HOTEL/EΝΟΙΚΟΙ ΓΡΑΦΗΣ 2007: «Είμαστε όλοι μετανάστες» – Γιάννης Τσίρμπας ?>

HOTEL/EΝΟΙΚΟΙ ΓΡΑΦΗΣ 2007: «Είμαστε όλοι μετανάστες» – Γιάννης Τσίρμπας

  ΡΟΥ ΠΟΥ του Γιάννη Τσίρμπα Πατρίδαμ αραεύοσε αμόν καταραμένος*, σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδα ξένος   Γου και α, γα^ του και α, τα^ γά-τα. Μετά, το γάμα ξαναπήρε τη θέση του γου, το σίγμα του σου, το έψιλον τη θέση του ε και αργότερα, όχι πολύ αργότερα, ενηλικιωθήκαμε. Κι ύστερα πήγαμε φαντάροι. Όμως αυτή είναι μόνο η μισή αλήθεια. Γιατί και στην ενήλικη ζωή μας επιβίωσαν τέτοια παιδιάστικα γλωσσικά κατάλοιπα, συχνά μάλιστα για πολύ σοβαρές υποθέσεις,…

Read More Read More

«Κανείς δεν λέει “σ’ αγαπώ”» – Γιούλη Αναστασοπούλου ?>

«Κανείς δεν λέει “σ’ αγαπώ”» – Γιούλη Αναστασοπούλου

  Κα­νεὶς δὲν λέ­ει «σ’­ ἀ­γα­πῶ» της Γιούλης Αναστασοπούλου Κανείς στα νότια προάστια  δὲν λέ­ει «σ’ ­ἀ­γα­πῶ».      Πα­λι­ό­τε­ρα κα­νεὶς δὲν ἔ­λε­γε «σ’ ­ἀ­γα­πῶ» καὶ στὰ Βό­ρεια Προ­ά­στια, ἀλ­λὰ τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια πα­ρα­τη­ρεῖ­ται μιὰ ἄν­θι­ση τῆς βι­ο­μη­χα­νί­ας ποὺ ἐ­πη­ρε­ά­ζει τοὺς κα­τοί­κους τῶν Βο­ρεί­ων Προ­α­στί­ων μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο, ὥ­στε νὰ μπο­ροῦν νὰ λέ­νε «σ’­ ἀ­γα­πῶ» ἐ­λεύ­θε­ρα. Στὰ Νό­τια Προ­ά­στια ἀ­κό­μα πλη­ρώ­νουν ἀν­τί­τι­μο γιὰ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τὴ φρά­ση καὶ εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νὰ τὸ δη­λώ­νουν στὴν ἐ­φο­ρί­α. Ὅ­σο γιὰ τὸ «μὲ γά­μη­σες», αὐ­τὸ…

Read More Read More

«Ο άσωτος αδελφός» – Ιάκωβος Ανυφαντάκης ?>

«Ο άσωτος αδελφός» – Ιάκωβος Ανυφαντάκης

Ὁ ἄ­σω­τος ἀ­δελ­φὸς του Ιάκωβου Ανυφαντάκη Η Λία οὔ­τε ποὺ τὸν πρό­σε­ξε μπαί­νον­τας. Κά­τι γύ­ρι­σε νὰ πεῖ στὸν Τά­κη καὶ τό­τε εἶ­δε τὸν Τζέ­νι ποὺ ἦ­ταν ἀ­κό­μη κά­τω. Κού­νη­σε τὸ κε­φά­λι της καὶ ἔ­φυ­γε. Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο γύ­ρι­σε ὁ Τά­κης μὲ τὸ τσαν­τά­κι του στὸ χέ­ρι. Ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ μέ­σα εἴ­κο­σι, σα­ράν­τα εὐ­ρώ. «Γιὰ νὰ μὴ μὲ πρή­ζεις.» Ὁ Τζέ­νι ἔ­τρι­ψε τὸ ση­μά­δι ποὺ τοῦ εἶ­χε μεί­νει ἀ­πὸ τὸ σχῆ­μα τοῦ πλα­κα­κιοῦ. Ἀ­πὸ τὴν ἀ­νοι­χτὴ πόρ­τα τῆς κρε­βα­το­κά­μα­ρας φαι­νό­ταν ἡ Λί­α…

