι κύ­κλοι. Δὲν τὸ εἶ­χε ἀ­νοί­ξει. Εἶ­χε ἕ­να φό­βο: ἦ­ταν τό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κὸς ἀ­πὸ τὸν ἐ­φη­βι­κὸ ἑ­αυ­τὸ του – μᾶλ­λον πιὸ…

Read More Read More

«Ζανζιβάρη, κοραλλιογενές νησί» – Ελένη Φακάλου ?>

«Ζανζιβάρη, κοραλλιογενές νησί» – Ελένη Φακάλου

Ζαν­ζι­βά­ρη, κο­ραλ­λι­ο­γεν­ὲς νη­σί  της Ελένη Φακάλου   ΑΝΖΙΒΑΡΗ ΖΑΝΖΙΒΑΡΗ ΖΑΝΖΙΒΑΡΗ σφίγ­γει τὰ δόν­τια καὶ προ­φέ­ρει κά­θε φο­ρὰ ποὺ τῆς ἔρ­χε­ται ἐ­με­τός. Εἶ­ναι ἕ­να τρὶκ ποὺ χθὲς τὴ βο­ή­θη­σε, τώ­ρα ὅ­μως δὲν γλι­τώ­νει. Χώ­νει τὸ κε­φά­λι μέ­σα στὴ λε­κά­νη τοῦ μέ­ρους καὶ ἀ­να­πο­δο­γυ­ρί­ζει τὸ στο­μά­χι της. Δὲν ἔ­χει τί­πο­τε μέ­σα μό­νο κά­τι χρω­μα­τι­στὰ ὑ­γρά, ποὺ τῆς κά­νουν τὸ στό­μα κι­νί­νο. Σκα­τά. Ξα­να­δι­πλώ­νει, ξα­να­ξερ­νά­ει. Αὐ­το­συγ­κέν­τρω­ση. Τὸ τρίκ. Σφί­ξε τὰ δόν­τια καὶ πρό­φε­ρε: Ζαν­ζι­βά­ρη Ζαν­ζι­βά­ρη Ζαν­ζι­βά­ρη. Τὸ σῶ­μα της συ­σπᾶ­ται ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ…

Read More Read More