Read More Read More

«Η κυρία με τα μαύρα» – Νίκος Γυφτόπουλος ?>

«Η κυρία με τα μαύρα» – Νίκος Γυφτόπουλος

Ἡ κυ­ρί­α μὲ τὰ μαῦ­ρα του Νίκου Γυφτόπουλου   Η κυρία με τα μαύρα κοι­τοῦ­σε ἀ­νυ­πό­μο­να τὴν λε­ω­φό­ρο ἀ­πὸ τὰ ἀ­ρι­στε­ρά της, μπὰς καὶ φα­νεῖ τὸ ἀ­στι­κὸ ἕ­να πυ­κνὸ ἀ­πο­με­σή­με­ρο. Δὲν πε­ρί­με­νε πο­λὺ κι ὅ­ταν ἔ­φτα­σε, ἡ πόρ­τα ποὺ δι­πλώ­νει ἄ­νοι­ξε ἀ­θό­ρυ­βα μπρο­στά της. Ὁ ὁ­δη­γὸς γυ­ά­λι­ζε μέ­σα ἀ­πὸ τὸ τζά­μι, ἱ­δρώ­τας ἔ­στα­ζε στὸν κρό­τα­φό του καὶ τὸ πρό­σω­πό του πα­ρα­μορ­φω­νό­ταν σὰν κε­ρὶ ποὺ λι­ώ­νει πά­νω σὲ μα­νουά­λι. Ἡ κυ­ρί­α δί­στα­σε νὰ φέ­ρει καὶ τὸ ἄλ­λο πό­δι στὸ σκα­λί. Μέ­σα…

Read More Read More

«Εστία Μοτέλ» – Αδαμαντινή Καβαλλιεράτου ?>

«Εστία Μοτέλ» – Αδαμαντινή Καβαλλιεράτου

Ἑ­στί­α Μο­τέλ της Αδαμαντινής Καβαλλιεράτου   Από τότε ποὺ θυμᾶμαι τὸν ἑαυτό μου, θυ­μᾶ­μαι καὶ κά­ποι­ο ξε­νο­δο­χεῖ­ο. Οἱ παν­σιόν, οἱ ξε­νῶ­νες, τὰ φθη­νὰ μο­τέλ, εἶ­ναι τὸ σπί­τι μου. Με­γά­λω­σα μό­νο μὲ τὴ μη­τέ­ρα μου. Γιὰ τὸν πα­τέ­ρα μου δὲν ξέ­ρω πολ­λά. Μοῦ ἔ­λε­γαν ὅ­τι πέ­θα­νε, ὅ­ταν ἤ­μουν μι­κρός, μὰ ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι μᾶς ἐγ­κα­τέ­λει­ψε μό­λις γεν­νή­θη­κα. Ἡ μη­τέ­ρα ἦ­ταν κα­θα­ρί­στρια σὲ ξε­νο­δο­χεῖ­ο. Συ­χνὰ μὲ ἔ­παιρ­νε μα­ζί της στὴ δου­λειά. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἀ­νοί­γα­με καὶ κλεί­να­με πί­σω μας τὴν πόρ­τα…

Read More Read More

«Τραπέζι στη λιακάδα» – Κατερίνα Κοντοπούλου ?>

«Τραπέζι στη λιακάδα» – Κατερίνα Κοντοπούλου

Τρα­πέ­ζι στὴ λι­α­κά­δα της Κατερίνας Κοντοπούλου     Θα πιάστηκες μὲ τὶς δου­λει­ὲς καὶ ἄρ­γη­σες τό­σο νὰ ἔρ­θεις, εἰ­δι­κὰ σή­με­ρα. Ξε­κί­νη­σες νὰ φτιά­χνεις πρῶ­τα τὸ ρα­βα­νὶ γιὰ νὰ προ­λά­βει νὰ τρα­βή­ξει τὸ σι­ρό­πι του, με­τὰ τὸ ζυ­μω­τὸ ψω­μὶ καὶ τὴν χορ­τό­πι­τα καὶ τὴν πα­ρα­μο­νὴ τὶς πα­τά­τες για­χνί. Ἐ­λι­ές, φέ­τα, ρα­δί­κια σα­λά­τα εἶ­ναι τῆς τε­λευ­ταί­ας στιγ­μῆς, τὰ ἄ­φη­σες γιὰ ἀ­νή­με­ρα. Κα­τέ­βα­σες καὶ τὸ κόκ­κι­νο κρα­σὶ τοῦ παπ­ποῦ καὶ δυ­ὸ πο­τή­ρια ἀ­πὸ τὰ κα­λὰ καὶ πῆ­ρες δρό­μο. Περ­νᾶς τὴν πύ­λη καὶ ὅ­λα…

Read More Read More

«Underground» – Νάγια Κουτρουμάνη ?>

«Underground» – Νάγια Κουτρουμάνη

Underground της Νάγιας Κουτρουμάνη   Ή­ταν απόγευμα, ὅ­ταν μὲ ἔ­θα­ψαν. Προ­σπά­θη­σα νὰ πά­ρω ὅ­σες πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­νά­σες μπο­ροῦ­σα, ἀλ­λὰ τὰ χώ­μα­τα μὲ σκέ­πα­σαν καὶ βυ­θί­στη­κα στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­πει­τα ἄρ­χι­σε νὰ βρέ­χει. Τὸ νε­ρὸ κυ­λοῦ­σε γύ­ρω μου, πά­νω μου, μέ­σα μου. Μοῦ μι­λοῦ­σε. «Μὴν ἀ­νη­συ­χεῖς, γλυ­κέ μου. Γρή­γο­ρα θὰ ξα­να­δεῖς τὸ φῶς». Ναί, κα­λά. Δὲν ἤ­θε­λα τέ­τοι­ου εἴ­δους πα­ρη­γο­ρι­ές. Ἤ­μουν θαμ­μέ­νος γιὰ πάν­τα σ’ ἕ­ναν ἀ­πο­πνι­κτι­κὸ τά­φο, χω­ρὶς ἐλ­πί­δα, μέ­σα σὲ μιὰ ἡ­συ­χί­α ποὺ μὲ τρέ­λαι­νε. Εἶ­πα ἡ­συ­χί­α; Λά­θος! Τώ­ρα ποὺ ἀ­χρη­στεύ­τη­κε…

Read More Read More

«Φιλιά στο ταβάνι» – Μαρία Κώτσια ?>

«Φιλιά στο ταβάνι» – Μαρία Κώτσια

Φι­λιὰ στὸ τα­βά­νι της Μαρίας Κώτσια   Οἱ ὑ­δρα­τμοὶ θαμ­πώ­νουν τὸν κα­θρέ­φτη, σκου­πί­ζει τὴν ἐ­πι­φά­νεια μὲ τὴν πα­λά­μη καὶ μέ­νει νὰ κοι­τᾶ τὸ πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο του εἴ­δω­λο πά­νω στὸ ὑ­γρὸ γυα­λί. Αὐ­τὴ ἡ ὑ­γρα­σί­α, οἱ στα­γό­νες ποὺ στέ­κον­ται πά­νω στὸ νω­πὸ δέρ­μα ποὺ μπιμ­πι­κιά­ζει. Μὲ βα­θι­ὲς εἰ­σπνο­ὲς ρου­φᾶ τὴν πα­χιὰ ἀ­τμό­σφαι­ρα ποὺ μυ­ρί­ζει λε­μό­νι καὶ μέν­τα καὶ ἀ­νε­παί­σθη­τα ἄ­γριο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Πάν­τα ἀ­πὸ τό­τε ποὺ μπο­ρεῖ νὰ θυ­μη­θεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του, τοῦ ἄ­ρε­σε νὰ περ­νᾶ πο­λὺ ὥ­ρα στὸ μπά­νιο, ὁ ἀ­γα­πη­μέ­νος του…

Read More Read More

«Άρτι» – Ιωάννα Ντούμπρου ?>

«Άρτι» – Ιωάννα Ντούμπρου

  Ἄρ­τι της Ιωάννα Ντούμπρου   Όλα τελείωσαν πο­λὺ γρή­γο­ρα. Πα­ρα­σκευ­ὴ βρά­δυ μὲ φώ­να­ξαν στὸ σα­λό­νι. Κά­θι­σε, μοῦ εἶ­παν. Κά­θι­σα λοι­πὸν στὸν κα­να­πὲ καὶ πε­ρί­με­να. Μί­λη­σε πρῶ­τος ὁ κύ­ριος: «­Ἄρ­τι», εἶ­πε, «ἀ­κό­μα καὶ στὰ ζευ­γά­ρια ὑ­πάρ­χουν δι­α­φω­νί­ες». «Μά­λι­στα κύ­ρι­ε», εἶ­πα. «Καὶ με­ρι­κὲς φο­ρὲς φτά­νει ἡ ὥ­ρα τοῦ χω­ρι­σμοῦ», εἶ­πε. Δὲν εἶ­χα ἰ­δέ­α τί ἐν­νο­οῦ­σε καὶ γι’ αὐ­τὸ δὲν εἶ­πα τί­πο­τα. «Δὲν θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ μεί­νεις μα­ζί μας γιὰ πάν­τα, οὕ­τως ἢ ἄλ­λως. Τέσ­σε­ρα χρό­νια ἦ­ταν ἀρ­κε­τά», συμ­πλή­ρω­σε. Κοί­τα­ξα πρῶ­τα τὸν…

Read More Read More

HOTEL/ΕΝΟΙΚΟΙ ΓΡΑΦΗΣ 2009: “Ζωολογία του πάνω και του κάτω κόσμου”- Νατάσσα Μπλάτσιου ?>

HOTEL/ΕΝΟΙΚΟΙ ΓΡΑΦΗΣ 2009: “Ζωολογία του πάνω και του κάτω κόσμου”- Νατάσσα Μπλάτσιου

  ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΣΤΟΜΑ της Νατάσσας Μπλάτσιου (Το διήγημα που πρώτευσε στο Hotel / Ένοικοι Γραφής 2009) Περνάω από το νεκροταφείο. Τον βρίσκω. Όχι αυτόν. Τον τάφο όπου είναι χαραγμένο το όνομά του. Σηκώνομαι πάλι και φεύγω. Πάω για το πηγάδι. Περπατάω ανάμεσα στις πορτοκαλιές σχεδόν στα τυφλά. Ξέρω κάθε εκατοστό γης, ακόμα και τις πέτρες που μπήγονται στα πόδια όταν τρέχεις. Ρουφάω λαίμαργα τη μυρωδιά των ανθισμένων πορτοκαλιών, όλα στη θέση τους είναι. Κι οι μυρωδιές και τα δέντρα και…

Read More Read More